Οι οικοδομικές εργασίες
στο καινούργιο σπίτι της Λευτέρως καλά προχωρούσαν.
Κύριο μέλημά της ήταν να περιποιείται τους τεχνίτες, για
να δουλεύουν προσεκτικότερα στην κατασκευή του σπιτιού,
που χρόνια τώρα ονειρεύονταν η Λευτέρω με την οικογένειά
της.
Κάθε μέρα στις 11 το
πρωί ήταν η ώρα της ρακής, του μεζέ και μιας ανάπαυσης
για τη συνέχεια της κοπιαστικής τους εργασίας. Ρακή
τους πρόσφερε η Λευτέρω απ' αυτήν που φύλαγε στη
ρακόσταμνα στο κατώι της. Οι Σιατιστινοί ήθελαν να
έχουν δική τους καλή και μπόλικη ρακή να πίνουν και να
την καλοξοδεύουν όλο τα χρόνο. Γι' αυτό κάθε φθινόπωρο
στα ρακοκάζανα έβραζαν τα τσίπουρα (στέμφυλα) με τον
παραδοσιακό τρόπο που γνώριζαν κι έπαιρναν ρακή με πολλά
"γράδα" οινοπνεύματος κι άρωμα γλυκάνισου.
|
Για μεζέ τους πρόσφερε
τυρί, που είχε φτιάξει με τα χέρια της από ανάμεικτο
γάλα, πρόβειο και κατσικίσιο. Φρόντιζε να αγοράζει το
γάλα μήνα Μάιο με τα αρωματικά χόρτα και βότανα, για να
'χει το τυρί της χρονιάς εκλεκτό και μυρωδάτο. Απ' τα
κιούπια και τις στάμνες έβγαζε πιπεριές και ντομάτες
στην αρμύρα καθώς και μελιτζάνες στο ξίδι, όλα καλά
διατηρημένα και νόστιμα. Συχνά - πυκνά έβραζε και φρέσκα
αυγά απ' το κοτέτσι της αυλής της ή τηγάνιζε κεφτεδάκια
και μοσχοβολούσε η γειτονιά. Όλοι ήταν ενθουσιασμένοι
απ' την περιποίηση της Λευτέρως. Όταν έρχονταν κάποιος
να δει και να καμαρώσει τις εργασίες τους, τους συγχαίρονταν για την καλοδουλεμένη οικοδομή κι εκείνοι
ευχαριστούσαν λέγοντας πως η Λευτέρω τους καλοφροντίζει
και το αποτέλεσμα της δουλειάς τους
φαίνεται από μακριά. |
Ήξερε ακόμα η
Λευτέρω πως καλός μεζές για τη ρακή είναι και τα ψάρια,
γι' αυτό πήγε στο μπακάλικο στην πλατεία να αγοράσει
σαρδέλες κονσέρβα.
Όσο ο μπακάλης τύλιγε το
σαρδελοκούτι με εφημερίδα, η Λευτέρω άνοιξε την παραμάνα
που είχε για ασφάλεια στην τσέπη της ποδιάς της,
έβγαλε λίγα «λιανώματα», πλήρωσε κι έφυγε για το σκοπό
της. Στο δρόμο περπατούσε ικανοποιημένη, καθώς κάποιες
τέτοιες σκέψεις περνούσαν στο μυαλό της: καλά θα
περάσουν και σήμερα τα μαστοράκια μου. Θα φάνε
σαρδελίτσες νόστιμες και καλομαγειρεμένες. Χίλια χρόνια
να ζήσουν οι ψαράδες που τις ψάρεψαν, ο μάγειρας που τις
μαγείρεψε μέσα στη σάλτσα πιπεράτες και άλλα τόσα αυτός
που σοφίστηκε να τις βάλει στο κουτί και να τις βρω εγώ
στον τόπο μου.
Περνώντας από
τα φούρνο της γειτονιάς πήρε και μια ζεστή φραντζόλα.
Στο υφαντό τραπεζομάντιλο τύλιξε τα ψώνια, τα ρακοπότηρα
και το μπουκάλι με τη ρακή. Με το άλλο χέρι κράτησε τη
στάμνα με το κρύο νερό κι έφτασε στην ώρα της.
