Οικονομική, Κοινωνική, Εκπαιδευτική, γενικότερα πολιτισμική παρουσία του Μακεδονικού Ελληνισμού στη γενέτειρα και στις παροικίες (της Βαλκανικής και  της Μεσευρώπης)[1] κατά τους τελευταίους αιώνες  της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (κυριαρχίας), δηλ. από τα τέλη του 17ου αιώνα  ως τις  αρχές του 20ού[2].

 

 

δίπτυχο

 

Φ. Κ. Βώρου

 

 

 

Προοίμιο:                       

Οι λόγοι αυτού του  χρονικού καθορισμού (περίπου από το 17ο αι. ως το 1920) είναι οι ακόλουθοι:

·                =  Στις αρχές αυτής της χρονικής περιόδου αναχαιτίστηκε η προέλαση των Οθωμανών προς τη Βαλκανική και Μεσευρώπη, άρχισε να υποχωρεί  η Οθωμανική απειλή και άρχιζε μια περίοδος πολέμων από την Ευρώπη ενάντια  στην Οθωμανική απειλή, συγκεκριμένα: από την Αυστροουγγαρία, την Τσαρική Ρωσία, αργότερα από τη Γαλλία  του Ναπολέοντα, τελικά από την Ευρωπαϊκή Εγκάρδια Συνεννόηση, που είναι γνωστή ως Entente Cordiale[3], αρχές του 20ού αι.. Από  την πλευρά της θάλασσας η αναχαίτιση των Οθωμανών είχε συντελεστεί με την αντιπαράθεση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου,  της Βενετίας, η οποία προστάτευσε, όσο μπορούσε, τα συμφέροντά της στη Μεσόγειο θάλασσα[4]   (ως τη διάλυσή της από το  Ναπολέοντα, με τη συνθήκη του Campo Formio, το 1797).

·              = Μέσα στα πλαίσια μακροχρόνιας  αντιπαράθεσης της Αυστροουγγαρίας προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία[5] -ειδικά - διαμορφώνονταν συνθήκες που μπορούσαν να αξιοποιήσουν οι Έλληνες, ιδιαίτερα του Δυτικομακεδονικού χώρου, γιατί μπορούσαν να κινηθούν εμπορικά μέσα στα όρια  και  των δυο αντιπάλων επικρατειών και από τη μία στην άλλη.  Συγκεκριμένα:

-            -    Σταδιακά έπαιρναν στα χέρια τους όλο και περισσότερο το διαμετακομιστικό εμπόριο από την Οθωμανική επικράτεια προς Β. Βαλκανική (Σερβία- Αυστρία- Ουγγαρία - Ρουμανία) και Μεσευρώπη (Τεργέστη - Βενετία- Βιέννη - Βουδαπέστη) και αντίστροφα.

        -         Σε πολλές περιπτώσεις μετακόμιζαν οι ίδιοι από την Οθωμανική Επικράτεια προς τις βόρειες γειτονικές χώρες και εμπορεύονταν με βάση τη δεύτερη πατρίδα.

-    -  Και, είτε διατηρούσαν την οθωμανική  υπηκοότητα είτε έπαιρναν νέα (αυστροουγγρική - αργότερα ρωσική),  αξιοποιούσαν όσα εμπορικά προνόμια δημιουργούνταν στη μια και την άλλη  Επικράτεια .   Και  άλλοι επιδίωκαν  ή υποχρεώνονταν να αποκτήσουν αυστροουγγρική υπηκοότητα , άλλοι δεσμεύονταν και διατηρούσαν οθωμανική,  αλλά  και για τις δυο κατηγορίες μπορούμε να πούμε: είχαν συνείδηση ελληνική «διαμορφούμενη πιο έντονα στο ευρωπαϊκό κλίμα[6]».  

-            - Ταυτόχρονα,   ως κάτοικοι στη δεύτερη πατρίδα τους: απαλλάσσονταν από την τουρκική αυθαιρεσία, ζούσαν σε περιβάλλον εκπαιδευτικά - μορφωτικά - κοινωνικοπολιτικά ανώτερο, αναπτύσσονταν σε κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα φιλελεύθερη (όσο μπορεί αυτό να ειπωθεί για κείνους τους καιρούς σε κείνους τους χώρους)  και μπορούσαν να μετέχουν σε ιδεολογικά κινήματα φιλελεύθερα και να ονειρεύονται πατρίδα ελεύθερη και ανεξάρτητη και με τη δική τους συνδρομή και συμπαράσταση.

 

Επιχειρούμε συνοπτική ανάλυση αυτής της κοινωνικοπολιτικής  και μεταναστευτικής πραγματικότητας, όπου είχαν ανάγκη να ζήσουν, να σταδιοδρομήσουν, να πάρουν και να δώσουν παιδεία, να ενταχθούν  κοινωνικοπολιτικά , να ονειρεύονται πατρίδα ελεύθερη, να εργαστούν γι' αυτήν. Η  ανάλυση που επιχειρούμε περιλαμβάνει  τις εξής παραγράφους:

.α΄. Συνθήκες ζωής στη γενέτειρα (π.χ. Δυτική Μακεδονία και  Ήπειρο: Κοζάνη, Σιάτιστα,  Καστοριά, Μπλάτσι, Κοριτσά...) και λόγοι μετανάστευσης προς τη Βόρεια  Βαλκανική- Μεσευρώπη.

.β΄. Δρόμοι εμπορίου  - μετανάστευσης και συνθήκες εγκατάστασης και σταδιοδρομίας. (Ήταν ευπρόσδεκτοι και θεωρούνταν αξιόπιστοι για τις τοπικές κοινωνίες οι  μετανάστες στις  δεύτερες πατρίδες;). (Χάρτες 2-3).

.γ΄. Πώς ενσωματώνονταν στη δεύτερη πατρίδα,  χωρίς να χάνονται για τη γενέτειρα;

.δ΄. Πρόσφεραν και έλαβαν παιδεία; Πώς και πόσο πέτυχαν στη  σταδιοδρομία τους  και πρόσφεραν  υπηρεσία στη δεύτερη πατρίδα;

.ε΄. Τι οραματίζονταν και πώς έδρασαν για την πρώτη και αξέχαστη Πατρίδα; Με κληροδοτήματα ψυχής, με ιδέες τολμηρές και πράξεις προσωπικού κινδύνου.

 

.α΄. Συνθήκες ζωής στη γενέτειρα (π.χ. Δυτική Μακεδονία Ήπειρο: Κοζάνη, Σιάτιστα,  Καστοριά, Μπλάτσι,  Κοριτσά...) και λόγοι μετανάστευσης προς Β. Βαλκανική και τη συνεχόμενη Μεσευρώπη.

Η βίαιη  από τον Οθωμανό κατακτητή απομάκρυνση των γηγενών πληθυσμών (των ραγιάδων) από τα ευφορότερα εδάφη τους (που έγιναν τουρκικά τσιφλίκια), 

 
         Η βαριά οικονομική εκμετάλλευση από τον κατακτητή ( στον οποίο πλήρωναν και φόρο κεφαλικό),  

Η ταπείνωση του ραγιαδισμού και η καθημερινή και σχεδόν  μόνιμη απειλή αυθαιρεσίας  εκ μέρους του κατακτητή[7], ήταν λόγοι επαρκείς  για να ωθούν προς μετανάστευση για συνθήκες ζωής ανεκτές.

