Τα  γκδούνια ( τα κουδούνια )

 Ετυμολογική και εθιμολογική τους παρουσίαση

Λεξιλόγιο

Γκδουνι , του (το κουδούνι)

Κυπρί, του (το κυπρί)

Γκαβανούζα, η

 

Σημασία-Ετυμολογία

 

Γκαβανούζα: μεγάλη κουδούνα  που κατασκευάζεται από σιδερένιο έλασμα και μοιάζει με γαβάνα (γκαβάνα)

Γκαβανούζα <γ(κ)αβαν-(α)+κατάληξη "-ούζα" : μεγάλη γ(κ)αβάνα , κουδούνα όμοια με μεγάλη γ(κ)αβάνα.

Γαβάνα: στρογγυλό ξύλινο αγγείο (δοχείο), που κλείνεται στεγανά με κάλυμμα (καπάκι) κι είναι κατάλληλο για εναπόθεση και μεταφορά φαγητού, ιδίως υδαρούς (νερουλού). Σ' ένα τέτοιο σκεύος μπορεί να παίρνει το φαγητό του ένας γεωργός ή κτηνοτρόφος, αλλά και κάθε άλλος  εργαζόμενος, που φεύγει το πρωί από το σπίτι του για ολοήμερη εργασία. Στο σιατιστινό ιδίωμα το σκεύος αυτού του τύπου λέγεται "πνακι"

 

Σημείωση:

Για τις λέξεις γάβανο (το), γαβάνα (η), γαβάνι (το), δες Πολυλεξικό της Ελληνικής γλώσσας Επιστήμη και Ζωή, τόμος δεύτερος σελίδα 157.

 

Ο ήχος της γκαβανούζας είναι τραχύς ˙ γι' αυτό και για κάθε μη καλλίφωνο τραγουδιστή λέγεται πως τραγουδά σαν  γκαβανούζα.

 

Κυπρί: ορειχάλκινο (μπρούντζινο) χυτό κουδούνι που κρέμεται στο λαιμό των γιδιών συνήθως, αλλά και των μουλαριών και των αλόγων που μεταφέρουν σταφύλια τον τρύγο.

Κυπρί<κυπρίον<κύπριον<κύπριος,κυπρία,κύπριον : χάλκινος< Κύπρος.

Η Μεγαλόνησος φημιζόταν τα αρχαία χρόνια για τα πλούσια μεταλλεία χαλκού.

Σχετικά καλό είναι να 'χουμε  υπόψη μας και το παρακάτω λατινικό λεξιλόγιο: cyprium aes ή (μόνο του το ουδέτερο του επιθέτου ως ουσιαστικό ) cyprium,i =κύπριος ( κυπριακός) χαλκός ˙ cyprius, a, um= ο από χαλκό της Κύπρου, ο χάλκινος.

Κυρίως μπαίνοντας ο Δεκέμβρης τα παιδιά στη Σιάτιστα αρχίζουν τις απογευματινές  ώρες το μάζεμα του λόζιου ( ξερών χόρτων) και το χτύπημα των κουδουνιών ανάβοντας και μικροφωτιές τα βραδάκια στις γειτονιές τους στο καθορισμένο για τις μεγάλες κλαδαριές σημείο ( προετοιμασία του χώρου ). Οι εκδηλώσεις αυτές κορυφώνονται την παραμονή των Χριστουγέννων κυρίως, αλλά και της πρωτοχρονιάς με το στήσιμο και άναμμα των κλαδαριών, "κλαδαρών" κατά το σιατιστινό ιδίωμα, και το ομαδικό χτύπημα των κουδουνιών από τα παιδιά της κάθε γειτονιάς γύρω από την κλαδαρά τους.

Ειδικά στις μεγάλες κλαδαρές της παραμονής των Χριστουγέννων τα παιδιά μαζί με το χτύπημα των κουδουνιών τραγουδούν και το τραγούδι :

 

Πιδιά μ΄, ήρθαν  τα κόλιαντα  κι όλοι να τοιμαστείτι.

Πάρτι κι τις τζιουμάκις σας κι στούν  Αϊ-Λια  να βγείτι

κι απ' τουν Αϊ-Λια στουν Πρόδρουμου , στα Τρία τα πηγάδια.

Ικεί θα ενει του σύναγμα κι όλου του συναγώι˙

θα ν'άψουμι τις κλαδαρές,  θα πούμι "Κι απού χρόνου!".

