Το Μακεδονικό Ζήτημα και ο Μακεδονικός Αγώνας.

(συνοπτική παρουσίαση)

                                                          του Φ. Κ.Βώρου

 

 

          1. Όταν   κατά το 19ο αιώνα είχαν διαμορφωθεί τα Βαλκανικά εθνικά κράτη[1] μέσα στα τοτινά σύνορά τους (Ελλάδα ως τη Θεσσαλία- ΄Αρτα, Βουλγαρία μεταξύ Αίμου και Δούναβη, Σερβία,...Ρουμανία, όχι ακόμη ανεξάρτητη Αλβανία), απέμεναν στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία εδάφη που εκτείνονταν από την Κωνσταντινούπολη ως  την Αδριατική, δηλαδή  απέμεναν  ακόμη τότε στην Οθωμανική επικράτεια: Θράκη - Μακεδονία- Ήπειρος (πλην ΄Αρτας)- Αλβανία....) 

 Μέσα  σε αυτή την οθωμανική ζώνη  ζούσαν πληθυσμοί ελληνικοί, κυρίως στο νότο, Βούλγαροι στα βορειοανατολικά, Σλάβοι στα  βορειοδυτικά, Αλβανοί στα αλβανικά εδάφη. Αλλά υπήρχαν μεγάλες ζώνες με μικτούς πληθυσμούς, γιατί οι Βαλκάνιοι είχαν ζήσει αιώνες χωρίς κρατικά σύνορα και είχαν αναπτύξει οικονομικές σχέσεις αναμεταξύ τους πολλές. Οι περισσότεροι από τους ανάμικτους πληθυσμούς ήταν δίγλωσσοι για λόγους αυτονόητους. Και από θρησκευτική άποψη όσοι ήταν Χριστιανοί υπάγονταν στο οικουμενικό Πατριαρχείο. 

       2. Όλα  εκείνα τα εθνικά κράτη που δημιουργήθηκαν  είχαν κάποια εθνική ιδεολογία και κάποια μορφή Μεγάλης Ιδέας: να απελευθερώσουν  αλύτρωτους αδερφούς τους που ζούσαν ακόμη μέσα στην οθωμανική επικράτεια. Ακριβή όρια των επιδιώξεών τους είναι δύσκολο να δοθούν εδώ, αλλά είναι βέβαιο ότι οι βλέψεις  όλων εκτείνονταν βαθιά στη διεκδικούμενη ζώνη τόσο,  ώστε να σκοντάφτουν στις επιδιώξεις  των γειτόνων τους, ως το βαθμό πιθανής σύγκρουσης, όταν κάποια στιγμή θα διεκδικούσαν  απελευθέρωση των αλύτρωτων αδερφών τους.

Από εκκλησιαστική σκοπιά υπάγονταν, όπως αναφέραμε,  όλοι οι Χριστιανοί  στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά από τη στιγμή που ιδρύθηκε χωριστή αυτοκέφαλη Βουλγαρική Εξαρχία (1870), εύλογο ήταν οι Βούλγαροι να επιδιώκουν να προσελκύσουν σε αυτήν πληθυσμούς της διαμφισβητούμενης ζώνης. Και το επιδίωξαν αυτό με  τρόπο δυναμικό από μια χρονική στιγμή και ύστερα εις βάρος ελληνικών πληθυσμών (Κεντρική, Δυτική και Βόρεια Μακεδονία), που ζούσαν στην ίδια επίδικη ζώνη και ήθελαν να μείνουν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, γιατί αυτό υποδείκνυε η δική τους εθνική συνείδηση (ελληνική) και η προσδοκία λύτρωσης με  ελλαδική παρέμβαση.

3. Αλλά, πριν αναφερθούμε στην περίοδο της πιο έντονης σύγκρουσης (δηλ. για το Μακεδονικό Αγώνα 1904-1908),  καλό είναι να δούμε πού βάσιζαν τις διεκδικήσεις τους οι μέλλοντες να συγκρουστούν στον οθωμανοκρατούμενο ακόμη μακεδονικό χώρο Βαλκάνιοι.

