Για την επέτειο της Παλιγγενεσίας
(του Αγώνα της Ανεξαρτησίας)
25η Μαρτίου 1821
του
Φ. Κ. Βώρου
Στην πραγματικότητα προετοίμασαν τον Αγώνα
ιδεολογικά και οργανωτικά πολυάριθμοι ανώνυμοι και
επώνυμοι , που εργάστηκαν χρόνους πολλούς για:
-
Να συντηρήσουν και να ενισχύσουν
την εθνική συνείδηση των ραγιάδων.
-
Να εμπνεύσουν την ελπίδα, αργότερα
αυτοπεποίθηση, ότι είναι δυνατή η απελευθέρωση με τις
δυνάμεις του Γένους.
-
Να οργανώσουν τους ραγιάδες κρυφά
σε μάχιμες δυνάμεις, για να διεκδικήσουν την κατάλληλη
στιγμή λευτεριά.
-
Να πραγματοποιήσουν τελικά το
δύσκολο Αγώνα (πολεμικό και διπλωματικό) και να
κερδίσουν με πολλές θυσίες ελεύθερη Πατρίδα το 1832.
Αλλά η μέρα μνήμης για όλους αυτούς τους αγώνες ορίστηκε
με Βασιλικό Διάταγμα που εκδόθηκε το 1838 με υπογραφή
του (φερμένου από έξω βασιλιά ) Όθωνα. Και, για να
κατανοήσουμε τι συμβολίζει η επέτειος αυτή, σκόπιμο ή
αναγκαίο είναι να θυμηθούμε, έστω συνοπτικά, μερικά
στοιχεία από την ιστορία μας, με τις παραγράφους που
καταγράφουμε πρώτα ως τίτλους, για να έχουμε την εικόνα
του συνόλου:
.α.
Το Γένος στους αιώνες της δουλείας.
.β΄.
Οικονομική και εκπαιδευτική άνθιση κυρίως κατά την
περίοδο του διαφωτισμού (1750-1821).
.γ΄.
Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Το νόημα του Νεοελληνικού
Διαφωτισμού.
.δ΄.
Φιλική Εταιρεία ή Εταιρεία των Φιλικών (Οδησσός, 1814):
Η Εταιρεία που οργάνωσε τις δυνάμεις του Γένους σε
ενιαίο φορέα για ενιαία δράση.
.ε΄.
Έναρξη της Επανάστασης από τον Προύθο (22-2-1821).
.στ΄.
Πορεία της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία. Μετάδοση της
επαναστατικής φλόγας στο μητροπολιτικό ελλαδικό χώρο
(στεριά και θάλασσα).
.ζ΄.
Πορεία της Επανάστασης στον Ελλαδικό μητροπολιτικό
χώρο- ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Διπλωματίας (ως το 1833).
.η΄.
Βήματα Πολιτικής Οργάνωσης του επαναστατημένου
Ελληνισμού από την ώρα διάβασης του Προύθου (22
Φεβρουαρίου 1821) ως την εκλογή του πρώτου Κυβερνήτη
(Ιω. Καποδίστρια) και την αναζήτηση / «επιλογή του
πρώτου βασιλιά» (του Όθωνα , πρίγκιπα της Βαυαρίας).
α΄. Το Γένος στους αιώνες της δουλείας.
Συμβατικά η περίοδος της δουλείας ορίζεται από τις
χρονολογίες 1453 (΄Αλωση της Κωνσταντινούπολης από τον
Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή) και 1821, χρόνο έναρξης της
Επανάστασης. Στην πραγματικότητα η περίοδος δουλείας
είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, από τα μέσα του 14ου
αιώνα (ειδικά για τους ελληνικούς πληθυσμούς που ζούσαν
στη Μικρά Ασία) και έληξε πολύ αργότερα, για τους
πληθυσμούς του βορειοελλαδικού χώρου, που ελευθερώθηκαν
στις αρχές του 20ού αιώνα.
Εύλογα γεννιέται το ερώτημα: πώς
μπόρεσαν αυτοί οι υπόδουλοι πληθυσμοί να συντηρηθούν, να
διατηρήσουν τη γλώσσα τους, την εθνική συνείδησή τους,
την πίστη τους, την εθνική μνήμη τους, την πολιτιστική
τους ταυτότητα; Πολλοί παράγοντες βοήθησαν :
·
Πρώτα η αίσθηση και ανάμνηση ότι είχαν μια
ιστορική πορεία ζηλευτή, που την ενίσχυαν οι αφηγήσεις
εκείνων που γνώριζαν έστω και λίγο να διαβάζουν και
μάθαιναν και αφηγούνταν στους άλλους αυτή τη ζηλευτή
ιστορία.
·
Παράλληλα γεννήθηκε η ελπίδα, που
συντροφεύει γενικά τους ανθρώπους στις δύσκολες ώρες,
ότι θα 'ρθουν και καλύτερες μέρες. Αυτή την ελπίδα τη
διατύπωσαν με μια πρόταση επιγραμματική, έστω και κάπως
μοιρολατρική: «Πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας
είναι».
·
Ο κατακτητής για λόγους δικούς του
διατήρησε ή και ενίσχυσε δυο σημαντικούς θεσμούς, για
τους ραγιάδες πολύ βοηθητικούς:
- Για την είσπραξη φόρων από τους ραγιάδες σύμφωνα με το «διανεμητικό
σύστημα»
ενίσχυε τις τοπικές αρχές στα χωριά και τις κωμοπόλεις,
έτσι ενίσχυε το θεσμό της Κοινότητας. Και ανέθεσε
στους τοπικούς άρχοντες των ραγιάδων, τους
Πρόκριτους, να συγκεντρώνουν τους φόρους που όριζε
ο κατακτητής. Ανεξάρτητα από τις όποιες ατέλειες και
αδικίες είχε ο θεσμός των Προκρίτων (Κοτζαμπάσηδων), η
Κοινότητα αποτέλεσε «Κυψέλη εθνικού βίου» για
τους ραγιάδες. Συγκεντρώνονταν εκεί, συζητούσαν, έλεγαν
τα βάσανά τους, ίσως σιγομιλούσαν και για τις ελπίδες
τους.
