Του ξυσταρ-ξυσνταρ (ξυστάρι)

 

 

Ξύλινο εργαλείο που χρησιμοποιείται στην αμπελουργία κατά το φύτεμα των κλημάτων  . Ο αμπελουργός αφού ανοίξει την τρύπα με λοστό, ρίχνει στη βάση της  λίγο  νερό και άμμο , για  να κρατήσει υγρασία, και χώνει στη συνέχεια τη ρίζα και ένα τμήμα του κορμού του κλήματος . Μετά βουλώνει σιγά σιγά την τρύπα ως εξής : ρίχνει κατά διαστήματα γύρω από το κλήμα καθαρό ( χωρίς πετραδάκια ) χώμα, είτε «ξινόχουμα» ( ξενόχωμα: ξένο χώμα, χώμα φερμένο από αλλού), είτε παρμένο από καλό- με καλό χώμα- μέρος  τ΄αμπελιού,    και το πατάει (συμπιέζει)  με  το ξυσνταρ, για να μη μείνει  αφράτο και μπαίνοντας ο αέρας  το στεγνώσει και ξεράνει και το φυτό. Το ξυσνταρ είναι ραβδί συνήθως από κρανιά , για  να είναι ανθεκτικό, ξυ(σ)μένο  με μαχαίρι ή παλιουρουκόπου[1]-παλιαρουκόπου  (παλιουροκόπο), με το κάτω άκρο του , που χρησιμοποιείται  για το πάτημα ( συμπίεση ) του χώματος , λεπτότερο όχι όμως αιχμηρό αλλά στρογγυλευμένο ,  για να "πατιέται" και "σφίγγει" μ' αυτό το χώμα, αλλά και να μη πληγώνεται το φυτό.

 

Ετυμολογία της λέξης

Ξυσταρ  με μερική αποσιώπηση  του πρώτου φθόγγου "ι", όπως ξυστρί- ξυστρι  , και πλήρη αποσιώπηση του καταληκτικού, όπως λητάρι- ληταρ , και παράλληλο μονοσυλλαβισμό <ξυστάρι κατά την εξελικτική τροπή των αρχαίων ουδετέρων με κατάληξη "-ιον" σε "-ιν" το Μεσαίωνα και μετέπειτα σε "ι"¨< ξυστάριν < ξυστάριον , υποκοριστικό < αρχαίο ξυστόν ( = το ξυσμένο ξύλινο στέλεχος του δόρατος ή του ακοντίου), όπως κοντάρι < μεσαιωνικό κοντάριν< μεταγενέστερο - ελληνιστικό κοντάριον , υποκοριστικό <αρχαίο ουσιαστικό κοντός .

Κατά την προφορά της λέξης  ξυσταρ ο οδοντικός φθόγγος "τ" (του) παίρνει την ηχητική χροιά  του "d" ( du : γράφεται με το άρρινο συμφωνικό δίψηφο "ντ" ) ˙ γι αυτό  η λέξη γράφεται και ξυσνταρ. Το "σ" εδώ προφέρεται ως "ζ" , όπως και στο σιατιστινό τοπωνύμιο - φράση " Στ' Νταβέλη  του λημέρ" που προφερόμενο ακούγεται "Ζτ' Νταβέλη του λημέρ").

 

 Παρατηρήσεις

  • Με τον άτονο ή τονικά ανίσχυρο φθόγγο "ι" γραμμένο με τη μορφή "ει, η, ι, οι,υ" πάνω δεξιά από τα σύμφωνα "γ, ζ, κ, λ, ν, ξ, σ, χ, ψ" δηλώνεται η μερική αποσιώπηση του φωνηεντικού αυτού φθόγγου και η καταληκτική ενσωμάτωσή του στον άμεσα προηγούμενο συμφωνικό φθόγγο ˙ έτσι για παράδειγμα η λέξη της κοινής νεοελληνικής μετάξι γίνεται στο σιατιστινό ιδίωμα μιτάξι   με το σύνθετο φθόγγο "κσου" να καταλήγει-κλείνει σε "ι" (κσι) , φωνητική πραγματικότητα που, για να δηλωθεί γραπτά, γράφεται το γράμμα γιώτα "ι" πάνω δεξιά στο γράμμα "ξ" (ξι).

