Μια άλλη όψη και
βίωση κάποιων εθίμων της Αποκριάς...
Με γλυκιά νοσταλγία αναπολούμε οι παλιότεροι τα έθιμα της
Αποκριάς, που πάνε να ξεχαστούν σήμερα. Δεν ήταν το
καρναβάλι ή οι χοροί που χαρακτήριζαν τις γιορτές αυτές στη
Σιάτιστα τότε. Ήταν ο χάσκας,
οι τρακατρούκες με τους
εκκωφαντικούς θορύβους τους, η εκδρομή
στον Αη Γιώργη την Καθαροδευτέρα με τα νηστίσιμά της, ήταν η επιδίωξη συγχώρεσης και συμφιλίωσης,
γιατί άρχιζε η νηστεία και η προετοιμασία μας για το
Πάσχα. Ποιος από μας δε θυμάται τα γέλια στο βραδινό τραπέζι της
Μεγάλης Αποκριάς, όταν προσπαθούσαμε να αρπάξουμε με το στόμα το
αυγό ή το κομμάτι του χαλβά, που αιωρούνταν μπροστά μας
κρεμασμένο από έναν κλώστη.
Όλα τούτα όμως εκτός από το ευχάριστο κρύβουν και
μια άλλη πτυχή για κάποιους από μας , ίσως λίγους, που οι
λεπτομέρειες δεν τους αφήνουν αδιάφορους και που τις
συνήθειες και τα έθιμα τα θεωρούν σαν κομμάτι της ζωής μας ίσως
υποχρεωτικά αποδεκτό... Θα αναφερθώ σε τρεις συνήθειες, των
ημερών, που για μένα προσωπικά ήταν δοκιμασία,
και ίσως κάποιοι με καταλάβουν.
Ο χάσκας,
το πιο αθώο και αστείο έθιμο, είχε
για μένα μια κατάληξη αγωνίας. Όταν κάποιος πετύχαινε να
«συλλάβει» με το στόμα του το αυγό, που στη συνέχεια το γευόταν
κομματάκι κομματάκι όλη η οικογένεια, άρχιζε το κάψιμο της κλωστής
με την οποία είχαμε δεμένο και κρεμασμένο αυτό το αυγό. Ήταν μια
προσπάθεια πρόγνωσης του μέλλοντος. Ειδικότερα, προσπαθούσαμε να
προμαντεύσουμε τη διάρκεια της ζωής μας. Έτσι αναφερόταν το όνομα ενός
μέλους, π.χ. του πατέρα, ανάβαμε την κλωστή και, όσο αυτή
καιγόταν, κάποιος μετρούσε δυνατά. Σταματούσε το μέτρημα, όταν
έσβηνε η φλόγα της κλωστής και στον πατέρα προσγράφονταν τόσα χρόνια
ζωής , όσα μετρήσαμε την ώρα που η κλωστή καιγόταν. Τύχαινε
κάποτε (ανάλογα με την ποιότητα της κλωστής και την υγρασία
που αυτή είχε κρατήσει από το αυγό) στην αρχή να
μην ανάβει ή να σβήνει αμέσως. ΄Αρα, αντίστοιχα, τα χρόνια
ζωής για τον άνθρωπο που μνημονεύαμε θα ήταν λίγα. Τι αγωνία για
το εύπιστο μικρό παιδί, να ακούει ότι κάποιος από τους γονείς του
θα ζήσει λίγο; Η αγάπη του , ο φόβος της ερημιάς του δεν το
άφηναν να δει το αστείο και μη αληθινό του πράγματος. Πόσες φορές
δε ζήτησα να αρχίζουν από μένα το μέτρημα, νομίζοντας πως
έτσι προφύλαγα τους γονείς μου και τι
αγωνία είχα όλο το χρόνο, όταν αυτό δε γινόταν. Και πού να πω τον
πόνο μου και ποιος να με καταλάβει... Κι αργότερα κατάλαβα την ελαφρότητα
με την οποία συχνά ενεργούν οι μεγάλοι απέναντι σε
παιδιά ...
Το δεύτερο που με
βασάνιζε την Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς ήταν η καθιερωμένη υποχρέωσή μου να ζητήσω
συγγνώμη από όλους και να φιλήσω το χέρι των μεγάλων, για να
ακούσω απ' αυτούς το «συχωρεμένα». Και ήταν βασανιστικό, γιατί ,
δεν ξέρω πώς, πάντα εκείνη τη μέρα κάποια ζαβολιά έκαμνα,
είχα παρακούσει κάποιες εντολές κι έκανα το δικό μου
και με μάλωναν. Και το ένιωθα εξευτελιστικό να ζητάω την
ίδια μέρα συγγνώμη, ουσιαστικά να παραδέχομαι
ενώπιον όλων ότι δεν είχα φερθεί σωστά. Ο εγωισμός μου θιγόταν. Δεν
άντεχα να βλέπω, ή να νομίζω πως βλέπω, την ικανοποίηση των
μεγάλων, που μου έδιναν εκείνη την ώρα ένα μάθημα γερό,
αλλά δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Ζητούσα συγχώρεση , φιλούσα
χέρι και μέσα μου έδινα υπόσχεση πως του χρόνου θα προσπαθήσω να
μην κάνω κάτι άπρεπο ή ανεπίτρεπτο, για να μην πληρωθώ έτσι άγρια. Αλλά
μάταια. Ξανάκανα τα ίδια λάθη και πλήρωνα με τον ίδιο τρόπο, μάλιστα
πιο μεγάλη σε ηλικία και πιο προβληματισμένη.
