Ιστορίες από την εκπαιδευτική μου ζωή
 Λευκή Απεργία
στην Ε΄τάξη Εξαταξίου Γυμνασίου


Και τώρα ας μιλήσουμε για τη λευκή απεργία που σας υποσχέθηκα,
Το περιστατικό συνέβη στην Πέμπτη τάξη του παλιού εξαταξίου γυμνασίου, σημερινή  β΄ Λυκείου, στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο.
Όσα έγιναν είχαν σχέση με τη δική μου στάση και συμπεριφορά, που και αυτή πάλι  την καθόριζαν οι συνθήκες μέσα στις οποίες λειτουργούσα. Και θα αναφερθώ πρώτα σ’ αυτές, γιατί μόνο έτσι μπορεί να κατανοηθεί και το πάθημά μου.
    Ήμουν νέα καθηγήτρια, διορισμένη σε ένα μικρό σχολείο, έξι τάξεις όλο κι όλο, πράγμα που σήμαινε ότι οι καθηγητές ήταν λίγοι στον αριθμό, τα αντικείμενα που έπρεπε να διδάξω ήταν πολλά  και ποικίλα,  τα εφόδιά μου  σίγουρα λιγότερα από τα απαιτούμενα και ο χρόνος μελέτης για το καθένα κατανάγκη περιορισμένος. Ένα  μόνο περίσσευε: η θέληση μου να κάνω καλά τη δουλειά μου κι αυτό μεταφραζόταν σε απόφαση πάντα να προετοιμάζομαι όσο μπορούσα καλά γι’ αυτό που  δίδασκα. Μα αυτό δεν ήταν αρκετό, όπως έδειξαν τα πράγματα.
   Είχα, κι ας μην το καταλάβαινα, την ανασφάλεια του πρωτόπειρου, αλλά και τον εγωισμό να μη  δώσω την ευκαιρία σε κανέναν  να με σχολιάσει δυσμενώς. Βρήκα συναδέλφους πολύ καλούς, με  πείρα και με πολλές γνώσεις γενικές και ειδικές και ένιωθα δέος μπροστά τους. Ήταν   κι εκείνη η αίθουσα, όπου έκανα μάθημα, που έκανε για μένα πιο δύσκολα  τα πράγματα: χωριζόταν από τις διπλανές με ξύλινο παραβάν και έτσι ό,τι γινόταν στην τάξη μου ακουγόταν  δίπλα και σίγουρα, σκεπτόμουν εγώ, σχολιαζόταν ή θα μπορούσε να σχολιάζεται  Ήμουν δηλαδή συνέχεια «υπό παρακολούθηση και εξέταση»  κι αυτό καθόριζε τη συμπεριφορά μου: πάντα έτοιμη, τυπική και αυστηρή στο καθήκον: εξέταση, παράδοση και καμιά απώλεια χρόνου.
   «Στην τσίτα», που λέμε, πάντα, δε θυμάμαι να άρχισα το μάθημα με χαμόγελο ή με ένα αστείο, δε θυμάμαι να έδωσα την ευκαιρία στους μαθητές να με πλησιάσουν, να μου μιλήσουν, να μου εμπιστευθούν κάποιο πρόβλημα ή μια δυσκολία που συναντούσαν στα μαθήματά τους τουλάχιστο. Δε θυμάμαι να τους έδωσα την ευκαιρία στο μάθημα να μου κάνουν ελεύθερα κάποια ερώτηση. Και ήταν μεγάλα παιδιά κι  εγώ μόλις 24 χρόνων , θα μπορούσαν μερικά από αυτά να ήταν και φίλοι μου, και σίγουρα εγώ έπρεπε να καταλαβαίνω τα προβλήματά τους. Μα αυτό   δε γινόταν, όπως έδειξαν τα πράγματα.
   Και η στάση μου δεν οφειλόταν μόνο στην απειρία  και τους φόβους μου και σε όσα άλλα προανέφερα. Ήταν και κάτι άλλο ιδιότυπο: το σχολείο ήταν νεοσύστατο και τον προηγούμενο χρόνο αντιμετώπισε κάποιες δυσκολίες στις σχέσεις συνεργασίας  μαθητών και δασκάλων και ο δικός μου φόβος τις είχε μεγαλοποιήσει. Ήταν κι εκείνη η συμβουλή που μου έδωσε συνταξιδιώτης, επιθεωρητής κάποιας άλλης υπηρεσίας, όταν με είδε να ψάχνω με αγωνία από το παράθυρο του λεωφορείου  να δω επιτέλους την πόλη στην οποία πήγαινα να αναλάβω υπηρεσία και στην οποία δεν είχα κανένα γνωστό. «Εδώ που έρχεσαι»  μου είχε πει, «πολλά να ακούς και λίγα να λες, να προσέχεις πολύ».