- Παράλληλα - και πάλι για την εξυπηρέτησή
του - ο Πορθητής επιζήτησε συνεργασία με την
εκκλησιαστική ηγεσία. Είχε λόγους να συντηρήσει την
αντίθεση της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας προς τη
Δυτική, την Παπική, ώστε να μην εκδηλωθεί διάθεση
οποιασδήποτε βοήθειας από τους Δυτικούς Χριστιανούς για
τους Χριστιανούς ραγιάδες του Σουλτάνου. Αναζήτησε για
να ονομάσει Πατριάρχη τον αρχηγό των Ανθενωτικών, το
Γεώργιο Σχολάριο - Γεννάδιο. Του έδωσε και προνόμια :
θρησκευτικά και οικονομικά. Και μία δέσμευση: να
φροντίζει για την υπακοή του ποιμνίου του προς την
«Κραταιά
Βασιλεία του
Σουλτάνου». Αυτή όμως η φαινομενική
θρησκευτική ανοχή έκανε την ενορία - Εκκλησία των
χριστιανών δεύτερη κυψέλη εθνικού βίου και
ελπίδας για τους ραγιάδες, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε
αδυναμίες προσώπων της Εκκλησίας και συμπεριφορές
αποκρουστικές
.
Σε αυτές τις δυνάμεις συντήρησης και
επιβίωσης του Γένους - Έθνους στα χρόνια της δουλείας
προστέθηκαν αργότερα δυο άλλοι σημαντικοί παράγοντες: η
οικονομική άνθιση , κυρίως στις Παροικίες του
Ελληνισμού, και η ανάπτυξη εκπαιδευτικού συστήματος
με φροντίδα των ραγιάδων. Αλλά γι' αυτούς τους
συντελεστές επιβίωσης θα αφιερώσουμε άλλη παράγραφο.
β΄. Οικονομική και εκπαιδευτική άνθιση (κυρίως την
περίοδο 1750-1821):
Στα πλαίσια γενικότερων εξελίξεων στον ευρωπαϊκό -
μεσογειακό χώρο οι Έλληνες πέτυχαν αξιόλογη οικονομική
άνθιση στο εμπόριο και στη ναυτιλία, ιδιαίτερα την
περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης και του αγγλογαλλικού
ανταγωνισμού. Εμπορικό ναυτικό και ποικίλες άλλες
επιχειρήσεις, εμπορικές, βιοτεχνικές, τραπεζικές,
δημιούργησαν οι ραγιάδες τόσο μέσα στα όρια του
Οθωμανικού Κράτους όσο και στις Παροικίες, που είχαν
δημιουργήσει σε άλλες χώρες οι Έλληνες φεύγοντας μακριά
από τη δουλωμένη πατρίδα (κυρίως στη Κεντροδυτική
Ευρώπη και στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου): Βενετία,
Παρίσι, Τεργέστη, Βιέννη, Οδησσό...
Η οικονομική άνθιση έδινε τη δυνατότητα να δημιουργούν
σχολεία - στις παροικίες και στον τουρκοκρατούμενο χώρο
- να πληρώνουν δασκάλους, να εκδίδουν βιβλία,
εφημερίδες, να δημιουργούν βιβλιοθήκες. Έτσι
εξυπηρετούσαν και πρακτικές - βιοτικές ανάγκες
(μάθαιναν τα αναγκαία για την άσκηση εμπορίου γράμματα)
και είχαν την ευχέρεια να εμπνεύσουν ιδεολογία με τη
διδασκαλία της Ιστορίας και της σύγχρονης φιλολογίας
για κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία.
Σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι ο κατακτητής τότε δεν
έβλεπε το σχολείο ως κέντρο διαμόρφωσης επαναστατικής
ιδεολογίας και δεν απαγόρευε τη λειτουργία του.
Πολυάριθμα σχολεία ελληνικά λειτουργούσαν ανενόχλητα σε
τουρκοκρατούμενα εδάφη: Σμύρνη, Γιάννενα, Πήλιο , Αθήνα,
Χίο, Κυδωνιές... Χρειαζόταν άλλου επιπέδου αντίληψη του φαινομένου και ερμηνεία και αξιολόγησή του, για να
ειπωθεί από τον Κοραή η σοφή ρήση: « Η Παιδεία θα φέρει
Ελευθερία».
Ιδιαίτερη ακμή παρατηρήθηκε στα σχολεία των
παροικιών και στις Ηγεμονίες της Βλαχίας, Μολδαβίας,
όπου Ηγεμόνες διορίζονταν Έλληνες από την περιοχή του
Φαναρίου της Κωνσταντινούπολης, οι γνωστοί
Φαναριώτες. Εκεί έφτασαν ως το επίπεδο ανώτερων
σπουδών (Ακαδημία του Ιασίου και Ακαδημία
Βουκουρεστίου).
Ευνόητο ότι σε όλη αυτή την πρωτοφανέρωτη
εκπαιδευτική δραστηριότητα έλαβαν μέρος όσοι γνώριζαν
έστω και λίγα γράμματα (γραφή - ανάγνωση) και μπορούσαν
να διδάξουν σε άλλους. Οι πιο εγγράμματοι της εποχής
ήταν όσοι υπηρετούσαν την Εκκλησία, ως ιερωμένοι,
ψάλτες, μοναχοί....και είναι πιθανό ότι πολλοί γίνονταν
ιερωμένοι, για να έχουν πιο άνετη διακίνηση στα πλαίσια
μιας υπόδουλης πατρίδας.
Μέσα στα πλαίσια της γενικής πνευματικής και
εθνικής αφύπνισης εύλογο είναι να θεωρήσουμε ότι
επηρέασε ευνοϊκά τις συνειδήσεις ένα γεγονός απροσδόκητο
και άσχετο προς τη γενική πορεία του Ελληνισμού: Η
παρουσία των Γάλλων στα Επτάνησα (1797-1800), τον
καιρό που ο γαλλικός στρατός κρατούσε το σύμβολο της
Επανάστασης για ελευθερία, αδελφοσύνη και κοινωνική
δικαιοσύνη.
Στη
συνέχεια, η αντιπαράθεση της διπλωματίας των Δυνάμεων
της εποχής εκείνης δημιούργησε το πρώτο ελεύθερο
κρατίδιο σε ελληνικό έδαφος: το Ιόνιον Κράτος
(1800-1809).
