Μαριάνθης Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή,

Μάνααα,…

 
               Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» ,2003.σ.321

         Το βιβλίο που παρουσιάζω έφτασε σε μένα από μια ευτυχή σύμπτωση  και η ανάγνωσή του μου πρόσφερε μια ξεχωριστή απόλαυση. Επειδή  νομίζω   ότι η υπομονητική  ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου μπορεί να προσφέρει στον κάθε αναγνώστη ξεχωριστή βίωση συγκινήσεων και στοχασμών κοινωνικών, αποφάσισα να το παρουσιάσω.
           Περιλαμβάνει  τέσσερα διηγήματα,  που μπορεί κανείς να τα συνοδεύσει με κάποιο προσδιορισμό, όπως παρακάτω:
Η πικροδάφνη, διήγημα κοινωνικό, ψυχολογικό, τραγικό, ανθρώπινο.
Το αμπελάκι, διήγημα κοινωνικό, ψυχολογικό , τραγικό ανθρώπινο, ηθογραφικό.
Η Εκτέλεση, διήγημα ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό, ιδεολογικό, ηρωικό.
Και εποίησα άνθρωπο, διήγημα εξομολογητικό, ψυχολογικό, συζυγικό / ερωτικό, επιστημονικό, φιλοσοφικό.
       Συγκεκριμένα, το περιεχόμενο και η πλοκή των τεσσάρων διηγημάτων είναι η  ακόλουθη, πολύ συνοπτικά:
       .α΄. Στο πρώτο, την πικροδάφνη, «στην πιο ψηλή πλαγιά του Ταΰγετου……στην άκρη του χωριού»  ήταν χτισμένο το σπιτικό της κυρά Γιαννούς. Η οικογένεια που δημιούργησε με έναν αξιαγάπητο σύζυγο μπορούσε να  είναι ευτυχισμένη με τα τέσσερα παιδιά της,   αλλά κακό ριζικό, ίσως αμάρτημα προγονικό, είχε φέρει νωρίς τη δυστυχία. Το πρώτο κορίτσι, η Φωτεινή,  ήταν «λοβό, παράλυτο, χωρίς λαλιά, χωρίς λογικό και αισθήματα, ένα κουφάρι»…. Πηγή ανείπωτης πίκρας για τη μάνα, που πονούσε πιο πολύ όταν άκουγε τις χαρούμενες φωνές κι έβλεπε γλυκά χαμόγελα με τον   ερχομό των άλλων παιδιών της, του Μήτσου και των δίδυμων κοριτσιών. Ανησυχούσε για τη φήμη που θα έδινε σε όλα τα παιδιά η παρουσία του λοβού στην οικογένεια. «Έκλεισε  λοιπόν  η πονεμένη   μάνα το σπιτικό της σε όλους, συγγενείς και γειτόνους, που άλλο δεν είχαν παρά να κοιτάνε περίεργα το λοβό και να λένε  λόγια….». Λέγανε μάλιστα  πως μια συγχωριανή, η γρια Παπαγεωργίτσα,  της είπε με όλο το μίσος  της ταπεινωμένης ψυχής της: «όλα εδώ πληρώνονται, Βαγγελιώ. Η κατάρα της  Μάνας μου έπιασε και η δική μου». (Για ποιο, άραγε, αμάρτημα, που δεν είχε κάνει η Βαγγελιώ κι ο άντρας της;) Για να φροντίζει λοιπόν η Βαγγελιώ τα παιδιά της, τη Φωτεινή της και τα  άλλα, χωριστά,  απομόνωσε το «λοβό» σε ένα δωμάτιο, το φρόντιζε η ίδια πιο πολύ από όλα τ’ άλλα, αλλά μόνη αυτή έμπαινε στο πάντα κλειδωμένο  δωμάτιο, έκλαιγε, προσευχόταν και αναρωτιόταν : «Τι κακό έκανε,  Θεέ μου, αυτό το άμοιρο πλάσμα; Κι αν αμάρτησε ο πεθερός μου, δεν είναι γέννημα δικό σου και τούτο;…»