 

Κουδούνια χρησιμοποιούνται και την πρωτοχρονιά. Μετά την απόλυση της εκκλησίας ομάδες   δύο αντρών απ'τους οποίους ο ένας κρατά το κουτί των οβολών και ο άλλος ένα απ'τα κουδούνια, που φυλάγονται στους ναούς του Αγίου Δημητρίου στη Χώρα και του Αγίου Νικολάου στη Γεράνεια, γκαβανούζα ή κυπρί, περιφέρονται στις γειτονιές και χτυπώντας το κουδούνι πότε-πότε, για να προαναγγείλουν τον ερχομό τους, επισκέπτονται τα σπίτια να   ευχηθούν  στους οικοδεσπότες καλή χρονιά κι εκείνοι να ρίξουν στο κουτί τον οβολό τους "για την εκκλησία", για τις δαπάνες συντήρησης του ναού.

Λίγο παλιότερα χτυπούσαν κουδούνια και την ημέρα των Θεοφανείων στις πλατείες της Χώρας και της Γεράνειας άνδρες, συνήθως  παρέες δύο ανδρών, που στη μέση τους ήταν ζωσμένοι με σειρά κουδουνιών δεμένων με σχοινί. Τα κουδούνια τα συγκρατούσαν και με σχοινιά που τα περνούσαν από τους ώμους τους με χιαστί στα νώτα τους  διάταξη. Οι κουδουνάδες  αυτοί ζωσμένοι ο ένας με κυπριά και ο άλλος με γκαβανούζες χτυπούσαν τα κουδούνια έχοντας τα πόδια τους σε κατάλληλη για την ευστάθειά τους διάσταση και στρεφόμενοι ρυθμικά μια απ' τη μια και μια απ' την άλλη μεριά ή για κάθετο κατά διαστήματα χτύπημα των κουδουνιών ανεβοκατεβάζοντας το σώμα τους με κάμψεις των γονάτων. Επίσης χτυπούσαν τα κουδούνια σηκώνοντας διαδοχικά το' να και τ' άλλο πόδι και κάνοντας μεγάλους διασκελισμούς.

Τα κουδούνια με τον εκκωφαντικό τους θόρυβο, οι "κλαδαρές" που με τη λάμψη τους κάνουν τη νύχτα μέρα και οι τερατώδεις μεταμφιέσεις του δωδεκαήμερου ( της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων),   χαρμόσυνες κυρίως σήμερα εορταστικές εκδηλώσεις, ήταν στην αρχική τους ειδωλολατρικού (παγανιστικού) χαρακτήρα καθιέρωση και χρήση τους μέσα "αποτρόπαια", ήτοι αποτροπής του κακού, μέσα πρόκλησης τρόμου και τροπής σε φυγή των κακοποιών δυνάμεων, των δαιμονικών, που κατά τη λαϊκή αντίληψη στις αρχές της χειμερινής περιόδου έπρεπε να τρομάξουν και να φύγουν για την εξασφάλιση ενός ήπιου χειμώνα , ευνοϊκού για τα σπαρτά, τα ζωντανά και τους ανθρώπους. Έτσι αυτές οι εκδηλώσεις ήταν ευετηρικές, απέβλεπαν δηλαδή στην εξασφάλιση "ευετηρίας" , καλής χρονιάς: καρπερής για τη γη, παραγωγικής για τα ζώα, ευτυχισμένης για τους ανθρώπους.

Για την αρχαιοελληνική λέξη "ευετηρία" [ευ+ -ετηρία (<έτος) : καλή - καρπερή, παραγωγική, προκομμένη - χρονιά˙ αντίθετή της η λέξη "δυσετηρία": κακή χρονιά] ας έχουμε υπόψη μας τα παρακάτω χωρία:

[Ξενοφώντος Ελληνικά V,II,4]

... αισθόμενος δε ότι ο σίτος εν τη πόλει πολύς ενείη, ευετηρίας γενομένης τω πρόσθεν έτει, ...

[Πλάτωνος Συμπόσιον 188α]

...  , ήκει φέροντα ευετηρίαν τε και υγίειαν ανθρώποις και τοις άλλοις ζώοις τε και φυτοίς...