Για κάποιο διάστημα έγινε
καταφύγιο των διωκόμενων στον ηπειρωτικό χώρο
κλεφταρματολών, κυρίως η Λευκάδα. Εκεί πραγματοποιήθηκε
και μια ελπιδοφόρα συνάντηση κλεφταρματολών, όπου
επικράτησε ατμόσφαιρα επαναστατικής έξαρσης
με το νόημα ότι ένιωθαν ότι ζούσαν στις παραμονές
ευρύτερου απελευθερωτικού κινήματος στον ηπειρωτικό
ελλαδικό χώρο. ΄Αλλωστε, ήδη ζούσαν στην
ατμόσφαιρα
του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
γ΄. Νεοελληνικός Διαφωτισμός (1750-1821)
Σχεδόν παράλληλα προς την οικονομική άνθιση, για την
οποία μιλήσαμε, και ως κορύφωση της εκπαιδευτικής
δραστηριότητας, για την οποία επίσης σημειώσαμε πιο πάνω
τα αναγκαία, μπορούμε να παρουσιάσουμε τα κύρια
στοιχεία του Διαφωτισμού και κάποιους από τους
κορυφαίους πνευματικούς εκφραστές του Ελληνισμού αυτής
της περιόδου.
Ότι ευνοήθηκε ο Διαφωτισμός από τις
οικονομικές και λοιπές συνθήκες που περιγράψαμε πιο
πάνω είναι αυτονόητο. Τα κύρια χαρακτηριστικά του
Νεοελληνικού Διαφωτισμού είναι τα εξής:
-
Εντάσσεται στο πνεύμα (κριτικό -
επιστημονικό) του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
-
Εμπνέεται περισσότερο από την ανάμνηση και
σπουδή της γραμματείας του αρχαίου Ελληνισμού
(χαρακτηριστική η περίπτωση του κορυφαίου, του Κοραή,
μολονότι ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένος - φωτισμένος από το
Γαλλικό Διαφωτισμό).
-
Στο βάθος των προσδοκιών των Ελλήνων του
Διαφωτισμού δεν ήταν μόνο ή κυρίως τα κοινωνικά ιδανικά
του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, αλλά το ιδανικό της
αναγέννησης και απελευθέρωσης του Ελληνισμού: Ο Κοραής
έγραψε: «Εξ εκείνης της ώρας οι Έλληνες αποθέμενοι την
ματαιοφροσύνην προέλαβον σχήμα και στάσιν λαού
παρασκευαζομένου όπως καταστεί έθνος» (ελεύθερον). Ο
ίδιος είχε διατυπώσει αποφθεγματικά το αξίωμα ότι: « η
παιδεία θα φέρει ελευθερία».
Για το
θέμα που μας απασχολεί εδώ σκόπιμο είναι να
μνημονεύσουμε τρία δείγματα συγγραφών:
-
Τα καθαρά «Επαναστατικά» κείμενα
του Ρήγα (1796-97).
-
Το Διάλογο δύο Γραικών του Κοραή
(το 1805).
-
Την Ελληνική Νομαρχία του
«Ανωνύμου» Έλληνα (το 1806).
Τα
Επαναστατικά είναι πράγματι ως προς το περιεχόμενο
ό,τι δηλώνεται με τον τίτλο του ενιαίου τόμου που
περιέχει: Τα Δίκαια του Ανθρώπου, το Σύνταγμα, τον
Θούριο, την Επαναστατική Προκήρυξη.
Οι δυο Γραικοί του Κοραϊκού
διαλόγου συζητούν για τα τότε προβλήματα του Ελληνισμού
και ανάμεσα σε άλλα θυμούνται ότι έχουν αρχαία προέλευση
ως εθνική ονομασία οι επωνυμίες «Γραικοί» και
«Έλληνες» και αποκλείουν ως προσβλητική θύμιση το
Ρωμιός (θύμιση της Ρωμαιοκρατίας). Προετοιμάζει έτσι ο
Κοραής την επίσημη ονομασία που θα καθιερωθεί από τον
Καποδίστρια ως Κυβερνήτη (το 1828): «Κυβερνήτης της
Ελλάδος» αλλά για τους ξένους «Gouverneur
de la Grece».
Ο «Ανώνυμος Έλλην», όπως υπογράφει ο
συγγραφέας της Νομαρχίας, αναλύει τις συνθήκες
που επικρατούσαν τότε στην ελληνική Κοινωνία, για να
καταλήξει στην ευοίωνη καταγραφή, όπου απαριθμεί
«τας
αιτίας όπου αποκαταστώσιν εύκολον την επανόρθωσιν των
Ελλήνων»....
«Τώρα
άρχισαν αι Μούσαι.....
«Ο
Απόλλων πάλιν εμφανίσθη...
«Εξαλείφθη η διεσιδαιμονία των γραμματικών....
«Η
Λογική και η Φυσική άνοιξαν τους οφθαλμούς των
περισσοτέρων νέων...
«Τα φώτα
στολίζουν το ανθρώπινον πνεύμα....
«....πόσον ταχύτερα και ευκολώτερα ήθελε φωτισθώσιν οι
παίδες των Ελλήνων , αν αι παραδόσεις των επιστημών
εγίνοντο εις την απλήν διάλεκτον...».
δ΄.Φιλική Εταιρεία
ή Εταιρεία των Φιλικών
(Οδησσός,1814),
η Εταιρεία που ουσιαστικά οργάνωσε
τις δυνάμεις του Γένους.
Ήταν πια η ώρα που καλούσε κάποιους συνεχιστές του Ρήγα
να αναλάβουν την οργανωτική εργασία για επαναστατική
πράξη σε κάποια προσεχή στιγμή, γιατί διαγράφονταν πια
στον ορίζοντα οι αναγκαίες προϋποθέσεις για επιτυχία:
-
Η
Οθωμανική αυτοκρατορία βρισκόταν σε ολοφάνερη
παρακμή.
-
Οι
ραγιάδες ένιωθαν ότι μπορούσαν πια να οργανωθούν
για Επανάσταση.