Κάποια μέρα στην όλο στοργή κι αγάπη πρόταση του Γιάννη, του άντρα της: «Να πάμε τη Φωτεινή στο ίδρυμα, να κοιτάξεις τ’ άλλα παιδιά μας που έχουνε ζωή, να ανασάνεις λίγο κι έσυ» η απάντησή της ήταν κοφτή: -«Τη Φωτεινή μου δεν τη δίνω σε ξένα χέρια» . Μόνο  ζήτησε από τον άνδρα της  «να  αδειάσει το κατώι…να το συγυρίσει , να το ασπρίσει, να χτίσει το παράθυρο προς το δρόμο, για να μη βλέπουν ούτε να ακούνε τίποτε οι περαστικοί….». Εκεί εγκατέστησε τη Φωτεινή,  μα και τον εαυτό της. Εκεί η ίδια πολλές  φορές τη μέρα και τη νύχτα κατέβαινε να τη φροντίζει,  με την ελπίδα ότι όλοι θα την ξεχάσουν, ακόμα και οι δυο μικρές κόρες που    δεν την είχαν γνωρίσει.
      Κι όταν από δάγκωμα φιδιού έφυγε κι ο άνδρας της και ο 12χρονος γιος της, ο Μήτσος, άντρας πια του σπιτιού , θέλησε να τη βοηθήσει, τον αποστόμωσε: «Αυτό είναι μόνο δική μου υπόθεση».
…………
      Ο καιρός περνούσε μονότονα . Ο Μήτσος στη δουλειά για την επιβίωση. Η Μάνα μέρα νύχτα στη δουλειά και στα παιδιά, στο ανώι και στο κατώι( πάντα μόνη).
Μια δύσκολη χειμωνιάτικη νύχτα, με αγέρα δυνατό και βροχή πολλή, με αστραπές και βροντές  το αγόρι  ξύπνησε  ανήσυχο  και φώναξε : Μάνα! Καμιά απάντηση. Τότε πήγε να κλείσει τα παραθυρόφυλλα, που με το δαιμονισμένο αέρα χτυπούσαν. Μια  φωτεινή αστραπή  φώτισε την αυλή κι ο Μήτσος είδε ολοκάθαρα κάτι αναπάντεχο. Κάτω από τη δυνατή βροχή ξεμαλλιασμένη η Μάνα του κρατούσε στην αγκαλιά της τη Φωτεινή, τη φιλούσε, την ξαναφιλούσε και τελικά την έβαλε προσεκτικά μέσα σε ένα λάκκο  που είχε σκαμμένο στην αυλή. Ύστερα τη σκέπασε  προσεκτικά με άσπρη κουβερτούλα, έριξε από πάνω χώμα και τελικά έσυρε πάνω του πέτρες μεγάλες. Με το φως της άλλης αστραπής είδε την αλαφιασμένη Μάνα του να γυρίζει μόνη πια στο κατώι.
        Αποσβολωμένος  μπροστά σε όσα είδε  εκείνη τη φοβερή νύχτα ο Μήτσος «έμαθε και κατάλαβε όσα σε όλη την υπόλοιπη ζωή του». Έκλεισε   αθόρυβα τα παραθυρόφυλλα και γύρισε στο κρεβάτι…δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Φόβος και τρόμος, μοναξιά και πυρετός τον βασάνιζαν ως το πρωί και την άλλη μέρα. Τις επόμενες μέρες βασάνιζε τη σκέψη του να «δικαιολογήσει» την κουρασμένη  Μάνα για όσα είχε υποφέρει ως εκείνη τη φοβερή νύχτα που είχε «αποχαιρετήσει» με φιλιά μες στη βροχή την αγαπημένη της Φωτεινή. Κι ένα βράδυ, όταν γύρισε κατάκοπος από το χωράφι έμαθε από τη Μάνα του το μεγάλο μυστικό: «Μήτσο, μου, το απόγευμα που έλειπες ήρθανε από το Ίδρυμα και πήρανε τη Φωτεινή μας. Το σκέφτηκα πολύ, Μήτσο μου, πριν αποφασίσω να τη δώσω,  θα είναι καλύτερα για κείνην εκεί»!
        Την άκουσε σα χαμένος. Μέσα στη σκέψη του  την είχε συγχωρήσει για τη φοβερή εκείνη νύχτα με τη βροχή…κι ένιωθε συμπόνια για τη βασανισμένη Μάνα του. Και κάποιο άλλο βράδυ επιστρέφοντας  κουρασμένος  είδε  στο μέσο της αυλής φυτεμένη μια πικροδάφνη, στη θέση εκείνη, όπου η Μάνα χιλιαγκάλιαζε και αποχαιρέτησε τη Φωτεινή της. 
         Η πικροδάφνη μεγάλωνε , ψήλωνε και….όλα τα επόμενα χρόνια η Κυρά Γιαννού εκεί οργάνωνε  όλη την καθημερινότητά της, φρόντιζε τα παιδιά της  κι αργότερα και τα  εγγόνια της, παιδιά του γιού της.  Κανείς  δε μίλησε ποτέ   για τη φοβερή εκείνη νύχτα, όμως  μέρα και νύχτα συντρόφευε κάτω  από την πικροδάφνη την αλησμόνητη κόρης της. Μόνο κάποτε φρόντισε να πει στο γιό της ότι «έλαβε μήνυμα  από το Ίδρυμα πως τέλειωσαν τα βάσανα της Φωτεινής». Εκείνος το δέχτηκε με ανακούφιση για….. τη  Μάνα του, που έκλεινε έτσι το βαρύ μυστικό της.
        Πέρασαν κι άλλα χρόνια, ήσυχα, η Βαγγελιώ ένιωθε  πως η καρδιά της αδυνάτιζε και ήθελε να ξοφλήσει ένα χρέος βαρύ και μυστικό. Ένα  βράδυ λοιπόν, με κακοκαιρία βαριά , όπως εκείνη τη φοβερή νύχτα,  εξομολογήθηκε στο γιο της με τρεμάμενη φωνή: «Μήτσο μου, θέλω κάτι να σου πω πριν πεθάνω…δεν αντέχω να πάρω το μυστικό στον τάφο μου, δεν ξέρω αν θα με καταλάβεις, αν θα με συγχωρέσεις, αν…». ο Μήτσος την ευκόλυνε: «Μην κουράζεσαι Μάνα, ήταν και δικό μου το  μυστικό. Τα είδα όλα εκείνη τη  νύχτα…Μα κανένας δεν έχει δικαίωμα να σε δικάσει»…
 Και  άκουσε ευλαβικά το αίτημά της: «Πρέπει να ξεχώσω τη Φωτεινή…κι όταν πεθάνω να μου βάλεις τα κοκκαλάκια  της στην αγκαλιά μου…»
«Να είσαι ήσυχη,  Μάνα» …
«Από το ρυτιδωμένο πρόσωπό της ανάβλυσε ένα φως πιο γλυκό από εκείνο της αυγής,  που άρχιζε να ανατέλλει…».
 
Το δεύτερο στη συλλογή διήγημα , Το αμπελάκι , από άποψη  περιεχομένου και τεχνοτροπίας κινείται σε ανάλογο κοινωνικό χώρο  με το προηγούμενο. Ηθογραφικό κείμενο, προβάλλει  τις  προκαταλήψεις  και αδυναμίες μιας  μικρής κοινωνίας ,  με τις οποίες έχει να παλέψει η Μάνα ως μάνα και  γυναίκα. Είναι   το εκτενέστερο (σελ. 47- 123) και νομίζω ότι οποιαδήποτε συνοπτική παρουσίαση θα είναι ελλειμματική σε σύγκριση προς την ανάγνωση / απόλαυση του όλου.
