Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι
-Α- (τ’) αγγειά : μαγειρικά σκεύη αγλήγουρα : γρήγορα (δεν) αδειάζου : δεν έχω καιρό αδουκήθ’κα : θυμήθηκα αδράχ’κιν : «άρπαξε», κάηκε ελαφρά άι : ύστερα, μετά άκσέτσι : ακούσατε άλ’κο : γυναικείος σάκκος (παλτό) γαρνιρισμένο με γούνα από κοκκινότριχη αλεπού άλλουν ξιάλλου : έξαλλος αλούπις : αλεπούδες αλυχτούν : γαυγίζουν άγρια άλ’ψα : άλειψα, άπλωσα σε τοίχο ή πάτωμα μπογιά αμπιλόνιασι : βελόνιασε (μ’) άμπουξιν : (μ’) έσπρωξε αναβαλτζμός : αναστάτωση ανάγκαζι! : βιάσου! ανασκιρνώ : τακτοποιώ άν’ξι : άνοιξε ανιμοσούρ’γμα : δυνατός αέρας που σφυρίζοντας γυρίζει το χιόνι και σχηματίζει σωρούς μ’αυτό αντιριέσι : διστάζεις (τσ’) απιρασμένις : πριν από μέρες απιτιόρ : πριν απόμ’καν : απόμειναν (ν’) απουκρ’θείς : (να) απαντήσεις απουλήθ’κιν : ξέφυγε (η θηλειά) (ν’) απουλ’θεί : (να) χαλαρώσει (τ’) απουυρίζουμι : τα επιστρέφουμε αράδα : συνέχεια (η) αράδα σ’ : (η) σειρά σου (σ’) αράδ’ζα : έψαχνα να (σε) βρω (θα σ’) αρανίσ’ν : (θα σε) ραντίσουν αράντζιν : ράντιζε άρατα πήρατα : άλλα αντ’ άλλων αρίτσιους : σκαντζόχοιρος αρμιά : λάχανο τουρσί αρτσιώθ’κιν : θύμωσε αρχήτσιρα : νωρίτερα αρχίντ’σα : άρχισα ασμπόρ’στους:
αμίλητος, που δε
δέχεται κουβέντα αστόησα : ξέχασα αστόησέτσι : ξεχάσατε (να μη) αστουχήεις : (να μη) ξεχάσεις αστρέχις : λούκια ατζιάκ : τζάκι (σαν) ατσιούμ’στου φιγγάρ : πρόσωπο παχουλό και στρογγυλό αυγατσίζου : συμπληρώνω άχαρ : καημένη, καλέ άχαρα : λιποθυμία, ανακάτεμα στο στομάχι άφκιν : άφησε (γ’ ενικό πρόσωπο)
-Β- (σι) βάρισιν : (σε) χτύπησε (μι) βιρβέρξετι: με πονέσατε πολύ βουινιά : κοπριά βρέξι ιένα λουρί : βούτηξε στον καφέ ένα στενό κομμάτι ψωμί (προστακτική)
-Γ- (τα) γαργάλ’τσάμι : τα κάναμε να λάμπουν με το καλό πλύσιμο (ίν’κιν) γδί : τσαλακώθηκε πολύ γκαβαίνουν : τυφλώνουν γκαγκζιές : θάμνοι γκαζιρό : δοχείο με πετρέλαιο για τις λάμπες γκάμπλιουσέτσι : μισόκλεισαν τα μάτια σας από νύστα γκιζέρια : βόλτες γκιλιαντρέοι : καρούλια ραψίματος γκιούμ : δοχείο νερού γκιουμόπ’κα: μικρά γκιούμια (δοχεία νερού) (έναν) γκιρμέ: συνέχεια, συχνά γκ-κ - μκ : μασημένα λόγια γκλιούμαν : κυλιόμουν (να) γκλουπτίεις : (να) φας με λαιμαργία γκουλιαμπίσ’κις : έπαιξες με τα νερά γκουργκούλου : σφαιρική γκουρδουκ’λιούντζι : κατρακυλούν γκουρμπέδις : κουραμπιέδες (να μη) γκρουνταβιάσ : (να μη) γεμίσει σβώλους γκρούντις : μπάλες από χιόνι, σβώλοι γλιέπου : βλέπω γλύψαρς : λαίμαργος γούνα : δέρμα αρνιού με το τρίχωμα απ’ έξω, ραμμένο σε σχήμα ορθογώνιο, που το φορούσαν στο χέρι και άλειφαν τους τοίχους γραμπάτσια: κακόσχημα γράμματα ή σχέδια γριντζούλ: μικρό τσαμπί σταφύλι
-Δ- δαγκουσιά : μπουκιά δαν’κά : δανεικά (θα σ’) διάβ : (θα σου) περάσει (να) διάβ’ς : (να) ξεβγάλεις στο πλύσιμο (τουν) διακόφτ : (τον) διακόπτη διαταγμένα : τα καθιερωμένα, αυτά που συνηθίζονταν διάτανους : διάβολος (μο’) δισαν : (μου) έδεσαν δραγκώθ’κιν : πιάστηκε (νεύρο) ‘δραχτάκια : μικρά αδράχτια
-Ε- έγνισιν : έγνεσε ελόγου μ’ : εγώ, η αφεντιά μου ένουντι: γίνονται (μ’) έσκιαξιν : (με) τρόμαξε
-Ζ- ζαντούκιασιν: μαράθηκε (να σι κάμου) ζαπ : να σε καταφέρω, να σε κουμαντάρω δεν ζαρίζου : δεν βλέπω καλά ζγκράμπιες : σαρανταποδαρούσες ζιάρ : θράκα, κάρβουνα ζιουπκωτή : παχουλή, αφράτη ζιρβί : αριστερό ζ’κακας : ζιζάνιο ζκουραφίδια : ζωγραφιές ζ’μάρ : ζυμάρι ζ’μιά : ζημιά ζμπλόφ : κομμάτι από τσουβάλι ζουκούμια : πικροδάφνες ζουλούμια : αταξίες (στου) ζυγκί : έτοιμη να ξεκινήσεις
-Θ- θαραπαύκα : ευχαριστήθηκα πολύ θαραπαύκάμι : ευχαριστηθήκαμε πολύ θάρουμ : ίσως θάρ’σις : νόμισες (θα σι) θιουπουντίσ : (θα σε) μαλώσει πολύ θ’κή μ’ : δική μου θιρμοκόπ’κα : παρέλυσα
-Ι- ιατάκ : μέρος για ύπνο (γιατάκι) ιάτσην : νάτη ιατσί : γιατί ιβουδιάζ : ευωδιάζει (ν’) ιέτσουξιν : την «έτσουξε», δηλ. την πείραξε, αλλά και : την ήπιε ιλιάτς : πρακτικό γιατρικό ιλούν : γελούν (να) ινατιαστσεί : (να) πεισμώσει, (να) θυμώσει ίν’κιν : έγινε ίντου : είναι (αυτό) ‘ιροί : γεροί ιουρτσιάτκα : γιορτιάτικα, γιορτινά ίσκιουμα : στοιχειό ιχτσέ : χθες
-Κ- καδί : ξύλινο δοχείο (θα) καθαρνάς : (θα) καθαρίζεις καϊένα : κανένα καϊπιώθ’κις : κρύφτηκες κακάβ : δοχείο από χαλκό, με χερούλι κακούτσκου : επιφώνημα απελπισίας καλιγουκάρφια : καρφιά για πετάλωμα καλούδια : αγαθά κάλως καμς : χαιρετισμός (νάσαι καλά) (να) καμ : (να) κάνει καμόσα : μερικά καμώνιτσι : υποκρίνεται καναγκιρίσια : παλιάς εποχής κανέστρ : πανέρι καν κι καν : καθόλου καπάρντζα : καμάρωνα καπαρντζίζν : καμαρώνουν καπίστρ : χαλινάρι κάπουτσι : κάποτε καρδάρ : μεγάλο δοχείο για γάλα καρκάλια : ηχηρά γέλια καρκαλιούνταν : γελούσαν δυνατά καρουφλιές : γαριφαλιές καρτσιράς : περιμένεις καρτέρα : περίμενε κασταλαή : σταχτόνερο (στου) κατόπ : από πίσω κατράνου : κακομοίρα κατσιαούλ : σαγόνι (θα) κατσιέβ : (θα) κατεβεί (θα) κατσιέβου : (θα) κατεβώ κατσουιανναίοι : πεταλούδες κατώι : υπόγειο καφίμπρικου : μπρίκι για καφέ (τουν) καψου-Χρήστου : (τον) καημένο το Χρήστο κθαρές : καφές από κριθάρι κιαμέτ : πλήθος κικιρίκια : φυστίκια κιλιμόπ’κου: μικρό κιλίμι (να) κινήσου : (να) ξεκινήσω (να) κινώσου : (να) σερβίρω κιόλαντς : κιόλας κίτσιρνα : κίτρινα κ’λιά : κοιλιά κλούτσις : βελόνες που χρησιμοποιούσαν για να πλέκουν κάλτσες (μη) κλώθιτι : (μη) τρέχετε γύρω-γύρω κλώσα : κοτσίδα (θα) κλώσου : (θα) γυρίσω κλώστης : ξύλο κυλινδρικό για άνοιγμα φύλλων πίτας Κόζιαν : Κοζάνη κόθουρους : το γύρω-γύρω της πίτας ή του ψωμιού (έναν) κόμπουν : (μια) σταγόνα, λίγο κόπιασέτσι : ελάτε κόπιασι : έλα (κι) κουλάι : και τι θα γίνει μετά... (τα) κουλιά : τα πισινά κουλιαντίνις : Χριστουγεννιάτικα κουλουράκια κουλουκούρστους : ακούρευτος (τσις) κουλούριασις : (τις) τελείωσες κουμπουβέλουνα : καρφίτσες ραπτικής κουπάνα : σκάφη κούπτσιους : κομπόδεμα (να) κουρέβισι! : (να) σε πάρ’ η ευχή! κουρκάλα : βραχνάδα από κρύωμα κουρ’μός : δεν πειράζει, ας είναι κουσιώρια : κοφίνια καμωμένα από κλαδιά ιτιάς για τη μεταφορά σταφυλιών την εποχή του τρύγου κουτπίζισι : γυρίζεις από δω κι από κει χωρίς να κάνεις τίποτα, χασομεράς κουτσαρδώθ’κα : πιάστηκα και δεν μπορώ να κινηθώ άνετα κουτφουλιάζ’ν : κάνουν κάτι πρόχειρα κουφουτσίλ : ξύλινη στρόφιγγα βαρελιού κούχν : το μέρος του μαγειριού όπου μαγειρεύουμε κρέχτους : δροσερός κριμασταρά : κούνια (να) κριτσάει : (να) είναι καλοσιδερωμένο, «τριζάτο» (‘που) κρ’φα : στα κρυφά -Λ- λάμπαβους : λασπερός λαμπουυάλ : γυαλί από λάμπα πετρελαίου λάπατα : φυτά με φύλλα μακριά και αρκετά πλατιά, με τα οποία φτιάχνουν πίτες, σαλάτα ή γιαπράκια (ια) λέισιμου : για να το πεις λιάντσέτι : κομματιάσατε λιανώματα : ψιλά λιγκέρ : πιάτο χάλκινο (να) λιγουριάσ : (να) αηδιάσει, να κάνει εμετό λιμοί : λαιμοί (το λάστιχο από τις κάλτσες) λόζιασαν : μπέρδεψαν λουιούν του λουιού : διάφορα, ποικιλία λουρί (από ψωμί) : μακρόστενο κομμάτι λουρίδα : ζώνη
