Γιορτή ψωμιού, θα λέγαμε σήμερα, είχε καθημερινά όλη η γειτονιά
μπροστά στο φούρνο στην αυλή της Λευτέρως
και της Αργύραινας. Ελεύθερη η είσοδος.
Καλοδεχούμενοι όλοι.
Αναρωτιέμαι, υπάρχει άραγε κάποιος που μπορεί να υπολογίσει πόσα
ψωμιά, κουλούρες, φουρνιτάρες, πόσες πίτες,
μπομπότες, σαραϊλιά και μπακλαβάδες, πόσα
πρόσφορα, πόσα σαλιάρια,
κουλιαντίνις και μουστουκούλουρα,
πόσους κουραμπιέδες, παντεσπάνια και
ραβανιά, πόσα γιουβέτσια και αρνιά στους
ταβάδες, πόσους πατσάδες και μοσχαροκεφαλές
στις τσουκάλες έψησε αυτός ο φούρνος!...
Μήπως υπάρχει κάποιος άλλος που μπορεί να
μετρήσει πόσες γενιές παιδιών μεγάλωσαν με
τα ψητά αυτού του φούρνου και πόσες
οικογένειες ευχαριστούσαν το Θεό στο
οικογενειακό τραπέζι για "τον άρτον τον
επιούσιον"!
Κάποια μέρα η Λιενη, η Χρίστινα τ'
Ντιό όπως την έλεγαν τότε, κατέβηκε από
τη Χώρα να δει την αδελφή της τη Λευτέρω
και την οικογένειά της. Οι έγνοιες του δικού
της σπιτικού δεν της άφηναν ελεύθερο χρόνο
να τους συναντάει και να μαθαίνει νέα τους.
Τους επιθυμούσε όλους πολύ-πολύ. Βρήκε τη
Λευτέρω
στο φούρνο να ξεφουρνίζει το ψωμί κι όλα τα
παιδιά με μια φουρνιτάρα στο χέρι . ΄Εσπασε
η Λευτέρω ζεστό ψωμί και το πρόσφερε στην
αδελφή της να την ευχαριστήσει, που έκανε
τον κόπο κι ήρθε κοντά τους. Η Λιενη,
τελειομανής στην κυριολεξία, δεν έμεινε
ευχαριστημένη απ' το ψημένο ψωμί και, αντί
να πει στην αδερφή της "υεια στα χέρια σ'
κι καλουέξουδου του ψουμί σας",
με όλο το θάρρος που είχε άρχισε τις
παρατηρήσεις που αφορούσαν και τις δυο
συννυφάδες, αφού τα πάντα τα έκαναν μαζί.
-"Καλιέ κουρίτσια, - συνήθιζε αυτήν την έκφραση- πώς τα
κατάφιρέτσι κι του ψουμί σας ίνγκιν πλιθί.
Δεν
ανάπιασιέτσι
καλά του προυζύμ; Δεν του σταύρουσέτσι; Δε
σκέπασιέτσι του ζυμαρ
καλά μι τση
βιλιέντζα στου κατώι κι
κρύουσιν; Βιάσηκιτσι να
του φουρνίστσι; Του ψουμί σας είνι αέντου κι
ουμό. Κράτσιετσι του ια ταή ια τ'
άλουγου τ' Αργύρ κι ια 'ν ιλάδα
τς Αργύρινας κι ταχιά μι 'ν ώρα σας
ξαναζύμουσιέτσι, του καλό π' σας
θέλου. Αυτό δεν τρώιτσι."
Η Αργύραινα τα 'χασε.
Ψύχραιμη η Λευτέρω της απαντά:
- Α! άκσι να σ' πω, Λιενη. Ετσι
του τρωει ου Χαρισάκης
μ'. Μη στιναχουριέσι. Δόξα τουν Θο εχει
καλά χούια ου άντρας μ'.
Το ψωμί καλοξοδεύτηκε κι η κουβέντα αυτή ξεχάστηκε. Πόσα στ'
αλήθεια μυστικά δε γνώριζαν οι παλιές
νοικοκυρές για το καλοζυμωμένο και το
καλοψημένο ψωμί! Πόσο κόπο και τέχνη
δεν είχε εκείνη η προετοιμασία του φούρνου
χωρίς τα ανάλογα θερμόμετρα και τους
χρονομετρητές !