 

Για την "ευετηρία" και τα μεγαλύτερα αγαθά των πόλεων- πολιτειών, στα οποία αυτή περιλαμβάνεται, ας έχουμε υπόψη μας το παρακάτω χωρίο:

(Πλουτάρχου Πολιτικά παραγγέλματα 824 c,d)

... όρα γαρ ότι των μεγίστων αγαθών ταις πόλεσιν, ειρήνης, ελευθερίας, ευετηρίας*, ευανδρίας, ομονοίας, προς μεν ειρήνην ουδέν  οι δήμοι των πολιτικών εν γε τω παρόντι χρόνω δέονται˙ πέφευγε  γαρ εξ ημών και ηφάνισται πας μεν Έλλην πας δε βάρβαρος πόλεμος˙ ελευθερίας δ' όσον οι κρατούντες νέμουσι τοις δήμοις μέτεστι και το πλέον ίσως ουκ άμεινον˙ ευφορίαν δε γης άφθονον ευμενή τε κράσιν ωρών και τίκτειν γυναίκας "έοικότα τέκνα γονεύσι" και σωτηρίαν τοις γεννωμένοις ευχόμενος ο γε σώφρων αιτήσεται παρά θεών τοις εαυτού πολίταις.

Λείπεται** δη τω πολιτικώ μόνον εκ των υποκειμένων έργων, ό μηδενός έλαττόν εστι των αγαθών, ομόνοιαν  εμποιείν και φιλίαν αεί τοις συνοικούσιν, έριδας δε και διχοφροσύνας και δυσμένειαν εξαιρείν άπασαν, ώσπερ εν φίλων διαφοραίς, ..... 

 

* Αντιστοίχισε : ευτηρίας-ευφορίαν δε γης άφθονον ευμενή τε κράσιν ωρών ( =άφθονη καρποφορία της γης και ευνοϊκές-ήπιες καιρικές συνθήκες στις διάφορες εποχές).

**Λείπεται δη τω πολιτικώ....,ώσπερ εν φίλων διαφοραίς : απομένει λοιπόν στον πολιτικό από τα έργα αρμοδιότητας (ενός πολιτικού) μόνο εκείνο , που δεν είναι κατώτερο από κανένα απ' τ' αγαθά, το να δημιουργεί δηλαδή πάντα ομόνοια και φιλία στους ανθρώπους που κατοικούν- ζουν μαζί του, στην ίδια μ' αυτόν πολιτική κοινότητα - πολιτεία, και να απομακρύνει μαλώματα  και διχόνοιες και κάθε γενικά έχθρα, όπως ακριβώς στις διαφορές φίλων ( βλέποντας όλους γενικά τους συμπολίτες του ως φίλους). Η ομόνοια  είναι από τα μεγαλύτερα αγαθά μιας πολιτείας και θεμελιακό καθήκον και έργο και χαρακτηριστικό γνώρισμα του σωστού πολιτικού " το ομόνοιαν  εμποιείν και φιλίαν αεί τοις συνοικούσιν, έριδας δε και διχοφροσύνας και δυσμένειαν εξαιρείν άπασαν, ώσπερ εν φίλων διαφοραίς"

 

Για το ρόλο του κουδουνιού ως ηχογόνου οργάνου αποτροπής - πρόκλησης τρόμου και τροπής σε φυγή - του κακού ας έχουμε υπόψη μας τα παρακάτω αρχαία χωρία:

[Αισχύλου Επτά επί Θήβας 384-386˙ η τραγωδία αυτή ως το τρίτο μέρος τριλογίας παραστάθηκε το 467 π. Χ.]

(Άγγελος)     -   -   -   -   -   -   -   -   -   -   -   - 

                   τοιαύτ' αϋτών τρεις κατασκίους λόφους

                   σείει, κράνους χαίτωμ', υπ' ασπίδος δε τώ

                   χαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβον˙

                   -   -   -   -   -   -   -   -   -   -   -   -

Στο επόμενο χωρίο αναφέρεται ένας συνδυασμός αποτρεπτικής τερατώδους μορφής, του γοργόνειου  (απεικόνισης της τερατώδους κεφαλής της γοργόνας Μέδουσας  ) και κουδουνιών:  (Ευριπίδου Ρήσος  305-308)

(Άγγελος)     -   -   -   -   -   -   -   -   -   -   -   -  -

                   Πέλτη δ΄επ' ώμων χρυσοκολλήτοις τύποις

                   έλαμπε˙ Γοργών δ' ως επ' αιγίδος θεάς

                   χαλκή μετώποις ιππικοίσι πρόσδετος

                   πολλοίσι συν κώδωσιν εκτύπει φόβον

                    -   -   -   -   -   -   -   -   -   -   -   -

 

 

Απεικόνιση του "αποτρόπαιου" γοργόνειου έχουμε στη  διπλανή αγγειογραφία λακωνικής κύλικας του 550-540 π.Χ. , όπου εικονίζεται ο Αχιλλέας οπλισμένος με δόρυ και ασπίδα, που 'χει ζωγραφισμένο πάνω της το γοργόνειο, να περιμένει πίσω από μια κρήνη να εμφανισθεί ο Τρωίλος

( Εικόνα εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμος 18ος , σελ. 447)  κάντε κλικ στη φωτογραφία για να μεγαλώσει)

 

Οι παραπάνω αναφερόμενες εθιμικές εκδηλώσεις ευετηρικού και διασκεδαστικού χαρακτήρα στις αρχές του χειμώνα έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα.     

