Η ΄Αννα Γκουτζιαμάνη-Στυλιανάκη γεννήθηκε στη Σιάτιστα. Αποφοίτησε από το Τραμπάντζειο Γυμνάσιο και σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Έζησε και δίδαξε τα περισσότερα χρόνια στα Δημοτικά σχολεία Σιάτιστας .Τώρα μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τη Σιάτιστα που αγαπάει.  Στη στήλη αυτή, με ιδιαίτερη ευαισθησία και γνώση,  μας ταξιδεύει στην παλιά Σιάτιστα, τη Σιάτιστα των αναμνήσεών της.

Τα ανέκδοτα της Λευτέρως

 

    

Αϊ-Κουσταντσίνους κι Αϊιά Ιλιένη

Διπλό πισημόημιρου

 

 

 Οι βίζιτσις

 

Αρχή της δεκαετίας του '50 στη Σιάτιστα. Ξημέρωνε η γιορτή των ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης κι αποβραδίς η Λευτέρω με την Αργύραινα έκαναν την εξής κουβέντα:

- Αϊ- Κουσταντσίνους κι Αϊιά Ιλιένη

 Ταχιά, ιιουρτάζουν μάνα κι ιιος. Μιγάλη η Χάρη τους. Να προυστατεύουν τσις φαμπηλιές μας. Θα παρατσήσουμι όλις τσις δουλειες ιια να πάμι ση λειτουριία κι μιτά στσις βίζιτσις. Δε θα πάρουμι τους μικροι, ιια να μη τους κουβαλούμι σα γκιμούλια κι μας αμπουδούν.

Το πρωί της γιορτής έκαναν τις απαραίτητες ετοιμασίες της ημέρας για την οικογένεια,  όπως το μεσημεριανό φαγητό, και στην κατάλληλη ώρα ξεπροβόδησαν τους

 άντρες τους για την εκκλησία. Σε λίγο ξεκίνησαν κι αυτές. Συμβούλεψαν τα παιδιά να τις περιμένουν αγαπημένα και φρόνιμα ως ότου γυρίσουν και προέτρεψαν τα μεγαλύτερα να έχουν την προσοχή και το ενδιαφέρον τους στα μικρότερα, για να μη συμβεί κάτι δυσάρεστο.

 Η μέρα μαγιάτικη κι όλοι οι Σιατιστινοί από Χώρα και Γεράνεια ανέβηκαν να λειτουργηθούν στον Προφήτη Ηλία, εκκλησία από τις πιο παλιές στην πόλη μας- έτος ιδρύσεως 1741.

Πριν μπουν στο ναό, από την κορυφή του λόφου απόλαυσαν πανοραμικά την ανοιξιάτικη όψη της Σιάτιστας, το Γρίβα, τα Κουριά, την Τσερβένα, το Μπούρινο και στο βάθος του ορίζοντα, στη δύση, τη θέα της Πίνδου με τις χιονισμένες βουνοκορφές.

Η Λευτέρω και η Αργύραινα προσκύνησαν πρώτα στο παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους, γιατί δεν μπόρεσαν ν' ανεβούν στη γιορτή του το Φεβρουάριο με τις παγωνιές και τα ανεμοσούρια, και μετά μπήκαν στο ναό.

Προσκύνησαν τις εικόνες στο χρυσοποίκιλτο ξυλόγλυπτο τέμπλο και   στάθηκαν στο γυναικωνίτη δίπλα από την τοιχογραφία που εικονίζονται με μοναδικό τρόπο από τον αγιογράφο κάτω από τις ιερές μορφές της Αγίας Γραφής ο Σόλωνας, ο Αριστοτέλης , ο Πλούταρχος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτωνας και η Σίβυλλα με τα ειλητάριά τους ως προ Χριστού Χριστιανοί.

Σε λίγο στην εκκλησία έγινε το αδιαχώρητο. Όλοι οι εορτάζοντες με τους δικούς τους και τις κεράστρες έφταναν  και έπιαναν τη θέση τους. Η Λευτέρω και η Αργύραινα από τον υπερυψωμένο γυναικωνίτη παρακολουθούσαν τα πάντα.

 Πριν τη θεία Κοινωνία δυο από τους επιτρόπους της εκκλησίας βγήκαν «να ραντίσουν» με μυρωδιά λεβάντας αυτούς που γιόρταζαν. Έτσι τιμούσαν τους εορτάζοντες κι εκείνοι με τη σειρά τους επιβεβαίωναν στο εκκλησίασμα ότι δέχονταν επισκέψεις και στο σπίτι. Οι επίτροποι, αφού ράντισαν τους άντρες με μεγάλη προσοχή να μη τους ξεφύγει κανένας,  ήρθαν και στο γυναικωνίτη. Ράντισαν όλες τις εορτάζουσες, αλλά και κάποιες άλλες που είχαν άντρα, γιο ή κόρη στην ξενιτιά και ήθελαν να τιμήσουν έτσι κι αυτές το δικό τους άνθρωπο, έστω κι από μακριά.

 Μετά τη θεία λειτουργία  στο προαύλιο συναντήθηκαν με την ξαδέλφη της  Λευτέρως, τη Ναούμα του Τζήμου τουΑλμπάνη που ήταν παντρεμμένη στη Χώρα. Αντάμωσαν και άλλους χωριώτες μα δεν καθυστέρησαν, γιατί δε θα προλάβαιναν να περάσουν απ' όλους τους εορτάζοντες όσους έβαζαν με το μυαλό τους. Τότε οι γυναίκες πήγαιναν επισκέψεις χωριστά από τους άντρες. Πήραν βιαστικές τον κατήφορο κι είπαν «να βάλουν ευλογητό» απ' τη θεία Σουλτάνα Πατρώνα,  που γιόρταζε τον Κώστα της. Τις καλοδέχτηκαν στο Πατρονάδικο σπίτι και τις περιποιήθηκαν με το παραπάνω.