-
Οι
ρωσοτουρκικοί πόλεμοι συνεχίζονταν (ο πιο πρόσφατος
το 1812) και οι Έλληνες ένιωθαν ότι μπορούσαν να
ελπίζουν βοήθεια από το ομόδοξο «ξανθό γένος».
΄Αλλωστε και πολλοί Έλληνες ζούσαν και
σταδιοδρομούσαν τότε σε υψηλά αξιώματα στην τσαρική
Ρωσία (όπως λ.χ. ο Ιω. Καποδίστριας, η οικογένεια
των Υψηλάντηδων). Πολύ περισσότεροι πλούτιζαν ως
έμποροι, επιχειρηματίες.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα ζώντας τρεις
Έλληνες στην Οδησσό αποφάσισαν το1814 να ιδρύσουν μία
Εταιρεία μυστική, τη Φιλική, η οποία έπρεπε να
αναλάβει την ιδεολογική και οργανωτική προετοιμασία των
Ελλήνων για τη μεγάλη στιγμή.Οι: Νικόλαος Σκουφάς, Εμμανουήλ Ξάνθος και Αθανάσιος
Τσακάλωφ ένα βράδυ του 1814 συναντήθηκαν φιλικά στην
Οδησσό, συμφώνησαν στη βασική επιδίωξη για μια μυστική
επαναστατική εταιρεία και αργότερα:
Διατύπωσαν οργανωτικό Κανονισμό με όρους μυστικότητας,
Επινόησαν κρυπτογραφικό κώδικα επικοινωνίας (με
κρυπτογραφικά σύμβολα
γραφής και κρυφό νόημα λέξεων)
και άρχισαν έργο:
Συγκρότησαν οργανωτική Ομάδα με τον τίτλο Αόρατη Αρχή
(με 12 μέλη, τους Αποστόλους. Διατύπωσαν
κείμενα Όρκου για τα διάφορα επίπεδα μύησης
στα μυστικά της Εταιρείας και άρχισαν τη μύηση των μελών.
Στρέφονταν βέβαια σε άτομα που γνώριζαν τα αισθήματά
τους και την προθυμία τους να μπουν σε έργο επικίνδυνο.
Μέσα σε λίγα χρόνια η Εταιρεία των Φιλικών άπλωνε
οργανωτικά τα πλοκάμια της πολύ προσεκτικά στον
παροικιακό και μητροπολιτικό Ελληνισμό...Αρχικά δεν
απευθύνονταν σε Πρόκριτους, στράφηκαν και σε αυτούς
μετά το 1818.
Αναζήτησαν Αρχηγό. Στράφηκαν στον Ιωάννη Καποδίστρια,
κάποτε Υπουργό των Εξωτερικών του Τσάρου. Εκείνος έκρινε
ότι διπλωματικά ήταν πιο σωστό να μείνει παρατηρητής και
συμπαραστάτης αόρατος. Στράφηκαν στον Αλέξανδρο
Υψηλάντη (ως τότε ανώτατο αξιωματικό στον τσαρικό
στρατό), ο οποίος και αποδέχτηκε.
Το επόμενο βήμα ήταν να ληφθούν αποφάσεις και να γίνουν
σχέδια για Επανάσταση σε μια χρονική στιγμή που έβλεπαν
ότι η Οθωμανική εξουσία αντιμετώπιζε πολλά συμπτώματα
αποδυνάμωσης, κυρίως από ανταρσίες τοπικών αξιωματούχων
(π.χ Πασβάνογλου, πασάς του Βιδινίου, Αλη πασάς των
Ιωαννίνων). Και συναντήθηκαν οι Απόστολοι της Φιλικής
(οι ανώτεροι δηλ. αξιωματούχοι, που αποτελούσαν την
Αόρατη Αρχή) στο Ισμαήλι της Μολδαβίας, τον
Οκτώβριο του 1820, μέσα στο λοιμοκαθαρτήριο της
πόλης. Εκεί αποφάσισαν Επανάσταση την ΄Ανοιξη. Και
αναχώρησαν για τις διάφορες επαρχίες τους για τις
τοπικές ετοιμασίες. Ένας από τους Αποστόλους ήταν ο
Παπαφλέσσας, με περιοχή ευθύνης την Πελοπόννησο πλην
Μάνης. Κι έφυγε για την τελική πράξη: προετοιμασία
- έναρξη Επανάστασης στο Μωριά .....
ε΄. Έναρξη της Επανάστασης από τον Προύθο:
Σύμφωνα με την απόφαση που πήραν τον Οκτώβρη στο
Ισμαήλι:
Έπρεπε να αρχίσουν την Επανάσταση από τη Μολδαβία, που
ήταν τότε επαρχία του Οθωμανικού Κράτους, αλλά σύμφωνα
με δεσμεύσεις διπλωματικές δεν υπήρχε εκεί οθωμανικός
στρατός. Επιπλέον, ηγεμόνας εκεί διορισμένος από το
Σουλτάνο ήταν ένας Έλληνας από τη Φαναριώτικη
οικογένεια των Σούτσων. Και ήταν σύμφωνος να συμπράξει
με τη Φιλική Εταιρεία. Πρωτεύουσά του στη Μολδαβία ήταν
το Ιάσιο, στη δυτική πλευρά του Προύθου. Στην ανατολική
πλευρά του ποταμού ήταν έδαφος του Τσάρου, ρωσικό.
Είχαν συγκεντρωθεί εκεί πολυάριθμοι Έλληνες εθελοντές,
πρόθυμοι να πολεμήσουν για λευτεριά, αλλά ήταν
αγύμναστοι. Ο Υψηλάντης πάντως, με αυτούς πέρασε τον
Προύθο και μπήκε στο Ιάσιο (22-2-1821).
Η επιχείρηση βασιζόταν σε κάποιες προσδοκίες ευνοϊκές :
Ότι ο Σουλτάνος, για να στείλει στρατό εναντίον τους στη
Μολδοβλαχία έπρεπε να έχει και άδεια από τον Τσάρο.
Ότι μπορούσε να υπάρξει συνεργασία με επαναστατικό
κίνημα παράλληλο των ντόπιων.