Σ' έναν ήπιο χειμώνα καλό για τα σπαρτά, τα ζωντανά και τους ανθρώπους απέβλεπαν και οι αρχαίες αττικές γιορτές των Μαιμακτηρίων και των Μικρών  ή κατ΄αγρούς Διονυσίων στις αρχές της χειμερινής για το αττικό ημερολόγιο περιόδου. Τα Μαιμακτήρια  γίνονταν προς το τέλος του μήνα Μαιμακτηριώνα , πέμπτου μήνα του αρχαίου αττικού ημερολογίου και πρώτου του τετράμηνου αττικού χειμώνα, που αντιστοιχούσε περίπου στο χρονικό διάστημα από τα μέσα Νοεμβρίου ως τα μέσα Δεκεμβρίου.

Στη γιορτή αυτή έκαναν θυσία κριαριού στο "μαιμάκτην Δία", το θυελλώδη Δία, για να τον εξευμενίσουν - εξασφαλίσουν την ευμένειά του για ένα ήπιο χειμώνα. Την προβιά του κριαριού, το "Διός Κώδιον", όπως λεγόταν, επειδή το θεωρούσαν μέσο καθαρμού και εξαγνισμού τόπων, πραγμάτων και ανθρώπων χάρη στο μαλλί που είχε, το περιέφεραν στην αρχή πομπής που σχημάτιζαν. Στην αρχή της πομπής αυτής βάδιζε επίσης  και κάποιος  που κρατούσε  κηρύκειο, το οποίο εκτός από έμβλημα του κήρυκα των θεών Ερμή και γενικά των κηρύκων ήταν και, ως σύμβολο της ιερότητας και του απαραβίαστου, μέσο "αποτρόπαιο- αποτροπής του κακού", εκφοβισμού και τροπής σε φυγή των κακοποιών δυνάμεων. Μετά το τέλος της καθαρτήριας και εξαγνιστικής τελετής η προβιά του κριαριού πετιόταν μακριά. Στη γιορτή αυτή επίσης γίνονταν και χοροί στο θέατρο των Αθηνών από άνδρες που ήταν μεταμφιεσμένοι σε Βάκχες ,Νύμφες και Ώρες, κατώτερες θεότητες οι οποίες  προσωποποιούσαν τις φυσικές δυνάμεις που προστάτευαν τη βλάστηση και ανθοφορία της άνοιξης και την καρποφορία του καλοκαιριού, όπως δείχνουν ιδιαίτερα τα ονόματα των αττικών Ωρών Θαλλώ ( προσωποποίηση της ανοιξιάτικης βλάστησης και ανθοφορίας) και Καρπώ ( προσωποποίηση της θερινής καρποφορίας). Οι μεταμφιέσεις αυτού του είδους απέβλεπαν στο να ενεργοποιήσουν μέσα στο χειμώνα τις αναγεννησιακές δυνάμεις της φύσης, να αποτρέψουν τις αντίθετες κακοποιές δυνάμεις και να δώσουν τον τόνο, ιδίως οι βακχικές μεταμφιέσεις, ενός ξέφρενου ξεφαντώματος.

Τα μικρά  ή κατ' αγρούς ή κατά κώμας ή κατά δήμους Διονύσια ήταν αγροτική καθαρά γιορτή που γιορταζόταν στις αγροτικές κοινότητες της Αττικής το μήνα Ποσειδεώνα , έκτο μήνα του αρχαίου αττικού ημερολογίου που αντιστοιχούσε περίπου στο χρονικό διάστημα από τα μέσα Δεκεμβρίου ως τα μέσα Ιανουαρίου. Πυρήνας των εορταστικών εκδηλώσεων ήταν κι εδώ μια πομπή, η πομπή του φαλλού. Ο μπροστάρης της πομπής κρατούσε αμφορέα γεμάτο κρασί και μια κληματσίδα ( κληματόβεργα) ˙ έπειτα ακολουθούσε κάποιος που τραβούσε ένα τράγο, ζώο σύμβολο της γονιμοποιητικής δύναμης που θυσιαζόταν στο θεό Διόνυσο˙ στη συνέχεια ερχόταν άλλος  με κάνιστρο από λυγαριά γεμάτο με ξερά σύκα και τελικά εκείνος που περιέφερε ψηλά πάνω σε κοντάρι το φαλλό , το κατεξοχήν σύμβολο των γονιμοποιητικών δυνάμεων. Για την πομπή αυτή στην αρχαία απλή και τη μεταγενέστερη πολυτελή της μορφή μάς μιλά ο Πλούταρχος στο έργο του " Περί φιλοπλουτίας" 527d  :