  • Για να δηλωθεί η προφορά ενός μεμονωμένου συμφωνικού φθόγγου γράφουμε πάνω δεξιά στο αντίστοιχο γράμμα το "ου"   π.χ. βου, γου, λου,του.

Στους γείτονές μας κατοίκους του Τσοτυλίου και της περιοχής του γίνεται πλήρης αποσιώπηση του άτονου φθόγγου "ι", με αποτέλεσμα ο άμεσα προηγούμενος συμφωνικός φθόγγος να καταλήγει-κλείνει, όπως όταν προφέρεται μόνος, σε "ου" , φωνητική ιδιαιτερότητα για την οποία οι Σιατιστινοί λένε "Στου Τσουτύλ του μελ του τρων μι του κουτάλ",  φράση που στο σιατιστινό ιδίωμα γίνεται "Στου Τσουτσύλι του μελι του τρων μι του κουτάλι ".

  • Η υπογράμμιση δηλώνει τη μονοσυλλαβική συμπροφορά των υπογραμμισμένων γραμμάτων, για παράδειγμα "πινει, ζωνει (ρήμα), ζωνη (ουσιαστικό), ολοι, διχτσυ, ξυστρι, ζυμόταβλα, δείλινους, δειλινό, τσάκισμα, ξινόγαλου, ξυλόχτσινου, χτσυπω, έτσοιμους  , μάγισσα ". Έτσι ένα σύμφωνο με γραμμένο πάνω δεξιά του το κάθε μορφής "ι" συμπροφέρεται ως μια συλλαβή με την άμεσα προηγούμενη όταν είναι στο τέλος της λέξης, ενώ σε κάθε άλλη θέση μέσα στη λέξη με την άμεσα επόμενη συλλαβή.

 

Μ' αυτόν τον τρόπο γραφής πιστεύουμε ότι δηλώνεται και η προφορά των λέξεων και η ορθογραφική σχέση τους με την κοινή νεοελληνική και παράλληλα διευκολύνεται ο αναγνώστης στην ανάγνωση και κατανόηση ενός ιδιωματικού μας κειμένου.

 

Πελεκώντας (ξύνοντας) το ξυσνταρ (ξυστάρι) με τον παλιουροκόπο

νοιγμα της τρύπας με το  λοστό

 Προσθήκη  λίγου   άμμου και νερού   για υγρασία

Πάτημα (συμπίεση) του χώματος   με  το ξυσνταρ

Κάντε  κλικ σε κάθε εικόνα για να τη δείτε σε μεγαλύτερο μέγεθος.


[1] Παλιουρουκόπους , ου (παλιουροκόπος, ο) : δρεπανοειδές κοπτικό εργαλείο  κατάλληλο για την κοπή θάμνων και κυρίως των αγκαθωτών παλιουριών

Παλιουροκόπος <παλίουρος + "κοπ-", θέμα  του ρήματος κόπτω .

Για τη λέξη παλίουρος και για μια από τις χρήσεις των κλάδων του ως ξύλινων οβελών , καθώς και για την αρχαιότητα του παλιουροκόπου ως εργαλείου δες το παρακάτω  χωρίο:

 

Ευριπίδου Κύκλωψ 392 - 394

---------------------------------------------------------------

και χάλκεον λέβητ' επέζεσεν πυρί,

οβελούς τ', άκρους μεν εγκεκαυμένους πυρί,

ξεστούς δε δρεπάνω τ'άλλα , παλιούρου κλάδων,

---------------------------------------------------------------

      Η λήψη των φωτογραφιών έγινε στο αμπέλι του Ζήση Μπούρτσου του Δημητρίου, αρτοποιού-αμπελουργού, στην τοποθεσία " Στ' Αργυρά", στις 23-11-2004. Το siatistanews.gr ευχαριστεί θερμά τον κύριο Μπούρτσο.

 

Κουφογιάννης Ελευθέριος,
φιλόλογος