Οι περιστάσεις πολέμων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  προς ποικίλες κατευθύνσεις (Ενετούς, Αυστροουγγαρία, τσαρική Ρωσία...[8]) αναμφίβολα δημιουργούσαν πρόσθετη αναστάτωση στο οθωμανικό  Κράτος, προκαλούσαν περισσότερη πίεση φορολογική και κινδύνους για τον άμαχο πληθυσμό των ραγιάδων, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούνταν   έμμεσα    (από τις συγκρούσεις των εμπολέμων) περισσότερες   ανάγκες για διαμετακομιστικό εμπόριο και  άνοιγαν δρόμοι που μπορούσαν να τους περπατήσουν οι πιο δραστήριοι και  τολμηροί  πραματευτές. Έτσι διαμορφώθηκε  και διαμόρφωσε - όπως θα δούμε-  ιστορία σεβαστή ο περιφρονημένος ραγιάς,  ιδιαίτερα ο Μακεδόνας, ως Βαλκάνιος Πραματευτής[9]. Αυτός παράλληλα με όλα τα αρνητικά  της τότε ζωής του, είχε ένα  πλεονέκτημα στις μετακινήσεις του: ότι,  λόγω υποδούλωσης όλων των λαών της Βαλκανικής στον ίδιο κατακτητή,  είχαν καταργηθεί τα σύνορα τα εθνικά μέσα στα ευρύτερα όρια των κατακτημένων από τους Οθωμανούς λαών της Βαλκανικής. Τα βόρεια σύνορα της  Οθωμανικής επικράτειας έφταναν ως εκεί που  εκτείνονταν ή συρρικνώνονταν κατά καιρούς τα νότια σύνορα της Αυστροουγγαρίας (Χάρτες 1-4).  Εκείνο τον καιρό των Βαλκανίων χωρίς εσωτερικά σύνορα είχαν αναπτυχθεί αρκετά κέντρα με μεγάλους ελληνικούς πληθυσμούς πέρα από τα σημερινά βόρεια και βορειοδυτικά σύνορα της χώρας μας: Μελένικο, Μοναστήρι, Κορυτσά, Μοσχόπολη, Κλεισούρα...[10]  

 

.β΄ Δρόμοι μετανάστευσης και συνθήκες εγκατάστασης και σταδιοδρομίας.

Εκείνους τους καιρούς μέσα στις  τότε περιστάσεις πρόσφοροι και βατοί (ή πλωτοί), αν και με πολλούς κινδύνους κατά καιρούς, ήταν οι εξής δρόμοι, ιδιαίτερα για  τον Μακεδονικό Ελληνισμό:

-             - Από Δυτική Μακεδονία και Βόρεια Ήπειρο (π.χ. Σιάτιστα, Κοζάνη, Μοσχόπολη, Κορυτσά)  προς Δυρράχιο (λιμάνι της Αλβανίας) και από κει προς Ζάρα, Τεργέστη, Βενετία ... με πλοία.

-            - Από όλα τα μέρη της Μακεδονίας προς τις πλησιέστερες κατά περίπτωση  κοιλάδες ποταμών,  που ρέουν  από το βαλκανικό βορρά προς το βαλκανικό νότο, π.χ. κοιλάδες του Αλιάκμονα, του  Αξιού. Και διαμέσου των κοιλάδων καραβάνια* εμπόρων /πραματευτάδων / μεταναστών κινούνταν προς βορρά[11] (χάρτης 3).

 

         -  Από οποιοδήποτε λιμάνι της Μακεδονίας (ή του ευρύτερου Αιγαίου ή του ευρύτερου μεσογειακού χώρου) προς Εύξεινο Πόντο, διαμέσου των Στενών του Βοσπόρου, ιδιαίτερα μετά  τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), με την οποία οι συμβαλλόμενοι (Ρώσοι - Οθωμανοί) έδιναν  ελεύθερη ναυσιπλοΐα για  τα ελληνικά πλοία με ρωσική σημαία[12]. (δηλ. ο νικητής επέβαλλε στον νικημένο ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Στενά για τα πλοία υπό ρωσική σημαία). 

γ΄. Πώς ενσωματώνονταν στη δεύτερη πατρίδα χωρίς να χάνονται για τη γενέτειρα;

          Εκεί που έφταναν ως έμποροι ή μετανάστες οι Μακεδόνες  ήταν ευπρόσδεκτοι για λόγους ουσιαστικούς, με τα κριτήρια της κοινωνίας που τους δεχόταν, γιατί:

          - Πρόσφεραν έργο συγκεκριμένο που δεν εκτόπιζε ούτε ενοχλούσε άλλους, αντίθετα αλλού  κρίνονταν απαραίτητοι (γιατί γνώριζαν την Ανατολή, τη γλώσσα  και έτσι  διευκόλυναν συνήθως ως πραματευτές  τη διακίνηση εμπορευμάτων ανάμεσα  σε  δυο επικράτειες που συχνά  είχαν δύσκολες σχέσεις ανάμεσά τους) [13],και αλλού ήταν ευπρόσδεκτοι ως καλλιεργητές  της γης ή ως υποψήφιοι πολεμιστές/ υπερασπιστές.

          -          Οι ίδιοι ως   Μακεδόνες   πραματευτές  έφευγαν από την καταπίεση, την ταπείνωση, το ραγιαδισμό του νότου και κρίνονταν άξιοι εμπιστοσύνης  στο βαλκανικό βορρά  και τη Μεσευρώπη ως έμποροι - εμπορομεσίτες, γιατί θεωρούνταν αυτονόητα δυσαρεστημένοι από τους Οθωμανούς, άρα δυνητικά σύμμαχοι για τους  Αυστροούγγρους.    Και   -με κάποια κριτήρια - γίνονταν  εύκολα  δεκτοί  ως ισότιμοι και αξιόπιστοι συμπολίτες (υπήκοοι Αυστρίας ή Ουγγαρίας) ή απλά  ως έμποροι για πρόσκαιρη παραμονή.

Αξιομνημόνευτη  για το θέμα αυτό  της εγκατάστασης και των σχέσεων με τους  πολίτες της νέας πατρίδας είναι μια συμφωνία  της Κομπανίας  Ελλήνων εμπόρων - μεταναστών (Κοζανιτών - Σιατιστινών) με τους μόνιμους κατοίκους μιας πόλης στην Ουγγαρία. Τη  συμφωνία αυτή  μνημονεύει και μεταφράζει μερικές παραγράφους της ο κ. Σιώτας στο βιβλίο του για τους αποδήμους[14]. Σύμφωνα με την παραπομπή του αναζήτησα τη σχετική «συμβολαιογραφική συμφωνία» στο πρωτότυπο κείμενο,  στην ελληνική γλώσσα των μεταναστών. Γράφουν, λοιπόν,   στο προοίμιο οι δυο συμβαλλόμενες πλευρές:

« Ημείς: ο Δήμαρχος της εμπορικής πόλεως Kecskemet και οι εν αυτή κατοικούντες Έλληνες έμποροι γνωστοποιούμεν δια του παρόντος  ότι:..........

         1...Επιτρέπομεν  εις τους Έλληνας ,  όπως ως μέχρι τούδε ούτω και εις το μέλλον κατοικούν  εις την   πόλιν ταύτην   και ασκούν το εμπόριόν  τους, κατά τον τρόπον τους (σύμφωνα με τα δικά τους εμπορικά   ήθη).    

       2.     Δύνανται να συγκροτήσουν μίαν Κομπανίαν υπό τον όρον να έχουν είκοσι καταστήματα...και  είναι ελεύθεροι να ενοικιάσουν  δια τα πλεονάζοντα εμπορεύματα αποθήκας...

       3.     Δύνανται (οι Ελληνομακεδόνες πάροικοι)...να εκλέγουν ιδικόν των δικαστήν...δια τας μικράς  μεταξύ των εμπορικάς διαφοράς...»  κ.λπ.

 Ακολουθούν άλλες πολλές ρήτρες και η συμβολαιογραφική πράξη κλείνει με την υπόσχεση των Ελλήνων εμπόρων:  «αναλαμβάνομεν την υποχρέωσιν να τηρώμεν ως ιερούς και απαραβιάστους  τους εις τας ανωτέρω παραγράφους  εμπεριεχομένους όρους... και να διάγωμεν εν ειρήνη και αγάπη μετά των κατοίκων της πόλεως και να τιμώμεν αυτούς...».

        -         Επιπλέον,  οι Ελληνομακεδόνες μετανάστες αντιμετωπίζονταν  εκεί ως απόγονοι αρχαίων προγόνων, που είχαν κληροδοτήσει στην ανθρωπότητα ένα θαυμαστό πολιτισμό.

       -         Κρίνονταν ως κληρονόμοι μιας περισπούδαστης αρχαίας Γραμματείας, που είχε συνδεθεί με την Αναγέννηση του Ευρωπαϊκού κόσμου και πολιτισμού[15] , έπειτα με τον Ευρωπαϊκό  Διαφωτισμό.

Ο δρόμος  της μετανάστευσης προς την Ευρώπη και της  πολιτισμικής επικοινωνίας   είχε  ήδη ανοίξει με τους  λογίους του Βυζαντίου,  αμέσως  μετά  την άλωση της Πόλης.  