     Με τέτοιες προϋποθέσεις, το μόνο που μου έμεινε ήταν να φανώ δυνατή, να επιβληθώ, «να σταθώ» με τη δουλειά μου, τη σοβαρότητα και    την αυστηρότητά μου.
   Αυτό προσπαθούσα να κάνω. Και στο μάθημα που μας απασχολεί σήμαινε: καλή προετοιμασία, γραμματική, σύνταξη, το κείμενο να μπει στη συντακτική σειρά, μετάφραση και ανακεφαλαίωση. Τίποτε πιο τυπικό, τίποτε πιο αυστηρό και απωθητικό. Και παρά ταύτα η βοήθεια και η συμμετοχή των μαθητών στο μάθημα δεν ήταν κακή. Και είχα την απαίτηση να τα μαθαίνουν οι μαθητές μου όσα δίδασκα, και  ποτέ δεν  αναρωτήθηκα αν αυτά τους ενδιέφεραν.
    Η απόδοση σε μια τέτοια διδασκαλία τυπική, χωρίς ένα ευρύτερο  σχολιασμό, χωρίς μια προέκταση σε θέματα ιστορίας, πολιτικής, κοινωνίας, που να ζωντανεύουν το κείμενο και να δικαιολογούν την ενασχόλησή μας με αυτό σήμερα, δεν ήταν καθόλου καλή· κι  εγώ το έδειξα στους μαθητές μου με μια πολύ χαμηλή βαθμολογία, η οποία μετέφερε την ευθύνη όλη στα παιδιά και δεν άγγιζε εμένα. Έτσι τουλάχιστο το ένιωθα τότε. Και στήριξα τη βαθμολογία μου στα γραπτά τους και δεν έλαβα υπόψη μου  καθόλου  την προφορική συμμετοχή τους στο μάθημα,  τις γραπτές εργασίες    τους,  όλα τέλος πάντων όσα συνυπολογίζονται στη βαθμολογία διμήνου / τρίμηνα. Κι ακόμα ήταν μια βαθμολογία χωρίς παιδαγωγική επιείκεια και κατανόηση προς τους μαθητές.
    Η αντίδραση ήρθε άμεση, αλλά βουβή. Αντί να διαμαρτυρηθούν,  να ζητήσουν εξηγήσεις για τη χαμηλή βαθμολογία, προτίμησαν να δείξουν το θυμό και την απογοήτευσή τους με άρνηση να μου μιλήσουν, άρνηση  συμμετοχής στο μάθημα και άρνηση όλης της  τάξης. Εγώ ρωτούσα, εγώ απαντούσα κι ένιωθα όλη την ώρα καρφωμένα τα μάτια τους πάνω μου με έκφραση πικρίας ή οργής ή και ειρωνείας. Προσπάθησα να καταλάβω τη στάση τους, ρώτησα τι συνέβαινε, αλλά ούτε εξήγηση πήρα ούτε συμμετοχή κέρδισα. Με τρόμαξαν, αλλά έπρεπε να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Δεν ξέρω πόσο το κατάφερα, αλλά δεν μπορούσα και να μιλήσω πουθενά, να ζητήσω κανενός τη βοήθεια. Το έβλεπα και λίγο ως θέμα αξιοπρέπειας. Ήταν ένα πρόβλημα που έπρεπε να το λύσω εγώ και μόνο εγώ, αφού  εγώ το δημιούργησα.  «Ο τρώσας και ιάσεται»  (αυτός που προκάλεσε το τραύμα, την πληγή, αυτός και θα το γιατρέψει), λέει η παλιά ρήση. Αλλά δε φάνηκα καλός γιατρός. Και ό,τι ακολούθησε θα μπορούσε να είναι  χειρότερο για μένα και για τη δουλειά μου.
