Προοίμιο:
Πριν από τα χρονικά πλαίσια που δώσαμε με τον παραπάνω
τίτλο, δυο άλλες χρονολογίες της σύγχρονης Κυπριακής
Ιστορίας είναι ανάγκη να μνημονευτούν, για να
κατανοηθούν τα σημερινά δρώμενα ή τεκταινόμενα:
Με το Συνέδριο
του Βερολίνου (1878) οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις φρόντισαν να
επιλύσουν το Ανατολικό Ζήτημα σύμφωνα με τα
συμφέροντά τους. Συγκεκριμένα:
Υποχρέωναν την
Οθωμανική Αυτοκρατορία να κάνει ποικίλες παραχωρήσεις
προς τα τότε Βαλκανικά κρατίδια (Ελλάδα, Σερβία,
Μαυροβούνιο, Βουλγαρία, Ρουμανία),
Ταυτόχρονα
διατηρούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ανάχωμα
ανάσχεσης έναντι της Τσαρικής Ρωσίας, που έμενε χωρίς
διέξοδο προς τη Μεσόγειο θάλασσα.
(βλέπε Χάρτη μετά τη Συνθήκη
του Βερολίνου,1878).
Η Βρετανία
συνέχιζε την πολιτική Προστασίας
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και παράλληλα έθετε πόδι
ελέγχου στην ανατολική Μεσόγειο παίρνοντας την Κύπρο με
«νοίκι» 92.000 λίρες το χρόνο από τους Οθωμανούς
Τούρκους.
Οι
Ελληνοκύπριοι, που αποτελούσαν τα 80% του Κυπριακού
πληθυσμού, καλοδέχτηκαν ως ευεργετική γι' αυτούς την
«αλλαγή» κυρίαρχου το 1878, γιατί απαλλάσσονταν από τον
Οθωμανικό ζυγό και βρίσκονταν υπό την «προστασία»
«πολιτισμένου» ενοικιαστή, αργότερα επίσημου για την
Κύπρο αποικιοκράτη.
Όπως
προσημειώσαμε, οι Βρετανοί ονόμασαν επίσημα την Κύπρο
αποικία. Αλλά η περίοδος ανοχής των Κυπρίων για το νέο
κυρίαρχο (ενοικιαστή ή αποικιοκράτη), έφθανε στο τέλος
περί το 1930. Το 1931, τον Οκτώβρη, εκδηλώθηκαν οι
πρώτες ταραχές, γνωστές ως «Οκτωβριανά». Οι διαδηλωτές
έφτασαν ως το Κυβερνείο (έδρα - κατοικία του
Κυβερνήτη, το οποίο και πυρπόλησαν). Τα επεισόδια είχαν
και θύματα. Επιπλέον, οι βρετανικές αρχές καταδίκασαν σε
«ισόβιον υπερορίαν» κάποιους που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι
των επεισοδίων, ανάμεσα σε αυτούς ο Μητροπολίτης
Κυρήνειας και ο Σάββας Λοϊζίδης, νομικός, ο οποίος
σταδιοδρόμησε στην Αθήνα και εργάστηκε χρόνια πολλά για
την προώθηση του Κυπριακού σε λύση (και ως μέλος του
Ελληνικού Κοινοβουλίου).
Η δεκαετία
1930-40 ήταν περίοδος ψυχρών σχέσεων Κυπρίων και
Βρετανών. Κατά τη διάρκεια του πολέμου (1939-45) πολλοί
Κύπριοι εθελοντικά συντάχτηκαν με τους Βρετανούς, με την
προσδοκία ή την ελπίδα ότι μετά το προβλεπόμενο αίσιο
για τους Βρετανούς τέλος του πολέμου θα έχουν και αυτοί
(ο Κύπριοι) κατανόηση για το θέμα τους (αίτημα για
αυτοδιάθεση). Πραγματικά ακούστηκε κάποια τέτοια
προσδοκία
και ένας λόγος υπόσχεσης από την πλευρά του βρετανού
Πρωθυπουργού, του
Churchill.
