Το πρωί, ανήμερα τη
γιορτή, μετά την πρώτη καμπάνα όσοι γιόρταζαν φορούσαν
τα επίσημα ρούχα τους, ομορφοστολίζονταν με τα χρυσαφικά
τους και ξεκινούσαν οικογενειακά για να παρακολουθήσουν
τη Θεία λειτουργία και να ευλογηθούν. Μαζί τους έπαιρναν
και τις κεράστρες,
που εκκλησιάζονταν κι αυτές για το καλό της ημέρας.
Ποιος ξέρει αν ο τιμώμενος άγιος δεν «άνοιγε και το
τυχερό τους»!...
Πρωί ξύπνησε και η γιαγιά
μου, ετοίμασε το μεσημεριανό φαγητό και καλοντυθήκαμε.
Μου έδωσε στο χέρι ένα μικρό μπουκέτο με σγουρό
βασιλικό , μοσχόφυλλο και άσπρα κλαδιά (χρυσάνθεμα), που
τα φύλαγε για τέτοιες ώρες, και ξεκινήσαμε
ανηφορίζοντας για την εκκλησία του Αγίου Μηνά, που
βρίσκεται στο σημείο όπου ενώνονται οι δυο συνοικίες της
Σιάτιστας, Γεράνεια και Χώρα.
Στο δρόμο συναντήσαμε κι
άλλες παρέες με τον ίδιο προορισμό. Όλους τους
καλημερίζαμε και ανταλλάσσαμε ευχές. Σταθήκαμε στο
νάρθηκα του ναού να πάρουμε μια ανάσα και βρήκα το χρόνο
να ρωτήσω τη γιαγιά μου για κάτι που με εντυπωσίασε.
Γύρω γύρω ο ναός ήταν τυλιγμένος καμιά δεκαριά φορές με
τεντωμένο βαμβακερό νήμα. Η γιαγιά μού εξήγησε πως σε
όποιο σπίτι έχουν άνθρωπό τους φυλακισμένο έρχονται και
«δένουν» με αυτόν τον τρόπο το ναό και παρακαλούν
τον καβαλάρη Αγιο Μηνά να τρέξει και να ελευθερώσει από
τα δεσμά της φυλακής τούς
φυλακισμένους. Έλεγαν πως, αν κοπεί το νήμα, γρήγορα θα
επιστρέψει με το καλό ο δικός τους.
Μακάρι να γίνει γρήγορα
το θαύμα προσευχήθηκα κι εγώ από μέσα μου.
Τα μάτια μου όμως έπεσαν
σε κάτι φλοκάτες βελέντζες διπλωμένες, πολύχρωμες
αργαλείσιες
κουβέρτες, μαξιλάρια ύπνου στολισμένα με δαντέλες, που
βρίσκονταν όλα αραδιασμένα στο πεζούλι του νάρθηκα, κι
αμέσως άλλη ερώτηση στη γιαγιά:
-
Ποιος έφερε αυτά τα σκεπάσματα από το σπίτι του
εδώ και τι θα τα κάνουν;
-
Είναι από τις Κοζανίτισσες γυναίκες, που κάνουν
τάμα κι έρχονται αποβραδίς, κοιμούνται στο ναό με τα
παιδιά τους, ανάβουν τα καντήλια, προσεύχονται,
λειτουργούνται, κοινωνούν, για να ξεχειμωνιάσουν με
υγεία και προστασία από τον Αγιο.
Στις εικόνες του τέμπλου
πάλι δέσιμο με βαμβακερό νήμα. Τώρα δεν ξαναρώτησα. Θα
είναι για άλλο φυλακισμένο, σκέφτηκα. Ανάψαμε το κεράκι
μας, χαιρετίσαμε ευλαβικά τις εικόνες του τέμπλου και
λουλουδοστόλισα την ασημένια μεγάλη εικόνα του Αγίου με
το μπουκετάκι μου. Κάποια νεότερη γυναικά παραχώρησε στη
γιαγιά μου τη θέση της στο στασίδι της εκκλησιάς κι έτσι
παρακολουθούσαμε ξεκούραστα τη λειτουργία.
Σε λίγο έγινε το
αδιαχώρητο, γιατί ο ναός είναι μικρός και οι
προσκυνητές, οι εορτάζοντες και οι πανηγυρίζοντες πολλοί.
