Ξιαρίζου και ξιαρνώ

Ρίχνω σε μια άκρη κάτι, χιόνι ή κοπριά, για ν' ανοίξω ή καθαρίσω τον τόπο.

Ετυμολογία της λέξης :

   Εξακρίζω-ξεακρίζω -ξακρίζω, όπως εξαφρίζω, ξεαφρίζω και ξαφρίζω> στο σιατιστινό ιδίωμα με τη ρηματική κατάληξη "-ιζου" το "ξεακρίζω-ξιακρίζω" έγινε ξιακρίζου και με την αποβολή του "κ" ξιαρίζου, καθώς και ξιαρνώ, όπως σκαλίζου και σκαλνώ.

     Ικείνη  τση  μέρα έρχνιν γιρό χιονι .  Οι ιειτόντσις κάθι λίγου ξιάρζαν ( ξιαρνούσαν) του χιονι  μι τα φκυάρια κι άνοιγαν τουρό μπρουστά  'π'  πόρτα τς κι στου σουκάκι   (Εκείνη την ημέρα έριχνε γερό- άφθονο χιόνι. Οι γειτόνισσες κάθε λίγο ξάκριζαν το χιόνι με τα φτυάρια κι άνοιγαν τορό-δρόμο μπροστά από την πόρτα τους και στο σοκάκι).

Σημείωση: Η γραφή του φθόγγου "ι" πάνω δεξιά δηλώνει τη μερική αποσιώπηση του φθόγγου αυτού και η υπογράμμιση τη μονοσυλλαβική συμπροφορά των υπογραμμισμένων.

Κουφογιάννης Ελευθέριος,
φιλόλογος