Έδωσαν ευχές με την καρδιά τους, κεράστηκαν γλυκό πορτοκαλίσιο, ήπιαν πράσινο λικέρ - μέντα- από το παντοπωλείο της οικογένειας, πήραν μπόλικα αμύγδαλα καβουρντισμένα στο ντουλάπι του καφέ και μπλιμπλιά, δοκίμασαν τα κεφτεδάκια και το τυράκι και φεύγοντας πήραν τυλιγμένο σε ψιλή λαδόκολλα το σάλιαρου.

-Κι του χρονου μι τση νυφη! ευχήθηκαν φεύγοντας στον εορτάζοντα κι η μάνα του απάντησε:

-Εχει σειρά , μα δεν τουν πήραν κι τα ιιράματα. Όλα θα ιιενουν σην ώρα τα. Υπουμουνή χράζιτσι.

Στο δρόμο κοιτούσαν τα σαλιάρια, που ήταν τρανά-τρανά.  Τα έστειλε η Αγνή, η αρραβωνιαστικιά του Γιάννη, στον κουνιάδο της δώρο για τη γιορτή του μ' ένα πουκάμισο, μια γκουργκουλιάτου μπότσα παλιό κρασί κι ένα κεντημένο μετρητό μαξιλάρι για τον καναπέ.  Έτσι ήταν το έθιμο τότε για τις αρραβωνιασμένες κοπέλες.

Πολύ κοντά ήταν και το αρχοντόσπιτο του Κώστα και της Λένγκως Παπαναούμ- Βέρρου.

- Να πάμι κι ιδώ, είπαν. Ίνι καλά να λέμι «σ' έτση πουλλά» στα ζιυγάρια μι του διπλό όνομα, άντρας κι ιυνιαίκα.

Μπήκαν από την ορθάνοιχτη ξύλινη αυλόπορτα στην πλακόστρωτη αυλή με την πρασινάδα γύρω από τις μεγάλες πλάκες και τα μαγιάτικα λουλούδια με τις ομορφιές και τις ευωδιές τους. Τις καλοδέχτηκαν στο δεύτερο όροφο του σπιτιού, στον καλό τον οντά, που τον άνοιγαν στις λαμπρές ιδιωτικές γιορτές, σε ευγενείς καλεσμένους, σε συμπεθέρους, σε συγγενείς και φίλους από την ξενιτιά και σ' άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Ο κυρ-Κώστας ήταν σπάνιος τεχνίτης της γούνας. Τα μυστικά της τέχνης τα έμαθε παραδοσιακά από τους προγόνους του και τη συνέχισε με μεγάλο ζήλο.

Κεράστρες είχαν τα δυο νοικοκυροκόριτσά τους,  που ήταν και της παντρειάς. Οι επισκέπτριες εδώ ήπιαν το παλιό ηλιαστό πολυτραγουδισμένο σιατιστινό κρασί, μια κι η Λένγκω ήταν πρώτη νοικοκυρά και το κατώι της θα το ζήλευαν όλες οι αρχόντισσες του τόπου για τη σειρά και τα καλούδια που είχε. Γεύτηκαν κολοκυθίσιο γλυκό, κικιρίκια, κασέρι και πήραν φεύγοντας από ένα κομμάτι παντεσπάνι αφράτο, που το καλοχτύπησαν τα κορίτσια και το καλόψησαν στο φούρνο του Τζιάλα, στη γειτονιά τους.

Έδωσαν τις ανάλογες ευχές σ' όλα τα μέλη της οικογένειας κι έφυγαν ενθουσιασμένες από την περιποίηση.

Ο επόμενος στη σειρά ήταν ου Κώτσιους ου Πατρώνας ου μπακάλητς και η κόρη του η Λιενη, που γιόρταζαν μαζί. Τον είχαν συμπέθερο κι έπρεπε να τον τιμήσουν. Κι εδώ τις καλοδέχτηκαν, τις περιποιήθηκαν μ' όλα τα κεράσματα τα γιορτινά κι εκείνες ανταπέδωσαν με τις πιο γλυκές ευχές.

Μετά πήραν τον ανήφορο για τον Κώστα Αλεξίου, που είχε γυναίκα τη Χριστίνα τς Παπαβασίλινας. ΄Αλλο αρχοντόσπιτο ετούτο. Ο τόπος μέσα-έξω άστραφτε από καθαριότητα κι όλα φάνταζαν γελαστά και χαρούμενα σαν το χαμόγελο και το γελαστό πάντα πρόσωπο της οικοδέσποινας, που δεχόταν πανευτυχής τους επισκέπτες για τη γιορτή του άντρα της. Μόλις είδαν τη Λευτέρω με την Αργύραινα στην αυλή τους, έτρεξαν να τις υποδεχτούν και, πριν ακόμα προλάβουν να τις περάσουν στο δωμάτιο της υποδοχής, άρχισαν τα πειράγματα και τα αστεία ανάμεσα στη Λευτέρω και τη Χριστίνα.

-Θαρρούσις δε θα να'ρχουμαν;

Μου χρουστάς τα κιράσματα κι απ' του Ιιαννη τσου, που ήταν χειμώνας κι τουφανι. Δεν ήρθα κι του γλίτουσις. Τώρα θα τα πάρου κι μι του παραπάνου.

