Η ΄Αννα Γκουτζιαμάνη -Στυλιανάκη γεννήθηκε στη Σιάτιστα. Αποφοίτησε από το Τραμπάντζειο Γυμνάσιο και σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Έζησε και δίδαξε τα περισσότερα χρόνια στα Δημοτικά σχολεία Σιάτιστας .Τώρα μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τη Σιάτιστα που αγαπάει.  Στη στήλη αυτή, με ιδιαίτερη ευαισθησία και γνώση,  μας ταξιδεύει στην παλιά Σιάτιστα, τη Σιάτιστα των αναμνήσεών της  . 

 

Τα ανέκδοτα της Λευτέρως

 

 

Τα παιδικά της χρόνια.

 

Η θεια μου η Λευτέρω  ήταν η τέταρτη εν ζωή θυγατέρα της γιαγιάς μου, της Δέσπως της Γκουβατζούς. Γεννήθηκε  το έτος 1912. Χρονολογία αθάνατη! Μακεδονικός αγώνας! Ένδοξα χρόνια, ηρωική εποχή!

Πολλές σιατιστινές  έκαναν τάμα πως, αν αποχτήσουν[1] κορίτσι, θα του δώσουν το όνομα της πολυπόθητης «Λευτεριάς», να δώσει ο Θεός να λυτρωθούν και τα νεοφώτιστα κορίτσια τους  να ζήσουν σε πατρίδα ελεύθερη. Το καταπληκτικό με τη Λευτέρω είναι ότι γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου μετά το μεσημέρι, τις ώρες εκείνες που οι ήρωες πολεμιστές μας στο Καστράκι νικούσαν τους Τούρκους του  Μεχμέτ πασά και μας χάριζαν τη «Λευτεριά». Συγκινημένος ο πατέρας της πήρε το νεογέννητο κοριτσάκι στα χέρια  του, το σήκωσε στον αέρα και της χάρισε το ομορφότερο όνομα του κόσμου: «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Τώρα κάθε χρόνο στα γενέθλιά της τής ανάβουμε ένα κεράκι και τη θυμόμαστε μαζί με τους ήρωες της Μάχης της Σιάτιστας. Για το όνομά της αυτό πολύ καμάρωνε η θεια μου.

            Στα τέσσερά της χρόνια ξενιτεύτηκε ο πατέρας της στην Αμερική μαζί με τον αδερφό της το Μάρκο, 11χρονών τότε, για να δουλέψουν, να προκόψουν και να ζήσουν την οικογένειά τους. Δυστυχώς δεν τους ξαναείδε. Ο πατέρας της πέθανε, όταν η Λευτέρω ήταν  7 χρονών,  και ο Μάρκος δε γύρισε ποτέ.           

Στο σχολείο η Λευτέρω «τα 'παιρνε τα γράμματα»[2] και ξεχώρισε από τα άλλα παιδιά για τα πολλά της χαρίσματα. Στο Γυμνάσιο δεν πήγε και στη συμβουλή του δασκάλου της «να τη στείλουν να μάθει περισσότερα γράμματα» η γιαγιά  μου πικραμένη του απάντησε: «δεν έχω δυνάμεις, κυρ δάσκαλε»[3]. Και η Λευτέρω έμεινε στο σπίτι. Έγινε χρυσή νοικοκυρά και το δεξί χέρι της γιαγιάς μου. Ήταν  τελειομανής σε όλα.  Με ό,τι καταπιάνονταν το έβγαζε πέρα και με άριστο αποτέλεσμα.

      Μ' ένα γαϊδουράκι βοηθό για  τις βαριές δουλειές δε σταματούσε μέρα - νύχτα, χειμώνα - καλοκαίρι, μια και η οικογένειά της στερούνταν πατέρα και γιο. Για την ανεκτίμητη αυτή προσφορά της η γιαγιά μου της έδινε χίλιες δυο ευχές από τα βάθη της καρδιάς της, μα τα χρόνια περνούσαν δύσκολα.

 

Το χαλάζι  στη Σιάτιστα

            Οι παλιότεροι θυμούνται και οι νεότεροι  έχουν ακουστά για το χαλάζι που έπληξε τη Σιάτιστα στις 9 Ιουνίου 1930, ημέρα του Αγίου Πνεύματος.

Σχετικές πληροφορίες για το γεγονός παίρνουμε από το προσωπικό ημερολόγιο του αείμνηστου πεθερού μου Αντωνίου Ι. Στυλιανάκη:

"Την 9ην Ιουνίου 1930 ημέραν Δευτέραν  και ώραν 6μ.μ. έριψε εις Σιάτισταν χαλάζι μεγέθους ωού βάρους  60 και 80 δραμίων και κατέστρεψε τα κεραμίδια των οικιών εις τρόπον ώστε το νερό έτρεχε στα σπίτια μέσα όπως και έξω, κατεστράφησαν δε έως  5 και πλέον εκατομύρια κεραμιδιών και πολλά τζάμια".