.α΄ Οι Έλληνες επικαλούνταν την Αρχαία Ιστορία του Μακεδονικού Κράτους, όπως μας είναι γνωστή κυρίως από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά(από Αλέξανδρο Α΄...Αρχέλαο... Φίλιππο...Μεγαλέξανδρο). (Δείτε το σχετικό χάρτη όπως προκύπτει από τη σπουδή της Ιστορίας).  Έπειτα σε χρόνους Ρωμαϊκούς γνώριζαν επαρχία Μακεδονίας (Provinciam Macedoniae) σε χρόνους Μεσοβυζαντινούς Θέμα  Θεσσαλονίκης (εκτεινόταν ως την περιοχή Σκοπίων)  και αργότερα κατά περιόδους γνώριζαν επιδρομές Βουλγάρων (επί Σαμουήλ, που τελικά αναχαιτίστηκε από το Βασίλειο Β΄, 976-1025 μ.Χ.) και πρόσκαιρη επέκταση του Σερβικού Κράτους, τον καιρό του Στέφανου Ντουσάν (μέσα του 14ου αι. μ.Χ.).

.β΄. Οι Σέρβοι  και οι Βούλγαροι, που είχαν εγκατασταθεί στη Βαλκανική τον 6ο και 7ο αιώνα μ.Χ. (οι Βούλγαροι συγκεκριμένα το 680 μ.Χ.), επικαλούνταν τις πρόσκαιρες επιδρομές - επεκτάσεις που προαναφέραμε ως τη Μακεδονία.

.γ΄. Και όλοι (Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι)  επικαλούνταν τη γλώσσα που άκουαν να μιλιέται από τους συχνά ανάμικτους και  δίγλωσσους πληθυσμούς της οθωμανικής ζώνης.

 

4. Ο αγώνας των διεκδικήσεων  άρχισε να  εντείνεται ύστερα:

·        από την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) και

·        από το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1877-78),

που κατέληξε σε εξαιρετικά ευνοϊκή ρύθμιση των πραγμάτων για τους Βουλγάρους με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Φεβρουάριο 1878) . Με την εύνοια των  Ρώσων ιδρυόταν Βουλγαρικό Κράτος εκτεινόμενο  ως το Αιγαίο Πέλαγος, με εδάφη από την αρχαιότητα ελληνικά. Μολονότι  έσπευσαν να ανατρέψουν αυτή τη ρύθμιση οι Αγγλο-Γερμανοί με τη συνθήκη του Βερολίνου (Ιούλιο 1878), για να παρεμποδίσουν ουσιαστικά την έμμεση επέκταση της ρωσικής επιρροής ως το Αιγαίο, έμεινε και για το μέλλον η ανάμνηση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ως σημείο αναφοράς των Βουλγάρων.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε για τους Έλληνες ύστερα από την   πραξικοπηματική  προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας που πέτυχαν οι  Βούλγαροι, το  1885,  και τον «ατυχή» για τους Έλληνες ελληνηνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η Βουλγαρία μεγάλωσε, η Ελλάδα ταπεινώθηκε και, επιπλέον, δέχτηκε τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (Δ.Ο.Ε.1898).

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ο Μακεδονικός Αγώνας στις αρχές του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1904-1908, εντάθηκε από την πλευρά των Βουλγάρων με την αποστολή ένοπλων ομάδων, που προσπαθούσαν να επιβάλλουν στους ελληνικούς πληθυσμούς να προσχωρήσουν στη Βουλγαρική Εξαρχία[2]. Ιδιαίτερα στρέφονταν κατά των Ελλήνων δασκάλων και ιερέων, ώστε οι πληθυσμοί να μένουν ακέφαλοι εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά και να υποτάσσονται ευκολότερα στις βουλγαρικές αξιώσεις. Από ελλαδική πλευρά η αντίδραση ήταν ανεπίσημη ενθάρρυνση και διευκόλυνση ένοπλων ομάδων να διεισδύουν  στο μακεδονικό έδαφος (συνήθως με επικεφαλής νεαρούς αξιωματικούς του Στρατού, όπως ο Παύλος Μελάς κ.ά), για να ενισχύουν τους γηγενείς Έλληνες  του Μακεδονικού χώρου στην άμυνά τους έναντι των ένοπλων βουλγαρικών ομάδων.

