Περιπέτεια
πρώτη!.....
Το σπίτι του παππού μου είναι στη
Γεράνεια, στην άκρη της συνοικίας. Καθαρά αγροτική η
οικογένειά του ήθελε να έχουν εύκολη πρόσβαση στα
χωράφια και στ' αμπέλια κάτω στο Μπουγάζι και τα
Ντερβένια, δυο ώρες δρόμο με τα πόδια. Η καλλιεργήσιμη
έκταση στη Σιάτιστα ήταν ελάχιστη. Οι πρόγονοί μας
αγωνίζονταν να κάνουν το πετρώδες και άγονο έδαφος να
καρποφορήσει, για να θρέψουν τις πολυπληθείς οικογένειές
τους. Το θαύμα έγινε σιγά σιγά. Γέμισαν οι πλαγιές κι
ανάμεσά τους οι χαράδρες, τα προσήλια και τα ανήλια με
χωράφια, αμπέλια και δέντρα.
Για την οικογένεια κάθε παιδιού του ο
παππούς μου έχτιζε κι ένα σπίτι δίπλα στο δικό του.
«Να 'ναι ο ένας δίπλα στον άλλο, έλεγε,
για τις καλές και τις δύσκολες ώρες». Έτσι κράτησε κοντά
του τις οικογένειες από τρεις γιους και μια κόρη, που
ασχολούνταν με τα κτήματα. Οι άντρες μπροστά και οι
γυναίκες δίπλα τους, τέλειοι βοηθοί, μοιράζονταν τον
κοπιαστικό τρόπο ζωής στις γεωργικές εργασίες όλο το
χρόνο.
Ιούλιος μήνας, Αλωνάρης, η χαρά του
αγρότη και της οικογένειάς του. Έφτασε το αλώνισμα, η
ώρα για τη συγκομιδή του ιδρώτα τους. Από ζευγολάτες και
σποριάδες το φθινόπωρο, θεριστάδες και αλωνιστάδες το
καλοκαίρι, πόσοι κόποι, πόσες αγωνίες για τις καιρικές
συνθήκες ως την τελευταία στιγμή!...
«Η δλεια μας είνι χουρίς σκιπή» έλεγε ο
παππούς μου και τα παιδιά του συμπλήρωναν;
«Να λυπηθεί ου Θος ν' τσυράννια μας, να
βαλει του χερι
Του
κι να 'χουμι καλά αλώνια».
Το αλώνι του παππού μου ήταν στο μαχαλά
Ταπνάθκα (σπίτια). Έτσι έλεγαν τη γειτονιά που ζούσαν
οι δικοί μου από το παρατσούκλι Ταπνός (Ταπεινός). Το
παρατσούκλι αυτό το έβγαλε στον παππού μου η Θεολογία,
η καλόγρια στον ΄Αγιο Νικάνορα, όταν κάποιοι ξένοι,
μπαίνοντας στη Γεράνεια, ζήτησαν να μάθουν πού μένει η
οικογένεια του παππού μου.
"Κατάλαβα , είπε η
γερόντισσα. Θέλετε να πάτε στο σπίτι του ταπεινού. Από
δώ είναι", τους έδειξε. Από τότε
το ταπεινός έγινε Ταπνός, εμείς εγγόνια και δισέγγονα
του Ταπνού και η γειτονιά και σήμερα λέγεται Ταπνάθκα.
Στο Ταπνάθκο το
αλώνι ανήμερα της Αγίας Παρασκευής οι θείοι μου και οι
θείες μου αλώνιζαν το σιτάρι τους νοικοκυρεμένα, όπως
είχαν μάθει από τον παππού μου. Μέρα γιορτής και η μάνα
μου μετά τη λειτουργία «δεν έπιασε βελόνι» να ράψει -ήταν
μοδίστρα - μα ετοίμασε μια τυρόπιτα με πολλά
πετουρόφυλλα, την έψησε στη γάστρα και πριν βραδιάσει
την πήγε στο αλώνι να φιλέψει τους αλωνιστάδες και να
δείξει και την αξιοσύνη της, μια και ήταν καινούργια
νύφη στην οικογένεια. Κρατώντας το σινί με την πίτα από
τη μια μεριά και μένα, 9 μηνών βρέφος, από την άλλη
έφτασε. Όλοι κάθισαν μπροστά στην καλύβα. Ήρθαν και τα
παιδιά τους. Οι άλλες νύφες έφεραν κρασί παλιό και κρύο
νερό στη στάμνα. Έκαναν το σταυρό τους κι ευχήθηκαν: «
Ιουμάτα τ' αμπάρια μας κι χουρτάτις οι φαμπλιές μας».
Χαρούμενος κι ευτυχισμένος καμάρωνε ο
παππούς μου την οικογένειά του, που αριθμούσε τότε 26
μέλη.
«Ιεια στα χέρια σ', Αλιξάντρα. Να ζησει
ου Γούλιας σ' και του κουρτσόπκου σ'. Φουρ-φουρ
'ν έφκιασις 'ν πίτα».
«Τα καλά να μη σας λειψουν»,
ευχήθηκε ο παππούς και ήπιε το κρασί του.
Πάνω στη χαρά τους κάποιος από τη
συντροφιά φώναξε τρομαγμένος: "Του
κουρίτσι, του κουρίτσι"
... κι όλοι έμειναν
με τη μπουκιά στο στόμα. Δίπλα από την καλύβα το μουλάρι
κρατούσε εμένα στο στόμα του και με κουνούσε τινάζοντας
το κεφάλι του μια από δω μια από εκεί. Πετάχτηκαν,
πλησίασαν τσιρίζοντας κατατρομαγμένοι και το ζώο με
πέταξε πιο πέρα. Εκείνη τη στιγμή άρχισα να τσιρίζω.
Πόνεσα, τρόμαξα από τις φωνές, ποιος ξέρει...
δε σταματούσα το κλάμα. Με άρπαξε η μάνα μου στην
αγκαλιά της. Μας διηγόταν πως αυτή η στιγμή ήταν η πιο
δύσκολη της ζωής της ως τότε. Με έβαλε στον κόρφο της,
αλλά, τι κρίμα, δεν έσταζε σταγόνα γάλα, αφού δεν είχε
ούτε από τη λεχωνιά της και με μεγάλωσε με το γάλα της
αγελάδας του σπιτιού. Ευτυχώς που το ζώο με είχε αρπάξει
από τη μέση και με προστάτευε με τα σαρκώδη χείλια του.
Το γεγονός αυτό κράτησε σε αγωνία και φόβο τους γονείς
μου κι όλους τους συγγενείς για χρόνια ολόκληρα.
Φοβούνταν μη μου μείνει κανένα κουσούρι στο σώμα, μη
μείνω σακάτικο και δε μ' έχουν ούτε για παντρειά. Όταν
ήρθε η ώρα, στάθηκα στα πόδια μου και περπάτησα σωστά,
έπιανα με τα χέρια μου γερά, άρχισα να μιλώ και ο φόβος
τους λιγόστευε. Έφυγε μόνο όταν πήγα στο σχολείο κι
άρχισα να μαθαίνω γράμματα όπως και τα άλλα παιδιά.
Πολλές φορές ακούγαμε τη
μάνα μου που έλεγε:
«Η ΄Αννα μου δεν έχει γενέθλια τον
Οκτώβριο που τη γέννησα, αλλά τη μέρα της γιορτής της
Αγίας Παρασκευής».
Από τότε στη ζωή της είχε προστάτιδα
Αγία την αθλοφόρο Παρασκευή και με το δίκιο της.
|