Η ΄Αννα Γκουτζιαμάνη -Στυλιανάκη γεννήθηκε στη Σιάτιστα. Αποφοίτησε από το Τραμπάντζειο Γυμνάσιο και σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Έζησε και δίδαξε τα περισσότερα χρόνια στα Δημοτικά σχολεία Σιάτιστας .Τώρα μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τη Σιάτιστα που αγαπάει.  Στη στήλη αυτή, με ιδιαίτερη ευαισθησία και γνώση,  μας ταξιδεύει στην παλιά Σιάτιστα, τη Σιάτιστα των αναμνήσεών της.

 

Τα ανέκδοτα της Λευτέρως

 

 

Του  φκιασίθ

(χειροποίητο καλλυντικό προσώπου)

    Νιόπαντρη η Λευτέρω αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα προσαρμογής στο σπίτι της οικογένειας του μπαρμπα - Χαρίση. Όταν ντυμένη νύφη την ξεπροβόδιζε η μάνα της ρίχνοντας κρασί στο κατώφλι της αυλόπορτας του πατρικού της σπιτιού τής έδωσε ευχές και συμπλήρωσε:

Αυτσή  η πόρτα ,Λιφτσιέρου μ' , θα να' νι ανοιχτσή μόνι άμα έρχισι κι μ' λιες καλά λόια ια τουν άντρα σ' , τα πιθιρκά σ' , κι τουν κόσμου π΄σι στέλνου. 'Αμα είνι να μ' πεις ια μαλώματα κι φασαρίις, θα  νη βρεις ντβαρ  . Κανόντσι κι πράξι. Απ' τση χαραή π' θα ξυπνάς ως του βράδ  π' θα κοιμάσι να μη αστουχάς κι 'ν   παροιμία : " Οχι  όπους ήξιρις, νυφ , αλλά κατά πώς βρήκις ! "

Με τα  χαρίσματά της η Λευτέρω, τηρώντας και τις συμβουλές της μάνας της, γινόταν μέρα με τη μέρα μια υποδειγματική νύφη- σύζυγος- μάνα- συννυφάδα- θεία- γειτόνισσα. Όμως ένα πράγμα δεν μπόρεσε " να το καταπιεί και να το χωνέψει" : του φκιασίθ τς πιθιράς τς.

Μας είναι γνωστό πως τότε  η γυναίκα η όμορφη έπρεπε να είναι άσπρη σαν το γάλα , αφράτη, ροδομάγουλη με μαύρα μαλλιά και μάτια ή ξανθιά και γαλανομάτα με ελιά στο μάγουλο  και φρύδια σαν γαϊτάνι, όπως και η λαϊκή μούσα χιλιοτραγούδησε.

Δυστυχώς η πεθερά της ήταν κοντούλα, ξερακιανή και μαυριδερή στο πρόσωπο. Ο Θεός δεν τη στόλισε όπως το επιθυμούσε. Γι' αυτό προσπάθησε κάτι να διορθώσει από μόνη της  μια και τα ινστιτούτα αισθητικής με τις σημερινές επιδόσεις ήταν άγνωστα τότε. Έμαθε να κάνει κάποια κρέμα για το πρόσωπό της.

Χρησιμοποιούσε φρέσκο βούτυρο ή λίπος πουλακίθας με άσπρο φτέρωμα που την τάϊζε 40 μέρες ρύζι, ελάχιστη ποσότητα υδραργύρου, μυρωδικά κι άλλα υλικά-μυστικά της κάθε γυναίκας. Κάθε πρωί έπλενε το πρόσωπό της , έκανε τρεις φορές το σταυρό της κάτω από τα εικονίσματα να πάει καλά η μέρα σ' όλα τα μέλη της οικογένειάς της και μετά χρησιμοποιούσε τη χειροποίητη κρέμα της εφαρμόζοντάς την στο πρόσωπο με υπομονή και άριστη τεχνική στις κινήσεις. ΄Ολα αυτά ήταν πρωτόγνωρα για τη Λευτέρω. Η μάνα της έμεινε νέα χήρα κι έσφιξε το κεφάλι της με μαύρο μαντίλι. Οι 5 αδελφές της πάλι δεν είχαν και τόσο ανθηρά οικονομικά για να περισσεύουν και να ξοδεύουν σε φκιασίδια και καλλυντικά. Αυτό που έμαθε στο σπίτι της ήταν να κάνει με τη μάνα της αλοιφές για πληγές σε ανθρώπους και ζώα κι άλλα πολλά γιατροσόφια πολύ χρήσιμα  για κείνα τα δύσκολα χρόνια.