Έτσι  στον   οθωμανοκρατούμενο ακόμη χώρο της Μακεδονίας συγκρούονταν Έλληνες και Βούλγαροι σε αγώνα πολύ κρίσιμο για τον Ελληνισμό και ιδιαίτερα δολοφονικό από την πλευρά των Βουλγάρων. Κυρίως  αυτή  η φάση (1904-1908) αποκαλείται Μακεδονικός Αγώνας.

Κατά τη διάρκειά του: το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε επίσημα να παρέμβει εξαιτίας των ποικίλων αδυναμιών του,  τις οποίες προσημειώσαμε («ατυχής» ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος το 1898...).

Δεχόταν όμως ανησυχητικές αναφορές από τους Έλληνες Προξένους που υπηρετούσαν σε πόλεις της Μακεδονίας (Ίων Δραγούμης στο Μοναστήρι, Λάμπρος Κορομηλάς στη Θεσσαλονίκη) και από δραστήριους μητροπολίτες που είχε τοποθετήσει το Πατριαρχείο, για να αντιμετωπίσουν τους Εξαρχικούς (π.χ. το Γερμανό Καραβαγγέλη της Καστοριάς).

Φυσικά δεχόταν και τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης στο εσωτερικό του ελλαδικού χώρου,   όπου και ιδρύθηκε το Μακεδονικό Κομιτάτο (Αθήνα τέλη του 1903) και πίεζε για πιο δυναμική δράση στη Μακεδονία για την προστασία του απειλούμενου μακεδονικού Ελληνισμού.

Εκεί, στη Μακεδονία, οι κάτοικοι είχαν ήδη αρχίσει να οργανώνουν ομάδες ενόπλων (Μακεδονομάχων) για την αυτοπροστασία τους. Ακόμα και σλαβόφωνοι, που όμως αισθανόταν έλληνες (όπως ο Καπετάν Κώττας) κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση.

Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα κινήθηκε (ανεπίσημα βέβαια και μυστικά) και η Κυβέρνηση και άρχισε να διευκολύνει τη συγκρότηση ένοπλων ομάδων και να τις προωθεί στη Μακεδονία. Επικεφαλής αυτών των ομάδων (που είχαν εθελοντές από διάφορα μέρη της Ελλάδας) έμπαιναν εθελοντικά νεαροί αξιωματικοί του Στρατού, όπως ο Παύλος Μελάς (με το ψευδώνυμο Καπετάν Ζέζας) και άλλοι, π.χ. Λοχαγοί Ν. Δουμπιώτης και Μ. Μωραΐτης, Υπολοχαγοί Κ. Μαζαράκης, Γ. Τσόντος, απλοί υπαξιωματικοί, όπως οι επιλοχίες Γ. Κονδύλης, Χρ. Καραπάνος κ.ά (καταχωρίζουμε κατάλογο, όπως τον παρουσιάζει στην Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τ. 1ο,σελ. 794,  ο ακαδημαϊκός Διον. Κόκκινος).

      Έτσι, στην Τουρκοκρατούμενη ακόμα Μακεδονία ήταν σε εξέλιξη πόλεμος αντάρτικων ομάδων κυρίως των Ελλήνων και των Βουλγάρων, τον οποίο σιωπηρά ανεχόταν η οθωμανική εξουσία, με την ελπίδα ότι έτσι φθείρονταν μεταξύ τους οι υπήκοοι αντάρτες, άρα γι’ αυτήν αντίπαλοι. Η φθορά δυνάμεων ήταν μεγάλη. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του οπλαρχηγού Παύλου Γύπαρη, οι ένοπλοι αγωνιστές που έχασαν τη ζωή τους στα δυο βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου ήταν πάνω από 2.000 άτομα, ενώ παράλληλα οι δολοφονημένοι από τους Εξαρχικούς ιερωμένοι και δάσκαλοι Έλληνες ανέρχονταν σε 1250, ανάμεσά τους οι μητροπολίτες Γρεβενών Αιμιλιανός και Κορυτσάς Φώτιος. Αυτά γίνονταν  και  καταγράφηκαν από ελληνική πλευρά κατά την περίοδο 1904-1908.

