Γ(κ)ουργ(κ)ουλιάτου

   

Γ(κ)ουργ(κ)ουλιάτου,η: φιάλη με χοντρή κοιλιά και ψηλό λαιμό.

 

 Η λέξη είναι ουσιαστικοποιημένο επίθετο που προέκυψε από την παράλειψη του ουσιαστικού "μπότσα ή μπουκάλα".

Η λέξη έχει το ίδιο θέμα με τη λέξη "γ(κ)ούργ(κ)ουλας ". Γ(κ)ούργ(κ)ουλας, ου : ο σωλήνας εκροής του νερού τρεχούμενης βρύσης "πίνου νιρό 'π'  του γούργουλα".

       Οι λέξεις   αυτές έχουν  θεματική  καταγωγή από το γερμανικό  "gurgel"  (= λάρυγγας, λαρύγγι ich packe jemanden bei der Gurgel: πιάνω κάποιον από το λαρύγγι, από το λαιμό ).

Gurgel[1] >γκούργκελας, από το gurgel+ας, όπως λάρυγγας >με αφομοίωση του "ε" της παραλήγουσας από το ισχυρό λόγω τόνου "ου" της προπαραλήγουσας έγινε "γ(κ)ούργ(κ)ουλας"* >με την προσθήκη της κατάληξης "-άτους" (-άτος) προέκυψε το επίθετο γουργουλιάτους (αρσενικό) και γουργουλιάτου  (θηλυκό).

  (Η μετά ή μπροστά από την αιχμή της γωνιώδους αγκύλης λέξη ( >  <) είναι η παραγόμενη.)

 

Μπότσα < βενετσιάνικο bozza : ξύλινο δοχείο κρασιού.

 

Μπουκάλα : μεγεθυντικό της λέξης "μπουκάλι" < βενετσιάνικο Bocal < ιταλικό boccale< λατινικό baucalis<ελληνικό βαύκαλις (=δοχείο).

(Για τις λέξεις "μπότσα"  και "μπουκάλα" δες σχετικά Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής Ν.Π. Ανδριώτη).

 

Η γουργουλιάτου γεμάτη με άσπρου κρασί (άσπρο κρασί) ως κάτι το ευοίωνο και με ένα ματσάκι με κλουνί(κλωνί) μουσκόλδου (<μουσκόλουδου) ή μουσκόρδου[2] (μοσχολούλουδου[3], μοσχομολόχας,[4] αρμπαρόριζας) και κόκκινου λούθ (κόκκινο λουλούδι, άνθος)  μουλόχας (μολόχας) συνήθως για   βούλουμα  (βούλωμα) έχει την τιμητική της σ' όλες τις χαρούμενες κοινωνικές εκδηλώσεις της Σιάτιστας - αρραβώνες, γάμους, βαφτίσια, καλωσορίσματα ξενιτεμένων- όπου συνοδεύει τα γλυκίσματα (κυρίως σαλιάρια) ή τα δώρα που στέλνονται στα συγγενικά και τα φιλικά πρόσωπα.


[1] Γλωσσικό κατάλοιπο της εμπορικής δραστηριότητας (διεξαγωγής εμπορίου, εγκατάστασης και ίδρυσης εμπορικών οίκων) των παππούδων μας στις γερμανόφωνες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης το 18ο και 19ο αιώνα. Καραβάνια σιατιστινών πραματευτάδων έφερναν στις χώρες αυτές προϊόντα της περιοχής και γενικά της Εγγύς Ανατολής και έπαιρναν από κει και διοχέτευαν στα καταναλωτικά κέντρα της Βαλκανικής   βιομηχανικά προϊόντα, ιδίως γυαλικά  και σιδερικά [Σχετικά δες: α) Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, ιβ΄ έκδοση, εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ, Θεσσαλονίκη, 1996, σελ. 84-87 και β) Κώδιξ Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης]. 

