Ιστορίες από την εκπαιδευτική μου ζωή

            
Ποιος βλάκας σου τα έμαθε  αυτά;
 
Ή επί  το χριστιανικότερο:
Όταν δε γνωρίζει η δεξιά τι ποιεί η αριστερά…..

 

            Τα παραπάνω ευγενικά χαιρετίσματα δέχτηκα από συνάδελφο και όχι βέβαια από κακία της ή από κάποιο άλλο προσωπικό λόγο αντιδικίας ανάμεσά μας, αλλά γιατί, καθώς εκείνη δίδασκε στο Λύκειο και εγώ στο Γυμνάσιο, δεν γνώριζε ή καλύτερα δε φρόντισε να ενημερωθεί  για την ύλη που διδασκόταν στο Γυμνάσιο  και έπεσε θύμα της άγνοιάς της. Φαντάζομαι ότι και ντράπηκε και στενοχωρήθηκε, όταν έμαθε το πού έστελνε τα χαιρετίσματα, γιατί το ήξερε πως δεν μου ταίριαζαν, αλλά ποτέ δε μιλήσαμε γι’ αυτό….
        Επειδή θεωρώ πως το περιστατικό μπορεί να ενδιαφέρει κάθε εκπαιδευτικό, θα σας το αφηγηθώ εκτενέστερα.
         Συνέβη την εποχή που η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του  1978 γενικά και ειδικά στο μάθημα της γλωσσικής διδασκαλίας της Νεοελληνικής Γλώσσας εφαρμοζόταν σταδιακά, πρώτα   στο Γυμνάσιο,   και δεν είχε περάσει ακόμη στο Λύκειο. Και όπως συμβαίνει,  το μακάριο Υπουργείο μας  δεν είχε φροντίσει να  ενημερώσει τους εκπαιδευτικούς του Λυκείου για τη νέα αντίληψη στη διδασκαλία αυτού του μαθήματος κι εκείνοι δε ένιωσαν την υποχρέωση και την ανάγκη (όπως θα φανεί παρακάτω) να ενημερωθούν μόνοι τους, την ώρα τουλάχιστο που έφταναν  οι πρώτοι μαθητές  που είχαν διδαχτεί το αντικείμενο αυτό στο Γυμνάσιο. Και ήταν τραγελαφικό το πράγμα και το θέαμα,  όταν π.χ.  έπρεπε να διδάξουν Συντακτικό ή καλύτερα να αναλύσουν συντακτικά μια απλή πρόταση.  Οι όροι υποκείμενο, αντικείμενο, επιθετικός  προσδιορισμός και άλλα παρόμοια  ήταν γνωστά και στα δυο μέρη   (σε μαθητές και δάσκαλο), το πως τα αντιλαμβάνονταν συναντούσε δυσκολία  και το δίκαιο το είχαν οι μαθητές, γιατί είχαν σωστή αντίληψη της γλώσσας. Είχαν  μάθει στη γλωσσική διδασκαλία για λεκτικά σύνολα (= σύνολα λέξεων που αποδίδουν μια έννοια π.χ. ο κάτοικος της Αθήνας = ο Αθηναίος) , για το ότι π. χ. μια έννοια μπορεί να αποδίδεται στο λόγο με δυο ή περισσότερες λέξεις, π.χ. η έννοια  Θεός μπορεί να αποδοθεί με το λεκτικό σύνολο «Ο πατέρας του κόσμου όλου», ή  «ο δημιουργός του σύμπαντος»  ή «ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών», και είχαν μάθει καλά πως η λέξη ή το λεκτικό σύνολο  παίρνει κάθε φορά τη σημασία της μέσα στο λόγο. Είχαν  μάθει επίσης να αναλύουν τα ονοματικά σύνολα και να βρίσκουν ποια   λέξη είναι η κύρια, η βασική και ποια  προσδιορίζει την άλλη και να αναγνωρίζουν τι είδους προσδιορισμός είναι, π.χ. επιθετικός προσδιορισμός, όπως φαίνεται στο παράδειγμα «ελληνική γλώσσα»: η γλώσσα είναι η βασική έννοια που προσδιορίζεται από το επίθετο ελληνική. Είχαν  δηλαδή μια άλλη, μοντέρνα, αντίληψη για τη γλώσσα και δεν ήταν αγκυλωμένοι σε ορολογίες και αντιλήψεις  παλιές, καθιερωμένες από άλλες εποχές που πολλές φορές δεν ανταποκρίνονταν στη λογική της γλώσσας, αλλά και στην κοινή λογική. Π.χ. Λέγαμε  παλιά : είναι χρονική πρόταση, γιατί εισάγεται με χρονικό σύνδεσμο ή αιτιολογική, γιατί εισάγεται  με αιτιολογικό σύνδεσμο. Αλληθωρίζαμε παρακολουθώντας την πρώτη λέξη της πρότασης, τον τύπο δηλ., και δε βλέπαμε την ουσία (και σε κάποιες περιπτώσεις  οδηγούμαστε σε λάθος απάντηση. Δε  δούλευε δηλ.  το μυαλό να επισημάνει και να κατανοήσει   ποια σχέση εκφράζει η πρόταση αυτή ως προς το σύνολο  των λεγομένων και ανάλογα  να την χαρακτηρίσει και μάλιστα με πληρότητα, να πει δηλ. ότι εκφράζει μια χρονική σχέση, έναν προσδιορισμό χρόνου, γι’ αυτό ονομάζεται χρονική. Αυτά με τη Μεταρρύθμιση τα διδάσκονταν στο Γυμνάσιο οι μαθητές, για το φιλόλογο του Λυκείου όμως  ήταν άγνωστα ακόμα.