 

5. ΄Αλλες εξελίξεις ανέστειλαν αυτό τον αγώνα και του έδωσαν άλλη μορφή. Συγκεκριμένα:

·        Το 1908 εκδηλώθηκε στην Οθωμανική- Σουλτανική Αυτοκρατορία η Επανάσταση των Νεοτούρκων, που ακολούθησαν πολιτική βίαιου εκτουρκισμού των μη τουρκικών πληθυσμών στο χώρο τους. Τότε πια απειλούνταν εξίσου και Έλληνες και Βούλγαροι και όσοι άλλοι μη Τούρκοι ζούσαν στην Οθωμανική ζώνη της Βαλκανικής.

·        Οι Βαλκάνιοι, μολονότι είχαν σοβαρές διαφωνίες μεταξύ τους στις διεκδικήσεις  εδαφών / πληθυσμών του μακεδονικού χώρου, άρχισαν να κινούνται προς Βαλκανοτουρκικό Πόλεμο. Και, μολονότι δε συμφωνούσαν στο πώς θα μοίραζαν τα εδάφη που όλοι διεκδικούσαν, όμως έφτασαν τελικά σε συμμαχία για ένα Βαλκανοτουρκικό Πόλεμο. Φαίνεται ότι κάθε πλευρά (τουλάχιστον    Έλληνες και Βούλγαροι) υπολόγιζε  να πάρει τα εδάφη που θα προλάβαινε να τα  απελευθερώσει με το στρατό της.

·        Πρέπει να προσθέσουμε εδώ διευκρινιστικά ότι η Βρετανία, που ως τότε  υποστήριζε  το δόγμα Ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχε μεταστραφεί προς εγκατάλειψη και διάλυσή της, αφότου η αυτοκρατορία αυτή άρχισε να ενθαρρύνει τη γερμανική οικονομική και πολιτική διείσδυση στον οθωμανικό χώρο. Σύμβολο αυτής της διείσδυσης είχε γίνει η συμφωνία για σιδηροδρομική σύνδεση Βερολίνου - Κωνσταντινούπολης - Βαγδάτης προς μεγάλη δυσαρέσκεια της Βρετανίας.

 

       6. Μέσα σε τέτοια διπλωματική / στρατιωτική ατμόσφαιρα άρχισε ο  νικηφόρος για τους Βαλκάνιους Βαλκανοτουρκικός Πόλεμος (1912 Οκτώβριος - 1913 Ιούνιος) . Η διανομή που δεν είχε συμφωνηθεί από πριν δεν ήταν εύκολο  να γίνει ειρηνικά μετά.  Οι Βούλγαροι  διεκδικούσαν τα πολλά  και τελικά επιτέθηκαν  αιφνιδιαστικά (τέλη Ιουνίου 1913) κατά των «συμμάχων» τους. Ακολούθησε ο β΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Κατά των Βουλγάρων κινήθηκαν και οι νικημένοι Τούρκοι και οι ως τότε ουδέτεροι Ρουμάνοι.

          Μέσα σε ένα μήνα οι Βούλγαροι είχαν νικηθεί σε όλα τα μέτωπα και ζήτησαν ανακωχή. Οι αντιπρόσωποι των εμπολέμων (Βουλγάρων και όλων των αντιπάλων τους)  συναντήθηκαν στο Βουκουρέστι, όπου υπογράφτηκε και η ομώνυμη συνθήκη (10 Αυγούστου  1913).

 

          7. Μακεδονικό Ζήτημα υπάρχει και μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, γιατί οι Βούλγαροι έμειναν βαθιά πληγωμένοι που είχαν αποτύχει πολλαπλά στη Μεγαλοβουλγαρική πολιτική τους. Και ήταν επιρρεπείς να συμπράξουν σε όποια πολεμική σύρραξη εναντίον των γειτόνων τους, εποφθαλμιώντας εδάφη της Ελληνικής Κεντροδυτικής Μακεδονίας και της Νοτιοανατολικής Σερβίας (σημερινών Σκοπίων). Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-18) συμμάχησαν πρόθυμα με τις λεγόμενες Κεντρικές   Αυτοκρατορίες (Αυστροουγγαρία - Γερμανία) και μπήκαν μαζί τους ως κατακτητές σε ελληνικά εδάφη (περιοχή Καβάλας) και σερβικά. Με τη λήξη του πολέμου αυτού βρέθηκαν στο πλευρό των νικημένων. Και με τη συνθήκη του Neilly (1919) υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν από τα ελληνικά εδάφη Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης. Τότε η Ελλάδα επεκτάθηκε από τον Νέστο ως τον Έβρο (Νομοί: Καβάλας, Ξάνθης, Κομοτηνής, Έβρου).   