Ότι στέλνοντας ο Σουλτάνος στρατό προς Μολδοβλαχία
(Ιάσιο) θα μείωνε τις δυνάμεις του στο νότο και
Ότι έτσι θα διευκολύνονταν οι Έλληνες του νότου να
κηρύξουν Επανάσταση στην Πελοπόννησο.
|
Ο Υψηλάντης είχε στείλει επιστολές προς διαφόρους
Έλληνες αποδέκτες (καπεταναίους της στεριάς και της
θάλασσας του Αιγαίου) να ετοιμάζονται για τη μεγάλη ώρα
της εξέγερσης την άνοιξη του 1821.
Επίσης, οι
Απόστολοι, όπως προσημειώσαμε, είχαν προηγηθεί, λχ.ο Παπαφλέσσας είχε φτάσει έγκαιρα στην περιοχή ευθύνης
του, στην Πελοπόννησο. Η τελευταία ενέργεια του
Υψηλάντη, όταν μπήκε στο Ιάσιο, ήταν η σύνταξη/
δημοσίευση ειδικής Επαναστατικής Προκήρυξης με
ποικίλους αποδέκτες και στόχους: |
-
Να
συναγείρει τους ομογενείς για συστράτευση ,
αφήνοντας και μια γλυκιά προσδοκία, ότι «μια
κραταιά δύναμις θέλει υπερασπισθή τα δίκαιά μας» (ο
υπαινιγμός για τη Ρωσία).
-
Να
πληροφορήσει και ενδεχόμενα να συγκινήσει άλλους
Ευρωπαίους πολίτες.
-
Να
βεβαιώσει έμμεσα τους ανθρώπους της Ιερής
Συμμαχίας ότι η κίνηση των Ελλήνων είχε κίνητρα
εθνικά, όχι κοινωνικά.
στ΄.
Η πορεία της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία. Επέκταση της
Επανάστασης στο μητροπολιτικό ελλαδικό χώρο, στεριά και
θάλασσα.
Ο προεπαναστατικός πυρετός απλωνόταν γοργά.
Μερικοί βέβαια, κυρίως Πρόκριτοι και Αρχιερείς στη ΒΔ
Πελοπόννησο, είχαν επιφυλάξεις, καθώς θυμούνταν
παλαιότερη σκληρή δοκιμασία, όταν οι πατεράδες τους
είχαν επιχειρήσει την επαναστατική απόπειρα του 1770.
Και αντιμετώπισαν σχεδόν εχθρικά, απειλητικά, τον
Παπαφλέσσα στη μυστική συνάντηση της Βοστίτσας
(Αιγίου, 26-30 Ιανουαρίου 1821). Τον βομβάρδιζαν εκεί
οι Πρόκριτοι και Αρχιερείς με ερωτήσεις και απορίες,
τέτοιες περίπου:
Πού
είναι ο στρατός που θα μας λευτερώσει;
Πού
είναι τα κανόνια και τα πλοία που μας έστειλαν;
Ποιοι θα
μας βοηθήσουν;
Ο
Πρόκριτος Χαραλάμπης ανησυχούσε και για κάτι άλλο: «Θα
υπακούνε οι ραγιάδες σε μας, όταν πάρουν όπλα»;
Ο
αρχιεπίσκοπος Πελοποννήσου Παλαιών Πατρών Γερμανός
χρησιμοποίησε και βαριούς χαρακτηρισμούς για τον
Παπαφλέσσα: τον αποκάλεσε «απατεώνα και εξωλέστατον»!
Αλλά ο φλογερός εκείνος ιερωμένος συνέχισε
απτόητος την προσπάθεια μετάδοσης της επαναστατικής
φλόγας στις ψυχές των ραγιάδων: εκείνοι θα γίνονταν
στρατιώτες της λευτεριάς, όπως ήταν και ο ίδιος. Για να
ξεπεράσει τους δισταγμούς ή την απροθυμία κάποιων
Προκρίτων , π.χ. των Νοταράδων της Κορινθίας, έφτασε
στην ακόλουθη ενέργεια: έβαλε φωτιά σε μύλους των
Τούρκων της περιοχής εκείνης και διέδωσε ότι ήταν
δουλειά των Νοταράδων, οι οποίοι βέβαια την ίδια μέρα
βγήκαν στο αντάρτικο. Ήταν ο Παπαφλέσσας εμπρηστής ψυχών
με όλα τα μέσα....(προφανής οπαδός ή ενσαρκωτής της άποψης
ότι οι επαναστάσεις προϋποθέτουν ετοιμασία ψυχών
ιδεολογική, συναισθηματική και προωθούνται με τολμηρή
δράση, όταν έχουν ωριμάσει και οι αντικειμενικές
περιστάσεις).
Ο προεπαναστατικός πυρετός ανέβαινε,
συμπτώματα αθυροστομίας από ενθουσιασμό δεν έλειψαν, οι
τουρκικές υπηρεσίες κάτι οσμίστηκαν, ο πασάς της
Πελοποννήσου κάλεσε τους Προκρίτους στην έδρα του
(Τριπολιτσά) να επιβεβαιώσουν τη νομιμοφροσύνη τους και
....μαντρωμένους «να τους έχει στο χέρι».
Αυτοί που θα κινούνταν από βορειοδυτική
Πελοπόννησο προς Τριπολιτσά έκριναν σωστό να συναντηθούν
πρώτα σε ενδιάμεσο σταθμό. Και .... «μετέβησαν εις το
Μοναστήριον της αγίας Λαύρας. Εκεί συσκεφθέντες
απεφάσισαν να μη δώσωσιν αιτίαν τινά, αλλά να μείνωσιν
παραμερισμένοι, έως ου να ίδωσι τα πράγματα.....να
εξέλθωσι της Πελοποννήσου....Όθεν μερισθέντες ανεχώρησαν
εκ της Λαύρας, ο μεν Π.Π.Γερμανός δια τα Νεζερά....».Εκεί
τον βρήκαν τα νέα από την Πάτρα και τα παράλληλα από
την Καλαμάτα στις 22-23 του Μάρτη. Είχαν κινηθεί
γενικότερα οι μυημένοι από η Φιλική Εταιρεία και όσοι
αποδέχονταν το λόγο του φλογερού Παπαφλέσσα. Στην όλη
αφήγησή του ο Π. Π. Γερμανός κάνει λόγο για «Γρηγόριον
τινά, Δικαίον λεγόμενον», που τον στόλισε με λόγια
ευγενικά, όπως είδαμε, ως «απατεώνα και εξωλέστατον»
Ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας είχε ξεκινήσει με
ό,τι είχαν σχεδιάσει οι Φιλικοί.
