Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

-Α-

(τ’) αγγειά :  μαγειρικά σκεύη

αγλήγουρα :  γρήγορα

(δεν) αδειάζου :  δεν έχω καιρό

αδουκήθ’κα :  θυμήθηκα

αδράχ’κιν :  «άρπαξε», κάηκε ελαφρά

άι :  ύστερα, μετά

άκσέτσι :  ακούσατε

άλ’κο :  γυναικείος σάκκος (παλτό) γαρνιρισμένο με γούνα από κοκκινότριχη αλεπού

άλλουν ξιάλλου :  έξαλλος

αλούπις :  αλεπούδες

αλυχτούν :  γαυγίζουν άγρια

άλ’ψα :  άλειψα, άπλωσα σε τοίχο ή πάτωμα μπογιά

αμπιλόνιασι :  βελόνιασε

(μ’) άμπουξιν :  (μ’) έσπρωξε 

αναβαλτζμός :  αναστάτωση

ανάγκαζι! :  βιάσου!

ανασκιρνώ :  τακτοποιώ

άν’ξι :  άνοιξε

ανιμοσούρ’γμα :  δυνατός αέρας που σφυρίζοντας γυρίζει το χιόνι και σχηματίζει σωρούς μ’αυτό

αντιριέσι :  διστάζεις

(τσ’) απιρασμένις :  πριν από μέρες

απιτιόρ :  πριν

απόμ’καν :  απόμειναν

(ν’) απουκρ’θείς :  (να) απαντήσεις

απουλήθ’κιν :  ξέφυγε (η θηλειά)

(ν’) απουλ’θεί :  (να) χαλαρώσει

(τ’) απουυρίζουμι :  τα επιστρέφουμε

αράδα :  συνέχεια

(η) αράδα σ’ :  (η) σειρά σου

(σ’) αράδ’ζα :  έψαχνα να (σε) βρω

(θα σ’) αρανίσ’ν :  (θα σε) ραντίσουν

αράντζιν :  ράντιζε

άρατα πήρατα :  άλλα αντ’ άλλων

αρίτσιους :  σκαντζόχοιρος

αρμιά :  λάχανο τουρσί

αρτσιώθ’κιν :  θύμωσε

αρχήτσιρα :  νωρίτερα

αρχίντ’σα :  άρχισα

ασμπόρ’στους: αμίλητος, που δε δέχεται κουβέντα

αστόησα :  ξέχασα

αστόησέτσι :  ξεχάσατε

(να μη) αστουχήεις :  (να μη) ξεχάσεις

αστρέχις :  λούκια

ατζιάκ :  τζάκι

(σαν) ατσιούμ’στου φιγγάρ :  πρόσωπο παχουλό και στρογγυλό

αυγατσίζου :  συμπληρώνω

άχαρ :  καημένη, καλέ

άχαρα :  λιποθυμία, ανακάτεμα στο στομάχι

άφκιν :  άφησε (γ’ ενικό πρόσωπο)

-Β-

(σι) βάρισιν :  (σε) χτύπησε

(μι) βιρβέρξετι: με πονέσατε πολύ

βουινιά :  κοπριά

βρέξι ιένα λουρί :  βούτηξε στον καφέ ένα στενό κομμάτι ψωμί (προστακτική)

-Γ-

(τα) γαργάλ’τσάμι :  τα κάναμε να λάμπουν με το καλό πλύσιμο

(ίν’κιν) γδί :  τσαλακώθηκε πολύ

γκαβαίνουν :  τυφλώνουν

γκαγκζιές :  θάμνοι

γκαζιρό :  δοχείο με πετρέλαιο για τις λάμπες

γκάμπλιουσέτσι :  μισόκλεισαν τα μάτια σας από νύστα

γκιζέρια :  βόλτες

γκιλιαντρέοι :  καρούλια ραψίματος

γκιούμ :  δοχείο νερού

γκιουμόπ’κα: μικρά γκιούμια  (δοχεία νερού)

