Η Ελένη ήταν μεγαλύτερη αδερφή της Λευτέρως. Μεγάλη της αγάπη τα εργόχειρα. Το καθένα τους
και μια έκπληξη. Το αισθητικό αποτέλεσμα μοναδικό. Με
τις ατέλειωτες ποικιλίες στους συνδυασμούς θεμάτων και
χρωμάτων, η έμπνευση και η ευρηματικότητα που
κυριαρχούσαν παντού έδιναν διαφορετικότητα σε κάθε έργο
της. Αυτή ήταν και η γοητεία τους. Χρησιμοποιούσε όλα τα
είδη από τις βελονιές. Με άψυχα, απλά υλικά τρυπώντας
χιλιάδες φορές το ύφασμα με το βελόνι και τις κλωστές
ζωντάνευε τη φύση, όπως κάνουν οι ζωγράφοι με τα χρώματα
πάνω στο μουσαμά.
-" Ουμιλούν
τα ιργόχειρα σ , της έλεγαν κατάπληκτοι όσοι τα
έβλεπαν. 'Ολα είνι ζουντανά, καλύτσιρα κι απ' τ'
αληθνά, σα να μη τάφκιασαν χέρια" κι η Ελένη
καμάρωνε κι άλλο τόσο προσπαθούσε.
Ποιος ξέρει!!... μπορεί να ήταν η
συνέχεια από "κείνες τις επιδέξιες κεντήτριες" που μας
αναφέρει ο Όμηρος! Αυτό το ταλέντο της Ελένης το
σέβονταν
και το εκτιμούσαν πολύ
τόσο η μάνα της όσο και οι αδερφές της .Όσες ώρες
δημιουργούσε η Ελένη κανένας δεν την ενοχλούσε. Τις
φωτεινές ώρες της ημέρας ασχολούνταν με τις λεπτομέρειες
στα εργόχειρά της. Στις ζεστές ώρες που ίδρωναν τα χέρια
της άφηνε τα μεταξωκεντημένα ατλάζια κι έπαιρνε τους
δροσερούς χασέδες για τα κοφτά και τ' ασπροκεντήματα.
Τις δαντέλες και τα άλλα πλεχτά τα δούλευε το καλοκαίρι
που οι μέρες ήταν μεγάλες και φαινόταν πόσο προχωρούσε η
δουλειά της. Όλα τα 'κανε με μεράκι και γούστο.
Η Λευτέρω σαν μικρότερη
τη θαύμαζε παραπάνω απ' όλους. Οι ρόλοι τους στο
νοικοκυριά του σπιτιού ήταν διαφορετικοί. Η Ελένη στα
εργόχειρα και τη μαγειρική - που επίσης υπεραγαπούσε-
κι η Λευτέρω στα δύσκολα μέσα κι έξω από το σπίτι.
Πρωί-πρωί την ξυπνούσε
και την έστελνε στις Τσιπουτούρες να φέρει νερό
πόσιμο και για μαγείρεμα. Καθώς ξεκινούσε η Λευτέρω καβάλα
στο γαϊδουράκι της τραγουδούσε το " Σαν πας
Μαλάμου μ ια νιρό" και στη συνέχεια το
"Κελαηδήστε , ωραία μου πουλάκια κελαηδήστε". Την
άκουγαν οι γείτονες , έπαιρναν δύναμη και ευδιάθετοι
ξεκινούσαν την καινούργια τους μέρα. Όταν γυρνούσε με το
νερό έφερνε στο σπίτι κι ένα μπουκέτο με πρασινάδες κι
αγριολούλουδα απ' όσα της πρόσφερε η φύση και στόλιζαν
τον πάνω οντά που ήταν και το "εργαστήρι ραπτικής
" της αδερφής της της Αλεξάνδρας . Μετά πήγαινε στο "Χατζή"
και στα πηγάδια κι έφερνε νερό για τη λάτρα και τις
άλλες ανάγκες του σπιτιού. Αυτή τη φορά τις έφερνε
κι όλα "τα χαμπέρια (νέα) απ' του παζάρ" ,
τις ενημέρωνε πλήρως και πολύ παραστατικά.
