Ξιαρίζου και
ξιαρνώ Ρίχνω σε μια άκρη
κάτι, χιόνι ή κοπριά, για ν' ανοίξω ή καθαρίσω τον τόπο.
Ετυμολογία της λέξης :
Εξακρίζω-ξεακρίζω
-ξακρίζω, όπως εξαφρίζω, ξεαφρίζω και ξαφρίζω> στο
σιατιστινό ιδίωμα με τη ρηματική κατάληξη "-ιζου" το "ξεακρίζω-ξιακρίζω"
έγινε ξιακρίζου και με την αποβολή του "κ"
ξιαρίζου, καθώς και ξιαρνώ, όπως σκαλίζου και
σκαλνώ.
Ικείνη τση μέρα έρχνιν
γιρό χιονι . Οι ιειτόντσις κάθι
λίγου ξιάρζαν ( ξιαρνούσαν) του χιονι μι
τα φκυάρια κι άνοιγαν τουρό μπρουστά 'π'
πόρτα τς κι στου σουκάκι (Εκείνη
την ημέρα έριχνε γερό- άφθονο χιόνι. Οι γειτόνισσες κάθε
λίγο ξάκριζαν το χιόνι με τα φτυάρια κι άνοιγαν τορό-δρόμο
μπροστά από την πόρτα τους και στο σοκάκι). |