-Διπλο,τριπλό ηλιαστό, κουρίτσια, ιια τση Λιυτσιέρου, είπε η Χριστίνα και μπήκαν στην κουβέντα και οι άλλες επισκέπτριες και ζητούσαν κι αυτές «τα δικαιώματά τους», μια και ήταν στην ίδια κατηγορία με τη Λευτέρω.

Κεράστηκαν, ευχήθηκαν, γέλασαν με την ψυχή τους κι έμαθαν τα νέα απ' τους ξενιτεμένους;.

-Είχαμι γράμμα απ' 'ν  αδιρφή μου τση Ναυσικά κι τουν ξάδερφου σου τουν Αργύρη. Εχεις χιριτσίσματα. Θα μας ερθουν του καλουκαίρι. Θα μας φερουν κι τση Βούλα, του κουρίτσι τους , είπε η Χριστίνα.

-Να τους καλουδιχτούμι, απάντησε η Λευτέρω. Απού τώρα θα τσοιμάσου 'ν καναβέτα μι του κρασί ιια να τους καλουσουρίσου. Έχου να τους ιδώ απού τότσι π' ίινκα νυφη .

Είπαν πολλά και διάφορα κι έφυγαν για τουν Κώτσιου του Λαλά.

Τον είχαν γαμπρό στη Μαρία του Ταφαρλή. Ο Κώτσιος καλοντυμένος κι η Μαρία «στην τρίχα» τις καλοδέχτηκαν στη μεσιά.

-Θα σι ψήσουμι σήμιρα  που ιιουρτάειζς,  Κώτσιου. Στου ένα του πουδάρι να στέκισι  του είπε η Λευτέρω μαζί με τις ευχές. Καλοκεράστηκαν κι άρχισαν τα «μασλάτια».

-Καλότσυχους, μπρε Κώτσιου, ποχεις τση Μαρία ιυνιαίκα. Μπαχτσιές η καρδιά τσης .Σι συλλουιιέτσι, σι φρουντίζει καλύτσιρα κι απού βασιλιά. Σι ξιαπουστσιαίνει μι τα φιρσίματα κι τα ουσούλια τσης. Απού τότσι που νη πήρις ξιστουλίσηκιν ου μαχαλάς μας. Αϊντσι, κουρμός, κι ισύ είσι δουλιφτάρης κι ανικτσίμητους μι τα χαρίσματά σου.

Τα κεράσματα κι εδώ νοικοκυρεμένα και πολύ νόστιμα.

 Φεύγοντας έφτασαν στο καμπαναριό της Αγίας Παρασκευής.

-Τώρα να πάμι στουν Κώτσιου του Ντάλα, είπε η Αργύραινα.

-Πώς να φτάσουμι ως ικεί στις λυκότρυπις; απάντησε αρνητικά η Λευτέρω.

-Α! ως τώρα δε σου χάλασα χατσήρι. Οπου μου'πις πήγαμι.  Στουν Κώτσιου θα πάμι ιξάπαντους  ιιατσί ίνι νραγάτσης κι είνι ισνάφι μι τουν Αργύρη μου.

Αν δεν πάμι, θα μας κριμάσει τα μούτρα η Ρίνα του.

Πείστηκε η Λευτέρω και ξεκίνησαν για τα Λουλάθικα , να τιμήσουν και τον αγροφύλακα.

Μόλις μπήκαν στο μαχαλά, βλέπουν ανοιχτή την πόρτα του Νιακου του  Τσίτσαρη.  Γιόρταζε ο Κώστας, το παιδί τους που μάθαινε μαραγκός.

-Να πάμι πρώτα ιδώ, είπε η Λευτέρω.Θα μας ιδούν απ', του παραθύρι  απου απέρασάμι κι δεν τσους καταδέθηκαμι κι θα στιναχουρηθούν. Ίνι καλός τραγουδιστής ου μπάρμπα -Νιάκους  κι  ου παλιότσιρους αμπιλουργός. Θα μας χαρούν. Κι πριν αποτελειώσει η Λευτέρω, η Αργύραινα, δρασκέλιζε το κατώφλι της αυλόπορτας.

Κεράστηκαν ευχήθηκαν κι άρχισαν να ρωτούν το μπάρμπα-Νιάκο για τ' αμπέλια και τους κόπους της χρονιάς.

-Να βάνιτσι μπόλικου νιρό σην τρανή τση μπούκλα να πινουν οι άντρες σας όταν παϊαίνουν στ' αμπέλια.  ΄Αρχιψαν να χουνιέυουν κι οι ζέστσις κι απουστσιαίνουμι τώρα παραπάνου. Καλά κατσιβαίνουμι τση χαραϊή στου Μπουγάζι, του δειλινό, όμους, ου ανήφουρους μας κοφει κι τα πουδάρια μας αντσί να παϊαίνουν τσις ουμπρός  παϊαίνουν τσις ουπίσου. Η γλώσσα μας στσιγνώνει κι λιέμι αμάν ιια μια σταγόνα νιρό.

          Τους έδωσε κι άλλες συμβουλές κι έφυγαν  για τον επόμενο… που ήταν το σπίτι του Χρυσόστουμου του Δουβλη.

Γιόρταζε το μεγαλύτερο κορίτσι η Λιέγκου, που μάθαινε γράμματα και πήγαινε και στο Γυμνάσιο.