 

8. Για την Ελλάδα οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξαν με πολλές θυσίες και ζημίες και με εσωτερικό πολιτικό Διχασμό (1915-1920), αλλά οφείλουμε να δεχτούμε ότι με τους διπλωματικούς χειρισμούς της Ελληνικής Κυβέρνησης (Ελ. Βενιζέλου) είχε επιτευχθεί ο στόχος απελευθέρωσης αλύτρωτων ως τότε ελληνικών περιοχών, άλλων και της Μακεδονίας.

          Όμως εκκρεμότητα στο Μακεδονικό Ζήτημα εξακολουθούσε να υπάρχει. Στην ελληνική Μακεδονία, με τα βόρεια σύνορα του 1919 και 1920  (συνθήκες Neilly και Σεβρών) ο ελληνικός πληθυσμός ήταν  μειοψηφία, περίπου 43%. Ζούσαν εκεί και μειονότητες Τούρκων, Σλαβόφωνων  (κυρίως Σλάβων) Βουλγάρων, Εβραίων (κυρίως στη Θεσσαλονίκη). Μέσα στα επόμενα χρόνια συντελέστηκαν απρόβλεπτες δραματικές πληθυσμιακές αλλαγές. Η μεγάλη Μικρασιατική περιπέτεια (1919-1922) κατέληξε σε υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών: εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι έφυγαν από τη Μακεδονία  για τη Μικρασία και εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες ήρθαν από εκεί στη Μακεδονία. Επίσης, υπογράφτηκε ειρηνική ανταλλαγή πληθυσμών με τη Βουλγαρία και πολλές δεκάδες χιλιάδες Βούλγαροι έφυγαν από τη Μακεδονία για τη Βουλγαρία και, αντίστροφα, δεκάδες χιλιάδες Έλληνες έφυγαν από εκεί για την Ελλάδα. Συνέπεια των μετακινήσεων αυτών ήταν να αλλάξει η εθνολογική πληθυσμιακή εικόνα στη Μακεδονία: το ελληνικό στοιχείο έφτασε στο ποσοστό των 88%.

Αυτά συντελέστηκαν στον ελληνικό Μακεδονικό χώρο ως τη δεκαετία του  1920. ΄Αλλες τραγικότερες  - εξελίξεις συντελέστηκαν εις βάρος των Σλαβοφώνων της Κεντρο - Δυτικής Μακεδονίας και των Εβραίων της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου  Πολέμου, που θα  είναι θέμα μεταγενέστερου  άρθρου.

 

Βιβλιογραφία:

Μερικά βιβλία και άρθρα για το Μακεδονικό Ζήτημα και το Μακεδονικό Αγώνα:

          · Σε όλα τα βιβλία Γενικής Ιστορίας της Ελλάδας για την περίοδο 1870-1912 μπορεί να βρει κανείς και κεφάλαια αφιερωμένα ειδικά στο Μακεδονικό Ζήτημα, όπως αυτό διαμορφώθηκε από το 1870  ( ίδρυση Βουλγαρικής Εξαρχίας) ως το 1912 (έναρξη του α΄  Βαλκανοτουρκικού Πολέμου) και άλλα αφιερωμένα ειδικά στο Μακεδονικό Αγώνα της περιόδου 1904 - 1908. Αυτό το διαπιστώνουμε με μια ματιά σε βιβλία Νεοελληνικής Ιστορίας όπως αυτά των : Σπύρου Μαρκεζίνη, Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος (τόμοι 4) , Τάσου Βουρνά, Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας (τόμοι 6), Γιάννη Κορδάτου, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας (τόμοι ΧΙΙ, ΧΙΙΙ) κ.ά.

         · Ιδιαίτερα όμως σημειώνουμε μερικά βιβλία που αναφέρονται ειδικά στην Ιστορία της Μακεδονίας και ειδικότερα στην Ιστορία του Μακεδονικού Ζητήματος και του Μακεδονικού Αγώνα. Τέτοια είναι:

·        Μιχ. Σακελλαρίου (εποπτεία), Μακεδονία: 4.000χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού  ( «Εκδοτική Αθηνών» 1982 από σελ. 451 - 509.