(έναν) γκιρμέ: συνέχεια, συχνά

γκ-κ - μκ :  μασημένα λόγια

γκλιούμαν :  κυλιόμουν

(να) γκλουπτίεις :  (να) φας με λαιμαργία

γκουλιαμπίσ’κις :  έπαιξες με τα νερά

γκουργκούλου :  σφαιρική

γκουρδουκ’λιούντζι :  κατρακυλούν

γκουρμπέδις :  κουραμπιέδες

(να μη) γκρουνταβιάσ :  (να μη) γεμίσει σβώλους 

γκρούντις :  μπάλες από χιόνι, σβώλοι

γλιέπου :  βλέπω

γλύψαρς :  λαίμαργος

γούνα :  δέρμα αρνιού με το τρίχωμα απ’ έξω, ραμμένο σε σχήμα ορθογώνιο, που το φορούσαν στο χέρι και άλειφαν τους τοίχους

γραμπάτσια: κακόσχημα γράμματα ή σχέδια

γριντζούλ: μικρό τσαμπί σταφύλι

-Δ-                  

δαγκουσιά :  μπουκιά

δαν’κά :  δανεικά

(θα σ’) διάβ :  (θα σου) περάσει

(να) διάβ’ς :  (να) ξεβγάλεις στο πλύσιμο

(τουν) διακόφτ :  (τον) διακόπτη

διαταγμένα :  τα καθιερωμένα, αυτά που συνηθίζονταν

διάτανους :  διάβολος

(μο’) δισαν :  (μου) έδεσαν

δραγκώθ’κιν :  πιάστηκε (νεύρο)

‘δραχτάκια :  μικρά αδράχτια

-Ε-

έγνισιν :  έγνεσε

ελόγου μ’ :  εγώ, η αφεντιά μου

ένουντι: γίνονται

(μ’) έσκιαξιν :  (με) τρόμαξε

-Ζ-

ζαντούκιασιν: μαράθηκε

(να σι κάμου) ζαπ :  να σε καταφέρω, να σε κουμαντάρω

δεν ζαρίζου :  δεν βλέπω καλά

ζγκράμπιες :  σαρανταποδαρούσες

ζιάρ :  θράκα, κάρβουνα

ζιουπκωτή :  παχουλή, αφράτη

ζιρβί :  αριστερό

ζ’κακας :  ζιζάνιο

ζκουραφίδια :  ζωγραφιές

ζ’μάρ :  ζυμάρι

ζ’μιά :  ζημιά

ζμπλόφ :  κομμάτι από τσουβάλι

ζουκούμια :  πικροδάφνες

ζουλούμια :  αταξίες

(στου) ζυγκί :  έτοιμη να ξεκινήσεις

-Θ-

θαραπαύκα :  ευχαριστήθηκα πολύ

θαραπαύκάμι :  ευχαριστηθήκαμε πολύ

θάρουμ :  ίσως

θάρ’σις :  νόμισες

(θα σι) θιουπουντίσ :  (θα σε) μαλώσει πολύ

θ’κή μ’ :  δική μου

θιρμοκόπ’κα :  παρέλυσα

-Ι-

ιατάκ :  μέρος για ύπνο (γιατάκι)

ιάτσην :  νάτη

ιατσί :  γιατί

ιβουδιάζ :  ευωδιάζει

(ν’) ιέτσουξιν :  την «έτσουξε», δηλ. την πείραξε, αλλά και :  την ήπιε

ιλιάτς :  πρακτικό γιατρικό

ιλούν :  γελούν

(να) ινατιαστσεί :  (να) πεισμώσει, (να) θυμώσει

ίν’κιν :  έγινε

ίντου :  είναι (αυτό)

‘ιροί :  γεροί

ιουρτσιάτκα :  γιορτιάτικα, γιορτινά

ίσκιουμα :  στοιχειό

ιχτσέ :  χθες

-Κ-

καδί :  ξύλινο δοχείο

(θα) καθαρνάς :  (θα) καθαρίζεις

καϊένα :  κανένα

καϊπιώθ’κις :  κρύφτηκες

κακάβ :  δοχείο από χαλκό, με χερούλι

κακούτσκου :  επιφώνημα απελπισίας

καλιγουκάρφια :  καρφιά για πετάλωμα

καλούδια :  αγαθά

κάλως καμς :  χαιρετισμός (νάσαι καλά)

