Ξυαλη
:
γεωργικό σιδερένιο
δρεπανόσχημο ξυστικό στην κυρτή μεριά εργαλείο με
υποδοχή, η οποία δέχεται ξύλινη λαβή από κρανιά κυρίως,
που το πάχος της είναι γύρω στα 3 εκατοστά και
το μήκος της κοντά στο ένα μέτρο για αλέτρι, που έλκεται από
μουλάρια ή άλογα ,και διπλάσιο περίπου απ' αυτό για
αλέτρι που έλκεται από βόδια .Με το εργαλείο αυτό ο
γεωργός κατά το όργωμα ξύνει και απομακρύνει από το υνί
του αλετριού του, όποτε χρειάζεται, το χώμα που
κολλά πάνω του και τα χόρτα που τυλίγονται γύρω του.
Πρόκειται για μια αρχαία ελληνική λέξη, που δυστυχώς σε
λίγο με την οριστική εγκατάλειψη του ζωοκίνητου αρότρου
θα εκλείψει από το λεξιλόγιο των γεωργών μας.
|
H ξύλινη χειρολαβή της ξυάλης έχει στο ελεύθερο άκρο
της εγκοπή, όπου ο γεωργός δένει ένα σχοινί ή ένα ή λουρί
στο ίδιο με την ξυάλη περίπου μήκος, έτσι που να
σχηματίζεται ένα είδος μαστιγίου (καμουτσικιού),
που μ' αυτό χτυπά τα μουλάρια ή τα άλογα, για να
τραβήξουν με μεγαλύτερη δύναμη, όπου το χώμα
του χωραφιού είναι σκληρό. |
Σε περίπτωση που το αλέτρι έλκεται από βόδια,
στην άκρη της ξύλινης λαβής αντί για μαστίγιο υπάρχει
κεντρί από καρφωμένο, κομμένο στην κεφαλή και
λιμαρισμένο καρφί, που ονομάζεται μπόντους ( μπόντος
)*.
Έτσι απ' τη μια μεριά η ξυάλη
του βοϊδάλετρου είναι ξύστρα κι απ' την άλλη
βουκέντρα. |
|
*Η λέξη αυτή προέρχεται από το γερμανικό ουσιαστικό
αρσενικού γένους "Boden"**(=έδαφος˙
πυθμένας, πάτος :
der Boden des Topfes =
ο πάτος της
γλάστρας˙
μεταφορικά : πρωκτός, έδρα). Μπόντους
λέγεται και ο πάτος-κεντρί των μελισσοειδών εντόμων
και η λέξη μπουντσίσσα (προφέρεται
μπουντζίσσα) είναι μια άλλη
ονομασία της σφήκας, που παράγεται από
το θέμα της λέξης "μπόντους"
με την
προσθήκη της κατάληξης "-ισσα" ( μποντ-ίσσα
> στο σιατιστινό ιδίωμα
μπουντσ-ίσσα) κατά το μέλισσα. Επίσης
από τη λέξη μπόντους παράγεται και το
ρήμα "μπουντσίζου"-
προφέρεται
μπουντζίζου-
[μπουντσίζου
(μποντίζω) : κεντρίζω,
τσιμπώ, για μέλισσα ή σφήκα ]˙
" τουν μπόντσιν ( μπόντισεν: κέντρισε,
τσίμπησε) μια σφήκα- τουν τσιούμπσιν μια
μπουντσίσσα".
Μπόντους
λέγεται και η μύτη του καρφιού που
ξετρυπώνει εσωτερικά στο πέλμα καρφωτού παπουτσιού
και τσιμπά το πόδι˙
" βγήκιν ένας μπόντους στο παπούτσι
κι μ΄τσιουμπάει του πουδάρ
".
Μεταφορικά και σκωπτικά
"ξυαλη "
ονομάζεται και το μακρύ πόδι του ψηλού άνδρα και ξυάλας
ο ίδιος˙
"Σαν έκατσιν στουν καναπέ κι απόλυκιν τς ξυάλις
τ', έπιασιν όλου του
νουντά˙
δεν ήταν να κλουστεί καένας!"
(Σαν κάθισε στον
καναπέ και άπλωσε τα μακροπόδαρά του, έπιασε όλο το
δωμάτιο˙
δε γινόταν να γυρίσει - κυκλοφορήσει κανένας!).