Όταν όμως ο πόλεμος έληξε, λησμονήθηκαν οι υποσχέσεις, η
βρετανική πολιτική εκφράστηκε περισσότερο με
αποικιοκρατικό κυνισμό (από τον υπουργό Εξωτερικών,
έπειτα Πρωθυπουργό
Antony
Eden)
παρά με ευαισθησία και κατανόηση για τις ευαισθησίες των
Κυπρίων και τις εύλογες προσδοκίες τους,
μάλιστα σε περίοδο γενικής αποαποικιοποίησης
στον πλανήτη ολόκληρο.
Πρώτη πράξη
των Ελληνοκυπρίων προς αναζήτηση - διεκδίκηση
Αυτοδιάθεσης: Το ενωτικό Δημοψήφισμα του 1950.
Για τους Ελληνοκύπριους
η Ένωση με την Ελλάδα ήταν αίτημα παλιό, αλλά
διατυπώθηκε εντονότερα ύστερα από το β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο (1939-45) και τη διακήρυξη του Ο.Η.Ε. για
δικαίωμα Αυτοδιάθεσης όλων των λαών. Από το 1949
πρωτοβουλίες για ενωτική κίνηση πήρε και το ΑΚΕΛ
ποικίλες.
Η Εθναρχία, (δες
σημείωση 27) λοιπόν, της Κύπρου με απόφασή της
(1-12-1949) αναλαμβάνει τη διενέργεια δημοψηφίσματος
ενωτικού για τις 15 του Γενάρη του 1950. Με συντριπτική
πλειοψηφία
οι Ελληνοκύπριοι υπόγραψαν το αίτημα Ένωσης με τη
μητέρα ελλαδική
κοινωνία. Αλλά η κίνηση των Ελληνοκυπρίων για Ένωση
προκάλεσε αντιδράσεις της Τουρκοκυπριακής πλευράς και
της τουρκικής κοινωνίας. Τις αντιδράσεις αυτές ήταν
αυτονόητο να τις εκμεταλλευτεί η βρετανική πολιτική, για
να δημιουργήσει αντίπαλο δέος.
Οι διαθέσεις και οι επιδόσεις της βρετανικής
διπλωματίας σε τέτοια θέματα είναι γνωστές και για την
περίσταση αυτή ήταν αναμενόμενες.
Οι δυσχέρειες λοιπόν που
συναντούσε το δημοψήφισμα των Ελληνοκυπρίων ήταν ορατές
για ανθρώπους με στοιχειώδη πολιτική αντίληψη - σύνεση,
ιδιαίτερα μέσα στις διεθνείς περιστάσεις της εποχής
εκείνης, όταν:
Ο Ψυχρός
Πόλεμος (ιδεολογικός πόλεμος μεταξύ των λεγόμενων
δημοκρατικών χωρών και εκείνων του τότε υπαρκτού
σοσιαλισμού) ήταν σε έξαρση σε επίπεδο διεθνές,
Ο
Κορεατικός Πόλεμος (1950-53) άρχιζε.
Μια φοιτητική
συγκέντρωση στην ΄Αγκυρα- αντιπαλεύοντας το αίτημα
των Ελληνοκυπρίων πολύ νωρίτερα (26-12-1948) είχε
διακηρύξει ως σύνθημα: «Δεν επιμένουμε να ενώσουμε την
Κύπρο με την Τουρκία (αναμνήσεις από την παλιά Οθωμανική
Αυτοκρατορία), αλλά να εγκαταλειφθεί η νήσος στην Ελλάδα
ή να γίνει ανεξάρτητη ισοδυναμεί με εγκατάλειψή της στη
Ρωσία», την τότε ΕΣΣΔ.
Μέσα σε αυτή τη
διεθνή ατμόσφαιρα η ελληνοκυπριακή αντιπροσωπεία, που
ανέλαβε να μεταφέρει το σώμα του Ενωτικού Δημοψηφίσματος
(τους τόμους με τις υπογραφές των Ελληνοκυπρίων που
ζητούσαν Ένωση), συνάντησε κλίμα ψυχρότητας: ο
Ο.Η.Ε., νεογέννητος εύελπις τότε, απλά δέχτηκε το
μήνυμα, η βρετανική Κυβέρνηση επίσημα αρνήθηκε και αυτή
η ελληνική Κυβέρνηση (Πρωθυπουργός Ν. Πλαστήρας) δεν
τολμούσε την ώρα εκείνη - μόλις είχε λήξει ο Εμφύλιος -
να ανοίξει μέτωπο διπλωματικής σύγκρουσης με τη Βρετανία
και τις Η.Π.Α..