Όταν έφτασαν στην Πελοπόννησο τα νέα ότι η
επανάσταση στη Μολδοβλαχία (που ήταν και μία πρώτη
προσπάθεια για ευρύτερη βαλκανική συνεργασία) είχε
συναντήσει δυσκολίες έως αποτυχία, η πυρκαγιά στον
ελλαδικό χώρο (στεριά και θάλασσα) είχε απλωθεί
ασταμάτητη.
ζ΄.
Πορεία της Επανάστασης στον μητροπολιτικό ελλαδικό χώρο
- Ευρωπαϊκή Διπλωματία.
Όπως σημειώσαμε στην αρχή, η 25η
του Μάρτη καθιερώθηκε επίσημα ως ημέρα εθνικής γιορτής
με Β.Δ. του Όθωνα (το 1838). Πραγματικά η Επανάσταση
άρχισε με διάφορες συγκεκριμένες κινήσεις κατά το
β΄15/ήμερο του Μάρτη 1821. Ποιοι προηγήθηκαν κατά μία
ή δυο μέρες είναι θέμα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις
τοπικές κοινωνίες (Πάτρας - Μάνης- Καλαμάτας). Από τη
σκοπιά μας σημασία έχει ότι γρήγορα γενικεύτηκε στην
Πελοπόννησο, στη Στερεά, σε κάποιες εστίες βορειότερα
(Στη Χαλκιδική , στη Νάουσα) σε πολλά νησιά του Αιγαίου
και έσπευσαν να λάβουν μέρος στον κίνδυνο πολλοί Έλληνες
από τις παροικίες, από τις ελληνικές περιοχές όπου δεν
ήταν οι συνθήκες ευνοϊκές για επαναστατικό κίνημα:
Θράκη, Μακεδονία , Ήπειρο, Κύπρο
.
Επίσης, πολλοί άλλοι βαλκάνιοι
και πολίτες της Κεντροδυτικής Ευρώπης. Γίνεται λόγος
τεκμηριωμένος για κίνημα Φιλελληνισμού (με
προσωπική συμμετοχή πολλών και με οικονομική βοήθεια από
πολλούς άλλους).
Υπάρχουν βέβαια και πολλά περιστατικά πολιτικής
εκμετάλλευσης του φιλελληνισμού από τις πολιτικές
ηγεσίες των αντίστοιχων ευρωπαϊκών χωρών (ειδικά της Μ.
Βρετανίας) για σκοπούς δικούς τους.
Αλλά η επίσημη ευρωπαϊκή πολιτική
εκδηλώθηκε εχθρικά για την ελληνική Επανάσταση.
Λειτουργούσε σύμφωνα με το πνεύμα της Ιερής Συμμαχίας
των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, που ανησυχούσαν για
οποιαδήποτε κοινωνική αναταραχή, γιατί όλοι οι λαοί
πιέζονταν από κάποιας μορφής δουλεία. Έμαθαν οι
εκφραστές εξωτερικής πολιτικής τα νέα για την Ελληνική
Επανάσταση, ενώ συνεδρίαζαν στο Laibach
(Λιουμπλιάνα) και έσπευσαν να την καταδικάσουν (1821).
Σε επόμενη συνάντησή τους (το 1823) στην Ιταλία (Verona)
δε δέχτηκαν ούτε να ακούσουν ελληνική αντιπροσωπεία, που
έφτασε γι' αυτόν το λόγο ως τον Αγκώνα (ο πάπας δεν
έδωσε άδεια να περάσει η αντιπροσωπεία από τα έδαφος του
κοσμικού τότε κράτους του, από Αγκώνα προς
Verona). Όμως η Αγγλική
διπλωματία έβλεπε διαφορετικά τα συμφέροντά της στον
ελλαδικό χώρο και άρχισε να διαφοροποιεί τη στάση της
από το 1822.
Έδωσε μάλιστα την άδεια να καταφεύγουν σε ένα νησί του
Ιονίου, αγγλοκρατούμενο τότε τυχόν πρόσφυγες από τον
επαναστατημένο ελλαδικό χώρο. Και τα επόμενα χρόνια ο
βρετανός Πρωθυπουργός George Canning
ενθάρρυνε με πολύ ζήλο και «χωρίς ζημιά» τη χορήγηση
δανείων από βρετανούς κεφαλαιούχους προς το
επαναστατημένο έθνος των Ελλήνων. Τα δάνεια δόθηκαν με
τόσο ληστρικούς (φιλελληνικούς) όρους, ώστε από
2.800.000 λίρες ονομαστικού δανείου περιήλθαν στην τότε
ελληνική Κυβέρνηση περίπου 900.000!
Τελικά οι Ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής για τα
δικά τους συμφέροντα καθεμιά προχώρησαν και σε
στρατιωτική παρέμβαση για τον τερματισμό της
πολεμικής αναστάτωσης που συνεχιζόταν στον
επαναστατημένο ελλαδικό χώρο περισσότερο από 6 χρόνια.
Συγκεκριμένα, η Αγγλία, που είχε πάντα την ανησυχία για
ενδεχόμενο ρωσοτουρκικού πολέμου με πρωτοβουλία
του Τσάρου, φρόντισε να προλάβει προτείνοντας
διπλωματική συνάντηση στην Αγία Πετρούπολη με θέμα την
επίλυση του Ελληνικού Ζητήματος. Η συνάντηση αυτή
πραγματοποιήθηκε και υπογράφτηκε πράγματι το
Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (4 Απρίλη 1826). Σύμφωνα
με αυτό:
Αναγνώριζαν για τους Έλληνες δικαίωμα
αυτονομίας με αιρετούς άρχοντες ντόπιους και με την
υποχρέωση να καταβάλλουν στο Σουλτάνο φόρο υποτέλειας.