Πολύς καιρός πέρασε κι όταν ξανακατέβηκε η Λιενη
στη Γεράνεια με τα δυο της παιδιά,
αυτή τη φορά πάλι ψωμί είχαν στο σπιτικό
φούρνο οι δυο συννυφάδες. Με κάποια δυσκολία
έσπασε ένα ψωμί η Λευτέρω και το μοίρασε στα
παιδιά και τις γειτόνισσες που ήταν εκεί και
κουβέντιαζαν με την Ελένη, που τους έφερε
και τα χαμπέρια από τη Χώρα.
- Σαν κατσι θελτς να πεις, Λιενη
. Μήπους δε
σι
άρισιν του ψουμί, εχει
κανά κουσούρ ;
είπε η Αργύραινα.
΄Αλλο που δεν ήθελε εκείνη. "Την έτρωγε η γλώσσα".
-Τσι να σ' πω! Του ψουμί τ' άδραξέτσι. Δυο δάχλα κόρα εχει
απού παν, κι άλλα δυο απού κατ. Πώς θα του
φαει ου πάππους κι η
μπάμπου μι του στόμα άδειου απού δόντσια; Τα
μκρα σας θα γκριουθούν. Τσι λάθους έκαμέτσι;
΄Ηταν αψύς ου φούρνους σας, δεν πάνιασέτσι
καλά ή τ' άφκιτσι πουλλή ώρα μέσα κι
ξιρουψήθκιν τόσου;
Πολλές οι απορίες της Ελένης, μα μια και καλή η απάντηση της
Λευτέρως:
-Αυτά είνι λιπτουμέρειις, Λιενη. Μη είσι τόσου
σχουλαστικιά. Μη χαντς τα λόια σ' κι
βασανίζισι. Ετσι
του θελει ου Χαρισάκης
μ'.
-Καλά μαρ, Λιφτσιέρου. Αφού είνι ετσι μη τα
πιαντς αράδα κι μη μι
παριξηγάς . Ιμένα δε μ' πεφτει
λόγους.
Όμως έδειχνε πολύ προβληματισμένη.
Το ψωμί καλοξοδεύτηκε πάλι και οι καλοπροαίρετες παρατηρήσεις της
Ελένης πήγαν στο βρόντο. Μα δεν ήταν και οι
τελευταίες. Την άλλη φορά που κατέβηκε τις
βρήκε να φουρνίζουν τα ψωμιά και πριν
προλάβει να ξεκουραστεί ανασκουμπώθηκε να
τις βοηθήσει.
-Βιάσαστσι.
Να σας βουηθήσου κι ιγώ. Του ψουμί σας
ξίντσιν, χύθκιν απ' τς πνακουτσιές. 'Απλουσιν
- έσκασιν. Πώς κι άργησιέτσι να του
φουρνίστσι. Τα μασλάτσια άρχιψιέτσι κι
πέρασιν η ώρα; Δε θα φουσκώσν
τα ψουμιά σας. Σι ποιον θα τα
δείξιτι;
-Μη βιάζισι, Λιενη. ΄Αμα
ψηθουν, θα μουσκουβουλήσει ου τόπους,
είπε η Λευτέρω. Πώς αλλιώς να κάμουμι!
Ετσι του τρωει
του ψουμί ου θκος μ' ου
Χαρίης
!
-Α! μαρ Λιφτσιέρου, θα μι
ζουρλάντς.
Πως τσέλους πάντουν του τρωει του ψουμί ου
Χαρίης σ'. Πλιθί, ουμό, κουραβιασμένου, αδραγμένου ή ξιντζμένου; Δεν του
χουράει ου νους μ'. Κάθι φουρά άλλα
μ' λιες. Τσι συμβαίνει; Πε
μ' να καταλάβου κι ιγώ!
Η Λευτέρω τη χτύπησε τρεις φορές χαϊδευτικά στην πλάτη, την
αγκάλιασε κι έμειναν αρκετή ώρα
αγκαλιασμένες κι αμίλητες.
Μα εγώ αναρωτιέμαι, αν
μπορεί κάποιος
να υπολογίσει πόσες φορές από τότε για
μικροαποτυχίες στη μαγειρική και
ζαχαροπλαστική καλυφτήκαμε με την ατάκα της
Λευτέρως:
Ετσι του τρωει ου Χαρισάκης
μ'! |