Εκεί, λοιπόν,  που γίνονταν ευπρόσδεκτοι:

        -         Αφοσιώνονταν με ζήλο, με εργατικότητα και ολιγάρκεια στο βιοποριστικό έργο τους και συχνά γνώριζαν οικονομική επιτυχία θαυμαστή.

        -         Έσπευδαν να οργανωθούν σε Κοινότητα / Παροικία, σε Κομπανία, για λόγους επιβίωσης και αμοιβαίας συμπαράστασης, αλληλεγγύης.

 

   -         Φρόντιζαν να χτίσουν εκκλησιά[16] για την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων τους, για λόγους κοινωνικών επαφών μεταξύ τους, για να ανοίγουν ένα δρόμο στην ελπίδα.

 

-         Φρόντιζαν παράλληλα για ένα σχολείο για τα παιδιά τους, όχι απλά για λόγους μόρφωσης  και  επαγγελματικής σταδιοδρομίας, αλλά για διατήρηση της εθνικής συνείδησης  και της πολιτιστικής παράδοσης

Η διδασκαλία της  γλώσσας τους ήταν το πρώτο μέλημα[17]. Και πολλά σχολεία διακρίθηκαν και προτιμούνταν και από τους ντόπιους

         -         Και γρήγορα αποδέχτηκαν ως άρθρο πίστης  και ελπίδας ότι η Παιδεία θα φέρει Ελευθερία[18]... 

Ενδεικτικά για την ανέλιξη και την προσφορά των εμπόρων   παροίκων       στη δεύτερη πατρίδα τους σημειώνουμε:

        -         Γρήγορη κοινωνική και πολιτική ένταξη , ως το επίπεδο της ενεργού συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική, πνευματική  και  πολιτική ζωή της χώρας που τους δέχτηκε[19].  

        -         Πλουσιοπάροχη παρουσία με δαπάνες για κοινωφελή έργα και ιδρύματα[20].

 

 

 

 

Ένα παράδειγμα πειστικό αποκαλύπτει η εισήγηση  του Ιω. Τζαφέτα σε πρόσφατο Συνέδριο. Αναφέρεται στη σταδιοδρομία του Ν. Δούμπα (από το Μπλάτσι). Αυτός  πέτυχε πρώτα στην οικονομική - κοινωνική - πολιτιστική ζωή της Αυστρίας (έγινε και Πρόεδρος της Ανδρικής Χορωδίας της Βιέννης και εκλέχτηκε αργότερα μέλος της Αυστριακής Βουλής). Εκεί, λοιπόν, εκφώνησε λόγο εναρκτήριο ως πολιτικός πια., υπεύθυνος για το νομοθετικό έργο της δεύτερης πατρίδας του

 Αντιγράφω μια παράγραφο από την  αγόρευσή του ,  όπου συνοψίζει τη σοφία και εμπειρία της ανθρώπινης πορείας[21]:

«Όλους τους κανόνες και τις εμπειρίες που συνέλεξα από το Σύλλογο Ανδρικής Χορωδίας τις πήρα μαζί μου στη δημόσια ζωή. Έμαθα ότι μόνο η ενότητα αποφέρει όφελος... Επίσης, έμαθα ότι θα πρέπει κανείς να μην ενεργεί επιθετικά  με  fortissimo τρόπο (με επιθετικότητα), αντίθετα, με το   moderato  τρόπο (την ήπια τακτική) προχωρεί κανείς πιο αργά αλλά πιο σταθερά. Ακόμη κάτι έμαθα  στο Σύλλογο,  ότι δεν επιτρεπόταν να ακουστεί καμιά φωνή πάνω από το κανονικό, ούτε ο πρώτος τενόρος, ούτε κάποιο κόμμα, ούτε κάποια κοινωνική τάξη, ούτε κάποιο έθνος.  Σεβασμός, ανοχή, ευμένεια θα πρέπει να μας ενώνουν»[22] .

.δ΄. Πρόσφεραν και έλαβαν παιδεία; Πώς και πόσο σταδιοδρόμησαν και πρόσφεραν στη δεύτερη Πατρίδα;

          Αναγέννηση παιδείας στον ελλαδικό χώρο και  ειδικά στο  δυτικομακεδονικό είχε εμφανιστεί από τις αρχές του 18ου αιώνα, όταν έκαναν τα πρώτα βήματά  τους σχολεία και λόγιοι που είναι γνωστοί ως πρόδρομοι ή κύριοι εκφραστές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ενδεικτικά θυμίζουμε λ.χ. την εμφάνιση του Μεθόδιου Ανθρακίτη στο Ελληνικόν Σχολείον της Σιάτιστας  (το 1710)[23] και τη μεγάλη δωρεά της Βασιλικής Νικολάου - 40.000 γρόσια  για την αναγέννηση της σχολής αυτής- που ανακοινώνει ο Λόγιος Ερμής στο τεύχος 5 του Μαρτίου του 1817. Έρχονταν, λοιπόν, από τη σκλαβωμένη πατρίδα στην Ευρώπη  με πνευματικά εφόδια, έτοιμοι να δεχτούν τα νέα μηνύματα των καιρών, τη γνώση αλλά και να προσφέρουν ανάλογα κι αυτοί. Δάσκαλοι,  που διακρίθηκαν στα σημαντικά σχολεία  της γενέτειρας,   θα διδάξουν  και στις παροικίες και σε ανώτερες σχολές της τη γλώσσα την ελληνική. Θα συγγράψουν βιβλία  θα κάνουν μεταφράσεις αλλά και   που θα εκδοθούν με χρήματα των Ελλήνων εμπόρων και θα σταλούν και στα σχολεία ή τις βιβλιοθήκες της γενέτειρας.(πχ.:  Ο Παπαγεωργίου από Σιάτιστα μας έδωσε  το Μεγάλο Αλφαβητάριο της Ελληνικής αλλά και «Οικιακό και  Πρόχειρο Διδάσκαλο για την εκμάθησή της  Ελληνικής Γλώσσης» (δηλαδή της αρχαίας ελληνικής). Ο Γεώργ. Ζαχαριάδης (από Τύρναβο Θεσσαλίας)  δίδαξε στο Ελληνομουσείο του Σεμλίνου. Σπουδαία έργα  του:  Γραμματική Ελληνική ,   Δίγλωσσο λεξικό,     ελληνοσλαβικό,   μεταφράσεις: Περί παίδων αγωγής , Προς Δημόνικον.

 

Παρακολουθώντας τους Βαλκάνιους Πραματευτές και τελικά απόδημους στη Β. Βαλκανική - Μεσευρώπη, στη «Μακεδονία της Μεσευρώπης» (από Τεργέστη ως Βουδαπέστη)  οφείλουμε να σημειώσουμε ότι  η εικόνα  των εμπορικών δραστηριοτήτων  τους με τον καιρό άλλαξε.  Πραματευτάδες   εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις πόλεις -σταθμούς του διαμετακομιστικού εμπορίου και από εκεί συνέχισαν  τις εργασίες τους ως έμποροι  (μικρέμποροι ή μεγαλέμποροι).  Κομπανίες εξελίχτηκαν σε μετοχικές εταιρίες, έμποροι έκαναν «συντροφίες» = συνεταιρισμούς και μεγάλες οικογένειες ιδρύσαν  μεγάλους εμπορικούς οίκους με υποκαταστήματα σε όλη την Ευρώπη.

 

φωτο 06

φωτο 07

Αυτή η νέα οργάνωση του εμπορίου απαιτούσε και άλλες υπηρεσίες και πρακτικές: Τράπεζες, χρηματιστήρια, ασφάλειες, μεσίτες, συναλλαγματικές και ομολογίες και πάνω από όλα  γνώση  που να διευκολύνει τις συναλλαγές σε ένα κόσμο χωρίς ενιαίο νόμισμα και  σύστημα μέτρων και βαρών/ σταθμών.  Συγγράφηκαν  βιβλία  που διδάσκονταν στις εμπορικές Σχολές και γίνονταν πολύτιμοι βοηθοί των εμπόρων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα  μεταξύ άλλων  το βιβλίο:  

 ΧΕΙΡΑΓΩΓΟΣ ΕΜΠΕΙΡΟΣ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑΣ

Ήτοι

Βιβλίον , περιέχον , όλους τους αναγκαίους, σχεδόν, λογαριασμούς της Πραγματείας, ομού και τα Ζυγία  και Πήχας, όλης σχεδόν, της Ευρώπης

 Ευμεθόδως μεν συντεθέν εις την καθομιλουμένην ημών Ελληνικήν Διάλεκτον τότε, παρά του ΚΥΡΙΟΥ ΘΩΜΑ ΔΗΜΗΤΡΊΟΥ ΤΟΥ ΣΙΑΤΙΣΤΈΩΣ...