Το τρίτο έθιμο που
με ταλαιπωρούσε ήταν εκείνο το πέρασμα
ανάμεσα από δυο κλαδιά ενός δέντρου στον Αη Γιώργη, όπου
την Καθαρή Δευτέρα πηγαίναμε οικογενειακά εκδρομή.
Υπήρχε εκεί ένα δένδρο μεγάλο και δυο κλαδιά του
χαμηλά άνοιγαν σε σχήμα V. Αν περνούσες με ευκολία ανάμεσά τους, ήσουν
αγνός , αναμάρτητος. Αν δεν μπορούσες να περάσεις, σε
θωρούσαν αμαρτωλό και οι κοροϊδίες ήταν έτοιμες Με δυσκολία
φυσικά μπορούσε να περάσει ανάμεσά τους ένας παχύς ή κάποιος
άμαθος να σκαρφαλώνει στα δένδρα.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκα τότε εγώ. ΄Αμαθο να σκαρφαλώνω
σε δένδρα και ιδιαίτερα φοβητσιάρικο παιδί γινόμουν κόκαλο
και μόνο με τη σκέψη ότι ήταν πιθανό να μην μπορέσω να
περάσω ανάμεσά τους και τότε, αλίμονό μου, θα αποκαλυπτόμουν
ενώπιον όλου του κόσμου ως αμαρτωλή. Η Κόλαση και ο Παράδεισος δεν ήταν
μακριά, ήταν μπροστά μου και αυτή η Καθαρή Δευτέρα ήταν η μέρα της
Κρίσεώς μου.
Εδώ πια ο κοινωνικός έλεγχος και ο εξευτελισμός του αμαρτωλού
έφταναν στο ζενίθ. Ευτυχώς που ο περισσότερος κόσμος γελούσε
και δεν τα έπαιρνε στα σοβαρά. Ή δεν το ερμήνευε έτσι όπως
το εκτιμούσα εγώ, αν και μικρό παιδί...
Ένιωθα
πανευτυχής όταν δεν πηγαίναμε εκεί, κι αυτό γινόταν
συχνά, αλλά τούτη τη δοκιμασία την ξαναπερνούσα κάθε φορά που το
σχολείο μάς πήγαινε εκδρομή εκεί και κάποιοι μαθητές έβρισκαν την
ευκαιρία να παίξουν, να δοκιμάσουν και να ταλαιπωρήσουν κάποιους
άλλους ευαίσθητους και εύπιστους...
Και τότε φυσικά βίωνα τους φόβους
και τις αγωνίες μου.
Αργότερα όμως, καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά, έθιμα και
συμπεριφορές, και αποστασιοποιημένη τα μελετούσα, νομίζω πως μπήκα
στη φιλοσοφία της κοινωνίας των μεγάλων και της καθιέρωσης
κάποιων εθίμων. Η επιθυμία τους να διαπαιδαγωγήσουν
στο ορθό τους νεότερους είχε περισσότερη πιθανότητα να
πετύχει, αν υπήρχε ο «φόβος Κυρίου». Ο
κοινωνικός έλεγχος για κάποιους, ιδιαίτερα τους
ευαίσθητους μικρούς, μπορούσε να παίξει το
ρόλο αυτό, να τους αποτρέψει από πράξεις που σου
έλεγαν πως ήταν αμαρτωλές, πράξεις που, κι αν τις
έκρυβες, υπήρχε τρόπος να σου τις αποκαλύψουν...
Ωραία όλα αυτά, αλλά με τι ψυχικό κόστος για
κάποιους..., όσο λίγοι κι αν είναι αυτοί;
Αλήθεια, το σκέφτηκαν ποτέ αυτό οι μεγάλοι, όταν από
αγάπη προσπαθούν με κάποια «τερτίπια» να αποτρέψουν
τους μικρούς από το πιθανό παραστράτημα;
Φυσικά όσο ωριμάζεις και βρίσκεσαι και σε μια λιγότερο κλειστή
κοινωνία καταλαβαίνεις πως το έθιμο ούτε χαρακτήρα
υποχρεωτικό έχει ούτε και συνειδητότητα προϋποθέτει. Και τότε εύκολα
αποδεσμεύεσαι από το έθιμο. Αυτό όμως για κάποιους
ίσως αργήσει να γίνει και, ώσπου να γίνει,
ίσως κι αυτοί υποφέρουν όσα αφηγήθηκα παραπάνω ή άλλα
παρόμοια...
|