-Ας πάμι κι ιδώ, είπε η Λευτέρω. Τουν έχουμι συμπιθιρόν. Ου αδιρφός του ου Σπύρους σην Αμιρική πήριν ιυνιαίκα 'ν Πιριστσιέρα τσης θειας μου τσης Αργυρούλας του Μπιτσιάκα κι έχουν κι αυτσοί κουρίτσι μι τ' όνομα αυτό.

Ανέβηκαν τη σκάλα με τα πετροπελεκημένα μονοκόμματα σκαλοπάτια και στρογγυλοκάθισαν στη μεσιά. Κεράστηκαν και έδωσαν διπλές ευχές για τη δική τους Λιέγκου και για την ανιψιά τους στην Αμερική.

-Καλουφουτσισμένη, καλή πρόουδου στα γράμματα σου Λιέγκου, κι καλά συχαρίκια κι απ'  'ν αξαδέρφη σου.

Πήραν όλα «τα δικαιώματά» τους και βγαίνοντας στη διασταύρωση του δρόμου ήταν το σπίτι του Κώτσιου του Νακου, του χασάπη. Να κι η Κώτσινα στην αυλή καθώς ξεπροβοδούσε μια άλλη γυναικεία παρέα από τη Χώρα.

-Κόπιασιέτσι κι σ' ιμάς, είπε, κι άλλο που δεν ήθελαν οι δυο συννυφάδες.

-Έρχουμέστσι, είπε η Λευτέρω, και μπήκε πρώτη.

-Χρόνια πουλλά, Κώτσιου. Να σι χαίρουντσι οι σπιτσιακοί σου κι όλοι οι χασάπηδις  τσης Σιάτσιστας.

Εκτός από τα νοικοκυρεμένα γλυκά τσης Κώτσινας εδώ γεύτηκαν και νοστιμότατο κοκορέτσι, που έψησε ο Κώτσιος για τη γιορτή του.

-Του πέτσυχις, Κώτσιου, κι στ' άλας κι ση ρίγανη κι στου πιπέρι . Κι του χρονου καλόκαρδους κι καλή πούλητση στου χασαπιό σου.

-Σ' ιυχαριστώ, μαρ Λιυτσιέρου, να μας στειλειτς κι του Χαρίση του βραθυ μι  'ν παρέα , είπε ο Κώτσιος.

Θικος του λουγαριασμός. Ιμείς μια φουρά σας τσίμησαμι . Κι από δω έφυγαν πολύ ευχαριστημένες.

 Παρακάτω ήταν το σπίτι του  Λιολιου του Μπατσή κι τσης Σταυρούλας που 'χουν τα πολλά τα πρόβατα στα κοπάδια τους και μια ζιαρη φαμπηλιά στο σπίτι. Γιόρταζε ο Κώτσιος, ο τρανός τους γιος.

Φιλήθηκαν με τη Σταυρούλα, γιατί είχαν πολύ καιρό να ιδωθούν , χειρόπιασαν το Λιόλιο και τον εορτάζοντα και οι κεράστρες άρχισαν να μπαινοβγαίνουν με το γλυκό του κουταλιού στο μεγάλο δίσκο, το λικέρ με το κόκκινο χρώμα, τα στραγάλια με τα καρύδια και τις σταφίδες και στο τέλος το μεζέ. Τόσο νόστιμο τυρί δεν έφαγαν πουθενά.

-Καμιά δε σι φτανει στου τσυρί, είπε η Αργύραινα στη Σταυρούλα κι όλοι συμφώνησαν σ' αυτό. Φεύγοντας πήραν κουραμπιέδες καλοζαχαρωμένους με πολλά αμύγδαλα και βούτυρο φρέσκο «που χτυπούσαν» συχνά-πυκνά τα κορίτσια της Σταυρούλας για τις ανάγκες της οικογένειας. Ο δρόμος συνεχίζονταν πολύ κατηφορικός.

-Αντράλα μου'ρθιν απ'τα πιουτά κι τα πουδάρια μου παλαμόδιραν, τόλμησε να παραπονεθεί κάπως η Λευτέρω.

-Κι ιγω έχου άχαρα κι τρεμουν τα πουδάρια μου. Όμους πρεπει να φτάσουμι στουν Κώτσιου του Ντάλα. Κατσιυθείαν τώρα.

Έτσι κι έκαναν. Κι εδώ η αυλή τους φάνηκε περισσότερο ανηφορική απ'ό,τι ήταν, γιατί οι αντοχές τους άρχισαν να τις αφήνουν. Είπαν τόσα και τόσα με τον Κώτσιο και τη Ρίνα και θυμήθηκαν κι ένα σωρό παλιές ιστορίες. Αρκετά κάθισαν εδώ. Σκέφτονταν πώς θα έβγαζαν τώρα τον ανήφορο!!! Και δεν τολμούσαν να σηκωθούν να φύγουν. Μετά από αρκετή ώρα κάπως συνήλθαν κι αποφάσισαν να τους χαιρετίσουν παρά την καλή τους παρέα, πού απολάμβαναν.

Είδαν κι έπαθαν έως ότου βγουν στον κεντρικό δρόμο.

Σαν έφτασαν στην πλατεία της Γεράνειας πάλι διαφωνούσαν για το ποιον δρόμο έπρεπε να πάρουν.

-Ας πάμι, Αργύρινα, πρώτα στουν Κώτσιου τουν Πάικου. Ίσιουμα ίνι, δε θ' απουστάσουμι κι πουλύ.