Κάποια στιγμή είδα έναν επίτροπο του ναού που
κρατούσε στο ένα χέρι άσπρη λαμπάδα αναμμένη και με
ένα χρυσό δοχείο στο άλλο «ράντιζε» με κολόνια τους
εορτάζοντες και τους ευχόταν. Ακολουθούσε δεύτερος
επίτροπος με ασημένιο δίσκο, όπου όσοι γιόρταζαν έριχναν
χρήματα, δώρο τη μέρα της ονομαστικής γιορτής τους για
τις ανάγκες του ναού. Αλλοι πάλι επίτροποι, πάλι με
δίσκους στο χέρι, πέρασαν ανάμεσα από το πλήθος και
μάζευαν χρήματα, για να αγοράσουν λάδι και να ανάβουν
τα καντηλάκια μπροστά στις εικόνες όλο το χρόνο.
Με το σχόλασμα της
εκκλησιάς πήραμε το αντίδωρο. Οι εορτάζοντες με τους
δικούς τους έφυγαν βιαστικοί για τα σπίτια τους, να
ανάψουν το θυμιατό και να περιμένουν τον παπά και τους
επισκέπτες. Η γιαγιά μου συνάντησε την αδερφή της Αργυρή
Μπιτσιάκα, που έμενε στη Χώρα, κι έλεγαν τα νέα τους
και τον καημό τους για τους
ξενιτεμένους. Γυναίκες από την περιοχή του Αϊ-
Γιάννη μας έφεραν τα νέα και τους χαιρετισμούς από τη
Λιενη,
την κόρη της γιαγιάς μου, και κάναμε κι εμείς το ίδιο.
Όλοι με χάιδευαν και μου έλεγαν «με υγεία το
καινούργιο παλτό», που μου έραψε η μάνα μου.
Καινούργιο το λέγαμε, μα ήταν μεταποιημένο. Μας το
έστειλαν σε δέμα μαζί με διάφορα άλλα μεταχειρισμένα
ρούχα από την Αμερική. Το ξήλωσε με προσοχή η μάνα μου,
έπλυνε τα κομμάτια, τα σιδέρωσε και μου έκανε ένα παλτό
που πολύ θα επιθυμούσαν να το φορούσαν πολλά άλλα
παιδάκια της εποχής εκείνης. Τα κοριτσάκια της ηλικίας
μου μού τραβούσαν λίγο το αυτί προς τα πάνω και μου
έλεγαν έτσι το «με γειά»,
ενώ εγώ πρόσεχα να μη μου λυθεί η άσπρη κορδέλα από τα
φρεσκολουσμένα μαλλιά μου.
|
Βιαζόμουνα, κάπως,
να φύγουμε, γιατί θα περνούσαμε να κεραστούμε
στο σπίτι του μπαρμπα
-Μηνά του Κουταλιάγκα,
που γιόρταζε, μα η γιαγιά μου με τις άλλες
θείες τελειωμό δεν είχαν στις συζητήσεις τους.
Κάποτε
ξεκινήσαμε με την κουμπάρα της γιαγιάς μου την
Πανάιου του Σφενδώνη, που της βάφτισε το γιο της
το Μάρκο. Φτάσαμε στα πρώτα σπίτια της Γεράνειας
και στρίψαμε αριστερά προς το Λουλάθκα.
Στο σπίτι
του εορτάζοντα τα φύλλα της μεγάλης ξύλινης
αυλόπορτας μας περίμεναν ορθάνοιχτα, που σήμαινε
ότι δέχονταν «καλόκαρδα»
τους επισκέπτες. |
Στα σπίτια με
πένθος ή άλλο πρόβλημα η πόρτα ήταν θεόκλειστη ή
ανοιγμένη στο ένα της φύλλο. Ανεβήκαμε
την απότομη
γκαλντεριμιασμένη αυλή και, όταν φτάσαμε στη μεσιά,
οι μεγαλύτερες έβαλαν εμένα να μπω πρώτη, «για το καλό»,
μια και ζούσαν και οι δυο μου γονείς.
Η σάλα μύριζε από το
λιβάνι, που κάπνιζε ακόμη στο θυμιατό. Στο τραπέζι κάτω
από το καντήλι σε μια άσπρη υφαντή πετσέτα φαγητού ήταν
η «λειτουριά».
Λίγο πριν είχε φύγει
ο παπάς, που ήρθε και «ύψωσε»,
δηλαδή σήκωσε
το πρόσφορο τρεις φορές μπρος στα εικονίσματα, έψαλε το
τροπάριο του Αγίου Μηνά, προσευχήθηκε για υγεία και
προκοπή διαβάζοντας τα ονόματα όλων των μελών της
οικογένειας, ακόμα και των ξενιτεμένων, και με το μικρό
του σουγιαδάκι έκοψε στο σημείο της ανάγλυφης σφραγίδας
της λειτουριάς ισόπλευρο τρίγωνο, το
ύψωμα, και το μοίρασε στους σπιτικούς.
Μας υποδέχτηκαν όλοι,
δίναμε ευχές κι εγώ φιλούσα τα χέρια των μεγαλύτερων.