    Απάντησα σε πρώτη φάση με αυστηρότητα και χωρίς τη μεγαλοψυχία του παιδαγωγού. Αντί να αγνοήσω την αντίδραση, αντί να συζητήσω μαζί τους έστω και με τη σιωπή τους, αντί να παραδεχτώ-μέσα μου-   πως η δική μου αυστηρότητα ξεπερνούσε τα όρια και να υποσχεθώ πως θα προσπαθούσα να ομαλοποιηθούν τα πράγματα, προτίμησα όλη την ώρα που εκείνοι αρνούνταν την εξέταση  εγώ να παραδίδω ύλη διπλάσια και τριπλάσια από την κανονική και με παιδαγωγικά κριτήρια αφομοιώσιμη, ύλη που θα ήταν εξεταστέα στις γραπτές εξετάσεις του εξαμήνου, κάτι που σίγουρα το υπολόγιζαν, αν όχι όλοι, τουλάχιστον  κάποιοι μαθητές που ήθελαν την καλή βαθμολογία και μπορούσαν να την έχουν. Πέρασαν έτσι  τρεις , τέσσερις μέρες και το δράμα μου ήταν μεγάλο και κρυφό.
    Κάποια στιγμή, είτε από φόβο ότι εγώ θα προχωρούσα σε παράδοση ύλης πολλής, είτε γιατί κάποιοι δε συμφωνούσαν  στην αντίδραση  ή στη συνέχισή της, είτε γιατί με λυπήθηκαν (όπως μου έλεγε πρόσφατα μια  από τις μαθήτριες εκείνης της τάξης), δειλά, δειλά άρχισαν να λύνουν τη σιωπή τους, να σπάζουν τη λευκή απεργία τους.
    Κι εδώ , αντί να πω δόξα στο θεό που όλα τέλειωσαν,  έκανα ένα ατόπημα, για το οποίο μετάνιωσα αμέσως και το οποίο  θα μπορούσε να μου στοιχίσει πολύ περισσότερο. Ειρωνεύτηκα  το ότι έλυσαν τη σιωπή τους, πρόβαλα πάλι τη δύναμη της εξουσίας, τη δύναμή μου. Σίγουρα μια τέτοια στάση ήταν στάση εκδίκησης, καθόλου   ευγενική και  δεν ταίριαζε στο παιδαγωγικό ήθος μου, αλλά ήταν,  τώρα που το σκέπτομαι, έκφραση του πανικού μου. Ευτυχώς που γρήγορα κατάλαβα την αγένειά μου και σιώπησα, ευτυχώς που τα παιδιά δε με τιμώρησαν και γι’ αυτό και το περιστατικό έληξε. Πάντως μου έμαθε μερικά σημαντικά, όπως :
  • Να  μη χρησιμοποιώ τη βαθμολογία ως μέσο επιβολής ή τιμωρίας.
  • Να μην είμαι απόλυτη και αυστηρή στην κρίση και η βαθμολογία μου να αντιπροσωπεύει όλη την προσπάθεια που καταβάλλουν τα παιδιά, προφορική και γραπτή.
  • Να στοχάζομαι περισσότερο  πάνω στο αντικείμενο διδασκαλίας μου και να μη θεωρώ ότι αυτό που διδάσκω  και αρέσει σε μένα είναι και για τα παιδιά εξίσου σημαντικό  και ενδιαφέρον. Κι αν βρω ότι ούτε σημαντικό το βρίσκουν, ούτε ενδιαφέρον μπορεί να είναι, να αναζητώ  τρόπους να το εμπλουτίζω, ώστε να γίνεται  ευχάριστο και πιο σημαντικό.
  • Να στοχάζομαι γενικότερα την εκπαιδευτική πραγματικότητα (σκοπούς, προγράμματα, βιβλία, μαθησιακή διαδικασία).
  • Τέλος, να προσπαθώ να γνωρίσω περισσότερο τους μαθητές μου, να τους πλησιάζω περισσότερο, να μου έχουν κάποια εμπιστοσύνη και να μπορούν να μου φανερώσουν / εμπιστευτούν   προβλήματά τους, τα οποία τους εμποδίζουν στη μαθησιακή τους προσπάθεια και στη λύση των οποίων μπορώ ή οφείλω να μπορώ να βοηθήσω.
    Αν υπάρχουν  όλα αυτά  κι αν  δημιουργηθεί μια πιο ζεστή σχέση με το  μαθητικό ακροατήριό  σου είναι πολύ πιθανό  πως δε θα γευτείς την αγωνία και την πίκρα   την  άρνησης τους,  αγωνία που, αν δεν τη νιώσεις, δεν μπορείς να την καταλάβεις.
    Κι όταν υπάρχουν, ασφαλώς η παιδαγωγική ατμόσφαιρα βελτιώνεται  για όλους, διδάσκοντες και διδασκόμενους.
 
                           

                                                                                                 Θεοδώρα Ζωγράφου - Βώρου

 κορυφή σελίδας