[2] Μουσκόλδου, του (< μουσκόλουδου< μουσκουλούλουδου < μοσχολούλουδο˙ επίσης κατά το αδελφός- αδερφός έγινε μουσκόρδου ): το καλλωπιστικό και αρωματικό φυτό πελαργόνιο το ηδύοσμο˙ χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό των γλυκών κουταλιού, ιδίως του κουλουκυθίσιου ( κολοκυθίσιου: από κολοκύθα) και στον αρωματισμό του ζαχαρόνιρου  ( ζαχαρόνερου) για το βούτηγμα σ' αυτό των σαλιαριών πριν από το ζαχάρωμά τους. Στο σιατιστινό ιδίωμα τα καλλωπιστικά φυτά λέγονται λούδια (στον ενικό λουδ  ή λουθ ανάλογα με τον αρχικό της επόμενης λέξης φθόγγο*˙  λούδια στον πληθυντικό) ˙ "ένα λουδ αγόρασιν κι ένα λουθ τς έδουκιν  η ιειτόντσα** τς η Λιέγκου***"˙ "του καλοκαίρ σν τρανή 'ν κάψα κάθι μέρα έβγανιν νιρό 'π'του πηγάθ κι πότζιν προυί κι βράθ τα λούδια τς".

[3] Δες Σουζάννας  Παπαναούμ - Σιάπαντα, Η γιαγιά μ' η Μαριγώ, σελ.173.

[4] Δες τη λέξη αρμπαρόριζα στο Νέο ελληνικό λεξικό Εμμ. Κριαρά .

 

 

Σιολι  

Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε και την ίδιας ξενικής προέλευσης λέξη σιολι   : κυκλικό, πλατύστομο, βαθουλό κάπως , μικρού μεγέθους γυάλινο σκεύος  χρήσιμο για κέρασμα γλυκών κουταλιού.

Σιολι ****, του ( το σιόλι) , με παραφθορά της λέξης και κατά τα ουδέτερα σε "-όλι", όπως το βραχιόλι  ( βραχιόλι) < γερμανική λέξη schale [σά(α)λε]: φλοιός- φλούδι, κέλυφος- τσόφλι˙ γαβάθα, κύπελλο, φλιτζάνι. Eine schale kaffee: ένα φλιτζάνι καφέ.

Συγγενής σημασιολογικά είναι η λέξη  schüssel (σύσελ): γαβάθα, λεκάνη.

Κάντε κλικ στην εικόνα για να μεγαλώσει.

 

Σημείωση:

 * Λουδ αγόρασιν ( τελικό δ + αρχικό φωνήεν α )- λουθ τσ έδουκιν ( τελικό θ + αρχικό σύμφωνο τ) :Στη γλώσσα προτιμιόνται οι κοντινοί ως προς την προφορά φθόγγοι, για να προφέρονται πιο εύκολα και εύηχα και να αποφεύγεται η χασμωδία, που και κουραστική και αντιαισθητική είναι .

** Στο σιατιστινό ιδίωμα το "γ" της κοινής νεοελληνικής μπροστά από το φθόγγο "ι" τρέπεται  σε "ι", π.χ. το "γεια σου! " γίνεται "ιεια σου!"Η υπογράμμιση δηλώνει τη μονοσυλλαβική  συμπροφορά των υπογραμμισμένων.

***Λιένγκου: Το  συμφωνικό δίψηφο   "γκ" όταν γράφεται  ως  " νγκ "  είναι ρινικό  και  προφέρεται ως "νγκ".

****Το «ι» γραμμένο πάνω δεξιά δηλώνει τη μερική αποσιώπηση αυτού του φθόγγου και παράλληλα  τη μονοσυλλαβική συμπροφορά της συλλαβής τού μερικά αποσιωπημένου "ι" με την προηγούμενη συλλαβή.

Σιολι -λουδ : ο τελικός άτονος και γι΄αυτό ανίσχυρος φθόγγος   "ι" αποσιωπιέται μερικά, όταν προηγείται ουρανικό σύμφωνο, το υγρό "λ" , το ρινικό "ν" , το οδοντικό "τ", τα διπλά "ξ" και "ψ", τα διπλοδοντικά  ( συριστικά) "σ" και "ζ", και γράφεται πάνω δεξιά.'Ετσι έχουμε φκελλι , πνακι  ,μιτάξι, ,ακόνι  ,καρπούζι  ,προσόψι     ,εικουνουστασι   , κουμμάτι   ,τσαρούχι  .Στις άλλες περιπτώσεις ο τελικός φθόγγος "ι" αποσιωπιέται ολικά και γι΄αυτό στη θέση του δεν σημειώνεται τίποτα. 'Ετσι έχουμε βραδ (βραθ ), πανέρ, πουτάμ, πουστάβ (πουστάφ), κταβ (κταφ ), χουράφ, σιρόπ.

 

 

Κουφογιάννης Ελευθέριος,
φιλόλογος

 

επιστροφή