         Το τρίτο στη σειρά  διήγημα, η Εκτέλεση έχει ξεχωριστή αναφορά ιστορική (στον Εμφύλιο) και παρουσιάζει την αξιοθαύμαστη συμπεριφορά μιας ηρωίδας Μάνας, που το Στρατοδικείο της εποχής καταδίκασε το γιο της (και άλλους μαζί νέους αγωνιστές) σε θάνατο. Και περίμεναν οι καταδικασμένοι την ώρα της Εκτέλεσής τους.
    Το αμάρτημά τους ότι στα πλαίσια της Πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης στρατεύτηκαν με τη θέλησή τους να αγωνιστούν για τη λευτεριά, για αξιοπρέπεια, για να οικοδομήσουν έναν καινούργιο κόσμο. Τίμημα  για την τόλμη τους  η θανατική ποινή. Η κύρια φροντίδα τους ως την ημέρα της εκτέλεσης : να σταθούν γενναίοι μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, με πραγματική λεβεντιά, με αξιοπρέπεια, όπως αρμόζει στην ιδεολογία τους για αναμόρφωση του ανθρώπου, της κοινωνίας.
         Μα ιδιαίτερα αξιοθαύμαστη ήταν η συμπεριφορά της Μάνας στο διάστημα που περίμενε την Εκτέλεση του παιδιού της …. Η ταλαιπωρημένη από την κοινωνία  Μάνα , η κυρά Λέγκω, η Μάνα του Ανέστη:
     Είχε παρακολουθήσει με  εύλογη αγωνία και μητρικό πόνο τη δίκη  του παιδιού της στο στρατοδικείο.
     Ένιωθε ότι η απόφαση του δικαστηρίου ήταν «προδικασμένη», αλλά παρακολουθούσε αγέρωχη, γιατί σκεφτόταν  ότι τα κλάματα των συγγενών σε κείνη την αίθουσα αποτελούσαν προσβολή για την αξιοπρέπεια των γενναίων παιδιών, που είχαν στρατευθεί με τη θέλησή τους  και τη λεβεντιά τους  για έναν  καλύτερο, δικαιότερο κόσμο.
    Όταν ήρθαν στο νου της σκέψεις αγωνίας και τρόμου, τίναξε το κεφάλι της για να τις διώξει ως ανεπιθύμητες. Θυμόταν και τις άλλες δυσκολίες,  ότι ο άντρας της ήταν κι αυτός στην εξορία –και πριν από τον πόλεμο και  μετά- και αντιστεκόταν περήφανος και ήθελε και το γιο του περήφανο.
     Θυμόταν τη σειρά των αγώνων: Αντίσταση στους κατακτητές, Απελευθέρωση, Δεκέμβρης (νέα ξενική επέμβαση), Βάρκιζα, τρομοκρατία, κυνηγητό, ξανά στο βουνό, εμφύλιος και τώρα στρατοδικείο για το παιδί της με την κατηγορία της κατασκοπείας  ….είκοσι χρονών παλικάρι….
    Η απόφαση αναμενόμενη αλλά τρομερή: «τρις εις θάνατον» για τον Ανέστη της και δυο άλλα παλικάρια… «Μέσα σε λίγες μέρες η Λέγκω γέρασε», μα έμενε αγέρωχη. Η σκέψη της στην ημερομηνία της Εκτέλεσης και στην τελευταία επίσκεψη   στη  φυλακή την παραμονή να συμβουλέψει τα παιδιά πώς να σταθούν περήφανα εκείνη τη μέρα που θα περάσουν στην αιωνιότητα. Επαναλάμβανε μια φράση: «Ένα βόλι, ένα δευτερόλεπτο και περνάς από τη θνητή ζωή στην αθανασία»!
    Είχε στιγμές δισταγμού και κάμψης, χτυπούσε το κεφάλι της στον τοίχο για να συνέλθει. Ζούσε το «Γολγοθά της λογικής  και της συνείδησης», τον πόνο της  Μάνας και την περηφάνια του αγώνα.