Μακρηγόρησα σε τούτα τα δασκαλίστικα, για να γίνει κατανοητό και σε μη φιλολόγους συναδέλφους  ποια  σχέση  γνωσιακή υπήρχε τότε ανάμεσα σε δάσκαλο και μαθητή , να καταλάβουν και τη στιχομυθία που οδήγησε  στο : « ποιος βλάκας σου τα έμαθε  αυτά»  και να δουν τι έφταιξε για την   απρέπεια της συναδέλφου, για την οποία απρέπεια φυσικά έχει και η ίδια την ευθύνη που της αναλογεί…..
         Ανέλυαν συντακτικά μια πρόταση: «Οι Αθηναίοι ρήτορες είπον ταύτα». Στην αναζήτηση του Υποκειμένου  η μαθήτρια απάντησε «Οι Αθηναίοι ρήτορες». Διαφώνησε η καθηγήτρια, αλλά η μαθήτρια επέμενε. Κανείς δεν πρόσφερε άλλη απάντηση, αφού άλλωστε δεν υπήρχε, και αναγκάστηκε  να απαντήσει η καθηγήτρια: οι ρήτορες. Διαμαρτυρίες από την πλευρά της μαθήτριας και μαζί επιχειρηματολογία για υποστήριξη της θέσης της: «αν, κυρία, Υποκείμενο είναι αυτό για το οποίο κάνουμε λόγο  μέσα στην πρόταση («το περί ού ο λόγος), τότε είναι  το ονοματικό σύνολο οι  Αθηναίοι ρήτορες και όχι οι ρήτορες σκέτο, γιατί  τότε είναι σαν να είπον όλοι οι ρήτορες του κόσμου. Στην ανάλυση του  ονοματικού συνόλου θα μιλήσουμε για το Αθηναίοι, που είναι επιθετικός προσδιορισμός, που περιορίζει το πλάτος της έννοιας ρήτορες……»
Χείμαρρος η Σοφία, που και καλή μαθήτρια ήταν και καλή γνώση και αντίληψη της γλώσσας είχε. Φαντάζομαι πως τώρα που δικηγορεί θα έχει επιτυχίες και της το εύχομαι.
Χείμαρρος η Σοφία, αλλά σε δύσκολη θέση η καθηγήτρια, η οποία   με το κύρος και την εξουσία του  μεγάλου και της έδρας βγήκε από τη δυσκολία με το « Ποιος βλάκας σου τα έμαθε αυτά;»
Το  τι ακολούθησε νομίζω πως το φαντάζεστε και δεν υπάρχει λόγος να το σχολιάσουμε . Εγώ το έμαθα από τα παιδιά, που συχνά έρχονταν στο σχολείο για να συναντήσουν τους παλιούς τους καθηγητές να πουν τις εντυπώσεις τους τις δυσκολίες τους στο νέο σχολείο να τρυφτούν λίγο σαν μικρά μανάρια πάνω μας, να πάρουν  μια συμβουλή, μέχρι να συνηθίσουν στο κλίμα του νέου σχολείου κι αυτό γινόταν γρήγορα
         Αν σήμερα θυμήθηκα   περιστατικό αυτό ,δεν το έκανα από πικρία ή διάθεση να κατακρίνω τη συνάδελφο, αλλά γιατί θέλησα να επισημάνω πόσες φορές  όλοι μας πέφτουμε σε τέτοιο ολίσθημα προτρέχοντας στις κρίσεις μας για άλλους, και έχουμε πολλές «ευκαιρίες» να το κάνουμε. Θυμηθείτε τις εύκολες κρίσεις μας  για σχολεία και συναδέλφους, όταν διδάσκουμε στην Α΄ τάξη του Γυμνασίου ή στην Α΄ τάξη του Λυκείου και μιλούμε για άγνοια ή κενά γνώσης   των μαθητών μας. Ίσως  όσοι διαβάσουν   το σημερινό σημείωμά μου  θα κρίνουν   διαφορετικά τα πράγματα και δε θα βιάζονται να διατυπώνουν μια κρίση υποτιμητική για κάποιον (αλλά και για τους ίδιους τελικά)  και κύρια  άδικη. Ίσως θα σκέφτονται πρώτα αν αυτά που ακούν έχουν βάση και θα θελήσουν να ακούσουν από το μαθητή τους περισσότερες πληροφορίες, εξηγήσεις.
Ίσως γενικότερα δε θα πουν για μαθητή τους «δεν τα παίρνει», δε θα βιαστούν να καταδικάσουν κανέναν και θα αναζητήσουν οι ίδιοι  κάποιους άλλους δρόμους προσέγγισης της γνώσης και των μαθητών τους, αντί να θεωρούν η δική τους  γνώμη μόνη αληθινή και ορθή.
       Θυμάμαι εδώ μια σοφή παρατήρηση  ενός  μετεκπαιδευόμενου δασκάλου πάνω στην άποψη που διατύπωσε καλοπροαίρετα ο άνδρας  μου, λίγο καταδικαστική για κάποιους μαθητές: «μπορεί   να μην τα παίρνουν τα γράμματα»:   Κύριε καθηγητά, εξαντλήσατε όλες τις μεθόδους….για να πείτε ότι «δεν τα παίρνουν»;
Αυτή η παρατήρηση, όπως μου έλεγε, τον συγκλόνισε και του έμαθε     να αναζητά τρόπους  που ενεργοποιούν όλους τους μαθητές στο βαθμό που μπορούν δεν τους καταδικάζουν αλλά και δε δίνουν απαλλακτικό στη συνείδηση του δασκάλου….
 
    
        

                                                                           Θεοδώρα Ζωγράφου Βώρου

 

  κορυφή σελίδας