  Ήταν μεγάλη γιορτή αυτή η μέρα και την τιμούσαν οι Σιατιστινοί με τα πλούσια θρησκευτικά τους αισθήματα. Δεν καταπιάνονταν με καμιά δουλειά.

 Μετά   το μεσημέρι η Λευτέρω πήρε το γαϊδουράκι της  «να πάει να κλωσει  λίγου τ'  αμπέλι τς»[4]. Τίποτε δεν προμηνούσε την καταστροφική μεταβολή του καιρού, που ακολούθησε.

Παραστατικά μας διηγόταν τη φρικτή εμπειρία της κι έμοιαζε πάντα σαν να την ξαναζούσε. Το χαλάζι λιάνιζε τα πάντα, λες και γινόταν πόλεμος. Η Λευτέρω δεν είχε πού να κρυφτεί, πού να προφυλαχτεί. Ο Θεός τη φώτισε. Κουλουριάστηκε, χώθηκε κάτω από την κοιλιά του γαϊδουριού της, πιάστηκε από τα μπροστινά του πόδια κι έμεινε εκεί όσο διαρκούσε  το κακό. Το αγαπημένο της ζώο , σαν να κατάλαβε τον κίνδυνο που διέτρεχε η ζωής της Λευτέρως,  δε μετακινήθηκε καθόλου και «ω, του θαύματος», όπως έλεγε  η ίδια, « σωθήκαμε κι οι δυο». Η γιαγιά μου με τις κόρες της στο σπίτι ήταν ανάστατες από την ξαφνική θεομηνία. Τι να πρωτοκοιτάξουν; τις καταστροφές από το χαλάζι; τα νερά που τους έπνιγαν όλο το νοικοκυριό; ή να ψάξουν να δουν  τι απέγινε η Λευτέρω; Από ποιον να ζητήσουν βοήθεια τέτοια ώρα; Πώς να φύγουν από το σπίτι και να φτάσουν στο αμπέλι; Πώς να της προσφέρουν βοήθεια; Περνούσαν στιγμές βιβλικής καταστροφής. Σταυροκοπιούνταν, προσεύχονταν κάτω από το εικονοστάσι του σπιτιού κι οι στιγμές περνούσαν σαν ώρες, μα δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε. Αλαφιασμένη πηγαινοερχόταν η γιαγιά μου ως το τζαντέ[5], μήπως δει κάτι, μήπως κάποιος της φέρει κάποιο μαντάτο. Τίποτε... Φώναζε όσο μπορούσε πιο δυνατά το όνομα της Λευτέρως, αφουγκραζόταν μήπως πάρει κάτι σαν απάντηση, αλλά δυστυχώς τίποτε... Όσο περνούσε η ώρα, τόσο δυσκόλευαν τα πράγματα. Το  έμαθαν οι γείτονες  κι αναστατώθηκαν μικροί και μεγάλοι. Κανένας δεν τολμούσε να ξεκινήσει. Αν άρχιζε πάλι το χαλάζι, πώς να βγουν απροστάτευτοι στο δρόμο; Δεν το χωρούσε ο νους τους. Προσπαθούσαν να δώσουν θάρρος και δύναμη ο ένας στον άλλο. Η μόνη τους ελπίδα ήταν η Παναγία και ο Αϊ Νικάνορας, ο γείτονάς τους, που έκαναν και πάλι το θάμα τους.

            Μετά από τόση λαχτάρα και αγωνία που πέρασαν,  αργά το βράδυ είδαν τη Λευτέρω  και το γαϊδουράκι της να έρχονται «σβαρνίζοντας» (σέρνοντας) τα πόδια τους.

Όλοι ξέσπασαν σε κλάματα από χαρά  και συγκίνηση. Την υπεραγαπούσαν τη Λευτέρω.

Το περιστατικό αυτό δεν το ξέχασαν ποτέ και κάθε φορά που το θυμούνταν δόξαζαν το Θεό τον Παντοδύναμο.


 

[1] Αποχτήσουν = γεννήσουν

[2] τα 'παιρνε τα γράμματα =ήταν έξυπνη και καλή μαθήτρια

[3] δεν έχω δυνάμεις = δεν έχω οικονομική ευχέρεια

[4] να πάει να κλωσει  λίγου τ’  αμπέλι τς = να το δει πώς μεγαλώνει.

[5] Τζαντές = δρόμος δημόσιος