 

   Η επαγγελματική / εμπορική επιτυχία στις νέες πατρίδες,  που  ήταν βέβαια ο πρώτος στόχος Ελλήνων παροίκων,   έγινε ταυτόχρονα συντελεστής πρώτος για να ενταχθούν στην κοινωνικοπολιτική ζωή της νέας πατρίδας και  πολλοί να πετύχουν κάποια  ειδική διάκριση / αναγνώριση αντίστοιχη προς την προσφορά τους.  Ενδεικτικά  θυμίζουμε  πως αρκετοί  πάροικοι    διακρίθηκαν ως μεγάλοι  επιτυχημένοι έμποροι,  τραπεζίτες πλοιοκτήτες,  βιομήχανοι    και πως  πολλοί από αυτούς πήραν τίτλους ευγενείας,   γιατί βοήθησαν τη χώρα όπου ζούσαν  - τη  δεύτερη πατρίδα τους-   σε κρίσιμες πολεμικές περιόδους (π.χ. Πόποβιτς, Σίνας,)  ή γιατί πρόσφεραν τεχνογνωσία  που έφερε οικονομικά αποτελέσματα, (π.χ. Νάκο, Σίνας )  ή  και γιατί   απλά πρόσφεραν τον πλούτο  τους  για  ίδρυση και λειτουργία  ευαγών ιδρυμάτων.

Ο  Ούγγρος νεοελληνιστής  Ανδρέας Χόβαρτ συμπληρώνει χαρακτηριστικά  (για την προσφορά των  παροίκων στον τομέα  της οικονομίας ):

« Στην Ουγγαρία οι Έλληνες έπαιξαν  σπουδαίο ρόλο σε όλους τους κλάδους  της οικονομικής ζωής. Στην αγροτική οικονομία ως ενοικιαστές κτημάτων και κατόπιν ως ιδιοκτήτες, προσπάθησαν να εισαγάγουν διαφόρους νεωτερισμούς...σιγά σιγά όλο το μεγαλεμπόριο της χώρας  έφτασε στα χέρια των εποίκων, (παροίκων)   που ως μέλη των πολυάριθμων «κομπανιών» αντιπροσώπευαν δύναμη ασυναγώνιστη...Αυτή η οικονομική δύναμη που οι Έλληνες της  Ουγγαρίας  απέκτησαν με την ιδιοφυΐα τους και τα ποικίλα προνόμια εκ μέρους των εγχωρίων αρχών, δημιούργησε γερή βάση για μια αξιοθαύμαστη εκπολιτιστική  δράση, με κάλλιστα αποτελέσματα για  τον πνευματικό βίο όχι μόνο των ίδιων των Ελλήνων αλλά και των άλλων ομόθρησκων βαλκανικών αδελφών» 

(υποσημ 17, Α. Χόρβατ, Εκπολιτιστική δράση της ελληνικής  Διασποράς, Νέα Εστία, ΚΗ, 1940,σ.926)

        Ταυτόχρονα  οι  απόδημοι  γίνονταν δέκτες και εκφραστές/ υπέρμαχοι/ διακινητές νέων ιδεών που υπηρετούσαν τη νέα πατρίδα και κοινωνία ή αποτελούσαν καύχημα και ελπίδα για  την πρώτη πατρίδα. Ποια ήταν η συναισθηματική σχέση τους με τη γενέτειρα θα φανεί από τα έργα τους: πρωτοφανείς σε πλούτο και ποικιλία  δωρεές / κληροδοτήματα[24].

 

κείμενο4

Ιδιαίτερη όμως σημασία έχει ότι οι έμποροι - Πραματευτάδες αναζητώντας παιδεία με τη στενότερη και την ευρύτερη έννοια του όρου υιοθετούν και  τις αντίστοιχες αναζητήσεις - επινοήσεις της εποχής. Σχεδόν σε κάθε παροικία τόλμησαν να ασχοληθούν με την καινούργια τέχνη της εποχής, τέχνη φωτισμού και διαφώτισης των κοινωνιών, τέχνη διάδοσης ιδεών, τέχνη αφύπνισης ιδεών, διάδοσης ιδεολογίας για κείνους που τόλμησαν να την ασκήσουν ειδικά εκείνους τους καιρούς, τέχνη που συνδέθηκε με το πρώτο εγχείρημα επανάστασης για Ελευθερία - Ανεξαρτησία[25] της Πατρίδας. Πρόκειται βέβαια για την τέχνη  της τυπογραφίας[26], τέχνη που  εκτός από εμπορικά κέρδη πρωτόγνωρα άνοιγε δρόμους ενημέρωσης και έδινε αφορμές για ανησυχία στις εξουσίες.

ποίημα

ε΄. Τι οραματίζονταν και πώς έδρασαν για την πρώτη και αλησμόνητη Πατρίδα;

Απάντησαν με πλούσια κληροδοτήματα για τις ανάγκες επιβίωσης,  παιδείας ...και με ιδέες τολμηρές για την απόκτηση ελευθερίας.

          Πρώτα κάποιες ενδείξεις λεπτών αισθημάτων (πατριωτικών, μορφωτικών) που μένουν απαρατήρητες συνήθως, αλλά δε χάνουν την αξία τους: η  ολόψυχη προσφορά στους ομογενείς, στο γένος: ένα παράδειγμα από τα πολλά: Θωμάς  Δημητρίου

          -          Με το όνομα Θωμάς Δημητρίου Σιατιστεύς και με δική του δαπάνη, τυπώθηκε το 1779 στη Βιέννη  το βιβλίο του Γραμματική  της Ιταλικής Γλώσσας[27]. Στον Πρόλογό του (σελ. 2-3) διαβάζουμε:

«τώρα το γένος μας εστερημένον από γραμματικάς  των άλλων γλωσσών...αυτά λοιπόν ηξεύροντας και εγώ και αναπολώντας κατά νουν συνεχώς το ρητόν του  Αποστόλου Ιακώβου ότι «ειδότι καλόν ποιείν και μη ποιούντι  αμαρτία  εστίν», δεν   υπέφερα πλέον να βλέπω το γένος μου υστερημένον από Γραμματικήν της Ιταλικής Διαλέκτου. Δια τούτο υπεβαλλόμην τω εγχειρήματι, μηδέν δειλιάσας δια τους  κόπους της ερανίσεως και συγγραφής, αλλ' ούτε εφειδόμην δαπάνης δια την έκδοσιν ταύτης προς κοινήν ωφέλειαν των ομογενών μου...

Δια  να καταλάβης, φίλτατε αναγνώστα, ότι εγώ ούτε δια κενήν δόξαν ούτε δι' ελπίδα κέρδους αλλά μόνον  ως φιλογενής δια την κοινήν ωφέλειαν του γένους μου εις τούτο παρορμήθην...».  

Και δεν ήταν ο μόνος με τέτοια αισθήματα και ανάλογες πράξεις. 