Κάποια μέρα της είπε η
Ελένη :-"Καβούρτσα τουν καφέ , τα ρουβίθια κι του κθαρ
στου ντουλάπ (ειδικό καβουρδιστήρι καφέ ). Τώρα
κάτσι στου ντουμπέκι ( μεγάλο
πέτρινο γουδί ) κι στούμσιέτα ( κοπάνισέ τα
) μι του σιδιρένιου του στούμπου (γουδοχέρι).
Του καφικούτσι είνι άδειου. Να μη μας
χρακτσεί ( χρειαστεί ) κι
αντρουπιαστούμι. Ιγώ θα μαειρέψου".
-Ένα γκιρμέ (συνέχεια)
μι στέλντς ια νιρό .Να του ξουδεύεις
μι νουν. Μπιζιέρσα ( βαρέθηκα) να σ' κουβαλώ.
Ξικλειδώθκαν τα χέρια μ' απ' τα γκούμια
(χάλκινα δοχεία νερού ). Δεν μ΄αφήντς να
πάρου ούτσι μια ανάσα, απάντησε δικαιολογημένα η
Λευτέρω, μα το στούμπισμα του καφέ, αυτήν μόνο περίμενε.
-Κουράιο αδιρφούλα μ.
Μόνι αυτό σήμιρα κι ταχιά τ' άλλα , απαντούσε
η Ελένη, υπονοώντας τακτοποίηση του υπογείου, σκούπισμα
της αυλής, καθάρισμα στο κοτέτσι και στο στάβλο. Θα
στ' αδουκώ (υπενθυμίζω) κάθι μέρα, κι ισύ να φρουντσίζεις ια του
καλύτσιρου.
Μη σας περάσει η ιδέα πως
ήταν τεμπέλα και αυταρχική η Ελένη και φόρτωνε τις
βαριές δουλειές στη Λευτέρω. Αιτία ήταν τα χέρια
της. Έπρεπε να τα προσέχει σαν τα μάτια της, να μην
ταλαιπωρούνται, σκληραίνουν και δεν μπορεί να πιάσει τα
μετάξια και τις άλλες κλωστές στα εργόχειρά της. Αν δεν
τα πρόσεχε η δουλειά της θα γινόταν με δυσκολία και δεν
θα ήταν τέλεια όπως το επιθυμούσε.
Όσες στιγμές η Λευτέρω έκανε διάλειμμα από τις φροντίδες του
σπιτιού έτρεχε κοντά της , κάθονταν δίπλα της και την
παρακολουθούσε πολύ υπομονετικά. Ήθελε κι αυτή να γίνει
"χρυσοχέρα". Η Ελένη της φανέρωνε πολλά από τα μυστικά
της δουλειάς της και τη συμβούλευε:
"Του ψαλίθ
να μη είνι ανοιχτό. Αλλιώς θα σι
κακολογούν οι κακιές οι γλώσσις.
Εκείνη πάλι όταν άρχιζε η
Ελένη ένα εργόχειρο της εύχονταν:
-Όλις να κιντούν κι να
πλεκν, ισένα να φτουράει ,αδιρφούλα μ .
Περνούσαν τα χρόνια. Η
Ελένη έγινε κορίτσι της παντρειάς. Συχνά - πυκνά
περνούσαν από τη γειτονιά τους πολλοί νέοι καθώς
κατέβαιναν απ' τς Τζουτζούρους του μαχαλά για τ' Τζων
τ' Αλώνια. Παρέες -παρέες τραγουδούσαν τραγούδια
αγάπης και τα κορίτσια τους κρυφοκοιτούσαν πότε πίσω από
τους τενεκέδες με τα ζουκούμια που είχαν αραδιασμένους
πάνω στον αυλότοιχό τους, πότε ανάμεσα από τα κοφτά
ασπροκεντημένα μπερντέδια των σπιτιών τους.