Ο πρώτος
μάστορας που την είδε να 'ρχεται ειδοποίησε τους άλλους
στα "κουδαρίτικα" απ' το δικό τους συνάφι:
«- Έφτασιν η μπαρά μι
τσηματσιούκου»
(έφτασε η αφεντικίνα με τη ρακή).
Παράτησαν τις δουλειές
τους, συγκεντρώθηκαν στο λεπτό κι έλαβαν θέσεις. Η
Λευτέρω γέμισε τα ρακοπότηρα, ένας έσπασε το ψωμί σε
μεγάλα κομμάτια κι άλλος άνοιξε την κονσέρβα.
|
Με το πρώτο
γύρισμα του κλειδιού ξέφυγε από το κουτί
ένας αέρας με βαριά μυρωδιά. Ανησύχησαν
όλοι, μα περισσότερο η Λευτέρω. Καθώς τα
γεροδεμένα χέρια του μάστορα γύριζαν το
κλειδί, τα πράγματα χειροτέρευαν. Οι
σαρδέλες στο κουτί ήταν αλλοιωμένες και
κάποια
.... ζωύφια κυκλοφορούσαν
ανάμεσά τους. Άλλαξε όψη η Λευτέρω. Χάθηκε
το χαμόγελό της. Κιτρίνισε σαν το λεμόνι.
Διαμαρτυρίες άρχισαν από τους μαστόρους. |
-
Μη τσις
ζυγώνιτσι,
είπε ο πρωτομάστορας
-
Να τσις
ριξεις στσις γάτσις,
είπε ο άλλος.
-
Άμα τσις
φάμι θα μας παν στα κυπαρίσσια κι θ΄απουμείνει
του σπιτσι σ΄ μισο,
συμπλήρωσε ο χοντρός.
-
Μας χράζουντσι
οι φαμπλιές μας. Έχουμι κι νιέις ιινιαίκις,
επεσήμανε με υπονοούμενο ο νεότερος της παρέας,
κλείνοντάς τους το μάτι.
-
Καλύτσιρα να μας φερεις ψια τσυρί ή κανα
κιφτσιέ, παρά ιτούτου του δηλητσήριου στου κουτσι.
Ο τελευταίος που πήρε το
λόγο βρήκε τη λύση:
- Τράβα τσις
ουπίσου, Λιυτσιέρου, του καλό π' σι θέλουμι.
Η Λευτέρω δεν πίστευε στα
μάτια της. Όμως υπάκουσε. Τύλιξε πάλι το κουτί στην
εφημερίδα και φορτσάτη έφτασε στο μπακάλη.
-Παρ' τσις
σαρδέλις σ' ουπίσου. Ίνι χαλασμένις. Ρίξ' τσις στσις
θκιές τσις γάτσις. Οι
θκιές
μ' τρων τα πουντσίκια
κι τσις αγαπώ. Μόνι του κουτσι
να μ' δώεισς ιια να τσις
βάνου να πινουν καθαρό νιρό.
Τρόμαξε ο μπακάλης.
Ξαφνιασμένος φόρεσε βιαστικά τα γυαλιά του και άρχισε να
περιεργάζεται το κουτί της κονσέρβας, προσπαθώντας να
διαβάσει κάτι. Μετά από πολλή ώρα αγωνίας απάντησε με
φωνή τρεμάμενη:
-
Δε
φτσιαίου ιγώ, Λιυτσιέρου. Ιιά διάβασι ιδώια.
Άλλα δυο χρόνια βαστούσιν η κουνσέρβα ιια να
νη φάμι.
Χωρίς καν να πλησιάσει η
Λευτέρω τον κοίταξε κατάματα κι αγανακτισμένη απάντησε:
|
-
Τσι μουρά
είνι αυτά π' μ' λιες! Μι δυο χρόνια ακόμα
…κι μουστάκια χανά βγαλουν
τα σκουλήκια. |
Με κατεβασμένο το κεφάλι
ο μπακάλης δέχτηκε το δίκιο που έπνιγε τη Λευτέρω. Της
έδωσε πίσω τα χρήματα που πλήρωσε, μα ακόμα της χρωστάει
την ψυχική οδύνη, την έκθεση σε κίνδυνο για την υγεία
και τη ζωή των μαστόρων και πάει λέγοντας…
Βέβαια το
πάθημα της Λευτέρως δεν ξεχάστηκε από κανένα μας.
Τελευταία το θυμόμαστε σχεδόν καθημερινά....................................
|