        -           Ένας στοχαστής του    19ου αι., ο  Γεώργιος Κρέμος , που πάλαιψε για την έκδοση του έργου του  Γ. Ζαβίρα (Σιατιστινού εμπόρου και πνευματικού ανθρώπου)  Νέα Ελλάς και επιμελήθηκε αυτή την έκδοση , προλογίζοντας το λαμπρό αυτό έργο     έγραψε  λακωνικά για το Ζαβίρα: «΄Απαντα  τον βίον αυτού διετέλει θύων τω κερδώω Ερμή ουχί ένεκεν αυτού αλλ' ένεκα του λογίου Ερμού. Εκείνον μεν περιείπε χαριν του ετέρου, του δε ετέρου χάριν της παλιγγενεσίας της πατρίδος.»[28] (=Όλη του τη ζωή την πέρασε προσφέροντας θυσία στον κερδώο Ερμή, δηλ. εργαζόταν για το κέρδος το οικονομικό, όχι όμως για χάρη του κέρδους, αλλά για χάρη του Ερμή της σοφίας. Και αυτόν τον Ερμή της σοφίας- Παιδείας τον υπηρετούσε για την Παλιγγενεσία (για το ξαναγέννημα, την Ανάσταση) της Πατρίδας

Ο ίδιος ο Ζαβίρας είχε με σεμνότητα και πόνο γράψει αυτοβιογραφούμενος[29]: «υπό της φιλομαθείας οιστρηλατούμενος και μη συγχωρούντος αυτώ του Ερμού  εν τοις σχολείοις διατρίβειν, μετά καιρόν κατ' ολίγον συνεστήσατο εαυτώ μίαν μικράν βιβλιοθήκην ...και εν αυτώ τω  εξηκανθωμένω και πολυταράχω  εμπορικώ βίω, ει και πελάτης του Ερμού, αλλ' όμως διάπειρος λάτρις της Παλλάδος μη διαλείπων ανελίττειν ενδελεχώς τους εγκριτωτέρους των συγγραφέων...» [= κινούμενος από φιλομάθεια, μη έχοντας όμως από τον Ερμή (από τις ανάγκες της ζωής και τις συναφείς φροντίδες ) τη δυνατότητα να πηγαίνει στο  σχολείο, με τον καιρό  κατάφερε να αποκτήσει κάποια βιβλία...και δεν παρέλειπε να διαβάζει με προσοχή τους πιο σημαντικούς από τους συγγραφείς]. 

Και μας έδωσε  ο Ζαβίρας πολύτιμο  έργο, μοναδική Γραμματολογία , όπου βιογραφεί   όλους τους  πνευματικούς άνδρες  του Γένους  μας από την άλωση της Πόλης (1453) ως τις μέρες του (1804, έτος  θανάτου του),  με στόχο «να καταρτίσει πιστούς χριστιανούς» και να πετύχει  «την πνευματικήν  αφύπνισιν των Ελλήνων»[30] . 

Και ο Ούγγρος μελετητής του Ζαβίρα  Ανδρέας  Horvath  γράφει για την Νέα Ελλάδα[31] :

«Την εποχή που μας αποκαλύπτει η Νέα Ελλάς (του Γ. Ζαβίρα , Σιατιστέως) την ονομάσαμε «εποχή της εξορίας», γιατί το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής ζωής εξελίσσεται έξω από το πάτριο ελληνικό έδαφος. Την ονομάσαμε και « εποχή των αγώνων» ...Κατ' εκείνους τους καιρούς η ουσία του Ελληνισμού, η ψυχή και  το πνεύμα του Έθνους,  κατέφυγε στα βουνά και στις σελίδες των ελληνικών βιβλίων που έβγαιναν κάθε τόσο σε όλα τα σημεία της ελληνικής διασποράς. Στους αιώνες της πίκρας το βιβλίο έφερε στους Έλληνες  την εσωτερική ελευθερία...

          Ώστε ο Γεώργιος Ζαβίρας είναι άξιος της ευγνωμοσύνης όλων των Ελλήνων, γιατί στο πολύτιμο βιβλίο του πρώτος εμάζεψε και συστηματοποίησε το υλικό (βιογραφίες , έργα κλπ.)...ένα σπουδαίο κεφάλαιο της ιστορίας της πνευματικής ζωής των Ελλήνων» (κατά  τους  αιώνες της Οθωμανικής κυριαρχίας).

΄Ατομα, λοιπόν, και ομάδες ομοεθνών με τέτοια αισθήματα και τέτοια φρονήματα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βοηθήσουν τις κοινωνίες που τους δέχτηκαν και εκείνες που τους γέννησαν.

Συγκεκριμένα και με συντομία:  

          1.    Έκτισαν και ενίσχυσαν χριστιανικούς ναούς στην πρώτη πατρίδα ή τη δεύτερη (στην παροικία), για λόγους πίστης και κοινωνικής- εθνικής συνοχής. Η εκκλησία του Αγίου  Γεωργίου  στη Βιένη οικοδομήθηκε το 1804 με δωρεά Γ. Καραγιάννη (από Κοζάνη) και ανακαινίστηκε   με δαπάνες της οικογένειας  Στέργιου Δούμπα. Η εκκλησία της  Αγίας Τριάδας στη Βιέννη οικοδομήθηκε το 1787 με δαπάνες Σίμωνα Σίνα και Στέργιου Δούμπα. Στην Πέστη  το 1790 εγκαινιάζεται  η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου  που οικοδομήθηκε με δωρεές της «αδελφότητας των εν Πέστη  πραματευτάδων». Στο Μπρασόβ χτίζεται από τους αποδήμους η εκκλησία  της Αγίας Τριάδας .

 

Πρόσφεραν οικονομική ενίσχυση για φιλανθρωπικά ιδρύματα ή ίδρυσαν με γενναία κληροδοτήματα νέα φιλανθρωπικά ιδρύματα  στις γενέτειρες πόλεις ή και σε εκείνες που τους στέγασαν.Το ζεύγος Κίκη από Κοζάνη δώρησε νοσοκομείο στη Σερβία, με δωρεά των αδελφών Χαρίση (Δημητρίου και Θεαγένη )   οικοδομείται το Θεαγένειο Νοσοκομείο Θεσσαλονικης  

        3.    Έκτισαν ή ενίσχυσαν Σχολεία και εδώ και εκεί (για βασική ή ανώτερη παιδεία). Και μόνο τα ονόματα των σχολείων Θυμίζουν τους Ευργέτες: Τραμπάντζειο Γυμνάσιο στη Σιάτιστα, Βαλταδώρειο στην Κοζάνη , Σχολεία της Κομπανίας στην Κοζάνη, Μπάγκειο Γυμνάσιο στην Κορυτσά   Χαρίσειος Γεωργική Σχολή στην Κοζάνη.

        4.    Έγραψαν βιβλία ή χρηματοδότησαν την έκδοση βιβλίων (διευκρινίζουμε ότι τότε η έκδοση βιβλίου ήταν υπόθεση πολύ πιο δύσκολη και δαπανηρή από όσο σήμερα).

       5.    Ίδρυσαν ή ενίσχυσαν βιβλιοθήκες: στην Κοζάνη «Οίκος Βελτιώσεως», στη Σιάτιστα «Μανούσειος», στη Μοσχόπολη με σπάνιες εκδόσεις, στην Πέστη.

 

2.     6.   Αξιοποίησαν με γενναιότητα, τόλμη και κίνδυνο τη νέα επινόηση της  Αναγέννησης και των Νεότερων χρόνων, που ονομάστηκε τυπογραφία, και πρωτοστάτησαν για το ξεκίνημα της δημοσιογραφίας στην ελληνική κοινωνία για λόγους όχι απλής ενημέρωσης αλλά για λόγους  αφύπνισης - ενθάρρυνσης της εθνικής συνείδησης. Θυμίζουμε  τους τίτλους μόνο των ελληνικών εφημερίδων που κυκλοφόρησαν τότε στη Βιέννη:

«Εφημερίς» (των Μαρκιδών Πούλιου),

«Ειδήσεις για τα μέρη τα Ανατολικά» (με εκδότες τον Ιωσήφ Φραγκίσκο Χαλλ και τον Ευφρόνιο Ραφαήλ- Πόποβιτς ).

"Ελληνικός Τηλέγραφος" (με εκδότη το Δημήτριο Αλεξανδρίδη, ανιψιό του ΄Ανθιμου Γαζή)

(Από το1817 εκδιδόταν παράλληλα και ο "Φιλολογικός Τηλέγραφος" ως συμπλήρωμα του κύριου φύλλου με θέματα φιλολογικά και πολιτισμικά).

Και των περιοδικών:

«Λόγιος Ερμής»  (του ΄Ανθιμου Γαζή).

«Καλλιόπη» (  του Αθανάσιου Σταγειρίτη).

   7. Τελικά αξιοποίησαν με κίνδυνο  ζωής την τυπογραφία - δημοσιογραφία, για να μεταδώσουν εθνική ιδεολογία και να υψώσουν σημαία λευτεριάς για τη δουλωμένη Πατρίδα.

Τα παραδείγματα που ξεχωρίζουν είναι πολλά, η συμμετοχή και συμπαράσταση των ξενιτεμένων ανιχνεύεται καθολική και προς όλους.

