Η ΄Αννα Γκουτζιαμάνη-Στυλιανάκη γεννήθηκε στη Σιάτιστα. Αποφοίτησε από το Τραμπάντζειο Γυμνάσιο και σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Έζησε και δίδαξε τα περισσότερα χρόνια στα Δημοτικά σχολεία Σιάτιστας .Τώρα μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τη Σιάτιστα που αγαπάει.  Στη στήλη αυτή, με ιδιαίτερη ευαισθησία και γνώση,  μας ταξιδεύει στην παλιά Σιάτιστα, τη Σιάτιστα των αναμνήσεών της.

Από τα ανέκδοτα της Λευτέρως:

 Το παστίτσιο
 

Μέσα της δεκαετίας του '50. Μεταπολεμικά  χρόνια, χρόνια δυσπραγίας και στέρησης,  και ούτε υπήρχε η πληθώρα των αγαθών  που έχουμε στη σημερινή  καταναλωτική κοινωνία.

Κύριο μέλημα της σιατιστινής νοικοκυράς τότε, μετά την καθαρότητα του σπιτιού της , ήταν η μαγειρική που τη διδασκόταν  στο σπίτι της  από τις μεγαλύτερες νοικοκυρές και όχι σε Οικοκυρικές Σχολές ή από τηλεοπτικές εκπομπές. Μαγείρευε όλα τα εποχιακά φαγητά. Για τα γιορτινά τραπέζια, σε όλη τη διάρκεια  του χρόνου ετοίμαζε ό,τι πιο ταιριαστό  και νόστιμο καλούσε η μέρα[1]. Για τη διατήρηση των ωραίων εθίμων μας φύλαγε πάντοτε ανάλογες εκπλήξεις. Οι μεζέδες στα γλέντια και στα οικογενειακά τσιμπούσια ενθουσίαζαν μικρούς και μεγάλους. Με αγαλλίαση/ νοσταλγία θυμόμαστε τις αξέχαστες εκείνες συνάξεις.

          Όταν έρχονταν επισκέπτες στο σπίτι έπρεπε να φανεί «ασπροπρόσωπη»  και «να ξιντρουπιαστσεί»[2].Τηρούσε την πατροπαράδοτη σιατιστινή φιλοξενία και έδινε την εντύπωση στον επισκέπτη πως η οικογένειά της «ευημερεί». Για το λόγο αυτό  φύλαγε πάντα «κάτι» να κεράσει, να γλυκάνει και να ευχαριστήσει όποιον έρχονταν στο φτωχικό της κι ας το στερούσε τις περισσότερες φορές από τα παιδιά της, που σίγουρα τα είχαν ανάγκη. Το νοικοκυριό, η μαγειρική και η φιλοξενία  ήταν από τα σπουδαιότερα προτερήματα για τις μανάδες και τις γιαγιάδες μας.

          Η Αναστασία, η μεγαλύτερη κόρη της Λευτέρως, είχε πάει λίγες τάξεις στο Γυμνάσιο με την εξαδέλφη της Βασιλική Γ. Ταφαρλή. «Τα αγαπούσαν τα γράμματα» και προόδευαν στο σχολείο, μα τις έκοψαν  από τη φοίτηση γιατί δεν είχαν οι γονείς τους να πληρώσουν το εκπαιδευτικό τέλος τη στιγμή που τους το είχαν ζητήσει. Οι λέξεις «δωρεάν παιδεία» ήταν παντελώς άγνωστες τότε.

          Η Λευτέρω  ανέλαβε να μάθει όλο το νοικοκυριά στην κόρη της, για να μην την ντροπιάσει όταν πάρει άντρα και πάει σε πεθερικά. Πόσα έπρεπε να ξέρει!... Εκτός από την καθαριότητα και τη μαγειρική έπρεπε να μάθει και την ιδιαίτερη τέχνη που χρειαζόταν για να ετοιμάσει τον τραχανά, τα πέτουρα, τα τουρσιά,  τα γλυκά και τα πετιμέζια, αλλά και τόσα άλλα που θα χρειάζονταν  στην οικογένεια την περίοδο  του χειμώνα. Η πίτα πάλι ήταν ένα χορταστικό φαγητό  για όλη την οικογένεια. Ζήτημα τιμής ήταν η νεόνυμφη να ξέρει να κάνει πίτα στο σπίτι της πεθεράς της την Τρίτη το πρωί μετά το γάμο της. Υπόθεση γοήτρου ήταν όμως και η μάνα που αρραβώνιαζε την    κόρη της  να μπορεί να περιποιείται και να «φιλεύει» το γαμπρό που ερχόταν στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του Τετάρτη και Σάββατο βράδυ, σύμφωνα με το έθιμο.

