Ευγενία Φακίνου,
Έρως, Θέρος, Πόλεμος.
Μυθιστόρημα, έβδομη έκδοση.
Εκδόσεις Καστανιώτη.

   Είναι γνωστές οι επιτυχίες των βιβλίων της Ευγενίας Φακίνου κι αυτό το βιβλίο που τώρα παρουσιάζουμε είναι μία από αυτές. Ήδη τώρα, Σεπτέμβριο του 2003, κρατώ στα χέρια μου την έβδομη έκδοση, η πρώτη  τυπώθηκε τον Απρίλη του 2003.
     Η σημείωση στο τέλος του βιβλίου μας πληροφορεί: «Το βιβλίο βασίζεται σε γεγονότα, προσωπικές μαρτυρίες και ημερολόγια. ….για τα ιστορικά γεγονότα χρησιμοποίησα την Ιστορία του Εικοστού Αιώνα, Εκδόσεις Χρυσός Τύπος, το Διαδίκτυο και το αρχείο της εφημερίδας Τα Νέα. Οι σελίδες  που περιγράφουν  την εθνική γιορτή στο Στάδιο της Αλεξάνδρειας το 1944 περιέχουν φράσεις από το βιβλίο  Η Νυχτερίδα του  Στρατή  Τσίρκα, εκδόσεις Κέδρος, που αναφέρονται στο ίδιο γεγονός».
    Η σημείωση αυτή, πέρα από το να δίνει το υπεύθυνο ήθος της συγγραφέως, σκιαγραφεί και το ύφος του μυθιστορήματος: έχει τη ματιά στην προσωπική ζωή ενός ανθρώπου και ταυτόχρονα αυτή τη ζωή  την προβάλλει στα δρώμενα, στην ιστορία μιας εποχής. Έχει τη μικρή ιστορία σε φόντο μιας μεγάλης σε σημασία και γεγονότα εποχής. Παρακολουθεί  τα ιστορικά γεγονότα και σκύβει στην προσωπική περιπέτεια κάποιων απλών ανθρώπων, που κινούνται στη δίνη του πολέμου και η ζωή τους σημαδεύεται από αυτά. Έχει η αφήγηση την αλήθεια και τη ζεστασιά της προσωπικής  μαρτυρίας και τη γοητεία της ανάμνησης. Έχει επιπλέον ο λόγος και γενικά η αφήγηση στο μυθιστόρημα αυτό έκδηλη την προσωπικότητα της Ευγενίας Φακίνου.  Οι ιστορίες της είναι μικροί ζωγραφικοί πίνακες, με πολύ προσεγμένη τη λεπτομέρεια, δουλεμένη με τέχνη και με τη διάθεση να σε στρέψει στο ουσιαστικό,  στο αξιοπρόσεκτο, το αξιοσημείωτο και να μη σε κουράσει με  την επανάληψη και τα πολλά λόγια. Ο λόγος της συχνά σε διαλογική  μορφή, κάποτε στη ντοπιολαλιά της Σύμης, δραματοποιεί την αφήγηση και   σε παρασύρει έξω από την ψυχρή σελίδα ενός βιβλίου, σε φέρνει στη ζωή κι εκεί  ξέρει να σε ξεναγεί εκεί που πρέπει.
Μου αρέσει, όταν διαβάσω ένα βιβλίο,  να αναζητήσω κάποια βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Νομίζω πως έτσι ολοκληρώνω  την εικόνα που έχω για το βιβλίο, γιατί, από επαγγελματική διαστροφή ίσως, δε μένω μόνο στο περιεχόμενο,  αξιολογώ και προσπαθώ να ερμηνεύσω κάποια στοιχεία του έργου, π.χ. τη δομή του , το λόγο του κ.α. Η Ευγενία Φακίνου σπούδασε, διαβάζω, γραφικές τέχνες και ξεναγός….έχει γράψει και εικονογραφήσει πολλά παιδικά βιβλία, δημιούργησε το κουκλοθέατρο «Ντενεκεδούπολη». Οι πληροφορίες αυτές μου ερμήνευσαν το ύφος του συγκεκριμένου  μυθιστορήματος και την επιτυχία γενικά  στις γραφές της κ. Φακίνου.