(να) καμ :  (να) κάνει

καμόσα :  μερικά

καμώνιτσι :  υποκρίνεται

καναγκιρίσια :  παλιάς εποχής

κανέστρ :  πανέρι

καν κι καν :  καθόλου

καπάρντζα :  καμάρωνα

καπαρντζίζν :  καμαρώνουν

καπίστρ :  χαλινάρι

κάπουτσι :  κάποτε

καρδάρ :  μεγάλο δοχείο για γάλα

καρκάλια :  ηχηρά γέλια

καρκαλιούνταν :  γελούσαν δυνατά

καρουφλιές :  γαριφαλιές

καρτσιράς :  περιμένεις

καρτέρα :  περίμενε

κασταλαή :  σταχτόνερο

(στου) κατόπ :  από πίσω

κατράνου :  κακομοίρα

κατσιαούλ :  σαγόνι

(θα) κατσιέβ :  (θα) κατεβεί

(θα) κατσιέβου :  (θα) κατεβώ

κατσουιανναίοι :  πεταλούδες

κατώι :  υπόγειο

καφίμπρικου :  μπρίκι για καφέ

(τουν) καψου-Χρήστου :  (τον) καημένο το Χρήστο

κθαρές :  καφές από κριθάρι

κιαμέτ :  πλήθος

κικιρίκια :  φυστίκια

κιλιμόπ’κου: μικρό κιλίμι

(να) κινήσου :  (να) ξεκινήσω

(να) κινώσου :  (να) σερβίρω

κιόλαντς :  κιόλας

κίτσιρνα :  κίτρινα

κ’λιά :  κοιλιά

κλούτσις :  βελόνες που χρησιμοποιούσαν για να πλέκουν κάλτσες

(μη) κλώθιτι :  (μη) τρέχετε γύρω-γύρω

κλώσα :  κοτσίδα

(θα) κλώσου :  (θα) γυρίσω

κλώστης :  ξύλο κυλινδρικό για άνοιγμα φύλλων πίτας

Κόζιαν :  Κοζάνη

κόθουρους :  το γύρω-γύρω της πίτας ή του ψωμιού

(έναν) κόμπουν :  (μια) σταγόνα, λίγο

κόπιασέτσι :  ελάτε

κόπιασι :  έλα

(κι) κουλάι :  και τι θα γίνει μετά...

(τα) κουλιά :  τα πισινά

κουλιαντίνις :  Χριστουγεννιάτικα κουλουράκια

κουλουκούρστους :  ακούρευτος

(τσις) κουλούριασις :  (τις) τελείωσες

κουμπουβέλουνα :  καρφίτσες ραπτικής

κουπάνα :  σκάφη

κούπτσιους :  κομπόδεμα

(να) κουρέβισι! :  (να) σε πάρ’ η ευχή!

κουρκάλα :  βραχνάδα από κρύωμα

κουρ’μός :  δεν πειράζει, ας είναι

κουσιώρια :  κοφίνια καμωμένα από κλαδιά ιτιάς για τη μεταφορά σταφυλιών την εποχή του τρύγου

κουτπίζισι :  γυρίζεις από δω κι από κει χωρίς να κάνεις τίποτα, χασομεράς

κουτσαρδώθ’κα :  πιάστηκα και δεν μπορώ να κινηθώ άνετα

κουτφουλιάζ’ν :  κάνουν κάτι πρόχειρα

κουφουτσίλ :  ξύλινη στρόφιγγα βαρελιού

κούχν :  το μέρος του μαγειριού όπου μαγειρεύουμε

κρέχτους :  δροσερός

κριμασταρά :  κούνια

(να) κριτσάει :  (να) είναι καλοσιδερωμένο, «τριζάτο»

(‘που) κρ’φα :  στα κρυφά

-Λ-

λάμπαβους :  λασπερός

λαμπουυάλ :  γυαλί από λάμπα πετρελαίου

λάπατα :  φυτά με φύλλα μακριά και αρκετά πλατιά, με τα οποία φτιάχνουν πίτες, σαλάτα ή γιαπράκια

(ια) λέισιμου :  για να το πεις

λιάντσέτι :  κομματιάσατε

λιανώματα :  ψιλά

λιγκέρ :  πιάτο χάλκινο

(να) λιγουριάσ :  (να) αηδιάσει, να κάνει εμετό

λιμοί :  λαιμοί (το λάστιχο από τις κάλτσες)

λόζιασαν :  μπέρδεψαν

λουιούν του λουιού :  διάφορα, ποικιλία

λουρί (από ψωμί) :  μακρόστενο κομμάτι

λουρίδα :  ζώνη

-Μ-

μαγαζί :  χώρος στο κατώι

μαγκάν :  μαγκάλι

μαζώχ’καν :  μαζεύτηκαν

μακιδουνήσ :  μαϊντανός

μάναχα :  μοναχά (κορίτσια)

μαρ :  καλέ (προσφώνηση)

(η) μάσα :  μεγάλο τραπέζι

μασλάτια :  κουβέντες ελαφριές

ματσκαλνιέσι :  μασάς

μαυράδα! :  αλίμονο!