          Κάποια  μέρα ήρθε στο σπίτι της Λευτέρως η Λιενη , η αδερφή της, από τη Χώρα. Παινεύονταν πως έμαθε να κάνει ένα αλλιώτικο φαγητό, πολύ νόστιμο και εντυπωσιακό, από ένα περιοδικό που είχε διαβάσει. Η Λευτέρω αμέσως ενδιαφέρθηκε και την παρακάλεσε να της το  δείξει λέγοντάς τη:

«Να μ'του μαθς κι ιμένα. Θέλου να φκιάνου του γαμπρό σην Αναστασία  μου κατσι του ιδιαίτσιρου απ' τα φαϊά,   π'  τ' φκιανει η μάνα τ'.»

          Ευχαρίστως δέχτηκε η Λιενη και ζήτησε να της έχει έτοιμα τα υλικά, όπως ακριβώς τα έγραφε και το περιοδικό:

Μισή οκά (200 δράμια) μακαρόνια χοντρά.

250 δράμια μοσχαρίσιο κιμά .

75 δράμια κεφαλοτύρι.

1 φλιτζάνι του τσαγιού βούτυρο.

½  φλιτζάνι κρασί.

1 κρεμμύδι μεγάλο.

200 δράμια ντομάτες ή 2 κουταλιές πάστα ντομάτας.

7-8 κουταλιές  αλεύρι.

Αλάτσι, πιπέρ  κι αυγά θέλου τρία  αν είνι  τρανούτσικα  ή πέντσι  αν είνι  απού πουλακίθις .  Κι επέμενε πολύ στον  αριθμό και στο μέγεθος των αυγών.

          Τη συμφωνημένη μέρα ήρθε πρωί - πρωί η Λιενη με ένα μακρόστενο ταψί εμαγιέ, επιμελώς τυλιγμένο, για να κάνουν το φαγητό και να το κόψουν σε τετράγωνα ομοιόμορφα κομμάτια. Μπήκαν στο μαγειριό της Λευτέρως που είχε πρόσφατα  αποκτήσει με κούχνη  από τσιμέντο, λεκάνη για τα πιάτα και βρύση με τρεχούμενο νερό από το Μπούρινο. Τράβηξαν το σύρτη της πόρτας από μέσα κι άρχισαν το μάθημα. Δασκάλα μαγειρικής με άριστες επιδόσεις η Λιενη αλλά και προσεκτική μαθήτρια η Λευτέρω. Όταν με το καλό ετοιμάστηκε το φαγητό, φώναξαν την Αναστασία να το πάει στο φούρνο τ' Κώτσιου. Η Λευτέρω τη συμβούλεψε  να προσέχει πού πατάει στο γκαλντεριμιασμένο δρόμο, να μη σκοντάψει, πέσει και χύσει το φαγητό και καλοπεράσουν οι κότες της γειτονιάς. Η Λιενη της είπε να ζητήσει από το φούρναρη να ρίξει το φαγητό σε μέτριο φούρνο, να μην καεί, να μη μαυρίσει και μυρίσει καπνιές, μόνο «να παρ  μια οψη απού παν» (=να ροδοκοκκινίσει η κρέμα του). Η Αναστασία υπάκουσε σε όλα.

          Η Αργύραινα, η συννυφάδα  της Λευτέρως, όσην ώρα ήταν κλεισμένες στο μαγειριό  οι δυο αδερφές, «λιανουπατούσιν στουν ουβρό»[3] και ήθελε να μάθει το μυστικό τους. Της κακοφάνηκε κάπως που την απομόνωσαν έτσι. Αυτό το ζήτησε από τη Λευτέρω η Λιενη. Της είπε πως όση ώρα μαγειρεύουν δεν θέλει να μπει κανένας στο μαγειριό, να μην τις βασκάνει κι αποτύχει το φαγητό.