    Θα ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση με μια σύντομη αναφορά στο περιεχόμενο.
Έχει τρία μέρη τοπικά και χρονικά διαφορετικά: Σύμη 1919 - 1931, η εποχή των θαυμάτων, Αλεξάνδρεια, 1931-45,τα χρόνια της δράσης, Αθήνα 1945 -1990, τα μικροαστικά. Μέσα  στα πλαίσια αυτά παρακολουθεί τη ζωή μιας κοπέλας από τη  Σύμη, της Μαρίας , που είναι και η κύρια ηρωίδα του μυθιστορήματος.
    Στο πρώτο μέρος  η συγγραφέας μας παρουσιάζει την ηρωίδα μέσα στο οικογενειακό  και το ευρύτερο τοπικό κοινωνικό περιβάλλον της Σύμης, από τη γέννησή της ως τα 12 χρόνια της, οπότε φεύγει για την Αίγυπτο.
Ήρθε στον κόσμο με μια δύσκολη γέννα, μεγάλωσε σε μια οικογένεια ποιμένων και έζησε μια ζωή «αρχαία» μας λέει η συγγραφέας, που σημαίνει: « τη ρύθμιζαν οι εποχές, τα γεννητούρια των προβάτων, η ωρίμανση των καρπών, η άνθιση των κυκλάμινων, ο πρώτος περίπατος των σαλιγκαριών μετά τα πρωτοβρόχια ή το μάζεμα των άγριων μανιταριών. Όλα είχαν μια τάξη απαραβίαστη».
Η φοίτησή της στο δημοτικό σχολείο ήταν ένα πραξικόπημα της Ελένης, της μητέρας της Μαρίας,  απέναντι στον άντρα της, ο οποίος είχε την άποψη πως τα γράμματα δεν είναι για τα κορίτσια. Αυτό όμως το γεγονός άλλαξε τη ζωή της Μαρίας, άνοιξε νέους ορίζοντες γι’ αυτήν, κι όταν αναγκάστηκε να διακόψει, για να μείνει με τον πατέρα της στο κοπάδι, πήρε την απόφαση να φύγει από το νησί, πράγμα που έκανε στα δώδεκά της χρόνια.
Στο σχολειό απέκτησε φίλες, γνώρισε τη ζωή τους και διαπίστωσε την κοινωνική διαφορά που υπήρχε ανάμεσά τους.
Και μαζί με αυτά και πίσω από αυτά παρακολουθούμε την ιστορία και τη ζωή της Σύμης τότε καθώς και το φρόνημα των κατοίκων της: Συλλαλητήρια το 1919 με αίτημα την ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα, προσπάθειες που δεν έφεραν αποτέλεσμα και έκαναν πιο μισητή την ιταλική κατοχή στο νησί. Οι νέοι φεύγουν όχι απλά για να βρουν δουλειά, καθώς η Σύμη φθίνει οικονομικά, αλλά γιατί κύρια δε θέλουν να βλέπουν τον Ιταλό.
Το 1928  «έρχεται ο ηλεκτρισμός» και η ζωή αλλάζει στο νησί,  καθώς μαζί του έρχονται και άλλα θαυμαστά: ραδιόφωνο, κινηματογράφος κ.α.
Από τα πολλά ωραία ξεχωρίζω δυο ενότητες, εκείνη της δύσκολης γέννας της Ελένης, για το ρεαλισμό της, και την άλλη των εγκαινίων της  Ηλεκτρικής Εταιρίας, που  δίνει τόσο ζωντανά την απορία αλλά και τον ενθουσιασμό της Μαρίας μπροστά στο καινούργιο.