Εδώ    περιοριστήκαμε  σε λίγα μόνο ονόματα,  σε σύντομη ανάλυση  της τελευταίας παραγράφου Ιδεολογία της Παλιγγενεσίας - κίνημα  του Ρήγα δια της παροικίας κυρίως των Ελληνομακεδόνων της Βιέννης  και άλλων γενναίων συντρόφων,  που ως απόδημοι  έζησαν στην επικράτεια των Αψβούργων. 

Μέσα σε κλίμα ευγενών προσδοκιών και ελπίδων,  που είχαν γεννηθεί από τα κηρύγματα της Γαλλικής Επανάστασης (για Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη και κοινωνική Δικαιοσύνη) και από τη νικηφόρα πορεία του Ναπολέοντα στη βόρεια Ιταλία, κινήθηκε ο Ρήγας Βελεστινλής από το Βουκουρέστι προς τη Βιέννη και άρχισε την εκτύπωση επαναστατικού υλικού[32] στο τυπογραφείο των Σιατιστινών αδελφών Πούλιου[33] και με τη συμπαράσταση πολλών άλλων Ελλήνων μεταναστών που ζούσαν εκεί, κυρίως  Δυτικομακεδόνων[34]. Και προώθησε το επαναστατικό υλικό προς την Τεργέστη, στο κατάστημα ενός από τους μυημένους συντρόφους. Αλλά, όταν ο ίδιος έφυγε για την Τεργέστη με τελικό προορισμό να φτάσει στην Πελοπόννησο για δράση επαναστατική, τον πρόλαβε στην Τεργέστη η Αυστριακή Αστυνομία. Η συνέχεια είναι γνωστή και πικρή. Αυτό που εμείς θυμίζουμε στα πλαίσια τούτης της  μελέτης είναι ότι αυτή η προεπαναστατική δράση κυοφορήθηκε μέσα στους κόλπους του Ελληνομακεδονικού Ελληνισμού, που ζούσε τότε στη Βιέννη, στην Αυστροουγγαρία και ανέπνεε επαναστατική ιδεολογία και αγκάλιασε την κίνηση του Ρήγα. Αυτή ήταν  η κορυφαία προσφορά του Βαλκάνιου Πραματευτή και υπήρξε προπομπός  της Φιλικής Εταιρείας (Οδησσός,  1814) και του Αγώνα της Ανεξαρτησίας (1821-32). 

 

 

 

 

-         «Η Κοινότητα των οθωμανών υπηκόων και η Κοινότητα των αυστριακών υπηκόων έδειξαν προς την επαναστατική ομάδα του Ρήγα υλική και ηθική συμπαράσταση και ετήρησαν τόση εχεμύθεια και τέτοια τακτική, ώστε να μην υποψιαστεί καν η Αστυνομία της Βιέννης την καταπληκτική δραστηριότητα που ανέπτυξε η παράνομη εκείνη οργάνωση...».[35]

Τέτοια υπήρξε η νοοτροπία , η ιδεολογία και η δράση του Μακεδονικού Ελληνισμού και αργότερα ως τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-14), όταν διαμορφώθηκαν και τα εθνικά σύνορα των Κρατών της Βαλκανικής[36] και άρχισε να υποχωρεί η κίνηση Πραγματευτάδων προς βορρά, γιατί διανοίγονταν δρόμοι προσδοκιών και ελπίδας προς τον  Ελληνομακεδονικό χώρο, που υπήρξε και αρχική κοιτίδα, «φιλτάτη Πατρίδα» του Μακεδονικού Ελληνισμού.

 

 
 

[1] Όπως  θα φανεί παρακάτω ο  όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για να δηλώνει την περιοχή της πιο πυκνής μετανάστευσης και πολλαπλά επιτυχημένης παρουσίας του Μακεδονικού Ελληνισμού  σε παροικίες που εκτείνονταν στην τότε Αυστροουγγαρία και Μολδοβλαχία, από την Τεργέστη ως τον Προύθο, που συναντάει το Δούναβη κοντά στις εκβολές του στον Εύξεινο Πόντο (Χάρτης 1.)

[2] Θυμίζω ότι ο όρος Οθωμανική Αυτοκρατορία χρησιμοποιείται στην Ιστορία για να δηλώνει μια εκτεταμένη κρατική υπόσταση που εκτεινόταν -κατά την περίοδο από 15ο αι. ως τη συνθήκη των Σεβρών (1920) - κατά καιρούς από τον Περσικό κόλπο ως την Αδριατική  θάλασσα, ύστερα όμως από τη Συνθήκη των Σεβρών επικράτησε ο όρος Τουρκία για την κρατική υπόσταση που εκτείνεται από  την Ανατολική Θράκη (τον Έβρο) ως τα ανατολικά όρια της Μικρασίας. Ενδεικτικά θυμίζω τον τίτλο και τη χρονολογική ένδειξη του βιβλίου της Ζοελ Νταλέγκ (μετ. Σοφίας Μπίνη - Σωτηροπούλου)  Έλληνες και Οθωμανοί: 1453-1923 (Πτώση Κωνσταντινούπολης -Συνθήκη Λοζάνης, 1923, που αποτελεί την ποιο πρόσφατη διεθνή πράξη καθορισμού των ορίων της Τουρκίας).

[3] Πρόκειται για τη Συμμαχία που «κέρδισε» τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-18) και περιόρισε την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε ευρωπαϊκή Τουρκία (Ανατολική Θράκη) και μικρασιατική Τουρκία,  με τη Συνθήκη των Σεβρών (1920).

[4] Με τους Ενετοτουρκικούς Ανταγωνισμούς και τις συναφείς συμφωνίες, που επηρέαζαν και την εμποροοικονομική δραστηριότητα του Μακεδονικού Ελληνισμού (σχετική ανάλυση στο άρθρο - εισήγηση του Θεοδ. Χαρισίου  Τζώνου, «Διεθνές Περιβάλλον και Δυτικομακεδόνες  απόδημοι κατά την Τουρκοκρατία», στον τόμο Πρακτικών Διεθνούς  Συνεδρίου με τίτλο:  Η Δυτική Μακεδονία  κατά τους χρόνους της  τουρκικής Κυριαρχίας με έμφαση στους Δυτικομακεδόνες απόδημους στις Βαλκανικές χώρες (15ος αι. έως το 1912), Σιάτιστα 2003, σ. 29-31).

[5] Βλέπε σημ. 4 (άρθρο Τζώνου),  σελ. 31-34

[6] Έτσι μόνο μπορούμε να εννοήσουμε μια παράγραφο της σελ. 94 του βιβλίου του Γ. Λάιου, Η Σιάτιστα και οι Εμπορικοί οίκοι Χ΄΄Μιχαήλ και Μανούση.όπου διαβάζουμε:  « Η Κοινότητα των οθωμανών υπηκόων και η Κοινότητα  των αυστριακών υπηκόων πρόσφερε υλική και ηθική συμπαράσταση προς την επαναστατική ομάδα του Ρήγα και ετήρησαν τόση εχεμύθεια...». Οι λεγόμενοι οθωμανοί υπήκοοι και αυστριακοί υπήκοοι ήταν  Έλληνες όλοι  που ζούσαν στην Αυστρία, αλλά ανάλογα με τις προσωπικές περιστάσεις είχαν λάβει αυστριακή υπηκοότητα ή είχαν κρατήσει την οθωμανική. Και όλοι ήταν Ελληνομακεδόνες και ελληνική συνείδηση είχαν και λευτεριά  για τη γενέτειρα μαζί με το Ρήγα ποθούσαν, (όπως θα δούμε παρακάτω).

Πολύ ενδιαφέρουσα η παρατήρηση του κ. Ι. Κ. Χασιώτη (Επισκόπηση της Ιστορίας της Νεοελληνικής Διασποράς, σελ. 67-71, όπου ειδικό κεφάλαιο με τον τίτλο: «Η Διασπορά και η διαμόρφωση της νεοελληνικής συνείδησης»).

[7] Ζόελ Νταλεγκρ, Έλληνες και Οθωμανοί 1453-1.923, σελ. 68-95.

[8] Για τους ρωσοτουρκικούς  πολέμους και τις σχετικές συνθήκες θυμίζω το άρθρο - Εισήγηση του Θ. Τζώνου, ο.π. (σημ. 4-5),    σελ. 36-37. 

[9] Δανείζομαι  τον τίτλο ενός βιβλίου του Χρίστου Ζαφείρη, Βαλκάνιος Πραματευτής, για το οποίο θα κάνουμε λόγο παρακάτω, παίρνοντας πληροφορίες τεκμηριωμένες για τούτη τη διάλεξη - γραφή.

