Του
τσεκ'
Δυό γιούδις
είχιν η κυρά Βάσιου. Ου ένας ου τρανός έφυγιν
ια ν' Αμερική, πως πάηναν τότι ου κόσμους να
καζαντίσ΄ν κι σι καναδυό χρόνια νάρθ'ν ουπίσ'
Αμιρικάν' μι παράδις, όσ΄γυρνούσαν γιατί πουλλοί
ξιαπόμνησκαν ικεί. Ου άλλους ου γιός έκατσιν
σπίτ' κι τυρανιούνταν μι τ' αμπέλια.
'Ολου κι
καρτιρούσιν η μάνα κάνα γράμμα να μαθαίν'
τίπουτα απ' τουν ξινητιμένου.
' Αντα έγλιπιν καμμιά
καρακάξα να κάθιτι στα κιραμίδια κι να λαλάει-
γράμμα θα νάχουμι- καρτιρούσιν
πίσου απού ν΄πόρτα να πιράσ' ου Νικουλάκ'ς ου
Πάικους ου ταχυδρόμους να τουν ρουτήσ';
-Έχουμι κάνα
γράμμα κυρ Νικουλάκ' ;
-Στου δρόμου
είν' του κυρά Βάσιου.
Ου Νικολάκ'ς ήξιριν
ν'απαντάει μι τουν τρόπου τ' κι δεν ίλιγιν μόνι
ένα ξηρό όχι.Δεν ήθιλιν να κακουκαρδίσ' καέναν.
' Αντα έρχουνταν
γράμμα, όλου χαρά η κυρά Βάσιου καρτιρούσιν
νάρθ' τ' αργά απ' τ' αμπέλι ου Λιόλιους να του
διαβάσ' κι αυτός κι να χαρεί.
-Μπρε Λιόλιου,
είχαμι γράμμα απ' τουν Κώτσιου!
-Ιχ, γράμμα, τι
τούθηλαμι, κάνα τσεκ' δεν μπουρούσιν να στείλ'!
Βαλάντουνιν η μάνα
αλλά δεν ίλιγιν τίπουτα.
' Αντα έρχουνταν πάλι
του διπλό του γράμμα - συστημένου κι μι τσεκ'
μέσα- καρτιρούσιν πάλι του Λιόλιου να τ' πει να
χαρεί κι αυτός.
-Μπρε Λιόλιου,
είχαμι γράμμα απ' τουν άλλουν, διπλό, μι τσεκ'!
-Ιχ, τσεκ', τι
τούθιλιν, κάνα γράμμα να στέλν' να μαθαίνουμι ια
την γειά τ'! |