Δημητρίου Ν. Παπαναούμ

 

Ου χάσκας τ' Μπαλαμπάνη

 

      - Μαρ Λιάνου, λαλούμινα ακούου. Ποιοι τάχν; - Ε τα πιδιά. Ποιος άλλους. Απουκρά σήμιρα θα ιγλιντίσν, τί θα καμν. Τα ιγλέντια ια τα πιδιά είνι. Δε θυμάσι κι τα θκα σας;

      -Ε τα θυμούμι, μα πούντα ικείνα. Τώρα ιράματα. Πιασμένη χειρουπόδαρα. Να μη τάλιγαν ιράματα. Απ' λες κι τότι είχαμι τζιουμπούσια, μα έρχουνταν ψια αλλιώτικα. Ξημέρουνιν  η Αποκρά, μαζώνουμάσταν όλα τα κουρίτσια κι αρχινούσαμι τραγούδια κι χουρόν ώρις. Πού ήξιράμι τι θα πη απόστασα. Κατά του ιόμα κατηφόρζαμι στα τρία τα πηγάδια, έπιανάμι μια άκρα κι καρτιρούσαμι τουν Κώτσιου τ' Μπαλαμπάνη να κάμ' του Χάσκα. Σαν τώρα ια θυμούμι μια χρουνιά π' μας έκαμιν κι έπιανάμι 'ν κλια που τα ιέλια μι τα σιακάδια  πώκαμνιν στα πιδιά κι τα ουρσουσλούκια τ' πούλιγιν να ιλούν οι τρανοί. Είχαν μαζουχτή στα πηγάδια πουλύς κόσμους. Τρουύρ απού του πηγάδ' κι τουν πλάτανου κιαμέτι πιδιά. Κάπουτι κι άλλου γλέπουμι απού μακρυά τουν Κώτσιου τ' Μπαλαμπάνη μι τ' αντιρί, του κόκκινου του ζναρ' κι μι του φέσι. Του πρόσουπου τ' τούχιν βαμμένου μι καπνιά που του τηγάνι. Τα χέρια τ' κι αυτά βαμμένα σαν αράπς. Στου ένα του χερ' είχιν έναν κλώστη μι ράμα διμένου στη μια την άκρα. Στ' άλλου του χερ' είχιν ένα μαντήλι πούχιν τυλιγμένα τα διαταγμένα ια του χάσκα. Του ριπάνι, τού χαλβά κι τα σύκα.

   Τα κατρανουπαίδια, σαν τουν είδαν, αναβαλίσκαν. Νάγλιπις πώς σπρώχνουνταν να πιασν καλόν τόπουν τρουύρ στου πηγάδ κι νάγλιπις πως ξηρουκατάπναν τα σάλια τα. Θαρούσαν είχιν ακουμπήσει ου χαλβάς στη γλώσσα τα.

   Κάπουτι κι άλλου ανιβαίνει ου Μπαλαμπάντς στου πηγάδ'. Ώσπου να δέση του ριπάνι, οι τρανοί τ' απέταχναν που κάνα  πείραγμα  κι αυτός ένα κι ένα τσ' βούλουνιν μι τα ουσούλια τ'. Οι άλλοι ξικαρδίζουνταν που τα ιέλια.

    ΄Αμα έδισιν του ριπάνι φουνάζει. Όλοι ν' ανοίξτι του στόμα. Όποιους χάψει του ριπάνι θα παρ' δυο σύκα. Ανοίγν όλα τα στόματα σα φούρνοι. Καναδυό καψουπαίδια δεν μπορούσαν να σταματήσν 'ν κατηβασιά που τη μύτη, ιατί έτσουζιν του κρύου κι πότι νάφναν να τρέχη, πότι νη ρφούσαν σιαπάν', πότι νη σφούγγζαν μι του μανίκι. Ου Μπαλαμπάντς τρουυρνούσιν τουν κλώστη κι όπ' ίγλιπιν να υαλίζη, ικεί χτυπούσιν του ριπάνι.

    Κάπουτι κι άλλου ου ψηλός ου Νιότας, του ζυάζει καλά κι του χάφτει. Φουνάζν  τα πιδιά: "Τουν έχαψιν ου Νιότας". Πήριν τα σύκα τ' ου Νιότας κι τοιμάσκιν ια του χαλβά. Ου χαλβάς τρουύρσιν κανά δυο φουρές κι ακουμπούσιν πότι σι γλώσσα πότι σι μύτη. Γλέπου τουν Κώτια μας να φεύγη, να χαλνιέτι κι να φτυέτι. Τι μπρε δεν κάθισι στου χάσκα; Είνι αρμυρός μαρ ου χαλβάς, δεν είνι γλυκός, μ' λέει.

    Ώσπου να σώση ν' κουβέντα του πιδί ακούιτι πάλι ένα σκούξιμο "τουν έχαψιν ου Νιότας". Γλυκόν, αρμυρόν δεν λουγάριασιν. Νάταν κι άλλους. ' Αμα σώθκιν τ' αντέτι ου Μπαλαμπάντς έβγαλιν του φέσι, του σιούκουσιν τουν ανήφουρου κι λέι: ΄Αιντι πιδιά μ' να  ζήστι. Κι τ' χρον' του χάσκα. Κι όπους έχαψέτι του χάσκα τ' Μπαλαμπάνη έτσι του βράδ' να χάψη κι η μάνα σας τ' μπαμπά σας.

 

(Από το βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών έργο του Δ. Παπαναούμ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ)

 

επιστροφή

 

Η εφημερίδα μας : Γιατί βγήκαμε στο διαδίκτυο   Οι ξενιτεμένοι μας /The column of emigrants Επικοινωνία   Αφιερώματα  Αρχείο   Συνεργάτες/   Σιάτιστα: η πόλη μας:   Τοπική Ιστορία    Ξενάγηση στην πόλη    Ετυμολογικά   Η στήλη της Αννας    Συνεργασίες  Τοπικά νέα/   Εκπαίδευση: η φροντίδα μας : Σχόλια  Τα Εκπαιδευτικά  Ιστορία   Η γωνιά του βιβλίου   Παιδεία   Συνεργασίες /  Προτάσεις : www.siatista.gr   /www.voros.gr                              Κεντρική σελίδα