Η
διαρκής υπόνοια της Αγγλίας για ενδεχόμενο ρωσοτουρκικού
πολέμου την ωθούσε σε αναζήτηση και άλλων εταίρων, που
θα πίεζαν την Οθωμανική πλευρά να δεχτεί αναγκαστικά το
Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (4 Απρίλη 1826), το
οποίο οι Έλληνες αποδέχονταν με πολλή ικανοποίηση, αλλά
η οθωμανική Πύλη το απέρριπτε, ιδιαίτερα όταν είχε τις
επιτυχίες του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και τη Δυτ.
Στερεά (1825-1826).
Ο George Canning , ως
Πρωθυπουργός από τον Απρίλη του 1827, προωθούσε την
ιδέα αναζήτησης άλλου εταίρου για επιβολή πλέον του
Πρωτοκόλλου. Από πλευρά της Αυστρίας και της Πρωσίας δεν
υπήρχε προθυμία, συμφώνησε όμως η Γαλλία. Και τότε
υπογράφηκε στο Λονδίνο (6 Ιουλίου 1827) η λεγόμενη
Ιουλιανή Σύμβαση ανάμεσα σε Αγγλία, Ρωσία και
Γαλλία. Με αυτή ζητούσαν από το Σουλτάνο ό,τι είχε
ζητηθεί και με το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης. Στο
Προοίμιο της Σύμβασης ερμήνευαν την παρέμβασή τους ως
ανάγκη προστασίας του εμπορίου στην περιοχή, το
οποίο είχε διαταραχτεί πάνω από 6 χρόνια. Επικαλούνταν
και την αίτηση Προστασίας που είχαν υποβάλλει οι Έλληνες προς
την Αγγλία το 1825. Το πιο σημαντικό άρθρο της συνθήκης
(γνωστό ως «συμπληρωματικό») ήταν μυστικό. Με αυτό
προβλέπονταν μέσα αναγκασμού των εμπολέμων να δεχτούν
ανακωχή, για να αρχίσουν μετά διαπραγματεύσεις. Οι
ναύαρχοι των τριών Δυνάμεων στην περιοχή των ελληνικών
θαλασσών (Κόρδιγκτων, Δεριγνύ, Χέυδεν) έλαβαν σχετικές
οδηγίες από τις Κυβερνήσεις τους για ενδεχόμενη ένοπλη
σύγκρουση με τον Τουρκοαιγυπτιακό στόλο στη Μεσόγειο.
Συνέπεια της Ιουλιανής Σύμβασης και των Οδηγιών,
που ακολούθησαν, και της άρνησης των Τουρκοαιγυπτίων να
δεχτούν ανακωχή, ήταν η καταναυμάχηση του στόλου των
τελευταίων στο Ναυαρίνο (Σεπτέμβριο- Οκτώβριο 1827).
Επειδή και μετά το Ναυαρίνο ή Οθωμανική
πλευρά δε δέχτηκε την ανακωχή, επανήλθε ο Τσάρος στην
ιδέα ενός Ρωσοτουρκικού Πολέμου, ο οποίος και ακολούθησε
(1828-29). Η προέλαση του ρωσικού στρατού διαμέσου της
ανατολικής Βαλκανικής ως την Αδριανούπολη και νοτιότερα
προς Κωνσταντινούπολη θορύβησε τόσο την Οθωμανική
Κυβέρνηση, ώστε αποδέχτηκε βιαστικά τη συνθήκη της
Αδριανούπολης (14 Σεπτεμβρίου1829), της οποίας το άρθρο
10 ειδικά υποχρέωνε την Τουρκία να δεχτεί την
Ιουλιανή Σύμβαση (της 6-7-1827) και συνοριακή γραμμή
για το νέο Ελληνικό κράτος εκτεινόμενη από τον
Παγασητικό ως τον Αμβρακικό κόλπο. Ύστερα από αυτή την
πολεμική - διπλωματική εξέλιξη κινήθηκε και η βρετανική
διπλωματία προς τελική λύση του Ελληνικού Ζητήματος με
τη δημιουργία Κράτους Ελληνικού με πλήρη Ανεξαρτησία. Η
προσδοκία για τη Βρετανία ήταν ότι μπορούσε ως ναυτική
δύναμη της Μεσογείου να έχει επιρροή στο νεοϊδρυόμενο
Κράτος, στο οποίο είχε προσφέρει και δάνεια της
Ανεξαρτησίας(!). Με αυτό το πνεύμα προωθήθηκε η τελική
λύση με το Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας (Λονδίνο,
3 Φεβρουαρίου 1830).
Στο μεταξύ είχε αναλάβει στο υπό διαμόρφωση νέο κράτος
τη θέση του Κυβερνήτη ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος
και διαπραγματευόταν τη χάραξη γραμμής των συνόρων,
η΄.
Βήματα Πολιτικής Οργάνωσης του επαναστατημένου
Ελληνισμού
από την ώρα διάβασης του Προύθου (22
Φεβρουαρίου 1821)
ως την εκλογή του πρώτου Κυβερνήτη
(Ιω. Καποδίστρια)
και την αναζήτηση / «επιλογή του
πρώτου βασιλιά»
(του Όθωνα Βίτελσβαχ, πρίγκηπα της
Βαυαρίας).
Η Επαναστατική Προκήρυξη του Υψηλάντη, όταν πέρασε τον
Προύθο και μπήκε στο Ιάσιο, ήταν ενέργεια διπλωματική ,
πολιτική,, μολονότι την ώρα εκείνη δεν υπήρχε Πολιτεία
Ελληνική. Όταν η επαναστατική φλόγα απλώθηκε στον
ελλαδικό χώρο, Πελοπόννησο, Στερεά...προωθήθηκε η ιδέα
άμεσης συγκρότησης πολιτικού κέντρου με πολιτική
οργάνωση. Και συγκροτήθηκαν αρχικά τοπικοί πολιτικοί
οργανισμοί, όπως:
Οργανισμός Πελοποννησιακής Γερουσίας (ψηφίστηκε στην
Επίδαυρο, 27-12-1821).
Οργανισμός Προσωρινής Διοικήσεως Δυτικής Χέρσου Ελλάδος
(Μεσολόγγι, 9 Νοεμβρίου 1821).
Νομική
Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος (Σάλωνα, 15
Νοεμβρίου 1821)
Προσωρινόν Πολίτευμα της νήσου Κρήτης (ψηφίστηκε στους
Αρμένους, στις 20 Μάη 1822).
