Τα ζουκούμια τ’ς
Γκουβατζούς.
Αφιερώνεται
με ευγνωμοσύνη στη μνήμη του θείου
μου Μάρκου
Θ. Πρόκα, που πέθανε στην
Αμερική πριν 40 χρόνια.
|
Ο
Μάρκος ήταν ο ξενιτεμένος μοναχογιός της γιαγιάς μου της Δέσπως και το
μεγάλο
της μεράκι καθώς ζούσε με την ελπίδα στο Θεό να
τον δει πριν πεθάνει, μα δε στάθηκε τυχερή.
Έφυγε
από
την αγκαλιά της μόλις 11 ετών, ακολουθώντας
τον πατέρα του Θεόδωρο Πρόκα - Γκουβατζή,
που τον έχασε κι αυτόν σε λίγα
χρόνια. |
Στο ένα του αυτί φορούσε ασημένιο
σκουλαρίκι, κάτι σαν φυλαχτό από τη μάνα του, για να τους ζήσει, μια
και η
παιδική θνησιμότητα τότε ήταν στο ρεκόρ της.
Η
γιαγιά μου έμεινε στη Σιάτιστα με την
τελευταία της κόρη, την Αλεξάνδρα τη μοδίστρα, που ήταν η δική μου
μητέρα. Στο
σπίτι που γεννήθηκε ο Μάρκος γεννήθηκα και
μεγάλωσα κι εγώ. |
|
Τα χρόνια περνούσαν δύσκολα
στην πατρίδα μας.
Η γιαγιά μου, χήρα πια, πάντρευε τις
κόρες της τη μια μετά την άλλη. Ήρθε και η
σειρά του Μάρκου στην Αμερική. Πήρε για
γυναίκα του τη Σιατιστινή
Ελένη Τρέμου, αδερφή του Δημητρίου Τρέμου, κι απέκτησαν δυο παιδιά, τη
Δέσποινα
και το Θεόδωρο.
Νέα
τους μαθαίναμε από τα γράμματα που μας έφερνε ο ταχυδρόμος. Πόσο
διαφορετική
ήταν η μέρα που χτυπούσε ο ταχυδρόμος
το τσκαλτστίρι (ρόπτρο) της μεγάλης ξύλινης αυλόπορτας με τα
γυριστά γυφτόκαρφα
και μας άφηνε το γράμμα…!για να τον ευχαριστήσει η γιαγιά τον κερνούσε
γλυκό από άσπρη κολοκύθα, που το
έφτιαχνε με τα χεράκια της.
Τους χαιρετισμούς του και
πάλι τους παίρναμε από
όσους δικούς μας έρχονταν από την
Αμερική και πηγαίναμε με τη γιαγιά μου κρατώντας την καναβέτα
με το ηλιαστό κρασί και τους καλωσορίζαμε.
Καμάρωνε
η γιαγιά μου κι έλαμπε από χαρά, όταν άκουγε από τα χείλη
αυτών που
ζούσαν με το γιο της πως ήταν ξεχωριστός ο Μάρκος και είχε καρδιά
μπαχτσέ.
Στα
δύσκολα χρόνια του πολέμου του ’40 και της μαύρης κατοχής μας
συμπαραστάθηκε
πάρα πολύ στέλνοντας μας φάρμακα, ρούχα και χρήματα. Λυπηθήκαμε όταν ο
Θεός τον
πήρε κοντά του. Τον έχουμε πάντα στις προσευχές μας. Δε θα τον
ξεχάσουμε ποτέ.
|
Xριστούγεννα 1961
Ο Μάρκος, η Ελένη η
γυναίκα του,
ο γιος του Θόδωρος,
ο κουνιάδος του
Δημήτριος Τρέμος
η Αναστασία
Γιωργαντά,νύφη στον ανεψιο του Σωκράτη Καρακουλάκη-γιο της Κατίνας και
του Νιάκου Καρακουλάκη |
Δε θέλω να σας
κουράσω με τα
γραφόμενα για το θείο
μου, μια κι εσείς που ζήσατε μαζί του στην ξενιτιά
και τον είχατε πάντα κοντά σας ξέρετε πολλά
περισσότερα από εμάς.
Επιτρέψτε μου να γυρίσω στη μητέρα του και γιαγιά μου,
που μεγάλωσε κι εμένα κι έζησε στην
οικογένειά μου μέχρι τα 14 μου χρόνια, προσφέροντας συνεχώς σε όλους
μας, γερή ως τα 80 της χρόνια. Όλοι εδώ τη
θυμούνται για τα χαρίσματά της και το φιλοσοφημένο τρόπο ζωής της .