μιντερλίκια :  μόνιμοι καναπέδες

μισιά :  εσωτερική είσοδος σπιτιού

μιτζμέν :  μεθυσμένη

μ’κράτσκα :  της παιδικής ηλικίας

μόνι :  μόνο

μό’σπασις :  μου έσπασες

(να) μουλουήσου :  (να) μολογήσω

(να) μουργκίζ :  (να) σκοτεινιάζει ελαφρά

μουρσιώθ’κις :  χτύπησες και μάτωσες

μουσκόλ’δου :   μοσχολούλουδο, αρμπαρόρριζα

(στα) μούτσκα :  σιωπηλά

μπαϊαγκαίοι :  αράχνες

μπαμπαλούδια :  κομματάκια από σηκωτάκια, πνευμόνια κλπ., για το φαγητό

μπαμπανούρα :  χτύπημα ελαφρό με δείχτη και αντίχειρα

μπαρμπούλα :  μαντήλι ή σάλι για προφύλαξη του κεφαλιού από το κρύο

μπασιάδια :  ακαλαίσθητα σχέδια

μπιζέρ’σα :  βαρέθηκα

μπιλιντζίκ :  βραχιόλι

μπιμπλιά :  στραγάλια

μπλίκρις :  σουγιάδες

μπλιόγκους :  μούσκεμα

μπόντους :  κεντρί

μπότσα :  μπουκάλα

μπουιά :  μπογιά

μπουμπλιάτσκις :  μεγάλα μαύρα έντομα

μπουμπουσιάρ :  καρναβάλι

μπουντζίσα :  μέλισσα

μπουντρούμ :  χώρος στο κατώι

μπουρμπουτούρα :  έξαψη

μπουρτζιαλτζμένα :  φρυγανισμένα

μπουχτσιάς :  μπόγος

(να) μπουχνίσ’ν :  (να) μουσκέψουν

μπρε :  βρε

μ’τάρια :  εξαρτήματα αργαλειού

μύθια :  παραμύθια, ντροπές

μυργαλιές :  αμυγδαλιές

μύτσις :  μύτες

-Ν-

νίφκιτι; :  πλυθήκατε;

νίψ’ :  πλύσου

νουβουρός :  αυλή σπιτιού

νταρνταρίειζ :  φλυαρείς

(να) ντζαντζαρίσου :  (να) κάνω αφράτο μαλλί ή βαμβάκι

ντζε κι καλά :  οπωσδήποτε

ντζιπ απού ντζιπ :  εντελώς

ντιμπντίλ :  ντυμένη με παλιά ρούχα

ντιρέκ :  ξύλινη γερή κολώνα

-Ξ-

ξέκ’σα :  ξέσχισα

ξιαγκιδίειζ :  λεπτολογείς

ξιανιέντραπα :  αδιάντροπα

ξιαπουσταίνου :  ξεκουράζομαι

ξιαστουχήθ’κα :  ξεχάστηκα

(να) ξιδιαλιχτώ :  (να) ξεμπερδέψω

ξιέστρουμα :  μάλωμα έντονο

ξιέστρουνα :  μάλωνα

ξικαχτίσ’κιν: ξεκόλλησε, ξεφλουδίστηκε, χάλασε

ξικουρνιαχτήρ :  ξεσκονιστήρι

(να) ξιμπραχαλιάεις :  (να) ξεκουραστείς

ξινομούσιν :  έδιωχνε

ξινόμ’σέ τσις :   διώξ’ τις

ξινουφαλήσ’κα :  αηδίασα, μου’ρθε να κάνω εμετό

ξιπαρταλιάσ’κιν :  κουρελιάστηκε

ξιπλατήσ’κα :  κουράστηκα πολύ

(να) ξιρχάντ’ς :  (να) ξεθυμάνεις

ξισφάισις :  ξέσχισες

ξιταφίσ’καμι :  παραφάγαμε

-Ο-

όκαχτους :  ίδιος

όλνους :  όλους

όπλατις :  μπαλώματα

(ιένα) ότς :  οτιδήποτε

ούδι :  ούτε

ούι! :  αχ!