-Μ- μαγαζί : χώρος στο κατώι μαγκάν : μαγκάλι μαζώχ’καν : μαζεύτηκαν μακιδουνήσ : μαϊντανός μάναχα : μοναχά (κορίτσια) μαρ : καλέ (προσφώνηση) (η) μάσα : μεγάλο τραπέζι μασλάτια : κουβέντες ελαφριές ματσκαλνιέσι : μασάς μαυράδα! : αλίμονο! μιντερλίκια : μόνιμοι καναπέδες μισιά : εσωτερική είσοδος σπιτιού μιτζμέν : μεθυσμένη μ’κράτσκα : της παιδικής ηλικίας μόνι : μόνο μό’σπασις : μου έσπασες (να) μουλουήσου : (να) μολογήσω (να) μουργκίζ : (να) σκοτεινιάζει ελαφρά μουρσιώθ’κις : χτύπησες και μάτωσες μουσκόλ’δου : μοσχολούλουδο, αρμπαρόρριζα (στα) μούτσκα : σιωπηλά μπαϊαγκαίοι : αράχνες μπαμπαλούδια : κομματάκια από σηκωτάκια, πνευμόνια κλπ., για το φαγητό μπαμπανούρα : χτύπημα ελαφρό με δείχτη και αντίχειρα μπαρμπούλα : μαντήλι ή σάλι για προφύλαξη του κεφαλιού από το κρύο μπασιάδια : ακαλαίσθητα σχέδια μπιζέρ’σα : βαρέθηκα μπιλιντζίκ : βραχιόλι μπιμπλιά : στραγάλια μπλίκρις : σουγιάδες μπλιόγκους : μούσκεμα μπόντους : κεντρί μπότσα : μπουκάλα μπουιά : μπογιά μπουμπλιάτσκις : μεγάλα μαύρα έντομα μπουμπουσιάρ : καρναβάλι μπουντζίσα : μέλισσα μπουντρούμ : χώρος στο κατώι μπουρμπουτούρα : έξαψη μπουρτζιαλτζμένα : φρυγανισμένα μπουχτσιάς : μπόγος (να) μπουχνίσ’ν : (να) μουσκέψουν μπρε : βρε μ’τάρια : εξαρτήματα αργαλειού μύθια : παραμύθια, ντροπές μυργαλιές : αμυγδαλιές μύτσις : μύτες
-Ν- νίφκιτι; : πλυθήκατε; νίψ’ : πλύσου νουβουρός : αυλή σπιτιού νταρνταρίειζ : φλυαρείς (να) ντζαντζαρίσου : (να) κάνω αφράτο μαλλί ή βαμβάκι ντζε κι καλά : οπωσδήποτε ντζιπ απού ντζιπ : εντελώς ντιμπντίλ : ντυμένη με παλιά ρούχα ντιρέκ : ξύλινη γερή κολώνα
-Ξ- ξέκ’σα : ξέσχισα ξιαγκιδίειζ : λεπτολογείς ξιανιέντραπα : αδιάντροπα ξιαπουσταίνου : ξεκουράζομαι ξιαστουχήθ’κα : ξεχάστηκα (να) ξιδιαλιχτώ : (να) ξεμπερδέψω ξιέστρουμα : μάλωμα έντονο ξιέστρουνα : μάλωνα ξικαχτίσ’κιν: ξεκόλλησε, ξεφλουδίστηκε, χάλασε ξικουρνιαχτήρ : ξεσκονιστήρι (να) ξιμπραχαλιάεις : (να) ξεκουραστείς ξινομούσιν : έδιωχνε ξινόμ’σέ τσις : διώξ’ τις ξινουφαλήσ’κα : αηδίασα, μου’ρθε να κάνω εμετό ξιπαρταλιάσ’κιν : κουρελιάστηκε ξιπλατήσ’κα : κουράστηκα πολύ (να) ξιρχάντ’ς : (να) ξεθυμάνεις ξισφάισις : ξέσχισες ξιταφίσ’καμι : παραφάγαμε