-«'Αμα ιενει καλό θα του δείξουμι. 'Αμα δεν είνι  ιια κόσμου, θα του καϊπιώσουμι[4]» είπε η Λιενη και συμφώνησαν σ' αυτό.

          Στο μεσημεριανό τραπέζι ο Χαρίσης με τα παιδιά κοιτούσαν με απορία το παράξενο φαγητό, που ήταν σα μακαρόνια με κιμά, μα έμοιαζε κάπως και με κρεατομακαρονόπιτα. Από τη γεύση και τη νοστιμιά του ενθουσιάστηκαν. Η Λευτέρω έδωσε ένα κομμάτι στην Αργύραινα κι ένα στις γειτόνισσες που κάθονταν στο χωρατά για δοκιμή. Μπόλικα μπράβο μάζεψε εκείνη τη μέρα η Λιενη. Πριν φύγει ρώτησε την αδερφή της:

-Ισύ μαρ Λιφτσιέρου δε μου' πις. Πώς σ' φάνηκιν του παστίτσιου;

- Μι του χιέρ  σην καρδιά σι παραδέχουμι, αδιρφή. Είσι  άφταστση νοικουκυρά, αλλά «σβήστρα πέρα ιια πέρα»[5].

Τα 'χασε η Λιενη με την απάντηση και ξαναρώτησε πολύ ενοχλημένη για την αγνωμοσύνη της Λευτέρως και για τον άδικο χαρακτηρισμό από την αδερφή της.

-Ιγώ σβήστρα, αδιρφή, μι τόσου νοικουκυριό κι οικουνουμία; Παρ' του λόγου σ' ουπίσου.

Η Λευτέρω αναγκάστηκε να δώσει εξηγήσεις, να δευτερολογήσει.

- Ιιατσί σ' κακουφάνηκιν; Μι τόσα υλικά κι πέτρις να μαιείρευα, νόστσιμις χανά ιενν .

Ιγώ θα μαιείρευα  μια μέρα μακαρόνια μι του κιφαλουτσύρ  κι θα μουσκότρουγάμι , αλλη φουρά θανά ' φκιανα κιφτσιέδις μι τουν κιμά του μουσκαρίσιου κι ζμι μι τ'  αλιεύρ  κι θα πιρνούσαμι βασιλικά, κι ένα βραδ  αυγά μάτσια κι θα δόξαζάμι κι τουν Θο.

 

          Καλοσκέφτηκε λίγο η Λιενη ηρέμησε κάπως κι απάντησε:

«Να παρακαλάς, αδιρφούλα μ', να' σι τσυχιρή να μη σας έρχιτσι κουντά - πκνα ου γαμπρός κι σας ξουδεύι, αλλιώς του τσιφτσιέρι απ' τουν μπακάλη θα του ιουμίεις  βιρισιέδια  ».

 Και η Λευτέρω πήρε για τα  καλά το μήνυμα.


 

[1] Καλούσε  η μέρα= θεωρείτο απαραίτητο

[2] να ξιντρουπιαστσεί = να μην αισθανθεί ντροπή (προσβολή)

[3] λιανουπατούσιν στουν ουβρό= κυκλοφορούσε στην αυλή του σπιτιού με μεγάλη περιέργεια

[4]  Θα  του καϊπιώσουμι  = θα το εξαφανίσουμε

[5] Σβήστρα= σπάταλη και καταστροφική στα οικονομικά της οικογένειας.

Η υπογράμμιση   λέξεων  όπως π.χ.  παιρνει δηλώνει τη μονοσυλλαβική  συμπροφορά των υπογραμμισμένων. Η μερική αποσιώπηση του τελικού άτονου φθόγγου "ι", εδώ -ει-,  δηλώνεται με το -ει-  που γράφεται πάνω δεξιά.

 

Γράφει η κ. Aννα Γκουτζιαμάνη -Στυλιανάκη

 και επιμελείται φωνολογικά  ο κ. Ελευθέριος Κουφογιάννης