[10] Όταν αργότερα με τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) και τις σχετικές συνθήκες (1913-14) οι πόλεις αυτές περιήλθαν σύμφωνα με τις αποφάσεις της διεθνούς διπλωματίας των ισχυρών και σύμφωνα προς τα συμφέροντά  τους και τις  επιδιώξεις τους στην επικράτεια των γειτονικών χωρών, οι ελληνικοί πληθυσμοί βαθμιαία υποχώρησαν ή και άμεσα αποχώρησαν.

[11] Με ιδιαίτερη γλαφυρότητα και ιστορικά τεκμηριωμένο τρόπο αφηγείται αυτή τη διακίνηση εμπόρων - μεταναστών Δυτικομακεδόνων από το νότο  προς το βαλκανικό βορρά ο Χρ. Ζαφείρης στο βιβλίο του: Βαλκάνιος Πραματευτής: ένα οδοιπορικό Μνήμης σε ελληνικές κοινότητες και παροικίες, εκδ. «Εξάντας», 1998.  Και παραπέμπει πολύ εύστοχα σε ένα «σπουδαίο βιβλίο»  (χαρακτηρισμό δικό του,  που τον συνυπογράφω) του Ιωάννη Χασιώτη, Επισκόπηση της Ιστορίας της Νεοελληνικής Διασποράς (Θεσσαλονίκη, «Βάνιας», 1993). Εδώ θυμάμαι ειδικά για το 19ο αι. το βιβλίο του Στέφανου Παπαδόπουλου, Εκπαιδευτική και Κοινωνική Δραστηριότητα του Ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη, 1970.

[12] Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (21 Ιουλίου1774) η Ρωσία κέρδιζε ανάμεσα στα άλλα πλεονεκτήματα και τούτο: ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Στενά των Δαρδανελίων - στο  Βόσπορο -  στον Εύξεινο Πόντο για πλοία υπό ρωσική σημαία.  Η ρήτρα  αυτή έμμεσα ευνοούσε τους Έλληνες ναυτικούς, αν αποφάσιζαν το αυτονόητο: να νηολογούν τα πλοία τους υπό ρωσική σημαία (ΙΕΕ, τ. ΙΑ΄,σελ. 53-54). Αυτός ο όρος ήταν τότε πολύ ελκυστικός και για το λόγο ότι οι ραγιάδες προσδοκούσαν βοήθεια από την ομόδοξη Ρωσία, από το  «ξανθό γένος».

[13] Θυμίζουμε απλά τους  αυστροτουρκικούς και ρωσοτουρκικούς πολέμους εκείνης της εποχής (17ο -18ο -19ο αιώνες), που  ήταν πολλοί. Και ανεξάρτητα από περιόδους ειρήνης μπορεί να ειπωθεί ότι βρίσκονταν σε διαρκή ανταγωνισμό και καχυποψία οι δυο αντίπαλες δυνάμεις .

[14]  J. Siotas, Siatista - Macedonia: The Spirit of Hellenism,  pp. 74-76 και παραπέμπει στο βιβλίο του Γ. Λάιου, Η Σιάτιστα και οι εμπορικοί Οίκοι Χ΄΄Μιχαήλ και Μανούση , (17ος, 18ος, 19ος αιώνες), Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 48-50,  όπου το κείμενο της  «Συμβολαιογραφικής Συμφωνίας» στην ελληνική μορφή του.

[15] Χρέος μου νομίζω να θυμίσω ένα άρθρο  (Εισήγηση σε ένα Συνέδριο), με τίτλο:«Προσφορά του ελληνικού πολιτισμού στην Παιδεία της Ανθρωπότητας» (στον τόμο Αθήνα και Εσπερία,  της Εταιρείας Αριστοτελικών σπουδών «Το Λύκειον», Αθήνα 2001).

[16] Έκαναν κάποτε και κάτι ιδιαίτερα συγκινητικό  εκείνοι οι συμβαλλόμενοι με το Δήμαρχο της Ουγγρικής πόλης: συμφώνησαν ως Κοζανίτες και Σιατιστινοί να έχουν δυο δίσκους στην εκκλησία της μετανάστευσης: ένα για τον ΄Αγιο Δημήτριο της γενέτειρας Σιάτιστας και ένα  για τον ΄Αγιο Νικόλαο της γενέτειρας Κοζάνης (Γ. Λάιου, ο.π. σελ. 52)

[17] Είναι αξιοπαρατήρητο ότι τότε βασικό μάθημα στα σχολεία τους ήταν τα εμπορικά κατάστιχα, εμπορικά  οικονομικά,  όπως μαθαίνουμε από όσα Προγράμματα μαθημάτων εκείνης της περιόδου έχουμε.

[18] Αυτή την επιγραμματική διατύπωση γνωρίζουμε τελικά ως έκφραση - σύνθημα από τον Κοραή,  αλλά φαίνεται ότι ήταν πρώτα βίωμα για τους απόδημους.

[19]  Σημειώνουμε μερικά παραδείγματα:

Ο  Γεώργιος Σίνας συμμετείχε στην ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας  της Αυστρίας, στο Βελιγράδι σπουδαίος τραπεζίτης ήταν ο Ι. Κουμανούδης. Ο Θεόδωρος Καραγιάννης από Κοζάνη και Νικόλας Δούμπας από το Μπλάτσι ήταν μέλη της  αυτοκρατορικής Βουλής της Αυστρίας. Ο Θεόδωρος Καραγιάννης έγινε Διευθυντής της Αυστριακής Ακαδημίας της Βιέννης και της Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης και ο Σίμων Σίνας   μέλος του Δ.Σ. της Ακαδημίας της Ουγγαρίας. Στη Γιουγκοσλαβική Εγκυκλοπαίδεια έχει αφιερωθεί ειδικό άρθρο στο Σιατιστινό  Δημήτριο Δημητρίου. Εκεί εξαίρεται η συμβολή του στη δημιουργία του Κροατικού Θεάτρου (από άρθρο του Ι.Α.Παπαδριανού στο Λεύκωμα του συλλόγου Σιατιστέων Θσς/νίκης ΣΙΑΤΙΣΤΕΩΝ ΜΝΗΜΗ Θεσ/νικη 1972.)

[20]  Το ζεύγος Νικολάου και Ευγενίας Κίκη από την Κλεισούρα  έκτισε  ένα μεγαλόπρεπο νοσοκομείο για  «τους δεινοπαθούντες Έλληνες και Σέρβους εμπόρους».

Ο Ναουσαίος Δημήτριος Αναστασίου - Σαμπόφ το 1791  δίνει υποτροφίες σε παιδιά ορθοδόξων (Ελλήνων και Σέρβων ), για να σπουδάζουν στη Βούδα και Πέστη  και συμβάλλει στην ίδρυση ορθόδοξου  σερβικού Γυμνασίου.

[21] Πρακτικά του Συνεδρίου: Η Δυτική Μακεδονία,  (έκδοση της Μανούσειας Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σιάτιστας,   2003), σελ. 223-257 (ειδικότερα οι σελίδες 235-240).

[22] Πολύ αποκαλυπτικά των πραγματικών οικονομικών συνθηκών, που βρήκαν οι Μακεδόνες απόδημοι  στην Αυστροουγγαρία, και των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών επιτευγμάτων τους και της προσφοράς τους έπειτα στη δεύτερη πατρίδα τους και την  πρώτη, δηλαδή τη γενέτειρά  τους, είναι το βιβλίο του Γ. Λάιου,  Η Σιάτιστα και οι Εμπορικοί οίκοι Χ΄΄Μιχαήλ και Μανούση. Ενδεικτικοί οι τίτλοι των κεφαλαίων:   3. Εμπόριο της Σιάτιστας με τη Βενετία,  4. Η παιδεία της Σιάτιστας τον καιρό του μητροπολίτη Ζωσιμά, 8. Πολιτιστική δράση των Σιατιστινών αποδήμων στην Ουγγαρία, 10. Σιατιστινοί απόδημοι στη Βιέννη.

Επικαλούμαι   σε τούτο το άρθρο κάποιες πληροφορίες από τις σελίδες του: 48, 68, 74, 88, 109.