ουλούκια :  λούκια

ουμίλ’τσιν :  μίλησε

ουντάς :  δωμάτιο

ουντόπκου :  δωματιάκι

ουπάν :  επάνω

ουριάζ :  κλαίει με δυνατή φωνή, ωρύεται

ουριξιάτ’κο :  νόστιμο

ουρλιέστσι :  ωρύεστε

ουρμήνιβαν :  συμβούλευαν

ουρσούσκου :  ιδιότροπο

ουσούλια :  αστείες ιστορίες με κάποια δόση φαντασίας

-Π-

παλιουρούτσια :  κουρέλια

παλουγόδους :  πάνινη κουλούρα για την προστασία του κεφαλιού όταν σηκώνει βάρος

παμπόρια :  χαρταετοί

παπ’τσής :  υποδηματοποιός, τσαγκάρης

παράδις :  χρήματα

παραλιέκατα :  παράξενα

παρατουρήζισι :  αλαφιάζεσαι

παρμάκια :  κάγκελα

παρστιά :  πυροστιά, τζάκι

πασκαλούδα :  χαμομήλι

παταγώθ’κα :  κατατρόμαξα

πατλιτζιανί  :  μελιτζανί

πατούνις :  τα πέλματα της κάλτσας

πατσιάδια :  υλικά για πατσά

πειράχ’κιν :  πειράχτηκε

πέντζι :  πέντε

πήριτσι :  πήρατε

πιάλα :  τρέχα

πιαλούν :  τρέχουν

πιαλούσα :  έτρεχα

(ου) πιαλτός :  το τρέξιμο

πιάσ’κα :  πιάστηκα

(σ’) πιάσ’κιν :  σου πάει, σου ταιριάζει

πιατάντζις :  πιατέλες

πιρήφανουν :  καλοφκιαγμένον, όμορφο

πιρτσές (πιρτσέν): φράντζα

πισκέσ :  δώρο

πισμόημιρα :  επίσημες μέρες, γιορτές

πισνίκ :  στρογγυλό ψωμί

πιστιμάλ :  μεγάλη υφαντή πετσέτα

πίτσιρα :  πίτουρα

πιτσμέζια :  πετιμέζια

πιχλιές :  κομμάτι κρέας που είχε και λίγο πάχος

πλαβουβότανου :  χόρτο που βράζουν και πίνουν για τον βήχα

πλαστήρι :  κυκλική επιφάνεια από σανίδες, όπου ανοίγουν φύλλα από ζυμάρι

(θα μας) πλιαφίσ :  (θα μας) δείρει

πλιβριτώνιτσι :  κρυώνει κι αρρωσταίνει

πλιέκ’ν :  επιπλέουν

π’λούσιν :  πουλούσε

πλόχιρου :  όσο χωράει μια χούφτα

(θα) π’νάστσι :  (θα) πεινάσετε

(να) πνιχτούν :  (να) πάνε στον πάτο

πόλκα :  χωρίστρα μαλλιών

πόλτσα :  ράφι

πό’πισιν :  που έπεσε

πόταπου :  τι λογιό

πότσι :  πότε

(θα) ‘πουδέσ :  (θα) φορέσει τα παπούτσια

πουνίδια :  πόνοι

(θα) πουρέψ’ν :  (θα) περάσουν, (θα) χορτάσουν

(να) πουρέψ’τι :  (να) περάσετε, (να) χορτάσετε

πουστάβ :  βαρέλι μεγάλο κομμένο κατά μήκος, που το χρησιμοποιούν ως πατητήρι σταφυλιών