΄Αλλος πολιτικός της εποχής εκείνης, ο Γ. Παπανδρέου,
είχε δηλώσει: «Η Ελλάδα αναπνέει με δυο πνεύμονες, ένα
βρετανικό κι έναν αμερικανικό...»
Ήταν πια
πρόβλημα ποιος θα αποφασίσει να προωθήσει προσφυγή στην
Ο.Η.Ε., την οποία ζητούσε η Κοινή Γνώμη.
Πολιτικοί της εποχής εκείνης έκαναν γνωστούς τους
ενδοιασμούς τους (λ.χ. ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Σπ.
Μαρκεζίνης). Τελικά αποφασίστηκε η προσφυγή από τον
Πρωθυπουργό Αλεξ. Παπάγο (και κάποιους συμβούλους) άτομο
γνωστό από το πραξικόπημα της 10-10-1935 για
παλινόρθωση της Βασιλείας
, όχι όμως διακρινόμενο για
διπλωματική ικανότητα. Και, όπως ήταν αναμενόμενο, η
αγγλοαμερικανική αντίδραση μέσα στον Ο.Η.Ε. υπερίσχυσε
άνετα. Παράλληλα, η Βρετανική (αγγλική) διπλωματία
προωθούσε την αντίδραση της Τουρκίας κατά της
ελληνοκυπριακής επιδίωξης. Πολύ γνωστή και πολύ εύκολη
στην περίπτωση αυτή η τακτική του διαίρει και βασίλευε
(«divide
et
impera»). Η
Τουρκία από την πλευρά της ήταν πολύ ευαίσθητη στα
ερεθίσματα που έφταναν από την ελληνοκυπριακή πλευρά,
για λόγους ευνόητους:
·
Η
Κύπρος γεωγραφικά / στρατηγικά είναι κάτω από το
υπογάστριο της Τουρκίας, σε απόσταση 40 μιλίων.
·
Αν
είχε γεωστρατηγική αξία μεγάλη η Κύπρος για τους
Αγγλοαμερικανούς, ειδικά τότε - έναρξη κορύφωση του
Ψυχρού Πολέμου - είχαν κάθε λόγο οι Τούρκοι
πολιτικοί να θέλουν εκείνοι να διαπραγματεύονται ένα
καλό ενοίκιο, αφού :
·
Η
Κύπρος «ανήκε» στην Οθωμανική (Τουρκική )
επικράτεια ως το 1878 και είχε εκχωρηθεί για
ενοίκιο (92.000 λιρών) στη Βρετανία, η οποία την
προσάρτησε ως αποικία «αυθαίρετα» το 1914 και είχε
αναγκάσει την Τουρκία να παραιτηθεί από κάθε
διεκδίκηση το1923, με τη Συνθήκη της Λοζάνης.
·
Πώς
μπορούσε, λοιπόν, η τουρκική ηγεσία να λησμονήσει
τόσους σοβαρούς λόγους και διαμαρτυρίες της
Τουρκικής Kοινής Γνώμης, που ενδιαφερόταν για την
Κύπρο! Και πώς να αγνοήσουν Βρετανία / Η.Π.Α
τέτοιο πρόθυμο γεωστρατηγικό σύμμαχο, πολλά χρήσιμον
ως ανάχωμα έναντι της ερυθράς πλέον αρκούδας, που
λεγόταν τότε ΕΣΣΔ;
Αυτό που προκαλεί απορία
είναι πώς μπόρεσε η ελληνική πολιτική ηγεσία να μη
διακρίνει και να μη σταθμίσει τόσους λόγους σοβαρούς
για να αποφύγει την εξώθηση της περιπλοκής ως τη
δυναμική δράση της Ε.Ο.Κ.Α.