Καθίσαμε στον καλό οντά. «Κριτσούσιν απού
'ν
καθαριότητα»
και όλα ήταν ιδιαίτερα περιποιημένα για τη μέρα της
γιορτής. Τα στρωσίδια στα μεντέρια, τα πανιά στους
καναπέδες, οι ασπροκεντημένοι μπερντέδες στα στενά
παράθυρα ήταν φρεσκοπλυμένα, λουλακιασμένα, κολλαρισμένα
και καλοσιδερωμένα από τη νύφη τους τη Σουλτάνα.
Το μαρτίσιο
μάλλινο κιλίμι κάλυπτε όλο το πάτωμα. Στους κάτασπρους
τοίχους μπάντες χρωματιστές. Από το ταβάνι στη μια γωνιά
κρεμόταν η γκαζόλαμπα οροφής, που θα την άναβαν το βράδυ.
Στην άλλη γωνία σε ένα μεγάλο καθρέφτη νυφιάτικο, που
«γυάλιζαν το γαμπρό» στο γάμο
, καθρεφτίζονταν τώρα όλοι οι
επισκέπτες. Εγώ κάθισα κοντά στο μαγκάλι με τα
αναμμένα κατακόκκινα κάρβουνα, που ζέσταιναν το δωμάτιο.
Ήρθαν κι άλλες γυναίκες
συγγένισσες, γειτόνισσες, αλλά και συμπεθέρες:
Χατσιούλινις, Σφινδώνινις
κι Εμμανουήλινις,
για να τιμήσουν το συμπέθερό τους στην ονομαστική του
γιορτή.
Προσεχτικά βγήκε η πρώτη
κεράστρα κρατώντας από τα χερούλια το μεγάλο ασημένιο
δίσκο με το κολοκυθήσιο γλυκό, τα νεροπότηρα γεμάτα και
τα κουταλάκια του γλυκού. Αρχισε να κερνάει από τις
μεγαλύτερες, που συνήθως κάθονταν τιμητικά στις γωνιές
του δωματίου. Καλοκεράστηκαν όλες, είπαν και τις ευχές
σηκώνοντας το ποτήρι με το νερό και η κεράστρα έφτασε σε
μένα. Πολύ θα το ήθελα να δοκιμάσω το χρυσό κολοκυθήσιο
γλυκό, που το παίνευαν όλες, αλλά το απέφυγα, γιατί θα
με πονούσαν τα δοντάκια
μου και προτίμησα να πάρω σοκολατάκι γκόλιαβου
σε σχήμα μαργαρίτας .
Ακολούθησε κι
άλλη κεράστρα με το ηλιαστό κρασί στα μικρά ποτηράκια.
Κέρασμα μόνο για τις μεγάλες γυναίκες. Η τρίτη κεράστρα
ήρθε με τη φρουτιέρα γεμάτη μπιμπλιά
, κικιρίκια,
καβουρντισμένη αμυγδαλόψυχα και καρυδόψυχα. Από αυτά
πήρα αρκετά γεμίζοντας το ένα μου χεράκι. Η γιαγιά μου
μού έδωσε και τα δικά της, γιατί τους ξηρούς καρπούς
τους έτρωγε μόνο στουμπσμένους στο μπρούντζινο
χαβάνι, μια και τότε δε φορούσαν
ακόμη μασέλες.
Η θεία η Θόλω
στεκόταν όρθια στην πόρτα του δωματίου και
τιμούσε τους επισκέπτες της. Κάποια της παρέας
ρώτησε το μπαρμπα-Μηνά
πώς πάνε οι προξενιές φέτος κι αν βρίσκει πολλές
δυσκολίες με τους γαμπρούς, που ήταν λιγοστοί.
Ήθελαν να μάθουν και κανένα μυστικό, αλλά ο
σπάνιος προξενητής τούς
απάντησε: |
|
- Μη βιάζεστε. Όλα θα
γίνουν στην ώρα τους. Ακόμα βράζουν τα κρασιά. Πρέπει να
βγάλουμε και την καινούργια ρακή από τα τσίπουρα και
μετά κάθε βράδυ «θα βαζει
κι απού μια αρραβώνα».
Συμφώνησαν όλες και είπαν : «ου Θος να δωσει
του καλύτσιρου. Θα σ'
ιυγνουμουνούν πουλλιές
μάνις».