Σύντομα όμως κινήθηκαν διαδικασίες για
Κεντρική Διοίκηση και Γενικό Πολίτευμα. Κατά τη διάρκεια
της Επανάστασης ψηφίστηκαν τρία Γενικά Πολιτεύματα από
αντίστοιχες συνελεύσεις:
.α΄. Το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος ή
Σύνταγμα της Επιδαύρου (από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της
Επιδαύρου, ψηφίστηκε την 1-1-1822).
.β΄. Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος ή
Νόμος της Επιδαύρου (πρόκειται για Αναθεώρηση του
προηγούμενου, ψηφίστηκε από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση στο ΄Αστρος, 29 Μαρτίου 1823).
.γ΄. Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος
(ψηφίστηκε από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα, την 1
Μάη 1827).
Βασικά γνωρίσματα και των τριών Συνταγμάτων
αναγνωρίζονται δύο: είναι φιλελεύθερα και
δημοκρατικά.
Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση (1827) ψήφισε και τον
πρώτο Κυβερνήτη: τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος
και έφθασε στην επαναστατημένη χώρα αρχές του 1828 και
επιδόθηκε στη δύσκολη προσπάθεια οργάνωσης του Κράτους.
Τα προβλήματα που αντιμετώπισε δεν ήταν μόνο τα
αυτονόητα, τα σχετικά με τη συγκρότηση του κράτους
ύστερα από αιώνες δουλείας και χρόνια πολεμικής θύελλας
σε στεριά και θάλασσα. Υπήρχαν ή αναδύθηκαν τότε
προβλήματα πρόσθετα και πιο σκληρά:
-
Η διπλωματική καχυποψία έναντι του
Καποδίστρια, κυρίως από την Αγγλία, που έβλεπε στο
πρόσωπό του έναν πρώην συνεργάτη του Τσάρου (Υπουργό
Εξωτερικών), του πιο επικίνδυνου διεκδικητή για επιρροή
στον ελλαδικό χώρο, ελεύθερο και αλύτρωτο
-
Η αντικειμενική δυσχέρεια που αντιμετώπιζε
ο Καποδίστριας μέσα στις τότε συνθήκες ως προς το θέμα
καθορισμού των συνόρων του νεοδημιουργούμενου και μέσα
από ερείπια αναδυόμενου Κράτους
-
Η δυσεπίλυτη ρύθμιση των σχέσεων της
Κεντρικής Εξουσίας του νέου Κράτους με τους τοπικούς
άρχοντες, Πρόκριτους ή Κοτζαμπάσηδες, που είχαν
αιώνες πολλούς επικρατήσει στις τοπικές κοινωνίες ως
φοροεισπράκτορες του Σουλτάνου και ως εκφραστές της
τοπικής Αυτοδιοίκησης και δεν ήταν εύκολο να παραιτηθούν
από ζηλευτά προνόμια που είχαν
(πρώτο και κύριο την είσπραξη των φόρων
-
Πρόσθετη δυσχέρεια το γεγονός ότι οι
επαναστατημένοι Έλληνες ψήφιζαν Συντάγματα δημοκρατικά
και φιλελεύθερα, αλλά οι Προστάτριες Δυνάμεις (όπως
είχαν αυτοκηρυχτεί για τις «σωτήριες» παρεμβάσεις τους)
εννοούσαν το νέο κράτος Βασίλειο, με επικεφαλής
κάποιον πρίγκιπα δικό τους, που να μπορεί να εκφράζει
και το πνεύμα της Ιερής Συμμαχίας με τις ικανότητες ή
τις «αδυναμίες» του.
Μέσα σε αυτή τη θολή ατμόσφαιρα διπλωματίας:
Ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε σχεδόν στα μισά της
επτάχρονης θητείας του (5 Οκτωβρίου 1831).
Οι «Προστάτριες» Δυνάμεις επιλέξανε ηγεμόνα τον Όθωνα,
κυρίως με το κριτήριο μιας φυσικής αδυναμίας, που
προσδοκούσαν ότι θα τον κάνει πιο υποχείριο εκπρόσωπο
της βρετανικής διπλωματίας, η οποία και ιδιαίτερα
ευνοούσε την υποψηφιότητά του.
Με τέτοια «τρυφερή φροντίδα» από τους προστάτες:
Η συγκρότηση του νέου ελεύθερου Ελληνικού Κράτους
προωθήθηκε από τους κηδεμόνες του Όθωνα και τους
λιγοστούς Έλληνες που δέχτηκαν οι Βαυαροί ως
συνεργάτες.
Η διαμόρφωση του πολιτεύματος προωθήθηκε με δικαστικές
διώξεις (δίκη Κολοκοτρώνη και άλλων αγωνιστών της
Ελευθερίας), με μία Επανάσταση (της Γ΄ του Σεπτέμβρη
1843) κατά της Απολυταρχίας του Όθωνα, με τελική έξωση
του Όθωνα (το 1862) και αντικατάστασή του από άλλον
(συνειδητό υπηρέτη
της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής) πρίγκιπα, το
Γεώργιο Glücksburgh.
Και με επίπονη πορεία του Ελληνισμού (μητροπολιτικού,
αλύτρωτου, παροικιακού) στο δρόμο της οικονομίας(:του
εμπορίου, της ναυτιλίας.....) και της κοινωνικής
δικαιοσύνης, αργότερα. Για όλα αυτά θα συνεχίσουμε με
άλλο ευσύνοπτο κείμενο με τίτλο: Η Ελληνική κοινωνία
από την Επανάσταση του 1821 ως το κίνημα των
στρατιωτικών στο Γουδί, 1909).
Ανωνύμου του Έλληνος,
Ελληνική Νομαρχία, ήτοι Λόγος περί
Ελευθερίας, έκδοση με την επιμέλεια Γ.
Βαλέτα, εκδ. «Αποσπερίτης» , 1982, σελ. 207-208.
Να θυμίσουμε ότι είχε ήδη
διαμορφωθεί ισχυρό φιλελληνικό κίνημα
και άγγλος ποιητής, ο Percy
Byss Shelley, είχε γράψει το επικολυρικό
θεατρικό έργο Hellas
(κυκλοφόρησε στην Πίζα, την 1 Νοεμβρίου
1821).
|