Από 1-5-1955, δράση ηρωική και επαινετή ως προθυμία
αυτοθυσίας, αλλά διπλωματικά ανίσχυρη για να οδηγήσει σε
τελική επιτυχία.
Ίσως ο συναισθηματικός παράγοντας επισκίασε την ψυχρή
λογική, ίσως άλλοι, αθέατοι, παράγοντες εξώθησαν τους
υπεύθυνους της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας σε βήματα
διπλωματικής κατολίσθησης: από το επίπεδο δίκαιης
διεκδίκησης (το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Κυπρίων) σε
άστοχη διπλωματική πρόκληση Αγγλίας - Η.Π.Α - Τουρκίας
από μία Ελλάδα, που μόλις είχε βγει από τον Εμφύλιο και
είχε 60-70.000 άνδρες της ηλικίας δράσης σε φυλακές ή
εξορίες, δεκάδες χιλιάδες σε πολιτική προσφυγιά και πάνω
από το μισό του εργατικού δυναμικού με το στίγμα
μειωμένης εθνικοφροσύνης.
Πάντως, με τα
δεδομένα που προσημειώσαμε ως προς την εξωτερική και
εσωτερική πολιτική ζωή, η Τουρκία είχε προαχθεί σε τρίτο
εταίρο για το Κυπριακό (με Ελλάδα, Αγγλία) και είχε
προσκληθεί το καλοκαίρι του 1955 για συνομιλίες
επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος στο Λονδίνο. Λίγο πριν
αρχίσουν οι συνομιλίες στο Λονδίνο εκδηλώθηκαν τα
«έκτροπα» την Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη:
βιαιότητες εναντίον των Ελλήνων στις 6 Σεπτεμβρίου 1955,
κορύφωση της τουρκικής αντίρρησης για τη λύση του
Κυπριακού με Αυτοδιάθεση- Ένωση.
Η ηρωική δράση των
ανδρών της ΕΟΚΑ και η βίαιη αντίδραση των
΄Αγγλων (με
φυλακίσεις και απαγχονισμούς αγωνιστών) είναι θέματα
λίγο πολύ γνωστά στην Ιστορία της «πολιτισμένης» Δύσης.
Το ήθος των αγωνιστών εκφράστηκε με την αυτοθυσία είτε
στο πεδίο του ένοπλου αγώνα είτε μπροστά στην αγχόνη.
Ονόματα όπως του Αυξεντίου, των Καραολή -
Δημητρίου, του Ανδρέα Ζάκου, του Μάτση,
του Παλληκαρίδη κ. ά. έχουν εγγραφεί στον πίνακα
των ηρώων. Για τον αρχηγό όμως της ΕΟΚΑ έχουν γραφεί και
κρίσεις αρνητικές, ότι πιθανό είναι πολλές ενέργειές
του να μην εμπνέονταν μόνο ή κυρίως από τον εθνικό
Αγώνα που του είχαν εμπιστευτεί, αλλά και από
ιδεολογική μισαλλοδοξία εναντίον των εκφραστών
αριστερής ιδεολογίας.
Πάντως, κατά τη διάρκεια
του ένοπλου αγώνα συντελούνταν παρασκηνιακά και υπόκωφα
οι ακόλουθες εξελίξεις:
·
Η
διάσταση απόψεων των ενδιαφερομένων πλευρών για τη
λύση του Κυπριακού εντείνονταν: Ένωση και
μόνο Ένωση διακήρυσσαν οι Ελληνοκύπριοι,
Ανεξαρτησία αλλά όχι Ένωση μονομερής
προβαλλόταν από διπλωματικούς κύκλους ή
δημοσιογραφικούς αγγλοαμερικανικούς (1955).
·
Η
διάσταση απόψεων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων
οξυνόταν ως το επίπεδο ανοιχτής σύγκρουσης. (Μεταξύ
άλλων συμπτωμάτων: η ΕΟΚΑ στις επιθέσεις εναντίον
αστυνομικών σταθμών εύρισκε ως στόχο και
Τουρκοκύπριους που υπηρετούσαν ως μισθωτοί της
Αγγλικής Αρμοστείας).
