Ιστορίες από την εκπαιδευτική μου ζωή

                                         Άγνοια νόμου…..                          


  
      Άγνοια νόμου δε  δικαιολογείται στο δημόσιο υπάλληλο και η επίκληση του επιχειρήματος  «είχα εμπιστοσύνη» δεν τον απαλλάσσει  από την προσωπική  του ευθύνη. Γι αυτό η πρώτη υπόδειξη του άμεσου προϊσταμένου, όταν διορίστηκα, ήταν να έχω  ένα φάκελο με τα προσωπικά μου υπηρεσιακά έγγραφα  και έναν άλλο με διαταγές και εγκυκλίους, που είχαν σχέση με την υπηρεσία. Κάποιοι μάλιστα πολύ  τακτικοί και  τυπικοί συνάδελφοι ήταν συνδρομητές στη διαρκή υπαλληλική νομοθεσία, τον περίφημο «Ραπτάρχη»,  ο οποίος  διαρκώς  ενημερωνόταν με τις τροπολογίες ή τις νέες νομικές  διατάξεις,
    Δεν  καταλάβαινα αυτή την τακτική, τη θεωρούσα περιττή και σκεφτόμουν πως για τα υπηρεσιακά θέματα θα ήταν πάντα ενήμερος ο προϊστάμενός μου, αφού , κατά την άποψή μου , αυτή ήταν και η δουλειά του και θα μας καθοδηγούσε.
  Επιπλέον, δε συμπαθούσα καθόλου  εκείνες τις συνεδριάσεις του συλλόγου  που  μας ταλαιπωρούσαν κάθε δίμηνο, τρίμηνο για δικαιολόγηση απουσιών και στο τέλος για έκδοση αποτελεσμάτων και χαρακτηρισμό «διαγωγής». Άρχιζαν  με την ανάγνωση συγκεκριμένων εγκυκλίων με τα γνωστά:  « Υπ’ αριθμ. τάδε Π.Δ., τάδε άρθρο, τάδε εδάφιο κλπ.» και με την ανάγνωση συγκεκριμένων παραγράφων  που καθόριζαν με νούμερα και χαρακτηρισμούς την επίδοση των μαθητών, τον τρόπο εξαγωγής του γενικού βαθμού κ.λπ.  Ο χρόνος μου φαινόταν ανιαρός και ατέλειωτος και δεν έμπαινα στον κόπο να τα ακούω όλα παρά μόνο εκείνα που με αφορούσαν άμεσα. Αργότερα για ό,τι δεν ήξερα ρωτούσα το διευθυντή ή τους πιο ενημερωμένους συναδέλφους, με πολλή  βεβαιότητα  και ήσυχη ότι εκείνοι τα ήξεραν.  Τα πράγματα όμως δεν ήταν έτσι και δεν άργησα να το μάθω, με ένα πάθημα.
   Μέσα στο χρόνο ήρθε στο σχολείο  μια  κοπέλα που ζούσε στη Γερμανία και θέλησε,  δίνοντας εξετάσεις, να πάρει τίτλο ελληνικό. Ορίστηκε μια επιτροπή εξετάσεων (στην οποία μετείχα)  και ρωτήσαμε το διευθυντή μας πώς να ενεργήσουμε. Μας είπε ότι θα την εξετάσουμε όπως εξετάζουμε  τα παιδιά που έρχονται από ιδιωτικό σχολείο, για να φοιτήσουν στο δημόσιο. Θεωρήσαμε τη διαδικασία γνωστή και προχωρήσαμε σε εξέταση προφορική και γραπτή. Δείξαμε και την απαραίτητη εκπαιδευτική επιείκεια για ένα παιδί μεταναστόπουλο και όλα πήγαν καλά. Η κοπέλα πήρε το ενδεικτικό της και έφυγε.