 

... , όρα μη πομπήν επαινούντι και πανήγυριν μάλλον ή βίον έοικας. η πάτριος των Διονυσίων εορτή το παλαιόν επέμπετο δημοτικώς και ιλαρώς˙ αμφορεύς οίνου και κληματίς, είτα τράγον τις είλκεν, άλλος ισχάδων άρριχον ηκολούθει κομίζων, επί πάσι δ' ο φαλλός. αλλά  νυν ταύτα παρεώραται και ηφάνισται χρυσωμάτων παραφερομένων και ιματίων πολυτελών και ζευγών ελαυνομένων και προσωπείων ˙ ούτω τα  αναγκαία του πλούτου και χρήσιμα τοις αχρήστοις κατακέχωσται και τοις περιττοίς.

 

Η φαλλική πομπή απέβλεπε στη μεταβίβαση των γονιμοποιητικών δυνάμεων, που συμβόλιζε ο φαλλός, στη γη και στην ενεργοποίηση των παραγωγικών της δυνάμεων για μια νέα χρονιά με καλή σοδειά. Η τιμητική για το θεό Διόνυσο πομπή με το φαλλό μπροστά αναρτημένο πάνω σε κοντάρι λεγόταν Φαλληφόρια (τα) ή Φαλλαγώγια (τα) ή Φαλλαγωγία (η). Οι εορταστές που μετείχαν σ' αυτήν μεταμφιέζονταν, έβαφαν τα πρόσωπά τους ή φορούσαν προσωπίδες, στεφανώνονταν με στεφάνια  από κισσό και είχαν αναρτημένους από το λαιμό και τη μέση τους φαλλούς. Ευθυμούσαν πίνοντας από το νέο κρασί της χρονιάς, τραγουδούσαν βωμολοχικά και περιπαιχτικά τραγούδια, τα λεγόμενα  φαλλικά, και χόρευαν κωμικούς χορούς. Οι εορταστικές εκδηλώσεις αυτού του είδους αποτέλεσαν τον πυρήνα για την γένεση της  κωμωδίας.Ο Αριστοτέλης στο σύγγραμμά του  "Περί ποιητικής" αναφέρει πως η κωμωδία προήρθε από τους "εξάρχοντας τα φαλλικά" , από εκείνους δηλαδή που στα φαλλικά τραγούδια έκαναν την αρχή κι ακολουθούσαν οι άλλοι απαντώντας ή επαναλαμβάνοντας ( Αριστοτέλους  Περί ποιητικής 1449a, στίχοι 9-15):

 

Γενομένης δ' ουν  απ' αρχής αυτοσχεδιαστικής και αυτή και η κωμωδία, και η μεν από των εξαρχόντων τον διθύραμβον, η δε από των τα φαλλικά,  α έτι και νυν εν πολλαίς των πόλεων διαμένει νομιζόμενα, κατά μικρόν ηυξήθη, προαγόντων όσον εγίγνετο φανερόν αυτής, και πολλάς μεταβολάς μεταβαλούσα η τραγωδία επαύσατο, επεί έσχε την αυτής φύσιν.

 

Στις εορταστικές εκδηλώσεις των μικρών Διονυσίων περιλαμβάνονταν και λαϊκά παιχνίδια με κυριότερο εκείνο του ασκωλιασμού . Σ' αυτό κάποιος  πηδούσε πάνω σε ασκό από δέρμα τράγου αλειμμένο  με λάδι και προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπία, πράγμα που δεν ήταν εύκολο να το καταφέρει και πέφτοντας προκαλούσε το γέλιο των θεατών (Σχετικά δες Robert Flaceliere  Ο  δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων σελ. 247  και Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης Liddell- Scott,  ρήμα "ασκωλιάζω" ).

Για τις παραπάνω αρχαίες αττικές γιορτές δες και " Νικολάου Παπαχατζή Η θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα σελ. 153-154" , "Λάμπρου Σ. Βρεττού Λεξικό τελετών, εορτών και αγώνων των αρχαίων Ελλήνων σελ. 231-234 και 471-472" και " Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια Παύλου Δρανδάκη,  άρθρα : Μαιμακτήρια και Διός Κώδιον".