·
Μέσα
σε αυτή την ατμόσφαιρα αναδυόταν βαθμιαία στις
συνειδήσεις των Τουρκοκυπρίων και στις συνειδήσεις
Τούρκων Πολιτικών και Βρετανών διπλωματών η ιδέα της
διχοτόμησης, απόμενε η μεθόδευση
.
·
Κορύφωση της διένεξης - έντασης υπήρξε η σύλληψη του
Μακαρίου από τους ΄Αγγλους και η εξορία / απομόνωσή
του στις Σεϋχέλλες (από το Μάρτιο του 1955).
Κατά πόσο ο χρόνος εξορίας, πάνω από ένα έτος,
«αξιοποιήθηκε» από τη βρετανική διπλωματία για να
εκβιάσει μυστικές συνεννοήσεις είναι δύσκολο να
διατυπώσει κανείς έστω και εικασίες.
Βέβαιο είναι ότι η
διεθνής ατμόσφαιρα συννέφιαζε, ειδικότερα στην Ανατολική
Μεσόγειο με τα γεγονότα του Σουέζ και την ένταση του
Ψυχρού Πολέμου. Η Ελληνική Κυβέρνηση, που αντιμετώπιζε
τα προβλήματα της μετεμφυλιακής περιόδου, είχε πολλούς
λόγους να ενδιαφέρεται για επίλυση του ζητήματος του
Κυπριακού. Με υπουργό Εξωτερικών τον Ευάγγελο Αβέρωφ ο
Πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής προχώρησε στην αποδοχή
λύσης Ανεξαρτησίας με βάση τις συνθήκες Ζυρίχης -
Λονδίνου (Ιανουάριος - Φεβρουάριος 1959) .
Ονομάζονται έτσι γιατί:
συμφωνήθηκαν από τους εκπροσώπους Αγγλίας - Ελλάδας -
Τουρκίας στη Ζυρίχη και ανακοινώθηκαν στους εκπροσώπους
των δυο Κοινοτήτων (Ελληνοκυπρίων - Τουρκοκυπρίων) στο
Λονδίνο. Και λέγονται σε πληθυντικό αριθμό γιατί
είναι 3 οι συνθήκες: μία για την ίδρυση νέου
ανεξάρτητου Κράτους (Κυπριακής Δημοκρατίας) και
διατήρηση βρετανικών βάσεων, μία για τη συμμαχία
των τριών χωρών που ίδρυαν την Κυπριακή Δημοκρατία και
μία για τη σύσταση τριαδικής Προστασίας από Εγγυητές
(Guarantors):
Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία, οι οποίοι επρόκειτο μετά από
15 χρόνια να συνεργήσουν, με πράξεις διπλωματικής
μυωπίας (από την Ελλάδα), αδικαιολόγητης αδράνειας (από
τη Βρετανία), και επιθετικότητας (από την Τουρκία),
ενάντια στα συμφέροντα της προστατευόμενης Κυπριακής
Δημοκρατίας.
Από τα πρώτα βήματά
της η νέα Ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία (επίσημα
εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 1960) συναντούσε αγκάθια:
τη δυσλειτουργία του Συνταγματικού Χάρτη που
προβλεπόταν από την ιδρυτική συνθήκη της Ζυρίχης -
Λονδίνου. Ο πρώτος Πρόεδρος (ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος)
κατέγραφε 13 σημεία (άρθρα) που χρειάζονταν τροποποίηση.
Αλλά συναντούσε άρνηση από τη σύνοικο μειονότητα και
αδιαφορία από τους Guarantors ως σύνολο. Η ασυνεννοησία
έφερνε αναταραχές, έως και συγκρούσεις ένοπλες
(1963-64). Παράλληλα γίνονταν προσπάθειες παρασκηνιακές
για «ολοκλήρωση» της λύσης του Κυπριακού.
Ένας ειδικός
μελετητής υποστηρίζει ότι Βρετανία και Η.Π.Α
προσπαθούσαν να προωθήσουν λύση που δε θα ήταν βέβαια
Ένωση (με την Ελλάδα), δε θα ήταν όμως ούτε Διχοτόμηση
(και διπλή Ένωση).