   Τούτο τον κόσμο τον πλανημένο και άδικο υπάρχει και η συνείδηση που τον ομορφαίνει….
Θυμόταν και τα λόγια του άντρα της  που έπαιρνε δύναμη και έδινε θάρρος λέγοντας: «Ο μόνος ανώδυνος θάνατος είναι ο περήφανος θάνατος ».
    Ετοίμασε για το γιο της την καλή φορεσιά καθώς πλησίαζε η μέρα για το τελευταίο επισκεπτήριο. Φεύγοντας από τα σπίτι έκοψε  και το τελευταίο κόκκινο γαρύφαλλο από τη γλάστρα κι όλο επαναλάμβανε τη φράση  που σκόπευε να πει στον Ανέστη και τα  άλλα παιδιά: «Η ζωή, παιδιά μου , είναι γλυκιά, αλλά και το  χρέος βαρύ. Πολλές φορές ασήκωτο, αλλά το σηκώνουν οι γενναίοι»….
     Κι ο γιος απάντησε, όταν την άκουσε: «Γεια σου , ρε  Μάνα, σε χαίρομαι».
    Αποχαιρετώντας τους είπε: «Θέλω παιδιά μου  να βάλετε τα καλά σας για την τελετή αύριο. Να είστε ατσαλάκωτοι, ξυρισμένοι, καλοχτενισμένοι και όμορφοι, να πηγαίνετε τραγουδώντας, γιατί θα πηγαίνετε για τη νίκη».
     Ο φρουρός, που πλησίαζε  για να θυμίσει τη λήξη του επισκεπτηρίου, άκουσε την τελευταία μητρική συμβουλή  και στάθηκε σαστισμένος. Η Λέγκω τον διευκόλυνε με ένα νεύμα. Αποχαιρέτησε τα παιδιά με ένα βλέμμα αγάπης κι έφυγε περήφανη….
Με σκέψεις ανάλογες πέρασε τις ώρες της ως το άλλο πρωί, την ώρα της εκτέλεσης…..
   Όποιος διαβάζει τέτοιες σελίδες χωρίς προκατάληψη και πάθη ιδεολογικά μπορεί να νιώθει πόνο για τις  ανθρώπινες αδυναμίες και θαυμασμό για το μεγαλείο  του ανθρώπου  που ασπάζεται ιδέες αλληλεγγύης, ανθρωπιάς.
     Από τούτο  το διήγημα παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα,  από την εισαγωγή του , εξαίρετο πορτρέτο και  ψυχογράφημα εκείνων που δικάζουν στο στρατοδικείο κι εκείνων   που με πόνο  παρακολουθούν και περιμένουν την προδικασμένη απόφαση:

«Η Εκτέλεση
Τους απόθεσαν στη γη
Κι εκείνοι ανέβαιναν στον ήλιο

     Οι στρατοδίκες είχαν καθίσει ήδη στα υπερυψωμένα έδρανα…..
……
    Το κουδούνι χτύπησε  και οι στρατοδίκες ανακάθισαν στις καρέκλες τους. Τα πρόσωπά τους συσπάστηκαν  καθώς προσπάθησαν να παίξουν όσο γινόταν πιο καλά το ρόλο του αμερόληπτου δικαστή. Να κρύψουν το μίσος αλλά και το φόβο για ό,τι νέο και ανατρεπτικό έτρεφαν στις ψυχές τους  αυτά τα νεαρά  παιδιά, που κάθονταν στο εδώλιο μπροστά τους.
   Ήταν δεν ήταν 20 χρονών. Ξερακιανά κι αδύνατο από τις κακουχίες της αντίστασης  και του εμφύλιου,  έδειχναν μεγαλύτερα από την ηλικία τους. Στα μάτια τους ακράτητη  ακτινοβολούσε η αποκοτιά και η ομορφιά της νιότης τους.