-Αυτός δεν ήρθιν καμιά φουρά στ' Αργύρη μου τση ιουρτσή, ιιατσί να πάμι;

Ιια, καλά τα λιες, είπε η Λευτέρω, αλλά άμα  σου τσακίσουν καμιά πλάκα του μισουχείμουνα τα πιδιά  σου, θα σι ιδώ πώς θα ριξεις τα μούτρα σου κι θα πας μι του παραθύρι στου χέρι να σην αλλάξει.

Και χωρίς να ξανασκεφτεί η Αργύραινα μπήκαν στο λουλουδισμένο οβρό τσης Μπιμπίλως με τα πολλά κορίτσια. Κάθισαν στα μιντσιέρια  του καλού οντά με τα κόκκινα μακάτια και τ' άσπρα πανιά τα λουλακιασμένα και οι κεράστρες αμέσως πρόσφεραν απ' όλα τα καλά που είχαν ετοιμάσει για τη γιορτή του πατέρα τους

-Να'σι καλά , κι του χρονου, τ' όνουμα σου, Κώτσιου.

Να μας νοικουκυρέφεις απού καμιά ζιουμιά στα σπίτσια μας κι μι του καλό κι πιθιρός να χαρείς, του ευχήθηκε η Αργύραινα.

Καλά τα κεράσματα, καλή κι η συντροφιά κι η Λευτέρω θέλησε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για ένα τραγούδι κι απευθύνθηκε στη Μπιμπίλω:

-Τώρα σι έχου Μπιμπίλου, π' ιιουρτάζει ου άντρας σου ιια να τουν τσιμήσουμι να σι βουηθήσου να πούμι ικείνου του παλιουκιρίσιου του τραγούθι  «τσης Ουριάς του Κάστρου»; Μόνου ισύ του ξιερεις κι του καναρχάς όπους πρεπει. Αρχίνητσι κι ιγώ θα σ' ακλουθώ.

Δίκιο είχε η Λευτέρω  κι άρχισε πρώτη η Μπιμπίλω. Όλοι άκουγαν με στόμα ανοιχτό. Πρώτο αηδόνι Καρανασιάθικου η Μπιμπίλω και δεύτερο κεφάτο και χαρούμενο η Λευτέρω, καθώς το καλούσε και η μέρα. Το τραγούδησαν απ' την αρχή ως το τέλος. Κανένας δεν κουνήθηκε από τη θέση του κι απόλαυσαν ένα ντουέτο ανεπανάληπτο.

Κι άλλο θέλουμε έλεγαν οι παρευρισκόμενες, μα η Λευτέρω σκέφτονταν και τις υπόλοιπες βίζιτες.

Πέρασαν κι απ' τουν Κώτσιου του Χαλαμούτση, τον   πρακτικό οδοντογιατρό και άριστο πεταλωτή.

Από εκεί ανέβηκαν πολύ ψηλά προς το λόφο του Αγίου Χριστοφόρου στον Κώστα το Γιαννακό, που είχε γυναίκα την Καλλιόπη Κοκκώνη. Κι αυτός ήταν ξάδερφος της Λευτέρως και δεν έπρεπε να τον ξεχάσουν. Φτάνει που τα  πόδια τρίκλιζαν και το σώμα λυγούσε, ήταν και η απότομη ανηφόρα που τις δυσκόλεψε πάλι. Ήπιαν κι εδώ παλιό, δυνατό κρασί, το 'βαλαν  πάλι στο κέφι και σκέφτονταν μόνο πόσο καλά περνούν , όταν είναι γιορτές! Εδώ δεν είπαν τραγούδι, γιατί ήταν κάπως βιαστικές. Στο δρόμο ρωτούσε η Αργύραινα τη Λευτέρω

-Σι ποιο σπιτσι είδαμι , μαρη Λιυτσιέρου, κατσι όμουρφα  πλιγμένα κουρτσινάκια μι αγγελάκια κι άλλα μι γλάστρις κι λούδια να τα ιυρέψουμι ιια σχέδιου να τα πλιεξει η Ταστιάνα του Ταπνού π' αδειάζει κι πλιεκει; Ιμεις δεν έχουμι κιρό ιια τσιέτσοια.

-Ταχιά θα σου πω, απάντησε η Λευτέρω, τώρα κρουν  τα μηλίγγια μου κι δε  θυμούμι τσίπουτα.

 Με την κουβέντα έφτασαν στο σπίτι του Κώστα Βαρβέρη. Έπρεπε να παν κι εδώ, γιατί κι ετούτος ήταν ξάδερφος της Λευτέρως και φίλος του μπάρμπα- Χαρίση. Το δωμάτιο υποδοχής ήταν γεμάτο κόσμο και τις καλοδέχτηκαν στο χειμωνιάτικο οντά. Πάνω στο τζάκι φάνταζαν αραδιασμένες παλιακές φωτογραφίες της οικογένειας και τα στρωσίδια τα καλοκεντημένα που ετοίμασε η κυρά Στέλλα για τη γιορτή του άντρα της . Ο κυρ-Κώστας σαν είδε τη Λευτέρω σε τσακίρ-κέφι και με άλικα τα μάγουλα, της ζήτησε να τραγουδήσει, για να χαρούν μαζί και οι επισκέπτες τους.

-Ζήλιψις απου τραγούθησα στουν Πάικου; Μήπως στα πρόφτασιν τα νιέα κάνας καλός συχαρικάς; Κατσι έμαθις ισύ, αλλά κι ιγώ δε θα σου χαλάσου του χατσίρι.

Θα σ' τραγουδήσου του «φιγγάρι μου ολόλαμπρου» κι όποιους του θυμάτσι κι εχει όριξη ας μι βουηθήσει κι απού λίγου.