Γράφει συγκεκριμένα ο Σωτ. Ριζάς (στη σελ. 12): «Η
βασική θέση του βιβλίου αυτού είναι ότι κατά την
τετραετία 1963-1967 υπήρχαν δυνατότητες για την εξεύρεση
μιας ισορροπημένης λύσης του Κυπριακού, που δε θα
ταυτιζόταν ούτε με την ένωση ή την ανεξαρτησία
χωρίς αντάλλαγμα για την Τουρκία ούτε με τη
διχοτόμηση, την οποία ήταν σε θέση να πετύχει τελικά
η ΄Αγκυρα το 1974». Και στη σελ. 15 γράφει: «Αν και το
1923, με τη συνθήκη της Λωζάννης, η ΄Αγκυρα παραιτήθηκε
από κάθε κυριαρχικό δικαίωμα στην Κύπρο, το 1954-55 δεν
ήταν διατεθειμένη να ανεχθεί την επέκταση της ελληνικής
επικράτειας στα νότια παράλιά της, εξέλιξη την οποία
θεωρούσε ολοκλήρωση της στρατηγικής περικύκλωσής της,
αλλά και υποχώρησής της στις ελληνικές διεκδικήσεις. Η
θέλησή της να αντιδράσει ενισχύθηκε, όταν
ενθαρρύνθηκε από τη βρετανική Κυβέρνηση να
εκδηλώσει την αντίθεσή της στο αίτημα (των
Ελληνοκυπρίων) για ένωση» (με την Ελλάδα).
Προσωπικά - από όσα έχω
διαβάσει και όσο μπορώ να διεισδύσω, στη διπλωματία
ατεκμηρίωτα, αλλά με τη θουκυδίδεια λογική μέθοδο-
νομίζω ότι οι παράγοντες που είχαν διατυπώσει την
πρόταση διχοτόμησης
περί το 1955 έμειναν σταθερά προσκολλημένοι σε αυτή την
επιδίωξη. Και μεθόδευαν μόνο τον τρόπο για επίτευξη του
στόχου σε κατάλληλη χρονική στιγμή. Έτσι εξηγείται η
απροθυμία να συμβάλουν στη θεραπεία των σημείων
δυσλειτουργίας του νέου πολιτεύματος οι Τουρκοκύπριοι
που μετείχαν σε αυτό, οι Τούρκοι που εύλογα τους
προστάτευαν και μπορούσαν να τους συμβουλεύουν και οι
Βρετανοί που μπορούσαν να επηρεάσουν τους πρώτους και
τους δεύτερους αλλά δε φαίνεται
να το επιχείρησαν.
Από την πλευρά των
Ελληνοκυπρίων εκδηλώθηκαν, για άλλους λόγους, διαφωνίες
/ προστριβές και τελικά συγκρούσεις εκείνων που
ακολουθούσαν το Μακάριο και εκείνων που διαφώνησαν
μαζί του, αρχικά
ή αργότερα. Και αργότερα έφτασαν σε βιαιότητες...
Φαίνεται ότι η
διχοτόμηση είχε εκτιμηθεί ως η πιο εξυπηρετική
για άνετη και μόνιμη επικράτηση εκείνων που χρειάζονταν
την Κύπρο ως στρατηγείο, «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» στη
Μεσόγειο, για τον έλεγχο της περιοχής (κατά την περίοδο,
πάντα, του Ψυχρού Πολέμου με ειρηνική συνύπαρξη).
Χρειάζονταν όμως διχοτόμηση πληθυσμών
(Ελληνοκυπρίων - Τουρκοκυπρίων). Έτσι: προκαλούνται
σταδιακά (από το 1967-74 ) επεισόδια βίας και
αιματοχυσίας που καταλήγουν σε «καντονοποίηση»
των Τουρκοκυπρίων και σε κατάσταση δυαδικής εξουσίας
στην Κύπρο.