    Το ακροατήριο λιγοστό. Μόνο οι οικογένειες των υποδίκων και κείνες όχι ολάκερες, καθώς άλλοι βρισκόντουσαν  στο βουνά, άλλοι στην παρανομία, άλλοι στα ξερονήσια και άλλοι κάτω από το χώμα.
    Οι πιο πολλές ήταν γυναίκες, μανάδες και αδελφές τους. Πρόσωπα τραχιά, τραβηγμένα από την αγωνία και τις κακουχίες. Μάτια βαθιά, ξεχειλισμένα από την πίκρα. Τραγικές φιγούρες πεισμωμένες, που ο φόβος  και η ταλαιπωρία δεν είχαν καταφέρει να τις τσακίσουν.
      Ανάμεσά τους ξεχώριζε η Λέγκω, η μάνα του Ανέστη. Μεσόκοπη και γεροδεμένη έδειχνε ψύχραιμη. Τα νύχια της, όμως, είχαν ματώσει τις χούφτες της και η καρδιά της σφιγμένη και σκληρή σαν την πέτρα, πάλευε να μαζέψει τη δύναμή της για να αντέξει.
…………………..

       Το τέταρτο διήγημα της συλλογής, το «Και εποίησα άνθρωπο»,είναι εκμυστήρευση προσωπική από τη συγγραφέα, με αφετηρία τη μητρότητα, τη δημιουργία νέου ανθρώπου.
    Πρόκειται ουσιαστικά για μια φιλοσοφία ζωής που διατυπώνεται με γλώσσα επιστημονική (η συγγραφέας είναι γιατρός) και οικοδομείται με στοχασμούς που κάνει η ίδια συνομιλώντας φανταστικά με το κυοφορούμενο νέο πλάσμα ζωής.  Οι στοχασμοί – συνομιλίες εκτείνονται  από το μυστήριο της δημιουργίας ως την ανάλυση ποικίλων προβλημάτων της προσωπικής και κοινωνικής ζωής  του ανθρώπου.
     Τα προβλήματα όλα προσεγγίζονται με την ευαισθησία του ανθρώπου  που έχει σπουδάσει την επιστήμη, έχει την εμπειρία της κοινωνίας, σέβεται την αξιοπρέπεια, βιώνει την ευτυχία της συζυγικής ζωής και μετέχει σε έργα αλληλεγγύης ουσιαστικά μέσα στην κοινωνία..
   Νομίζω ότι οποιαδήποτε προσπάθεια ανάλυσης και συνοπτικής παρουσίασης αυτού του κειμένου είναι κατώτερη  από την απόλαυση την οποία  μπορεί να  νιώσει κάποιος διαβάζοντας  «υπομονετικά» το βιβλίο της κ. Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή. Υπογραμμίζω το  «υπομονετικά» και προσθέτω «προσεκτικά», γιατί ολόκληρο το βιβλίο είναι γραμμένο με  περισσή ακριβολογία και ευαισθησία στη χρήση της γλώσσας.  Μικρά δείγματα  τα παρακάτω αποσπάσματα:
«……Κατάλαβα πως χρησιμοποιούσα λέξεις και έννοιες που δεν ήξερες. Ήσουνα ανήσυχο, κλοτσούσες.
-    Και τι είναι η ελευθερία , μάνα;  με ρώτησες.
-  Είναι η σπίθα της ζωής που έγινε πύρινη φλόγα και φωτίζει τη σκέψη του ανθρώπου, παιδί μου, σου απάντησα αυθόρμητα. Ύστερα συνέχισα πιο συγκεκριμένα. Ελευθερία είναι να σκέφτεσαι και να ενεργείς  όπως ακριβώς σου καθορίζει η συνείδηση. Ελευθερία χωρίς συνείδηση δεν υπάρχει παιδί μου, συμπλήρωσα.
-    Και σε τι χρειάζεται αυτή η ελευθερία, μάνα; επέμενες σαν να κατάλαβες ότι πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό.