Η Ελένη ζήτησε και τη
γνώμη της Λευτέρως για ένα νέο που κάπως την ενδιέφερε.
Στην κατάλληλη ώρα στάθηκαν πίσω από την ξύλινη
αυλόπορτά τους και ανάμεσα από τις χαραμάδες της
παρακολουθούσαν τους κανταδόρους που περνούσαν.
Ξεχώρησαν έναν ψηλό, λιγνό με σγουρά μαλλιά, σκούρο
κουστούμι και κόκκινο λουλούδι στο πέτο. Η μελωδική φωνή
του ξεχώριζε απ' τους άλλους της παρέας που τον
ακολουθούσαν και το άκουσμα ήταν καταπληκτικό-
μαγευτικό. Εντυπωσιάστηκαν. Η Λευτέρω εκφράστηκε με τα
καλύτερα λόγια:
-Αληθνό κυπαρίσσι
αδιρφούλα μ. Λιβέντς μι τα όλα τ.
-Ινι ουλόιδιους μ'
αυτόν π' είδα στου ίνουρου μ ( όνειρο) όταν
έβαλα του σταρι απ' τουν Αη-Θόδουρο
απουκάτ απ' του μαξιλάρ μ. Χόριβάμι
στ' Αλώνια ιβρουπαϊκό μι του τραγούδι:
Μαγικό μου, μαγικό μου ,σκέρτσο πεταχτό, συ μου
'χεις πάρει το μυαλό...
-Να σι προυξυνιάσουμι.
Να τουν παρεις άμα είνι ιέτσι,
απάντησε η Λευτέρω
Κάπως έτσι πάρθηκε η
απόφαση.
Οι προξενητάδες δε
χρειάστηκε να παινέψουν τη νύφη, γιατί όλοι είχαν
ακούσει για τη χρυσοχέρα Λιενη
τς Γκουβατζούς κι έγινε η αρραβώνα. Παντρεύτηκε η
Ελένη και πήρε άντρα της το Χρήστο το Ντιο. Έφυγε
από το πατρικό της στον Αϊ-Νικάνορα κι έζησε στη Χώρα
στον Αϊ-Γιάννη. Τρία τέταρτα της ώρας δρόμος
-ανηφόρες-κατηφόρες, μακριά από τη μάνα και τις αδερφές
της.
Σαν τώρα θυμάμαι που μ'
έπαιρνε η γιαγιά μου από το χέρι και δυο-τρεις φορές το
χρόνο ανηφορίζαμε ως το λόφο του Προφήτη Ηλία. Από κει
ψηλά φώναζε η γιαγιά μου:
-Λιενη
, μαρ Λιενη, έλα να
σι ιδώ
Μακριά στον απέναντι λόφο
η θεια μου άκουγε τη φωνή της μάνας της κι έρχονταν
τρεχάτη να μας δει και να τη δούμε!!!
Αυτές τις στιγμές
ζωντάνευε ο λαϊκός μας τραγουδιστής όταν στα τραγούδια
του αρραβώνα τραγουδούσε:
Ιμένα η μάνα μου μ'
αρραβώνιασιν
μ' έδουκιν μακρά ,
στουν πέρα μαχαλά....
Αν κάνετε
κλικ εδώ
θα δείτε μερικά από τα εργόχειρα της Ελένης που
σωζονται σήμερα. Στολίζουν το σπίτι της κόρης της Ελένης
Δέσποινας. Την ευχαριστούμε από καρδιάς που μας επέτρεψε
να φωτογραφίσουμε τα εργόχειρα της μητέρας της κι έτσι
να δούμε τη δεξιοτεχνία της. |