Οι Τουρκοκύπριοι μαζεύονται, με πρωτοβουλία της ηγεσίας
τους, σε θύλακες που αποτελούσαν κρατίδια μέσα
στο κράτος, κατάσταση διαλυτικής για το Κυπριακό Κράτος
πολύτμησης ή πολυτόμησης, την οποία ευνοούσαν ποικίλοι
παράγοντες,
εκτός βέβαια από τον Πρόεδρο Μακάριο και όσους
συμφωνούσαν μαζί του.
Ο τελευταίος
είχε κερδίσει υπόληψη ηγέτη στα πλαίσια του ΟΗΕ και
του Κινήματος των Αδεσμεύτων, αλλά αυτό ακριβώς
το γόητρο τον έκανε ιδιαίτερα ανεπιθύμητο για όσους
ήθελαν Κύπρο διχοτομημένη και εξαρτημένη. Μακάριος
αδέσμευτος ήταν ιδιαίτερα ανεπιθύμητος για τους
ελλαδίτες πραξικοπηματίες του 1967. Ιδιαίτερα
ανεπιθύμητος και για άλλους έγινε, όταν τόλμησε να
προχωρήσει σε αγορά τσέχικων όπλων. Βαρύ το ολίσθημα.
Μεθοδεύουν από Αθήνα την ανάκληση
της ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο και παράλληλα
στελεχώνουν την Κυπριακή Εθνοφρουρά με ελλαδίτες
αντιμακαριακούς. Το επόμενο βήμα ήταν η ενθάρρυνση των
αντιμακαριακών κινήσεων έως και δολοφονική απόπειρα.
Όταν και αυτή απέτυχε, φαίνεται ότι σχεδιάστηκε η
τελική πράξη: το Πραξικόπημα του 1974.
Πολύ συνοπτικά αυτό
εξελίχτηκε έτσι:
Η ελλαδική Κυβέρνηση του
αόρατου δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη
μεθόδευσε Πραξικόπημα δολοφονίας, τελικά ανατροπής, του
Μακαρίου, μέσα Ιουλίου 1974.
Η Τουρκία,
σύμφωνα με τη συνθήκη Εγγύησης (Ζυρίχης -
Λονδίνου, 1959) μπορούσε και μόνη της να επέμβει για
«αποκατάσταση» της πολιτειακής νομιμότητας, και αυτό
έκαμε. Μόνο που η επέμβαση αποκατάστασης μετατράπηκε σε
Εισβολή και από τότε Κατοχή της Βόρειας
Κύπρου (38% του κυπριακού εδάφους), όπου και
συγκεντρώθηκαν ως φυγάδες οι Τουρκοκύπριοι αφήνοντας τις
περιοχές του νησιού όπου ζούσαν ως τότε.
Στα Κατεχόμενα εδάφη (όπου συγκεντρώθηκαν όλοι
σχεδόν οι Τουρκοκύπριοι του νησιού) δημιουργήθηκε
χωριστό Κράτος Τουρκοκυπρίων. Έτσι ολοκληρώθηκε
ουσιαστικά το σχέδιο διχοτόμησης, το οποίο είχε
διαρρεύσει ως δημοσιογραφικό ή διπλωματικό μυστικό το
1955.
Η τρίτη Εγγυήτρια
δύναμη, που είχε βάσεις στρατιωτικές στο νησί
και είχε υποχρέωση να παρέμβει για αποκατάσταση των
πραγμάτων όπως είχαν πριν από το Πραξικόπημα, δεν
ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις της. Νομίζω ότι τότε ακριβώς
ο αρμόδιος υπουργός των Εξωτερικών, ο κ. Κάλλαχαν,
βρισκόταν σε θερινές διακοπές...
Από τότε παρακολουθούμε
ατέλειωτες διαπραγματεύσεις για επίλυση του Κυπριακού.
Το 1983 η Τουρκοκυπριακή πλευρά ανακοίνωσε επίσημα την
ανακήρυξη της περιοχής των Κατεχομένων σε χωριστό
κράτος Βόρειας Κύπρου. Δεν έχει επίσημη αναγνώριση παρά
μόνο από την Τουρκία, γι' αυτό πολλοί το ονομάζουν
Ψευδοκράτος∙ αλλά είναι Κράτος που παίζει το ρόλο του στην πράξη.