Με αυτοσχέδια τραγουδίστρια τη Λευτέρω  άναψε το κέφι και όλοι στο σπίτι τραγουδούσαν μαζί της κι έφερναν στο μυαλό τους κάτι από τα νιάτα τους τα περασμένα κι εύχονταν ο ένας στον άλλο «πάντα καλόκαρθοι».

Αρκετή ώρα  έμειναν κι εδώ. Έφυγαν για τον Κώτσιο το φούρναρη, που γιόρταζε μαζί με τη γυναίκα του τη Λιένγκω.

-Θα πάμι  κι ιδώ, είπε η Αργύραινα, μα το καλό που σι θέλου να μην πεις άλλο τραγούθι.

Συμφώνησε κι Λευτέρω κι ανέβηκαν  στο σπίτι. Γεμάτο κόσμο όλα τα δωμάτια. Κάθισαν στη μεσιά, για να τις φυσάει λίγο  ο αέρας. Ο Κώτσιος  με τα αστεία του πάντα, πρόσφερε τσιγάρο στη Λευτέρω. Εκείνη το δέχτηκε , να μην τον  προσβάλλει και το στήριξε στο αυτί της.

-Μόλις του πέταξα, του είπε, θα του καπνίσου αργότσιρα.

Οι κεράστρες περιποιοούνταν όλους τους επισκέπτες και οι ευχές δίνονταν διπλές και για τον Κώτσιο και για τη Λέγκω.

-Πουλύ τσυχηρή είσι, μαρη Λιέγκου, π' ιιουρτάειζς αντάμα μι τουν Κώτσιου σου. Ιγώ τρεις μέρις ιιουρτάζου του Χαρίση μου τα Χριστούιιννα κι αυτός ούτσι ξερει πότσι είνι τ'όνομά  μου. Ισείς μ' ένα κέρασμα μαζώνιτσι τόσις ιυχιές. Θα πω τουν παπά, αν μ' αφήνει να ιιουρτάζου κι ιγώ αντάμα μι του Χαρίση μου. Αλλά πάλι δε μι τσιριάζει. Η θικη σας η ιιουρτσή είνι τώρα του Μαη μι τουν καλό, τουν ανοιξιάτσικου τουν κιρό. Η θικη μας είνι μι τα χιόνια, τσις παγουνιές κι τα  τουφάνια.

Πώς θα ιιενει , ιια ν' αλλάξουμι;

Έτσι, τάχα προβληματισμένη, μιλούσε η Λευτέρω κι όλοι διασκέδαζαν με ασταμάτητα γέλια μια και γνώριζαν καλά το χαρακτήρα της.

-Θέλουμι κι τραγούθι, Λιυτσιέρου, ζητούσαν επίμονα.

-Ποιο να σας πω; όλα τα'πα στους  άλλουνους προυτσύτσιρα

Η Αργύραινα κατάλαβε πού το πήγαινε η Λευτέρω γι'αυτό σήκωσε το πόδι της και τράβηξε ένα πάτημα τα ταλαιπωρημένα πόδια της Λευτέρως, που «βιρβέριξιν» απ' τον πόνο.

Πώς όμως να χαλάσει το χατίρι τόσου κόσμου, μια και η μόνη που έφερνε αντίρρηση ήταν η Αργύραινα! Ξέχασε τον πόνο γρήγορα και το 'βαλε στο τραγούδι, που βούιξε η γειτονιά.

-Ιμείς ιδώ δεν ήρθαμι , κέρνα μας, κέρνα μας, να φάμι κι να πιούμι…άιντσι να κιρνάς να καλουπιρνάς.

Την ακολούθησαν όλοι ως το τέλος.

Στο διπλανό σπίτι η αυλόπορτα στο ένα σοκάκι και το παραθύρι (βοηθητική πορτούλα) στο άλλο ήταν ορθάνοιχτα γιατί γιόρταζε ο Κώστας της Δήμητρας του Πισνικά, ο δημοσιογράφος.

Κατέβηκαν από τα σκαλιά στην πλακόστρωτη αυλή, που όλο το χρόνο είχε λουλούδια ανθισμένα και δέντρα με καρπούς. Μπήκαν στο αρχοντόσπιτο με τις ζωγραφιές και τα  ξυλόγλυπτα. Η κυρά Δήμητρα τις κέρασε γλυκό πελτέ κυδώνι απ' τις κυδωνιές της αυλής της. Το φύλαγε για τη γιορτή του γιου της.

-Απ'όλα τα κηπουρικά εχεις , κυρά Δήμητρα. Δε μας λιες πώς κι εχουν κάθι χρόνουν καρπό; Όσις φουρές πιρνούσα του σουκάκι  αγκαστρουμένη ιυρνούσα του κιφάλι   μου απ'  'ν αλλη  τση μιριά ιια να μη πάθου καμιά ζιουμιά, είπε η Λευτέρω κι όλοι γέλασαν με την καρδιά τους.

-Αμ, τα λούδια σου πάλι; Όλα σην ώρα τα.

Ζουμπούλια ιια τς Χιριτισμοί, σαρμαναχτσιέδια ιια τουν Επιτάφιου, ραγκαβάνια ιια του Μάη, τραντάφυλλα ιια του Αϊ-Κουσταντσίνου, ζουκούμια ιια του Δικαπινταύγουστου, βασιλικό ιια του Σταυρού, κλαδιά ιια τ' Αϊ-Δημητρού, μουσκόλδου κι καρουφίλια ιια τσις αρραβώνις, μαντζουράνα κι μέντα ιια του χειμώνα, ντάλιις, μουλόχις, κρίνα , αγιόκλημα ξιζουρλιαίνουν τουν κόσμου που τα καμαρώνει.