πρασίντσιν :  πρασίνησε

πρόστ’μου :  πρόστιμο

προυχτσέ :  προχθές

πστσιέβς :  πιστεύεις

πυρουγλιά :  κληματαριά

(να) πυρουθούμι :   (να) ζεσταθούμε

-

ραγκαβανιές :  πασχαλιές

ραμάτιασι :  πέρνα σε κλωστή σε σειρά

ρόπουτους :  θόρυβος

ρούκουσιν :  έβαλε μέσα με το ζόρι, έκρυψε

ρουπουτούν :  κάνουν θόρυβο

ρούφ’σάμι :  ρουφήξαμε

(να) ρ’φήεις :  (να) ρουφήξεις

-Σ- 

Σανούκου :  Άννα

σάματ :  σαν να

σάπ’σαν :  σάπισαν

σαρμαναχτσέδια :  βιολέτες

σαρμάντσα :  κούνια μωρού

σαχνισί :  μέρος του σπιτιού στο επάνω πάτωμα, με πολλά παράθυρα, που προεξέχει

σέβα :  μπες

σημαντζ’κά :  σημαντικά

σιακάτ :  προς τα κάτω

σιαπέρα :  προς τα πέρα

σικλιτίσ’κα :  στενοχωρέθηκα

σιόλ :  το πιατάκι για το κέρασμα γλυκών του κουταλιού

σιούκου :  σήκω

σιούκτι :  σηκωθείτε

σ’νάστρεγ :  ανυπόμονη

σ’ναστριγιά :  ανυπομονησία

σουγλιμάδα: ψημένο κρέας στη σούβλα

σιουλναρίζου: χύνω υγρό από απροσεξία

σιούμκα :  μπάλα από πανιά

(να) σιουμπίσου :  (να) συδαυλίσω

σκέπ’κα :  σκέφθηκα

σ’κλήκια :  σκουλήκια, εδώ όμως :  κορδόνια παπουτσιών

σκουρότρανις :  κακομοίρες

σκρίκις :  πέτρες, βράχια

σκ’τιά :  ρούχα

σ’νιά :  μεγάλα ρηχά ταψιά για πίτες

σό’κοψιν :  σου έκοψε, δούλεψε το μυαλό σου

σό’ρθ :  σου ‘ρθεί

σουγκάρ :  το μικρότερο παιδί

σούζουλα :  έντομα γενικά

σουλότα :  χιόνι που λιώνει και γίνεται νερουλό

σούρπιτ :  βιαστική

σούφρις :  πτυχές, σούρες

σό’φκιασιν :  σου έκανε

σοφράς :  χαμηλό τραπέζι με βάση ξύλινη που πάνω της στηρίζεται μεγάλο σινί

σπλιανίσ’κα :  ζήλεψα

σπ’τόφουρνους :  σπιτικός φούρνος

σταμνόπκις :  μικρές στάμνες

(μι) στάφνουν :  λίγο-λίγο

στεγνόπιτα :  νηστήσιμη πίτα

στέζιρο :  ξύλο μπηγμένο στο κέντρο του αλωνιού, όπου έδεναν τα ζώα

στιβάλια :  μπότες

στιέκα :  στάσου

(να) στουμπίσου :  (να) κοπανήσω

(να) στουμπίσ :  (να) κοπανήσει με το στούμπο

στούμπους :  γουδοχέρι

στούμ’σα :  στούμπισα, κοπάνισα, χτύπησα

(μια) στράτα νιρό :  μια διαδρομή για το κουβάλημα νερού

στσοιό :  στοιχειό

σύισις :  σύγχυσες

συννουήθ’κα :  συνεννοήθηκα

(του) συντρόφ :  το βρακί

σύρι :  πήγαινε

σφαϊό :  δυνατός πόνος

σώθ’κιν :  τελείωσε

(του) σων :  το τέλος

σώντ’ς :  τελειώνεις

-Τ-

ταβάδις :  ταψιά

(τ’ς) τά’πα :  (της) τα είπα

ταφλάνια :  δέντρα καλλωπιστικά

ταχιά :  αύριο

τζαντήλα :  ύφασμα που χρησιμοποιείται για στράγγισμα υγρού

τζερτζιλιά :  κορομηλιά

τζιόπ :  τσέπη

τιτραπέτς :  πολύ ξινό

(τα) τοίχια :  (τους) τοίχους

τότσι :  τότε

τούμκανους :  πολύ φουσκωμένος

(σι) τούν :  (σ’) αυτήν

τούνα :  μούσκεμα

τράβα (να φέρ’ς) :  πήγαινε (να φέρεις)