-    Εδώ χρειάστηκε να σκεφτώ για να σου απαντήσω.
-    Η ελευθερία είναι η ανώτερη κοινωνική σχέση, ο σταθερότερος κρίκος σύνδεσης του κάθε ανθρώπου με την κοινωνία. Είναι το όριο της αναγκαιότητας, είναι το ζητούμενο. Είναι το σημείο ισορροπίας της κοινωνίας, παιδί μου, είπα, χωρίς να είμαι σίγουρη ότι είχα απαντήσει ολοκληρωμένα.
-     Πάντως κάνει τον άνθρωπο ανεκτίμητο και ανεπανάληπτο ως άτομο μέσα στην κοινωνία συμπλήρωσα.»

………………………………….

        «  -Ο θάνατος είναι η αναίρεση της ζωής που έχει ήδη υπάρξει, είπα, δε θεμελιώνει τίποτε το αντικειμενικό και ανεξάρτητο απ’ αυτά που θεμελιώνει η ζωή. Γι’ αυτό και δεν είναι αυθύπαρκτος, αποτελεί στοιχείο της ζωής. είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη και την εξέλιξή της. Ο θάνατος υπηρετεί τη ζωή.
          Με άκουγες ήσυχος, πράγμα που σήμαινε πως με αυτές τις γενικότητες δε σου είχα μεταδώσει  το άγχος μου, παιδί μου. Πήρα ανάσα και συνέχισα.
- Η ασταθής, ζωντανή σύνθετη ύλη αποδομείται στα απλά, σταθερά και αιώνια στοιχεία της φύσης. Επιστρέφει και ανακυκλώνεται μαζί της. Η συνείδηση και το πνεύμα, ιδιότητες και παράγωγα της πιο σύνθετης μορφής της ύλης, του ανθρώπινου εγκέφαλου, παύουν να υπάρχουν μετά το θάνατο. Έχουν όμως εγγραφεί στην κοινωνική συνείδηση ως πολιτισμός και ιστορία, είπα και σταμάτησα να αφουγκραστώ ξανά τις αντιδράσεις σου……»

Προσωπικά νιώθω ευτυχής που είχα την ευκαιρία και ειδική προτροπή να διαβάσω  αυτό το σύνολο των τεσσάρων διηγημάτων.

Κυρίαρχη μορφή  στο βιβλίο η Μάνα σε ποικίλες εκφάνσεις στοργής, πόνου, αγωνίας ηρωισμού. Το  βιβλίο είναι γραμμένο για το μεγαλείο της ψυχής αυτής της γυναίκας στον αγώνα της, στις δοκιμασίες της ζωής, στις κοινωνικές μικροψυχίες ή μέσα σε  συνθήκες πολιτικά, ιδεολογικά σκληρές.  Είναι  βιβλίο αφιερωμένο στις Μάνες όλου του κόσμου, που και σήμερα σε κάποια μέρη πονούν ιδιαίτερα για το βασανισμό και το χαμό των παιδιών  τους , αφιερωμένο σε κείνη στην οποία  φτάνει η δική μας κραυγή αγωνίας, όταν μας ζώνει ο κίνδυνος. Αυτή την αγωνία εκφράζει κι ο τίτλος του βιβλίου έτσι που δίνεται : Μάνααα ….
Αυτή  την αγωνία  αποδίδει εκφραστικά και η εικόνα του εξωφύλλου,  έργο    της   λαϊκής αγωνίστριας και ζωγράφου Ζωής Χαλβατζή, πεθεράς της κ. Αλειφεροπούλου.  Το δέσιμο  εικόνας και περιεχομένου το βεβαιώνει η ίδια η συγγραφέας, που κατά  την παρουσίαση του βιβλίου της είπε χαρακτηριστικά: «όταν είδα τον πίνακα αυτό είπα: τον έκαμε   για μένα». Και το ταίριασμα είναι μοναδικό.