«Ο λόγος»
|
Η
Λευτέρω έγινε
κορίτσι της
παντρειάς.
Το
1934 για τους
αμπελουργούς της
Σιάτιστας ήταν μια
χρονιά με πολλή και
καλή σοδειά. Τον
καιρό του τρύγου
όλοι βοηθούσαν να
μαζέψουν τον καρπό
που τους έδωσε ο
θεός. Πανηγύρι
αλλιώτικο από τα
άλλα σε όλα τα
σπίτια, στους
δρόμους, στ' αμπέλια,
στις βουνοπλαγιές.Οι
φωνές και τα
τραγούδια των
τρυγητάδων
συνοδεύονταν με τον
ήχο από τα κουδούνια
των ζώων που
κουβαλούσαν τον
καρπό στα κατώια και
δημιουργούσαν ένα
ακουστικό αποτέλεσμα
καταπληκτικό, που,
όταν το θυμούνται οι
μεγαλύτεροι,
δακρύζουν. |
Στο
κατώι της γιαγιάς μου ο τρύγος
ήταν δυσκολότερος, μια και
έλειπαν τα ανδρικά χέρια, που
χρειάζονται για τις ώρες αυτές.
Οι τρυγητάδες κουβάλησαν τα
σταφύλια μέσα σε κουσιώρια[1]
φορτωμένα στα μουλάρια, τα
άδειασαν στο πουστάβι[2]
και ανέλαβαν οι γυναίκες του
σπιτιού τα υπόλοιπα.
Η
Λευτέρω άρχισε το πάτημα. Οι
αδελφές της μάζευαν το μούστο
στα γκιούμια[3]
και τον έριχναν στο τρανό το
βαένι[4],
που χωρούσε 2.000 οκάδες κρασί.
Όταν πατιούνταν τα σταφύλια καλά,
έριχναν μέσα και τα τσίπουρα[5]
«για να πάρει δύναμη το κρασί»
και όλα τα συστατικά του
σταφυλιού.
Κάποια στιγμή
έφτασε να τις δει κι ο μπάρμπα
-Μηνάς ο Κουταλιάγκας, πρώτος
θείος τους, μια κι είχε γυναίκα
τη Θόλω (Θεολογία), αδερφή της
γιαγιάς μου της Δέσπως.
Χαιρέτησε, είπε τις ευχές του,
ρώτησε πώς πάει ο τρύγος, έφερε
και το μουστόμετρο να μετρήσουν
τη δύναμη του μούστου και ύστερα
κάθισε στο σκαπνί[6],
στη μεσιά. Κάτι σιγοψιθύρισαν με
τη γιαγιά μου, ξαναμπήκε στο
κατώι και απηύθυνε το λόγο στη
Λευτέρω. Εκείνη σταμάτησε το
πάτημα, σήκωσε το κορμί της,
σκούπισε τον ιδρώτα από το
μέτωπό της και τον άκουσε
παίρνοντας βιαστικά την αναπνοή
της.
-
Χαϊρλίθκου είνι φέτους του κρασί
σας, Λευτέρω. Θα του πιει κι ου
γαμπρός κι οι συμπιθιροί. Σ' αρραβώνιασα!..
- Πού ,
μπάρμπα Μηνά, ρώτησε ξαφνιασμένη
για το αναπάντεχο η θεια μου.
- Στου
Χαρίσ' τ' Παπα-Τύπα, απάντησε
χαρούμενος ο θείος της. Τον
κοίταξε κατάματα η Λευτέρω,
τα'χασε κυριολεκτικά, αλλά
αντέδρασε λέγοντας:
- Τι,
μάρι μ! Αυτόν τουν καμπόταπου
θα πάρου, τουν κιτρινιάρ',
που'νι κι κουντότιρους απ' τ'
ιμένα; Δεν τουν θέλου...
- Ε, μαρ
Λευτέρω, μη του παίρν΄ς έτσι.
Καλός είνι.
Έσκυψε το κεφάλι
η Λευτέρω κι απόσουσιν:
- Ε!...αφού
λες ισύ, ας είνι...Κι έδωσε το λόγο της, ενώ συνέχισε να πατάει
τα σταφύλια «με κομμένα τα πόδια»
αυτή τη φορά.
Εδώ που τα λέμε,
δεν της ήταν εντελώς άγνωστος ο
γαμπρός. Τον αντάμωνε «στ' Τζων'
τ' αλώνια», όταν εκείνος έκανε
τις βόλτες του, για να πάρει
καθαρό αέρα, μια και είχε
αναβολή από το στρατό για το
πρόβλημα υγείας με τα πνευμόνια
του, κι η Λευτέρω γύριζε από τις
Τσιποτούρες[7]
με νερό στα γκιούμια, για να
πιουν και να μαγειρέψουν. Το
πατρικό πάλι σπίτι του γαμπρού
ήταν δίπλα στης αδελφής της της
Ναούμας (Νούμτας) και , όταν
πήγαινε εκεί ,όλο και τον έβλεπε.
Βγήκε
αληθινό και το όνειρο που είδε
με το διαβασμένο σιτάρι του
Αγίου Θεοδώρου, που το είχε
βάλει κάτω από το μαξιλάρι της,
για να δει στον ύπνο της το
παλικάρι που θα 'παιρνε για
άντρα της. Μόνο που είδε
κάποιον άλλο, που είχε το ίδιο
όνομα, αλλά όχι αυτόν. Καλό
σημάδι κι αυτό, σκέφτηκε κι
άρχισε να το συνηθίζει κάπως.
Τέλειωσαν με το καλό τις
δουλειές του τρύγου, έστρωσαν τα
κρασιά[8]
στα βαένια κι άρχισαν να «βάζν»[9]
οι αρραβώνες. Τα διέδωσαν[10]
της Αγίας Αικατερίνης το βράδυ.
Για το «λόγο» ο προξενητής πήγε
στο σπίτι του γαμπρού ιτζιούκια[11]
καλοφτιαγμένα για την ώρα αυτή,
στολισμένα με ασπρισμένα
αμύγδαλα και τοποθετημένα έτσι
που να σχηματίζουν στεφάνι (για
να έχουν τα νεοαρραβωνιασμένα
καλά στέφανα). Στο άλλο χέρι
κρατούσε τη γουργουλιάτου
μπότσα
[12]γεμάτη παλιό κρασί και
στο στόμιό της αντί για πώμα
είχε λουλούδια .
Στην επιστροφή
του, έφερε από το γαμπρό
κουφέτα και καλό κρασί από το
κατώι του.
Έγιναν και τα
επίσημα[13]
του αρραβώνα με όλα τα έθιμα (ατζέτσια)
και ύστερα από ένα χρόνο
παντρεύτηκαν. Τους στεφάνωσαν η
Αλεξάνδρα και ο Δημήτριος (Μπήτιας)
Σκορδάρης.
|