Κατά τα τέλη του 2003 μάθαμε
ότι ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, ο κ. Ανάν, είχε την
ευγενή πρωτοβουλία να προτείνει Σχέδιο επίλυσης του
Κυπριακού, για το οποίο βέβαια είναι σκόπιμο να γραφεί
χωριστό άρθρο. Σήμερα όμως φαίνεται ότι είναι χρέος να
προσημειώσουμε κάτι ενδεικτικό του διεθνούς
διπλωματικού ήθους και του δικού μας πολιτικού
ήθους σε σχέση με μερικές μόνο βασικές ρήτρες του
Σχεδίου Ανάν. Σε μερικές , λοιπόν, από αυτές τις ρήτρες
διαβάζουμε ότι:
α)Για
τις βρετανικές βάσεις ισχύει ό,τι είχε γραφεί
στη Ζυρίχη (ρήτρα αποικιοκρατίας σαφής, η οποία
ουσιαστικά δημιουργεί κατάσταση τριχοτόμησης).
β)
Οι Εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα, Τουρκία Βρετανία)
παραμένουν εγγυήτριες όπως ακριβώς είχε γραφεί στη
Ζυρίχη! (Και είναι αυτές που προκάλεσαν - με τις
ενέργειες ή τις παραλείψεις τους, με τη διορατικότητα ή
με τη μυωπία τους - την τραγωδία του 1974)! Πώς να τις
εμπιστευτεί ο τραγικά απατημένος ελληνοκυπριακός
πληθυσμός;
γ)
Ουσιαστικά με το Σχέδιο Ανάν έμμεσα καταργείται για την
Κύπρο η έννοια της Δημοκρατίας, όπου η πλειοψηφία
κυβερνά και η μειοψηφία ελέγχει. Με το Σχέδιο
διαμορφώνεται πολιτειακό μόρφωμα υπό διαιτησία Ξένων
Διαιτητών.
Συγκεκριμένα:
Στο ανώτατο πολιτειακό όργανο, τη Βουλή του Ενιαίου
Κράτους, προβλέπεται από το Σχέδιο ισάριθμη
εκπροσώπηση των δυο Κοινοτήτων (Ελληνοκυπρίων -
Τουρκοκυπρίων), που η μια εκφράζει τα 80% του πληθυσμού
και η άλλη τα 18%. Επειδή η ισαριθμία ενδέχεται να μη
δίνει πλειοψηφία, άρα όχι απόφαση, το σχέδιο προβλέπει
ως διαιτητικό σώμα Ανώτατο Δικαστήριο με τρεις
δικαστές ξένους (πλην Αγγλου, Έλληνα, Τούρκου).
Οι
Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το σχέδιο Ανάν με ποσοστό ηχηρό,
76%.
Στο
σημείο τούτο εμείς συνειρμικά θυμόμαστε δυο ρήσεις
αποφθεγματικές από την αρχαιότητα:
Από την
Οδύσσεια,
ι, 261-62 μια ομολογία: Οίκαδε ιέμενοι άλλην οδόν, άλλα
κέλευθα ήλθομεν (=ενώ για την πατρίδα ξεκινήσαμε, άλλους
δρόμους, άλλες ατραπούς ακολουθήσαμε , ως τούτη την ώρα)
και
Από το
Ζήνωνα τον Κιτιέα:
«Νυν ευπλόηκα, ότε νεναυάγηκα» (= τώρα άρχισα καλό
ταξίδι, αφού πρώτα είχα ναυαγήσει).
Ενδεικτική
βιβλιογραφία για την περίοδο 1960-2004:
Κώστα Γραικού,
Κυπριακή Ιστορία, σελ. 347 κ.ο. (Το Πραξικόπημα)
Braindan
O'Malley
-
Ian
Craig, Η
Συνωμοσία κατά της Κύπρου, «Ι. Σιδέρης» 2002 (με
πρόλογο του Χριστοδ. Γιαλουρίδη, Εισαγωγή Επιμέλεια
Σέργιου Ζάμπουρα, μετ. από την Αμερίσσα- Γεωργία Σκιάννη
Κώστα
Γραικού, Κυπριακή Ιστορία, σελ. 312-320.
|