[23] Ιω. Αποστόλου, Ιστορία της  Σιατίστης, εν Αθήναις. 1929, σ. 49, επίσης Αναστασίου Δάρδα , «Ανέγερση Παρθεναγωγείου στην ΄Ανω Σιάτιστα» , στο συλλογικό τόμο του διεθνούς Συνεδρίου, ο.π σελ 133-4..

[24] Λογουχάρη: Τραμπάντζειο Γυμνάσιο στη Σιάτιστα,  Βαλταδώρειο στην Κοζάνη Μπάγκειο κληροδότημα  στην Αθήνα, Οφθαλμιατρείο (στη γωνία  των οδών Πανεπιστημίου και Σίνα)στην Αθήνα...

[25] Ανάλυση της  διαφοράς των εννοιών που έχουν κοινωνικό - πολιτικό  περιεχόμενο: άλλο είναι το νόημα Ελευθερίας της πατρίδας  από τον ξένο κατακτητή  (κάτι που επιτεύχθηκε  λ.χ. με τις συνθήκες του 1830)  και άλλο  Ανεξαρτησία  του ελληνικού Κράτους  από επικυρίαρχους Προστάτες, οι οποίοι λόγουχάρη φρόντισαν να  κρατούν σε εξάρτηση το ελληνικό Κράτος  με ποικίλες μεθόδους  (π.χ. με τα δάνεια της «Ανεξαρτησίας»,  τα οποία λειτούργησαν  ως μέσο εξάρτησης του ελεύθερου κράτους  από τους δανειστές του. Αυτοί φρόντιζαν  να φέρνουν και βασιλιά  κάποιον που ασκούσε εξωτερική πολιτική σύμφωνη με τα συμφέροντα της Προστάτριας Δύναμης, που τον έφερε ως άρχοντα εξαρτημένον  από αυτήν... 

[26] Για τη σημασία της επινόησης εκείνους τους καιρούς πβ.  και  Letterio Augliera Βιβλία - Πολιτική - Θρησκεία: Το τυπογραφείο του Νικόδημου Μεταξά πρώτου εκδότη ελληνικών κειμένων στην Ορθόδοξη Ανατολή (μετ. Στάθη Μίρταχα, Αθήνα, 2006). Ο Μεταξάς, όταν  εκλέχτηκε μητροπολίτης Κεφαλονιάς , έφερε μαζί του από την Αγγλία ένα τυπογραφείο λαθραίο, το οποίο και εγκατέστησε κρυφά  στη Μονή του Αγίου Γερασίμου,  στην τοποθεσία Ομαλά Κεφαλονιάς, για να μη χρειαστεί άδεια (και έλεγχο) από τις ενετικές Αρχές της ενετοκρατούμενης τότε Επτανήσου!...

[27]  Γραμματική της Ιταλικής  Γλώσσης, διηρημένη εις δύο μέρη, αμέλει εις Ετυμολογικόν και Συντακτικόν, προς ευχερεστέραν των φιλιταλών κατάληψιν και ραοτέραν εισαγωγήν των ποθούντων μαθείν την Ιταλικήν Γλώσσαν.

Νυν πρώτον ερανισθείσα και ευμεθόδως συντεθείσα  δια της απλής ημών διαλέκτου παρά του Θωμά Δημητρίου του Σιατιστέως, ου και τοις αναλώμασι ετυπώθη...Εν Βιέννη της Αουστρίας εν έτει 1779.

[28] Γεωργίου  Ιωάννου Ζαβίρα, Νέα Ελλάς ή Ελληνικόν Θέατρον,  Πρόλογος Γ. Κρέμου σελ. θ΄ (στην ανατυπωμένη έκδοση  του έργου από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, το 1972,  με Επιμέλεια - Εισαγωγή - Ευρετήριο   Τάσου Γριτσόπουλου).

[29] Ο.π.  σελ. 246

[30] Ο.π. Εισαγωγή  Τ. Γριτσόπουλου σ. ΧΧΙΙ

[31]  Α.HorvathΗ Ζωή και τα έργα του Γεωργίου Ζαβίρα, Βουδαπέστη 1937, σελ. 72.

[32] Με τον όρο αυτό είναι γνωστά τα Επαναστατικά κείμενα  του Ρήγα. Τυπώθηκαν με τον τίτλο Η Νέα Πολιτική Διοίκησις ,  και είναι: Η Επαναστατική Προκήρυξη Τα δίκαια του Ανθρώπου, το Σύνταγμα,  και ο Θούριος έχουν εκδοθεί σε ενιαίο τόμο με την επιμέλεια του Προέδρου της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης  Φερών -Βελεστίνου-Ρήγα.

[33] Όπως είναι γνωστό ίδρυσαν το πιο γνωστό ελληνικό τυπογραφείο των προεπαναστατικών χρόνων και από αυτούς εκδόθηκε η αρχαιότερη  σωζόμενη  ελληνική εφημερίδα, η «Εφημερίς» στη Βιέννη. Αυτοί δέχτηκαν να εκδώσουν και τα Επαναστατικά του Ρήγα, κάτι  που κόστισε πολύ και στους ίδιους, όταν  η Αυστριακή Αστυνομία ανακάλυψε την επαναστατική αυτή προσπάθεια του Ρήγα και των ομοϊδεατών του και προχώρησε σε δίωξη σκληρή  ή απάνθρωπη.

[34] Είναι εμφανής η παρουσία τους και στη δύσκολη ώρα της σύλληψης, των  ανακρίσεων, του τελικού μαρτυρίου (1797-98). Ενδεικτικά σημειώνω κάποια βιβλία:

Αιμίλιου Λεγκράντ, Ανέκδοτα Έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή και των συν αυτώ μαρτυρησάντων. (έκδοση της επιστ. Εταιρείας Μελέτης Φερών - Βελεστίνου- Ρήγα» Αθήνα 1996). Εκεί και ειδικός χάρτης με τις πόλεις καταγωγής των 8 μαρτύρων που θανατώθηκαν  με στραγγαλισμό μια νύχτα του Ιουνίου  του 1798. Τάσου Βουρνά, Ο Πολίτης Ρήγας Βελεστινλής, εκδόσεις Αδελφών Τολίδη», Αθήνα 1978.

[35] Γ. Λάιος, Η Σιάτιστα και οι Εμπορικοί Οίκοι Χ΄΄Μιχαήλ  και Μανούση, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 94    Ένας ντόπιος εργάτης του τυπογραφείου είχε κρυφά αποκομίσει  αντίγραφο της Προκήρυξης και...κάποιον ενημέρωσε. Από τη σελ. 17  του βιβλίου  Legrand  (μετάφραση Λάμπρου) αντιγράφω μια απλή πληροφορία; «...ο επιμεληθείς παρά τω Πούλιω της εκτυπώσεως της Προκηρύξεως καλείται Φραγκίσκος (Franz Hugele)...ούτος παρέδωκεν εις την ανακριτικήν αρχήν εν αντίτυπον αυτής, όπερ είχε  κρατήσει δι' εαυτόν, τούτο δε ευρέθη ομοιότατον...» προς εκείνα που παρέλαβε η Αστυνομία από το Κατάστημα Κορωνιού - Οικονόμου στην Τεργέστη...

[36] Αδυνατώ να δώσω ειδικές παραπομπές  βιβλιογραφικές. Περιορίζομαι να θυμίσω δυο τρία βιβλία  γενικά για την  Ιστορία των Βαλκανίων, της οποίας ένα κεφάλαιο πολύ σημαντικό για όλους τους  λαούς της Χερσονήσου είναι  οι εξελίξεις  (πόλεμοι και  συνθήκες ) της περιόδου 1912-1913-1914:

Μαρίας Νυσταζοπούλου - Πελεκίδου, Οι Βαλκανικοί λαοί (από την Τουρκική κατάκτηση έως την εθνική αποκατάσταση), β΄έκδοση, «Βάνιας» , Θεσσαλονίκη, 1991.

Rene Ristelhueber, Ιστορία των Βαλκανικών λαών, μετ. Αναστασίας Μεθενίτη - Αθαν. Δ. Στεφανή, εκδ. «Παπαδήμας», 2003.

Γιάννα Κατσόβσκα - Μαλιγκούδη, Οι Σλάβοι των Βαλκανίων, Εισαγωγή στην Ιστορία  τους και τον Πολιτισμό τους, εκδ. Gutenberg, 2004.

 
 

επιστροφή