  Την επόμενη χρονιά ξαναεμφανίστηκε, για να πάρει τον τίτλο της επόμενης τάξης κι εμείς ακολουθήσαμε τον ίδιο δρόμο. Τα αποτελέσματα όμως για τη μαθήτρια δεν ήταν τα ίδια. Ή η εξεταστέα ύλη γι’ αυτήν ήταν περισσότερη από όση  μπορούσε να αφομοιώσει, ή δεν  είχε διαβάσει, ή τα θεώρησε όλα εύκολα, και προσήλθε μεν στις εξετάσεις, αλλά δεν πήρε βαθμό προαγωγής. Τότε φυσικά κατέφυγε σε άλλο τρόπο διεκδίκησης του τίτλου: προσέβαλε το απορριπτικό αποτέλεσμα, διότι ενεργήσαμε, έλεγε,  παράτυπα. Την εξετάσαμε  προφορικά και γραπτά, ενώ ο νόμος πρόβλεπε  μόνο γραπτή εξέταση. Έγινε η σχετική καταγγελία στην υπηρεσία για ακύρωση των εξετάσεων, αλλά ταυτόχρονα κινήθηκε η διαδικασία να ζητηθούν    και ευθύνες από τους εξεταστές. Κληθήκαμε  σε έγγραφη απολογία, σχεδόν όλος ο σύλλογος, αφού  για δυο χρόνια   όλοι είχαμε μπλέξει με αυτές τις εξετάσεις,  καθώς για κάθε μάθημα ορίζονταν και δυο εξεταστές.  Ήταν μια υπόθεση σοβαρή για τον καθένα μας το ότι   έπρεπε   να απολογηθούμε  για κάτι που  κάναμε  με καλή πίστη και με πολλή φροντίδα για τη μαθήτρια, αλλά τη  βλέπαμε και λίγο αστεία την περιπλοκή, γιατί όλοι είχαμε ένα και μόνο και το ίδιο  επιχείρημα: έτσι μας υπόδειξε ο διευθυντής να εξετάσουμε. Και  οι απολογίες μας είχαν βγει κυριολεκτικά  με καρμπόν.
   Το θετικό και αξιόλογο στην περίπτωση αυτή ήταν η συμπεριφορά του επιθεωρητή και οι συζητήσεις που κάναμε μαζί του. Υπηρεσιακά ο άνθρωπος αυτός, αξιολογότατος, πολύ πριν από το περιστατικό που σας αφηγήθηκα,  ήταν για μας ένας πραγματικός σύμβουλος. Είχαμε πολύ καλές σχέσεις, δεν τον βλέπαμε με φόβο, συζητούσαμε  τα εκπαιδευτικά θέματα και  προβλήματά μας  πολλές φορές στις επισκέψεις που έκανε  στο σχολείο μας όχι για να μας επιθεωρήσει, αλλά απλώς  για να πιει έναν καφέ και να βρει την ευκαιρία να μας γνωρίσει καλύτερα, να μας βοηθήσει στο έργο με το λόγο του, με την πείρα του. Η καλή γνώμη που είχε σχηματίσει για μας, ο πρότερος έντιμος βίος που λένε και στα δικαστήρια,  τον έκανε να μας κρίνει και με τη σχετική επιείκεια.  Το παράπτωμα ήταν υπαρκτό και δεν μπορούσε να το αγνοήσει. Ξεμπλέξαμε όμως με μια απλή επίπληξη γιατί, όπως μας είπε, άγνοια νόμου τιμωρείται και την ευθύνη για την πράξη μας την είχαμε εμείς, όχι ο διευθυντής. Εκείνου η ευθύνη ήταν αλλού, στο ότι δεν αναζήτησε το σχετικό νόμο, τον οποίο και εμείς οφείλαμε να είχαμε αναζητήσει, βέβαια.
   Η ιστορία αυτή με πείραξε, γιατί μου έδειξε πως δε λειτούργησα σωστά και υπεύθυνα. Άλλαξα συμπεριφορά. Στις συνεδριάσεις αναζητούσα τα σχετικά έγγραφα και για ό,τι έκανα είχα εμπιστοσύνη μόνο στον εαυτό μου και πάντα θυμόμουν το «χαρτί μιλήσει, χωριάτης πάψει» κι ας με έλεγαν τυπική.  Εγώ με την τακτική αυτή   δεν   αγωνιούσα  πια για το  αν  αυτό που έκανα ήταν ορθό και σύμφωνο με το νόμο.  Με  γνώση και ευθύνη έπαιρνα θέση σε κάποιο θέμα. Απέφευγα  συγχύσεις  που θα μου προκαλούσε η διαπίστωση ότι ενήργησα εσφαλμένα και, ίσως,  σε βάρος άλλων.  

                                                                                                            Θεοδώρα Ζωγράφου - Βώρου

 κορυφή σελίδας