-Ο- όκαχτους : ίδιος όλνους : όλους όπλατις : μπαλώματα (ιένα) ότς : οτιδήποτε ούδι : ούτε ούι! : αχ! ουλούκια : λούκια ουμίλ’τσιν : μίλησε ουντάς : δωμάτιο ουντόπκου : δωματιάκι ουπάν : επάνω ουριάζ : κλαίει με δυνατή φωνή, ωρύεται ουριξιάτ’κο : νόστιμο ουρλιέστσι : ωρύεστε ουρμήνιβαν : συμβούλευαν ουρσούσκου : ιδιότροπο ουσούλια : αστείες ιστορίες με κάποια δόση φαντασίας
-Π- παλιουρούτσια : κουρέλια παλουγόδους : πάνινη κουλούρα για την προστασία του κεφαλιού όταν σηκώνει βάρος παμπόρια : χαρταετοί παπ’τσής : υποδηματοποιός, τσαγκάρης παράδις : χρήματα παραλιέκατα : παράξενα παρατουρήζισι : αλαφιάζεσαι παρμάκια : κάγκελα παρστιά : πυροστιά, τζάκι πασκαλούδα : χαμομήλι παταγώθ’κα : κατατρόμαξα πατλιτζιανί : μελιτζανί πατούνις : τα πέλματα της κάλτσας πατσιάδια : υλικά για πατσά πειράχ’κιν : πειράχτηκε πέντζι : πέντε πήριτσι : πήρατε πιάλα : τρέχα πιαλούν : τρέχουν πιαλούσα : έτρεχα (ου) πιαλτός : το τρέξιμο πιάσ’κα : πιάστηκα (σ’) πιάσ’κιν : σου πάει, σου ταιριάζει πιατάντζις : πιατέλες πιρήφανουν : καλοφκιαγμένον, όμορφο πιρτσές (πιρτσέν): φράντζα πισκέσ : δώρο πισμόημιρα : επίσημες μέρες, γιορτές πισνίκ : στρογγυλό ψωμί πιστιμάλ : μεγάλη υφαντή πετσέτα πίτσιρα : πίτουρα πιτσμέζια : πετιμέζια πιχλιές : κομμάτι κρέας που είχε και λίγο πάχος πλαβουβότανου : χόρτο που βράζουν και πίνουν για τον βήχα πλαστήρι : κυκλική επιφάνεια από σανίδες, όπου ανοίγουν φύλλα από ζυμάρι (θα μας) πλιαφίσ : (θα μας) δείρει πλιβριτώνιτσι : κρυώνει κι αρρωσταίνει πλιέκ’ν : επιπλέουν π’λούσιν : πουλούσε πλόχιρου : όσο χωράει μια χούφτα (θα) π’νάστσι : (θα) πεινάσετε (να) πνιχτούν : (να) πάνε στον πάτο πόλκα : χωρίστρα μαλλιών πόλτσα : ράφι πό’πισιν : που έπεσε πόταπου : τι λογιό πότσι : πότε (θα) ‘πουδέσ : (θα) φορέσει τα παπούτσια πουνίδια : πόνοι (θα) πουρέψ’ν : (θα) περάσουν, (θα) χορτάσουν (να) πουρέψ’τι : (να) περάσετε, (να) χορτάσετε πουστάβ : βαρέλι μεγάλο κομμένο κατά μήκος, που το χρησιμοποιούν ως πατητήρι σταφυλιών πρασίντσιν : πρασίνησε πρόστ’μου : πρόστιμο προυχτσέ : προχθές πστσιέβς : πιστεύεις πυρουγλιά : κληματαριά (να) πυρουθούμι : (να) ζεσταθούμε