     Το δεύτερο μέρος  είναι αφιερωμένο στη ζωή της Μαρία στην Αίγυπτο, όπου, ήρθε με πρόσκληση μια  θείας της. Ήρθε με όνειρα για σπουδές και αποκατάσταση, αλλά γρήγορα απογοητεύθηκε, καθώς πολύ σύντομα διαπίστωσε πως η θεία την προόριζε για υπηρέτρια δική της και της νύφης της. Η Μαρία, που είχε στο αίμα της το πείσμα και την αποφασιστικότητα της γιαγιάς και της μάνας της, δεν το δέχτηκε κι έφυγε. Τύχη καλή, γνώρισε μια ηλικιωμένη γαλλίδα, την μαντάμ Αλουάρ,  συνδέθηκε μαζί της την και έζησε κοντά της στο Πορτ Σάιντ  ως  mademoiselle de compagnie.  Αυτή  η αξιοπρεπέστατη σχέση καθόρισε τη ζωή της. Η κ. Αλουάρ την αγάπησε πραγματικά, της έμαθε τη γαλλική γλώσσα, την τέχνη της νοσοκόμας, με την οποία επιβίωσε αργότερα μετά το θάνατο της γαλλίδας, την κοινωνική συμπεριφορά.
     Στο Πόρτ Σάιντ  τη βρήκε η κήρυξη του  πολέμου. Εκεί  γνώρισε την αγάπη ενός άνδρα, ενός Ιρλανδού στρατιώτη, αλλά γεύτηκε και την πίκρα του θανάτου του αδερφού της κι αυτού του Ιρλανδού, που θα γινόταν άντρας της. Μετά το θάνατο του  αγαπημένου  της  η Μαρία έρχεται στην Αλεξάνδρεια και εργάζεται στο Κοτσίκειο Νοσοκομείο. Μαζί της  ζούμε κι εμείς τον πόλεμο  όπως τον βίωσαν οι Έλληνες της Αιγύπτου, τη φρίκη του όπως τη βλέπει στο νοσοκομείο η ηρωίδα μας, όπως  την αποτυπώνει στις σκληρές σκηνές από το μολυσματικό τμήμα του Νοσοκομείου και από τη Χεντέρα, αργότερα.
    Στην Αλεξάνδρεια παντρεύτηκε, τον Κυριάκο, έναν υπαξιωματικό του Ναυτικού και το Δεκέμβρη του 1945 ήρθε με την κόρη της στην Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση. Ένα νέος κόσμος, άγνωστος, ανοίγεται για τη Μαρία και για μας στο τρίτο και τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος. Δύσκολοι καιροί πολιτικά, οικονομικά, ο άντρας της μακριά και η ίδια μόνη σε ένα  οικογενειακό περιβάλλον  που έχει άλλες αντιλήψεις από εκείνες του δικού της. Γρήγορα όμως  η ίδια παίρνει τη ζωή στα χέρια της, αποφασίζει  πάλι να εργαστεί, να αξιοποιήσει  την τέχνη που είχε μάθει, και να αντιμετωπίσει τη ζωή. Γνωρίζει   ανθρώπους  και   ευαισθητοποιείται στα κοινωνικά προβλήματα και ανάλογα διαπαιδαγωγεί και τις δυο κόρες της.
     Την ιστορία της στο μέρος αυτό την αφηγείται η κόρη της, που  σκιαγραφεί πολύ ωραία το χαρακτήρα της μητέρας της, αλλά παράλληλα παρουσιάζει και σχολιάζει εύστοχα  και  τη δική   της σχέση με τους γονείς, τη ζωή της οικογένειας όλης και τη  δική της μύηση στην κοινωνική και πολιτική  ιδεολογία. Και πίσω από όλα αυτά,   προβάλλει η ζωή της Αθήνας, κύρια η πολιτική. Με κινηματογραφική ταχύτητα θα έλεγα περνούν από μπροστά μας όλα τα γεγονότα της περιόδου  1960-74. Και είναι τόσα πολλά και δοσμένα με συντομία, αλλά και τόση ακρίβεια και  διαλεγμένη λεπτομέρεια,  που έχεις την  αίσθηση  ότι διαβάζεις Ιστορία. Σε  ευχαριστεί που «ακούς» αυτά που ξέρεις, αλλά χάνεται, νομίζω,  για λίγο η γοητεία της λογοτεχνίας.
     Το μυθιστόρημα κλείνει  καθώς κλείνει και ο βιολογικός κύκλος της Μαρίας. Αντίο Μαριώ μου. Αντίο Αλεξάνδρεια , είναι τα τελευταία λόγια του φίλου που τόσο την αγάπησε.
Είναι ένα ωραίο ανάγνωσμα και αξίζει να το επιχειρήσει κανείς.