-Του μυστσικό το'χου στου πηγάθι ,είπε καμαρωτά  η κυρά-Δήμητρα και συνέχισε. Στσις τρανιές τσις ζιέστσις κάθι προυί βγάνου μι του  γκουβα κριχτό νιρό κι τα  πουτσίζου. Δεν τ' αφήνου να κριμνούν του κιφάλι διψασμένα. Τα ρίχνου κι κουπρά χουνημένη απ' τα τσίπουρα, που βγάνουμι ρακή, κι δυναμώνουν. Διαβάζου κι απ' τουν Καζαμία κι μαθαίνου κι ιια τσις άλλις φρουντζίδις που χράζουντσι κι τ' αγαπώ πουλύ.

-Πόσις νύφις προυσκύνητσαν στου πηγάθι σας τση Διυτσιέρα; Έκαμέτσι λουγαριασμόν, ρωτησε η Αργύραινα.

-΄Ασουτσις, είπε η κυρά-Δήμητρα και συγκινήθηκε.

Τσις καμαρώνουμι. Έρχουντσι μι του μαύρου του φουστάνι του διυτσιριάτσικου, τα όργανα, τα μπρατσιμούλια κι όλου του συμπιθιριακό. Προυσκυνούν 3 φουρές. Ριχνουν τουν παρά στου πηγάθι,  βγανουν νιρό κι ρίχνουν του γαμπρό να πλυνει τα χέρια του  ιια του καλό. Ύστσιρα χουρεύουν του νυφιάτσικου κι ανοίγει η καρδιά μας. Έχουμι πουλύ καλά ιθίματα.

Πε μας κάνα καλό τραγούθι σήμιρα που'νι τ' όνομά μου, Λιυτσιέρου,  είπε παρακαλεστά ο Κώστας.

Θα σ' πω, μπρε Κώστα, αλλά να μας πεις κι ισύ  κανα χαμπέρι απ' αυτά που   γραφεις   στσις ιφημιρίδις κι τα μουλουγάει όλους ου κόσμους. Να σας πω σ' αυτά τα σπίτσια τα ψηλά κι τα ζουγκραφισμένα ή ένα ιια τσ'  ισιένα καλύτσιρα, μπρε Κώστα! Κι άρχισε το: 

Μη , μωρέ, μη μ' αρραβωνιάζεις  'κόμα,

μη μ'αρραβουνιάζεις 'κόμα,

'κόμα ιτούτον του χειμώνα 

κι τουν άλλου παραπάνου,

να διαλιέξου κι να πάρου.

Όλοι χτυπούσαν παλαμάκια κι ακολουθούσαν κάθε φορά που το τραγούδι ήθελε διπλό-τριπλό γυρίσματα,

Έφυγαν, για να παν στουν Κώστα του Δουβλη, τουν Κουτσιούλα τουν Κιραμάρη κι όπου αλλού έβρισκαν ανοιχτή πόρτα.

Κατά το βραδάκι θυμήθηκαν που είναι και η γειτονιά τους. Περνώντας απ' το σπίτι τσης  Κώτσινας του Ταφαρλή ζήτησε η Λευτέρω  να πάνε και σ' αυτήν.

-Πώς θα πάμι, Λιυτσιέρου; Ποιον θα πούμι σ' έτση πουλλά; ν' Κώτσινα που'νι χήρα; Δε μας απόμεικιν τζιπ μυαλό;

-Καλά λιες, Αργύρινα. Τσι του'ρθιν κι αυτόν κι πέθανιν κι άφηκιν τση Σουλτάνα χήρα κι τα παιδιά του ουρφανά;

Αυτές τις κουβέντες άκουσαν ο μπάρμπα-Χαρίσης , ο μπαρμπα -Αργύρης και τα παιδιά τους και βγήκαν  να τις υποδεχτούν ! Αρτσιουμένους ου μπαρμπα-Αργύρης απόπιασιν 'ν  Αργύρινα. Το ίδιο έκαμε κι ο μπάρμπα- Χαρίσης τη Λευτέρω.

-Που, μαρη, πιαλάτσι ολη μέρα; Απ' τουν παπά πήρατσι τα ουνόματα απ' αφνούς που ιιουρτάζουν κι δεν άφηκιέτσι  πόρτα ιια πόρτα; Ιιμίσια μάζουνιέτσι;

Πώς βρήκιτσι του δρόμου ιια του σπιτσι; Δεν αδουκήθκιτσι τσις άντρις σας, ούτσι κι τα πιδιά σας νηστσικά ολη μέρα; Ζουρλάθηκιτσι; Ίινηκιτσι δυο παράδις! Ιιλάει ου κόσμους μι τσ'ισάς. Τσι χούια εινι αυτά π'άνοιξιέτσι;

Με το κεφάλι κατεβασμένο η Λευτέρω χωρίς να χάνει άλλο χρόνο ανέβηκε στη μεσιά. Κρέμασε το μαντό της δίχως να βγάλει τσιμουδιά και τράβηξε το λάστιχο που είχε δεμένο με έξυπνο τρόπο στη μέση της αναδιπλώνοντας το φουστάνι. Γέμισε το πάτωμα από φοντάνια άλλα γυμνά και άλλα τυλιγμένα με χρυσόχαρτο, στραγάλια, φιστίκια, σταφίδες καρύδια, αμύγδαλα, κουραμπιέδες, σαλιάρια, παντεσπάνια και ό, τι άλλο δεν έτρωγαν από τα κεράσματα.