Η ξυάλη λαμβάνεται
και ως μονάδα μήκους για τον προσδιορισμό της
θέσης του ήλιου σε σχέση με τον ορίζοντα και της
χρονικής στιγμής: "Καμιά
ξυαλη
ήθιλιν ακόμα να βασιλιέψει
ου ήλιους, όταν έφυγάμι 'π' τ' αμπέλι
".
Και η φωνή της μάνας για τους υπναράδες
γιούς της: " Σηούκτσι, μπρε ουρσούσικα
! Τσι κοιμάστσι ακόμα; Δυο ξυάλις ανιέφκιν
στουν ουρανό ου ήλιους! "
(Δυο ξυάλις...: το χρονικό
διάστημα από τις 8 ως τις 9 το πρωΐ).
Ετυμολογία της λέξης
Ξυαλη , η
<αρχαία ελληνική δωρική
λέξη ξυάλη και ιωνική ξυήλη (= ξυλουργικό εργαλείο για
ξύσιμο και λείανση ξύλου) < ξύω.
Για την αρχαιότητα της λέξης ας έχουμε υπόψη μας το
παρακάτω χωρίο:
(Ξενοφ. Κύρου Παιδεία VI, II, 32
: φιλοσοφικό κύρια και ιστορικό μυθιστόρημα γραμμένο
στο α΄ μισό του 4ου αι π. Χ.)
όστις δε πεπαίδευται και παλτόν ξύσασθαι, αγαθόν και
ξυήλης μη επιλαθέσθαι.
αγαθόν δε και ρίνην*** φέρεσθαι˙ ο
γαρ λόγχην ακονών εκείνος και την ψυχήν τι παρακονά.
**Για τη γλωσσομάθεια των
παππούδων μας ο Βρετανός στρατιωτικός,τοπογράφος και
αρχαιοδίφης Γουίλιαμ Μάρτιν Ληκ (William Martin
Leake), ο οποίος επισκέφθηκε τη Σιάτιστα
το 1805, γράφει στο έργο του "Ταξίδια στη Βόρεια Ελλάδα
(Travels in Northern Greece)",
που εξέδωσε το 1835,τα εξής:
Almost every family in Siatista has
one member of it residing as a merchant in Italy,
Hungary, Austria, or other parts of Germany, and
there are few of the elders who have not spent
ten or twelve years of their lives in one of those
countries. German is of course very generally spoken,
and Italian almost as much.
(Σχεδόν κάθε
οικογένεια στη Σιάτιστα έχει ένα μέλος της, που
διαμένει ως έμπορος στην Ιταλία, Ουγγαρία, Αυστρία ή
άλλα μέρη της Γερμανίας, και υπάρχουν λίγοι απ' τους
παλιότερους που δεν έχουν περάσει δέκα ή δώδεκα
χρόνια της ζωής τους σε μια απ' αυτές τις χώρες. Τα
Γερμανικά φυσικά μιλιούνται πολύ πλατιά και σχεδόν
το ίδιο τα Ιταλικά.)
***Αξίζει να σημειωθεί ότι από την αρχαία
ελληνική λέξη ρίνη (=λίμα<ιταλικό
lima ) και τη μεταγενέστερη -
ελληνιστική ρίνα προέκυψε το υποκοριστικό
ρινάριον (= μικρή ρίνη, μικρή λίμα)
και κατά την τροπή των ουδετέρων από "-ιον"
σε "-ιν" το μεσαίωνα και μετέπειτα σε "-ι" η λέξη
ρινάρι,
ρναρ και αρνάρ για το
σιατιστινό ιδίωμα [ Ας έχουμε υπόψη και την ιδιωματική
μας λέξη ξυσταρ - ξυνσταρ<
ξυστάρι<ξυστάρι(ο)ν, υποκοριστικό <αρχαίο ξυστόν].
Κουφογιάννης
Ελευθέριος,
φιλόλογος |
|
|
|
|
Ο κ. Μπούρτσος με την
ξυάλη προσαρμοσμένη στο αλέτρι. |
Ξυάλη : όταν το αλέτρι το
έλκουν άλογα. |
Ξυάλη :όταν το αλέτρι το
έλκουν βόδια. |
Το μεταλλικό μέρος της
ξυάλης. |
|