Η συνήθεια αυτή της πεθεράς της πολύ τη στενοχωρούσε, της χαλούσε τη διάθεση. Δεν πέρασε όμως καιρός και αντιλήφτηκε ότι και η Αργύραινα δυσανασχετούσε με την κατάσταση αυτή, αλλά και με κάτι άλλο. Η πεθερά τους κάθε φορά που ζύμωναν κοσκίνιζε αλεύρι με τη μεταξωτή μπακλαβόσιτα, αφαιρούσε όλο το πίτουρο κι έκανε για τον εαυτό της μια κουλούρα αφράτη και άσπρη. Την έτρωγε μόνη της για ν' ασπρίσει και ν' αφρατέψει το πρόσωπό της κατά κάποιο τρόπο.

Μια μέρα η διπλή αγανάκτηση τις οδήγησε  στις εξής σκέψεις:

"Καλά να φκιάνουμι του φαΐ π' αγαπάει ου πάππους, αλλά του θκο τς του χούι μουλουγημό δεν εχει  . Να 'ν ουρμινιέψουμι δεν μπορούμι, να νη μαλώσουμι θα να 'χουμι κακιά ζουή μι τς άντρις μας. Πού θα πάει αυτό του έξουδου; Ούτσι του βούτσυρου μάς αρτσιρνάει, ούτσι του άσπρου του ψουμί μάς βλαφτει στου  στουμάχι, π' του τρώει μονάχη κι τα μικρα μας 'ν κοιτούν  απ' 'ν άκρα. ΄Αμα φκιασει ξανά φκιασίθ θα τς του πιτάξουμι, ια να ιδούμι τσι θα ιενει ".

Το 'παν και το 'καναν. Η πεθερά τους θορυβήθηκε, στενοχωρήθηκε κι έβαζε χίλια - δυο πρόσωπα στο νου της χωρίς να έχει αποδείξεις για το ποιος   έκαμε τη ζημιά . Για ευνόητους λόγους δεν το ανακοίνωσε και σε κανένα.

Αναγκάστηκε να επαναλάβει την εκτέλεση της συνταγής "της αφρόκρεμας" και τη φύλαξε μακριά από τα παιδιά και τις γειτόνισσες. Μα δεν επαναπαύτηκε. Με κάποιο τρόπο παρακολουθούσε όλες τις κινήσεις στο σπίτι . Δεν πίστευε στα μάτια της, όταν είδε ότι οι νύφες της έφταιγαν και δε σεβάστηκαν την αδυναμία της. "Τις έπιασε στα πράσα " η ίδια αυτόπτης μάρτυρας του εγκλήματος. Είχαν σπάσει από ένα κομμάτι αφράτο άσπρο ψωμί της κουλούρας , το έφαγαν και πέταξαν και το φκιασίθ. 

Η πεθερά άρπαξε μια βέργα κι άρχισε : μια στα πόδια της μιας, μια στα χέρια της άλλης φωνάζοντας έξαλλη:

Ισείς μόκαμέτσι κι 'ν αλλη τση φουρά του κακό; Τσιέτσοιις νύφις είστσι; Τώρα  θα σας βάλου ιγώ ση σειρά  κι, άμα σας αρέσει,  ξανασήκουσιέτσι κιφάλι.

Το αποτέλεσμα ήταν να φαν τέτοιο ξύλο, που δεν το ξέχασαν ως τα γεράματά τους.

Κάθε φορά που μας διηγούνταν το περιστατικό αυτό οι δυο καλές συννυφάδες γελούσαμε και κλαίγαμε μαζί.

"Τόχουμι βάρους˙ δεν έπριπιν να τς του κάμουμι αυτό του κακό, αλλά τόσο μας έκουφτσιν."

Στην ερώτηση μας, γιατί το πετούσατε και δεν το χρησιμοποιούσατε για το δικό σας πρόσωπο, αφού ήταν πράγμα δυσεύρετο, μας απαντούσαν :

Α, όλα κι όλα, κλέφτρις μέσα στου σπιτσι μας δε χαναένουμι! Ια του θκο μας του πρόσουπου δε χράζουμάσταν ιμείς τσέτσοια φκιασιδώματα. Τότσι ήμασταν αστράδις, μι κοιτάτσι τώρα π' ίγκαμι όρκους.

 

Η υπογράμμιση   λέξεων  όπως π.χ.  παιρνει δηλώνει τη μονοσυλλαβική  συμπροφορά των υπογραμμισμένων. Η μερική αποσιώπηση του τελικού άτονου φθόγγου "ι", εδώ -ει-,  δηλώνεται με το -ει-  που γράφεται πάνω δεξιά.

Κάνοντας κλικ σε κάθε φωτογραφία μπορείτε να τη δείτε σε μεγαλύτερο μέγεθος.

 

Γράφει η κ. Aννα Γκουτζιαμάνη -Στυλιανάκη

 και επιμελείται φωνολογικά  ο κ. Ελευθέριος Κουφογιάννης.