(μι) τράβ’ξιν ξιέστρουμα :  (με) μάλωσε πολύ

τράπιζους :  τραπεζομάντηλο

τραφώθ’κις :  πασαλείφτηκες

τριμιντίνα :  τσιγγούνης

τρουκό :  αυχένας

τρουτσκάλ’σιν :  πιτσίλισε

(‘που) τρουύρ :  ολόγυρα

τρουυρνάει :  τριγυρίζει

τσάκνα :  λεπτά και ξερά κλαδιά για προσανάμματα

(μι) τσάκουσαν :  (μ’) έπιασαν

τσάκουσι :  πιάσε

τσήρα :  κύτταξε

τσήρσι :  κύτταξε

τσιαρίσ :  ισχυρή κόλλα τσαγκάρη

τσιάτους :  μπάτσα

τσινικές :  τενεκές

(να) τσιριάσουμι :  (να) διορθώσουμε, (να) τακτοποιήσουμε

τσιουλέδια :  ματσάκια

(να) τσιουλίσν :  (να) χτυπήσουν τα κλαδιά με το βεργί

τσιουμπίδ :  τσιμπίδι

τσιουρμανάκους :  ζωηρό, άτακτο κοριτσάκι

τσιουρούκιψα :  ψεύτισα, δεν είμαι πιά γερή

τσιουτσιούριασα :  ανατρίχιασα

τσιούτσκανου :  πολύ μικρό

τσίπουτα :  τίποτα

τσις :  τις

τσκαλνούν :  χτυπούν το ρόπτρο

τσκαλστσήρ :  ρόπτρο

Τσκάου :  Σικάγο

(να) τσ’μάσου :  (να) ετοιμάσω

τσουρήειζ :  τσιρίζεις

(ν’) τσυράννια :  (τον) παιδεμό, (τα) βάσανα

τφάν :  χιονοθύελλα

-Υ-

‘ύρσιν :  γύρισε

-Φ-

(να) φασκιώσ’ :  να γεννήσει

φασ’λιά :  φασολιά

(θα μ’) φέρτι :  (θα μου) φέρετε

φιλιότα :  φέτα ψωμιού

‘φκή :  ευχή

(στη) φλιά :  (στο) τραπέζι

φλιόγκους :  φιόγκος

φόλις :  κουμπιά

φότζις :  είδος μαχαιριών

(να) φουκαλίσου :  (να) σκουπίσω

φουρφούρ :  πολύ καλά πλασμένο, σαν λεπτό χαρτί

φουτζμέν :  φωτισμένοι

φρουντζίδις :  φροντίδες, προβλήματα

φτσέλις :  μικρά βαρέλια για κρασί

-Χ-

χαβάν :  γουδί ορειχάλκινο

χάθ’κέτσι :  χαθήκατε

χαϊμανάς :  τεμπέλης

χαϊρλίθ’κα :  καλότυχα, να φέρουν τύχη

χαλαμαντάρ :  διάπλατα

χαλέβς :  θέλεις

χαμπέρ :  είδηση

χανά ιδούν: θα έβλεπαν

χαραή :  πολύ πρωί

χαρανιά :  καζάνια από χαλκό με χερούλια

(του) χάρ’κα :  (το) χάρηκα, (το) ευχαριστήθηκα

χαρτουθήκα :  σχολική τσάντα

χατάν :  ζημιά, βλάβη

(ιά) χάψιμου :  (για) φάγωμα

χίρ’σιν: άρχισε

χλιάφτας :  αυτός που τα τρώει όλα

χ’νέρ :  πάθημα

χνούμ :  κομματάκια από άχυρο

χ’πύσ :  χτυπήσει

χράζουμι :  χρειάζομαι

(θα) χρακστσεί :  (θα) χρειαστεί

χουκάς :  γυάλινο δοχείο για γλυκό του κουταλιού

χουλουσκάντ’ς :  στενοχωριέσαι πολύ

χουρχουλάζ :  βράζει

χουσμέτια :  δουλειές

χουτζιούμ :  διάλειμμα για ξεκούραση

χράσ’κιν :  χρειάστηκε

χ’ρσό :  χρυσό

-Ψ-

(να) ψ’θεί :  (να) «ψηθεί», (να) σκληρύνει

ψίχα :  λίγο

ψ’λά :  ψηλά

ψόφους :  τρομερό κρύο

(να) ψ’χουπιαστσείς :  (να) δυναμώσεις, (να) κρατηθείς στα πόδια σου

Κεντρική σελίδα Ταυτότητα Σιάτιστα Παιδεία  Σχόλια  Αρχείο Αφιερώματα