Στρογγυλό ξύλινο σκεύος μικρής
χωρητικότητας αρκετά πλατύστομο στο μέγεθος περίπου πιάτου με καπάκι.
Σ' αυτό ο
αγρότης έπαιρνε το φαγητό του, όταν πήγαινε για
ολοήμερη δουλειά.
Ετυμολογία της λέξης
Πνακι
<πινάκι <μεσαιωνικό πινάκιν < αρχαίο πινάκιον ( =
πιάτο), υποκοριστικό < πίναξ : (συνήθως από ξύλο) δίσκος,
πιατέλα.
Κάντε κλικ σε κάθε
εικόνα που ακολουθεί για να τη δείτε σε μεγαλύτερο
μέγεθος. |