·        Ι. Κολιόπουλος- Ι. Χασιώτης (επιμέλεια), Η Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, 2 τόμοι (εκδ. «Παπαζήση» ) Δυο κεφάλαια , γραμμένα από τον Ι. Κολιόπουλο και τον Βασ. Γούναρη, αναφέρονται στην περίοδο 1870 - 1912 (σελ. 496-527 του α΄ τόμου).

·        Γεωργίου Μίντση, Ιστορία του Μακεδονικού Ζητήματος από 1870 ως 1990. Οι σελίδες 11-62 αναφέρονται στην περίοδο 1870-1913.

·        Χάρη Τσιρκινίδη, Σύννεφα στη Μακεδονία: Το Μακεδονικό μέσα από τα Γαλλικά Αρχεία. Το τέταρτο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στην περίοδο που μας απασχολεί εδώ, 1896-1920.

         


 

[1] Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι περισσότεροι λαοί της Βαλκανικής διεκδίκησαν ανεξαρτησία, άλλοτε με επαναστάσεις (Σέρβοι και Έλληνες στις αρχές του αιώνα) άλλοτε με ξένες επεμβάσεις / παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, (Αγγλία, Ρωσία, Αυστροουγγαρία...), οι οποίες, βέβαια, επεμβαίνοντας στα προβλήματα της Βαλκανικής εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά τους. Τα Βαλκανικά κράτη που είχαν συγκροτηθεί (Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο, Βουλγαρία, Ρουμανία) όλα είχαν βλέψεις σε κάποια άλλα γειτονικά εδάφη, όπου έβλεπαν «αλύτρωτους αδερφούς». Οι Αλβανοί μόνο παρέμεναν όλοι μέσα στο οθωμανικό τμήμα της Βαλκανικής, όσο είχε απομείνει μετά τη συνθήκη του Βερολίνου (1878).

[2] Λίγα λόγια για το Θεσμό της Εξαρχίας: Όταν η αφύπνιση εθνικής συνείδησης έκανε τα πρώτα βήματά της στους λαούς της Βαλκανικής και αφού είχαν δημιουργηθεί τα πρώτα εθνικά κράτη (Σερβία, Ελλάδα, Μαυροβούνιο , Ρουμανία) έκριναν και οι Βούλγαροι ότι μπορούσαν να διεκδικήσουν ως πρώτο βήμα πνευματική / εκκλησιαστική υπόσταση χωριστή από το Πατριαρχείο. Το  σχετικό αίτημά τους δεν έγινε  δεκτό από το Πατριαρχείο για λόγους Κανονικού Δικαίου. Εκείνοι στράφηκαν προς το Σουλτάνο, έχοντας και διπλωματική συμπαράσταση από την Πανσλαβιστική Ρωσία. Με ειδικό φιρμάνι του Φεβρουαρίου του 1870 δόθηκε σχετική άδεια στους Βουλγάρους και έτσι ιδρύθηκε χωριστή γι’ αυτούς εκκλησιαστική Αρχή με την επωνυμία Εξαρχία. Με ειδική ρήτρα προβλεπόταν ότι μπορούσαν να ιδρύουν δική τους Μητρόπολη στις περιοχές όπου το ζητούσαν τα δυο τρίτα των κατοίκων. Έτσι άνοιγε  ο δρόμος στις περιοχές της οθωμανικής επικράτειας, ιδιαίτερα στη Μακεδονία, όπου ζούσαν  μικτοί πληθυσμοί και μάλιστα σλαβόφωνοι ή δίγλωσσοι,   για «παρακίνηση» των πληθυσμών να ζητούν ένταξη στην Εξαρχία, με μητροπολίτη δικό τους, ομοεθνή τους και ομόγλωσσο. Όπου δεν έπειθε η απλή παρότρυνση, μπορούσε να αξιοποιηθεί άλλη μέθοδος πιο «πειστική», ειδικά για ιερωμένους και δασκάλους που στέκονταν εμπόδιο στους Εξαρχικούς. Με αυτά   άρχιζε μια ειδική σελίδα του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908).

 

 

επιστροφή