Η θεία η Θόλω άλλαζε την
κουβέντα. Μας πήρε τα συχαρίκια
- «Φάσκιουσιν
(γέννησε) η ιιλάδα[13] μας απόψι, δώρου απ' τουν
Αϊ- Μηνά. Θανά
'χουμι
φρέσικου γάλα
ια τα ιγγουνάκια μας όλου του
χειμώνα». Από τη γιαγιά μου έμαθαν
τα νέα για το Μάρκο και
την οικογένειά του στην Αμερική, από το γράμμα που της
έφερε την προηγούμενη μέρα ο ταχυδρόμος. Έστελνε τα δυο
παιδιά του σε ελληνικό σχολείο να μάθουν και ελληνικά
γράμματα. Για να χαρεί η γιαγιά μου, τα έβαλε και
έγραψαν και τα δυο αυτή τη φορά. Έμαθαν και για κάποιο
σιατιστινό ζευγάρι που παντρεύτηκε στην ξενιτιά. Ο
Μάρκος δεν παρέλειψε να στείλει και τις ευχές του για
τη γιορτή του στο μπαρμπα
-Μηνά. Μας γράφει πολύ αραιά,
είπε η γιαγιά μου. Κουράζεται πολύ στο εστιατόριό τους.
Δεν τους μένει καιρός ούτε για λίγη ξεκούραση. Πολλές
φορές «κλέβουν» λίγο βραδινό ύπνο στον καναπέ χωρίς, να
βγάζουν ούτε τα παπούτσια τους. «Ο Αϊ-
Μηνάς να τους φυλάγει όλους» ευχήθηκαν με ένα στόμα
οι γυναίκες. Η γιαγιά μου τις ευχαρίστησε κι ευχήθηκε με
τη σειρά της τις Χατσιούλινις, που ήταν νοικοκυρές σε
μεγάλα τζομπανόσπιτα : «Να
'χιτσι
τα ζουντανά σας καλουταϊσμένα όλουν του χειμώνα
κι ου Αϊ-Μηνάς να τα φλαγει
απ' τ' λυκ' του στόμα
κι τς αρρώστιις».
Είπαν κι άλλα
πολλά και διάφορα. Δοκίμασαν κι ένα μεζέ από το τυρί
της Θόλως και από τα κεφτεδάκια της νύφης, μα πέρασε η
ώρα κι ετοιμάστηκαν να φύγουν. Αυτή τη στιγμή έφεραν οι
κεράστρες και το τελευταίο κέρασμα, που θα το έπαιρναν
για το σπίτι τους. Ήταν κουραμπιέδες με πολλά
καβουρντισμένα αμύγδαλα και βούτυρο από τις αγελάδες
τους. Τα έφτιαξε με τα χεράκια της η Χαρίταινα για τη
γιορτή του πεθερού της. Τα πήραμε καλοτυλιγμένα σε
ψιλή σαν τσιγαρόχαρτο λαδόκολλα και φύγαμε δίνοντας πάλι
ευχές. «Κι τ' χρον' καλόκαρδους, Μηνά.»
Φύγαμε και τους
αφήσαμε να ετοιμάσουν το γιορτινό τους τραπέζι. Για ψωμί
θα έκοβαν το ευλογημένο πρόσφορο που «ύψωσε» ο
παπάς. Τα φαγητά θα ήταν
φθινοπωρινά: κρέας με πράσο και
κυδώνι ή χοιρινό με λάχανο και φρούτο σταφύλια και
κυδώνια. Ως το βράδυ θα δέχονταν κι άλλες επισκέψεις.
Και αργά θα έρχονταν οι άντρες και η παρέα του μπαρμπα
-Μηνά. Τότε συνήθιζαν και πήγαιναν στις επισκέψεις τους
οι γυναίκες χωριστά από τους άντρες.
Η γιαγιά μου, η Πανάιου
κι εγώ πήραμε το δρόμο για τη δική μας γειτονιά,
στ'
Τσιότσ' ν'
κουπρά χωριστήκαμε. Καθώς περάσαμε από το
σπίτι του Μπαϊότα (Σερέφα) χτύπησε η γιαγιά μου το
τσκαλιστήρ
( ρόπτρο) στην αυλόπορτα και
βγήκε η Σουλτάνα, η νύφη τους στο παιδί τους το Νίκο.
Της έδωσε λίγο αντίδωρο από τη θεία λειτουργία της γιορτής,
μια και δεν μπόρεσε να έρθει η ίδια, να το δώσει στους
άντρες που φύλαγαν τα κοπάδια κι ευχήθηκε ο Αϊ-
Μηνάς να τους προστατεύει.
Όταν φτάσαμε
στο σπίτι, η μάνα μου μας ρώτησε : Νη
βρήκιτσι
'ν πόρτα;
Καλά κι μπόρσιέτσι!
Αν
κάνετε κλικ πάνω σε κάθε μικρή φωτογραφία θα τη δείτε σε
μεγαλύτερο μέγεθος.
|