Δεν
είχα γεννηθεί ακόμα, όταν αρραβώνιασε την κόρη της την Κατίνα, την πιο
όμορφη
και υπομονετική από όλες τις κόρες της, με το Νιάκο (Ιωάννη) Καρακουλάκη – Βέζο, κοσμογυρισμένο νέο, αφού
μόλις είχε γυρίσει από την Αμερική. Στον αρραβώνα έγιναν όλα τ’ αντέτια
και με το παραπάνω. Οι ετοιμασίες στο σπίτι της νύφης άρχισαν από
μέρες, μια κι
εκεί θα γινόταν η επίσημη τελετή του αρραβώνα – το γλέψιμο της
νύφης-
και θα ’ρχόταν ο γαμπρός με όλους τους
συμπεθέρους από Χώρα και Γεράνεια.
Την
Κυριακή το πρωί η γιαγιά μου είδε ότι η πλακοστρωμένη αυλή της (οβρός) ήταν καλοσκουπισμένη
με φρεσκοπλυμένες τις πλάκες, μα κάπως φτωχή
και ακαλαίσθητη
καθώς
έλειπαν λουλούδια και πρασινάδες. Μια και δυο πήρε τις πόρτες της
γειτονιάς
σβάρνα και κουβάλησε όσους τενεκέδες – γλάστρες- με ζουκούμια μπορούσε.
Τους
ανέβασε στους ψηλούς τοίχους του αυλόγυρου και της καλάρεσε έτσι που
στολίστηκαν.
Τα
πεζούλια όμως της αυλής που ήταν γυμνά, πώς να τα
λουλουδοστολίσει; Και πάλι έτρεξε στις γειτόνισσες. Με την άδειά τους
έκοψε
κλαδιά με ανθισμένες κόκκινες μολόχες (γεράνια), ροζ σκουλαρίκια και
πολλά
ολάνθιστα ζουκούμια. Τα σούβλισε βιαστικά στο χώμα, τα ’ριξε και από ένα δράμι νερό για να αντέξουν κι όλα ήταν θαύμα.
Με
το
σχόλασμα της εκκλησίας ξεκίνησε και το συμπεθεριακό
για το σπίτι της νύφης με προπομπό τον προξενητή,
που κρατούσε το
φόρεμα της νύφης στολισμένο με μια λίρα χρυσή. Βούιξε ο αέρας από το τραγούδι των Κολοκοτρωναίων καθώς
πλησίαζαν στην περιοχή του Αγίου Νικάνορα και στ’ Τζων’ τ’ αλώνια.
Πέρασαν με σειρά και τάξη στην αυλή της
νύφης, τους υποδέχτηκαν οι δικοί της, τους ευχήθηκαν «κατά τον πόθο
τους» κι
όλοι περίμεναν υπομονετικά.
Σε
λίγο πρόβαλε γλυκύτατη και δροσερή η νύφη, συνοδευόμενη από τη νούνα
της και
κατευθύνθηκε στον καλό οντά
όπου καθόταν η μάνα του γαμπρού με τις συγγένισσές της. Στάθηκε στην
πόρτα,
κατακοκκίνισε από ντροπή (τρακ) και
συγκίνηση, έβαλε το δεξί της χέρι κάτω από το στήθος της και προσκύνησε τρεις (3) φορές. Δυο πρώτα ξαδέρφια, ένα από
τη νύφη κι ένα από το γαμπρό, «άλλαξαν τα δαχτυλίδια», όπως το ζητούσε
το
έθιμο.
Προχώρησε
η νύφη δειλά δειλά, πρωτοφίλησε το χέρι
της πεθεράς της, πήρε την ευχή και το δώρο της, που ήταν χρυσή καδένα
με
ντούμπλα Αυστρίας για το λαιμό. Συνέχισε το ίδιο με όλους τους
συγγενείς. Καθώς
φιλούσε τα χέρια μεγάλων και μικρών το αποτύπωμα από το κοκκινάδι
(κραγιόν),
που της έστειλε ο γαμπρός κι έβαψε για
πρώτη φορά τα χείλη της, έμοιαζε με «κόκκινο τριαντάφυλλο».
Έξω
στην αυλή όλοι το ’βαλαν στο κέφι. Οι κανάτες με το παλιά κρασί γέμιζαν
συνέχεια τα ποτήρια των ανδρών. Ως τον Άγιο Χριστόφορο ακουγόταν το
τραγούδι τους : «Ωραία πού ’ναι η
Σιάτιστα» στη μελωδία της καντάδας «Ωραία που’ναι η Ζάκυνθος». Ο
γαμπρός με την
παρέα του, για να μην κάνουν
ζημιά στα ανθοστολισμένα πεζούλια της
αυλής προτίμησαν κι ανέβηκαν στο μπαχτσέ
και κάθισαν στα ξύλινα σκαμνιά κάτω από τη σκιά της τεράστιας γκορτσιάς.