-Ρ- ραγκαβανιές : πασχαλιές ραμάτιασι : πέρνα σε κλωστή σε σειρά ρόπουτους : θόρυβος ρούκουσιν : έβαλε μέσα με το ζόρι, έκρυψε ρουπουτούν : κάνουν θόρυβο ρούφ’σάμι : ρουφήξαμε (να) ρ’φήεις : (να) ρουφήξεις
-Σ- Σανούκου : Άννα σάματ : σαν να σάπ’σαν : σάπισαν σαρμαναχτσέδια : βιολέτες σαρμάντσα : κούνια μωρού σαχνισί : μέρος του σπιτιού στο επάνω πάτωμα, με πολλά παράθυρα, που προεξέχει σέβα : μπες σημαντζ’κά : σημαντικά σιακάτ : προς τα κάτω σιαπέρα : προς τα πέρα σικλιτίσ’κα : στενοχωρέθηκα σιόλ : το πιατάκι για το κέρασμα γλυκών του κουταλιού σιούκου : σήκω σιούκτι : σηκωθείτε σ’νάστρεγ : ανυπόμονη σ’ναστριγιά : ανυπομονησία σουγλιμάδα: ψημένο κρέας στη σούβλα σιουλναρίζου: χύνω υγρό από απροσεξία σιούμκα : μπάλα από πανιά (να) σιουμπίσου : (να) συδαυλίσω σκέπ’κα : σκέφθηκα σ’κλήκια : σκουλήκια, εδώ όμως : κορδόνια παπουτσιών σκουρότρανις : κακομοίρες σκρίκις : πέτρες, βράχια σκ’τιά : ρούχα σ’νιά : μεγάλα ρηχά ταψιά για πίτες σό’κοψιν : σου έκοψε, δούλεψε το μυαλό σου σό’ρθ : σου ‘ρθεί σουγκάρ : το μικρότερο παιδί σούζουλα : έντομα γενικά σουλότα : χιόνι που λιώνει και γίνεται νερουλό σούρπιτ : βιαστική σούφρις : πτυχές, σούρες σό’φκιασιν : σου έκανε σοφράς : χαμηλό τραπέζι με βάση ξύλινη που πάνω της στηρίζεται μεγάλο σινί σπλιανίσ’κα : ζήλεψα σπ’τόφουρνους : σπιτικός φούρνος σταμνόπκις : μικρές στάμνες (μι) στάφνουν : λίγο-λίγο στεγνόπιτα : νηστήσιμη πίτα στέζιρο : ξύλο μπηγμένο στο κέντρο του αλωνιού, όπου έδεναν τα ζώα στιβάλια : μπότες στιέκα : στάσου (να) στουμπίσου : (να) κοπανήσω (να) στουμπίσ : (να) κοπανήσει με το στούμπο στούμπους : γουδοχέρι στούμ’σα : στούμπισα, κοπάνισα, χτύπησα (μια) στράτα νιρό : μια διαδρομή για το κουβάλημα νερού στσοιό : στοιχειό σύισις : σύγχυσες συννουήθ’κα : συνεννοήθηκα (του) συντρόφ : το βρακί σύρι : πήγαινε σφαϊό : δυνατός πόνος σώθ’κιν : τελείωσε (του) σων : το τέλος σώντ’ς : τελειώνεις
-Τ- ταβάδις : ταψιά (τ’ς) τά’πα : (της) τα είπα ταφλάνια : δέντρα καλλωπιστικά ταχιά : αύριο τζαντήλα : ύφασμα που χρησιμοποιείται για στράγγισμα υγρού τζερτζιλιά : κορομηλιά τζιόπ : τσέπη τιτραπέτς : πολύ ξινό (τα) τοίχια : (τους) τοίχους τότσι : τότε τούμκανους : πολύ φουσκωμένος (σι) τούν : (σ’) αυτήν τούνα : μούσκεμα τράβα (να φέρ’ς) : πήγαινε (να φέρεις) (μι) τράβ’ξιν ξιέστρουμα : (με) μάλωσε πολύ τράπιζους : τραπεζομάντηλο τραφώθ’κις : πασαλείφτηκες τριμιντίνα : τσιγγούνης τρουκό : αυχένας τρουτσκάλ’σιν : πιτσίλισε (‘που) τρουύρ : ολόγυρα τρουυρνάει : τριγυρίζει τσάκνα : λεπτά και ξερά κλαδιά για προσανάμματα (μι) τσάκουσαν : (μ’) έπιασαν τσάκουσι : πιάσε τσήρα : κύτταξε τσήρσι : κύτταξε τσιαρίσ : ισχυρή κόλλα τσαγκάρη τσιάτους : μπάτσα τσινικές : τενεκές (να) τσιριάσουμι : (να) διορθώσουμε, (να) τακτοποιήσουμε τσιουλέδια : ματσάκια (να) τσιουλίσν : (να) χτυπήσουν τα κλαδιά με το βεργί τσιουμπίδ : τσιμπίδι τσιουρμανάκους : ζωηρό, άτακτο κοριτσάκι τσιουρούκιψα : ψεύτισα, δεν είμαι πιά γερή τσιουτσιούριασα : ανατρίχιασα τσιούτσκανου : πολύ μικρό τσίπουτα : τίποτα τσις : τις τσκαλνούν : χτυπούν το ρόπτρο τσκαλστσήρ : ρόπτρο Τσκάου : Σικάγο (να) τσ’μάσου : (να) ετοιμάσω τσουρήειζ : τσιρίζεις (ν’) τσυράννια : (τον) παιδεμό, (τα) βάσανα τφάν : χιονοθύελλα
-Υ- ‘ύρσιν : γύρισε
-Φ- (να) φασκιώσ’ : να γεννήσει φασ’λιά : φασολιά (θα μ’) φέρτι : (θα μου) φέρετε φιλιότα : φέτα ψωμιού ‘φκή : ευχή (στη) φλιά : (στο) τραπέζι φλιόγκους : φιόγκος φόλις : κουμπιά φότζις : είδος μαχαιριών (να) φουκαλίσου : (να) σκουπίσω φουρφούρ : πολύ καλά πλασμένο, σαν λεπτό χαρτί φουτζμέν : φωτισμένοι φρουντζίδις : φροντίδες, προβλήματα φτσέλις : μικρά βαρέλια για κρασί
-Χ- χαβάν : γουδί ορειχάλκινο χάθ’κέτσι : χαθήκατε χαϊμανάς : τεμπέλης χαϊρλίθ’κα : καλότυχα, να φέρουν τύχη χαλαμαντάρ : διάπλατα χαλέβς : θέλεις χαμπέρ : είδηση χανά ιδούν: θα έβλεπαν χαραή : πολύ πρωί χαρανιά : καζάνια από χαλκό με χερούλια (του) χάρ’κα : (το) χάρηκα, (το) ευχαριστήθηκα χαρτουθήκα : σχολική τσάντα χατάν : ζημιά, βλάβη (ιά) χάψιμου : (για) φάγωμα χίρ’σιν: άρχισε χλιάφτας : αυτός που τα τρώει όλα χ’νέρ : πάθημα χνούμ : κομματάκια από άχυρο χ’πύσ : χτυπήσει χράζουμι : χρειάζομαι (θα) χρακστσεί : (θα) χρειαστεί χουκάς : γυάλινο δοχείο για γλυκό του κουταλιού χουλουσκάντ’ς : στενοχωριέσαι πολύ χουρχουλάζ : βράζει χουσμέτια : δουλειές χουτζιούμ : διάλειμμα για ξεκούραση χράσ’κιν : χρειάστηκε χ’ρσό : χρυσό
-Ψ- (να) ψ’θεί : (να) «ψηθεί», (να) σκληρύνει ψίχα : λίγο ψ’λά : ψηλά ψόφους : τρομερό κρύο (να) ψ’χουπιαστσείς : (να) δυναμώσεις, (να) κρατηθείς στα πόδια σου
|