Πανζουρλισμός! Θάμπωσαν τα μάτια των πεινασμένων παιδιών. Ήταν αληθινά αυτά που έβλεπαν; Το ένα τσαλαπατούσε το άλλο, ξάπλωσαν κάτω, άρπαζαν, έτρωγαν χορταμό δεν είχαν. Στο τέλος γέμισαν και τις αγκαλιές τους με καλούδια.

Η Λευτέρω κι ο μπαρμπα-Χαρίσης τα κοιτούσαν σαστισμένοι για πολλή ώρα. Κάποια στιγμή η Λευτέρω πήρε το θάρρος και προσπάθησε να απολογηθεί.

-Δίκιου εχεις . ΄Αρχησάμι, Χαρίση. Διπλό πισημόημιρου σήμιρα. Μπόλικες οι βίζιτσις. Αλλά τσι να κάμουμι; Όλις οι βίζιτσις υπουχριουτσικιές. Ιδώ Κώτσιους, ικεί Κουτσιούλιας, ιδώ Λιέ γκου ικεί Λιέντσιου κι Λιενη, παραπέρα Νίτσα, Κουστάκης κι Κουσταντσινιά.

 Ποιον να τσιμήσουμι κι ποιον ν' αφήκουμι; Συμπιθιρός ου ένας, ξάδιρφους ου άλλους, ιξήντα οχτώ ιυχήθηκαμι! ιξήντα οχτώ πουτσήρια πιουτά μι λικιέρ κι ηλιαστό ήπιαμι. Όσα δεν τρώουνταν τα σακούλιαζάμι ιδώ ιια τα πιδιά. Καλά που σκιέφηκαμι αυτό του τσιέχνασμα μι του λάστσιχου κι δε χαράμισαμι τσίπουτας. Γκιζιέρσαμι μόνι στση Ιιράνεια. Αν ιύριυιν η Αργύρινα να πάμι κι στση Χώρα στα θικα τσης τα σόια δε χανά σώσουμι καμπότσι. Ξιπουδαριάσκαμι. Έκαμάμι όμους κουράιου. Μια φουρά καμνει ου άλλους τσις ιτοιμασίις. Ταχιά τα δανεικά θα παν στουν τόπου τα.

Ως τση νύχτα να πας κι ισύ σ' άλλουνους 68,  ιια να πιράσουν καλύτσιρα οι μικροι. Αυτού σι έχου παλικάρι. Ολοι σι καρτσιρούν. Να μας στειλειτς κι του Χαρίση του βραθυ μου'λιγαν. Τώρα κίνα ν' ανταμουθείς μι ν' παρέα  κι να μην αφήκιτσι καέναν στου παράπουνου.

Ανάμεσα στα κεράσματα ξεχώρισε και το τσιγάρο του Κώτσιου του φούρναρη. Αυτό το πρόσφερε η Λευτέρω στο Χαρίση λέγοντας: 

-Χιριτσίσματα απ' τουν Κώτσιου του φουρνάρη. Να πας να σι κιράσει κι ισένα διπλά κιράσματα ιιατσί ιιουρτάζει αντάμα μι τση Λιέγκου του.

Εκείνη τη στιγμή τους διέκοψε ένας μικρός.

-Πότσι , μητσιέρα, είνι πάλι Αϊ-Κουσταντσίνους κι Αϊιά Ιλιένη;

-Μια φουρά του χρόνου είνι,  στσις 21 του Μαη.

Τότσι ιιατσί ου μπαρμπα-Νιάκους ου Ταπνός ιιουρτάζει του χειμώνα μι τα μπουμπουσιάρια κι ου Ιιαννάκης ου Γαννακός του καλουκαίρι;

-Ισύ να λιες λιγότσιρα,  είπε η Λευτέρω κι όλα έμειναν μια  ΑΝΑΜΝΗΣΗ.

 

 Οι φωτογραφίες είναι από το σπίτι της κ.΄Αννας Γκουτζιαμάνη - Στυλιανάκη. Αν κάνετε κλικ σε κάθε φωτογραφία μπορείτε να τη δείτε σε μεγαλύτερο μέγεθος.

 

 Σημείωση:

Η υπογράμμιση   λέξεων  όπως π.χ.  παιρνει δηλώνει τη μονοσυλλαβική  συμπροφορά των υπογραμμισμένων. Η μερική αποσιώπηση του τελικού άτονου φθόγγου "ι", εδώ -ει-,  δηλώνεται με το -ει-  που γράφεται πάνω δεξιά.

Ο συμφωνικός φθόγγος ου" της κοινής νεοελληνικής στο σιατιστινό ιδίωμα αντικαθίσταται από το φωνηεντικό φθόγγο "ι"  μπροστά από το φθόγγο  "ι"( γραφή : η, ι, υ, ει, οι, ) : π.χ. γεια - ιεια,  της γης - τς  ιης.

Στις λέξεις, όπως "για" και "γιος" , με την τροπή του φθόγγου ου"  σε "ι" ακούγεται ένα παρατεταμένο "ι" , που το γράφουμε μ' ένα δεύτερο "ι" μικρότερο κάτω δεξιά από το πρώτο ( για - ιια και γιος - ιιος ).

Γράφει η κ. Aννα Γκουτζιαμάνη -Στυλιανάκη

 και επιμελείται φωνολογικά  ο κ. Ελευθέριος Κουφογιάννης