Καμάρωναν κι αυτοί με τα λουλούδια στο πέτο του κουστουμιού τους, που
τα
καρφίτσωσαν οι φίλες της νύφης και είχαν στραμμένα τα μάτια τους προς
τη μεσιά
του σπιτιού από όπου βγήκε η νύφη. Πλησίασε το γαμπρό. Όλοι σηκώθηκαν
όρθιοι
και τραγούδησαν το «Μαλαματένιος ο γαμπρός, μαλαματένια η νύφη κι
όποιος τους
αρραβώνιασε χίλια χρόνια να ζήσει». Αυτή τη στιγμή ο Νιάκος πέρασε
χρυσό σταυρό
στο λαιμό της νύφης και τη φίλησε σταυρωτά. Οι τραγουδιστάδες συνέχισαν
με άλλο
τραγούδι επίσης γεμάτο πάθος, καθώς οι καρδιές των παρευρισκομένων
πλημμύρισαν
από πολλά βαθιά αισθήματα. Κατασυγκινημένοι ρωτούσαν τραγουδιστά τη
νύφη:
-Κάτι θα σου ειπώ κόρη μ’ κι
αντρέπουμι
τι ’ν
τα χείλη
σου γαλαζοπράσινο;
Μην αρρώστησες; μήνα
θερμάνθηκες;
-
Ουδ’
αρρώστησα , ουδέ θερμάθηκα.
Μένα η
μάνα μου
μ’ αρραβώνιασε.
Μ’ έδωκε μακρά στουν πέρα
μαχαλά.
Βρήκα πεθερά σαν την
τρανταφλιά,
Βρήκα πεθερό κλωνί βασιλικό
Κι αντραδέρφια δυο, σαν τα
τραντάφυλλα
Το μεγαλύτερο είναι καλύτερο
Το μικρότερο είν’
διαουλ’κότερο.
Κατά το
μεσημεράκι τελείωσε
η τελετή κι άφησε σε όλους τις καλύτερες αναμνήσεις, αφού φρόντισαν οι
κεράστρες να προσφέρουν στους νέους άντρες κι
από ένα μπουκάλι κρασί «για να ξεδιψούν» στο
δρόμο ως τα σπίτια τους.
Σαν ξημέρωσε η Δευτέρα με το
καλό η γιαγιά μου
άρχισε να επιστρέφει τα λουλούδια στις γειτόνισσες και για να τις
ευχαριστήσει
έριξε στο καθένα κι από δυο σταγόνες νερό, μια κι αυτό ήταν δυσεύρετο,
κυρίως
τους καλοκαιρινούς μήνες στη Σιάτιστα. Μετά απάλλαξε και τα πεζούλια
από τα
μαραμένα πια και με κρεμασμένο το κεφάλι λουλούδια κι όλα ήταν όπως
πρώτα. Ούτε
γάτα ούτε ζημιά.
Την Τετάρτη το
απόγευμα
ήρθε πάλι η πεθερά στο σπίτι της νύφης,
με το γυναικείο πληθυσμό από το συμπεθεριακό για μια επίσκεψη και για
να δουν
και τα δώρα που μάζεψε η νύφη στο
«γλέψιμο». Τις καλοπεριποιήθηκαν οι κεράστρες, πέρασαν ένα ευχάριστο
απόγευμα
και σηκώθηκαν να φύγουν. Καθώς περνούσαν από την αυλή η πεθερά η
Λέντσιου
(Λένκω- Ελένη), που την έτρωγε η γλώσσα της, ρωτάει κουτοπόνηρα τη
γιαγιά μου:
-
Συμπιθιρά
στου γλέψιμου ου νουβρός ήταν φουρτουμένους μι λούδια κι ζουκούμια,
χαρά Θιου!
Τι
ξηραΐλα είναι αυτή π’
γλέπου σήμιρα;
Ξεροκατάπιε
η γιαγιά μου κι απάντησε στενοχωρημένη.
-Τα’φαγιν
του γουμάρ, συμπιθιρά κι δεν απόμ’νιν
φύλλου.
Και η
έξυπνη η Λένσιου ξαναρωτά αφελέστατα:
-Τρων
μαρ’ συμπιθιρά, ζουκούμια τα γουμάρια;
Νι
στρίμουξιν τη Γκουβατζού, που σήκωσε απορημένη
τους ώμους της, κούνησε το κεφάλι, καμώθηκε την ανήξερη και είπε:
Ντσε,
μαρ’ σιμπιθιρά! Του ουρσούσ’κου
ως κι
αυτού έφτασιν η χάρη τ’.
Κι όλες οι
συμπεθέρες έσκασαν από τα γέλια.
Έτσι
χάθηκε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της γιαγιάς
μου, όμως έμεινε χιουμοριστική και παροιμιώδης
η φράση:
«Σαν τα
ζουκούμια τ’ς Γκουβατζούς».
|