Αμπελουργικό σκαπτικό εργαλείο σε
σχήμα πι (Π) με δυο σκαπτικά δόντια ή αξίνες.
Ετυμολογία της λέξης
Δικέλλα , η : σύνθετη λέξη από το "δι"
του αριθμητικού επιρρήματος "δις" και το θέμα
"κελ-" της αρχαίας λέξης "κελεΐς,η" (= αξίνα˙
δες σχετικά Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας
Γ.
Μπαμπινιώτη)> δικέλλιον, υποκοριστικό> δικέλλι >
με συγκοπή του άτονου "ι" της προπαραλήγουσας
δκέλλι
> με
τροπή του εξακολουθητικού ηχηρού "δ" σε
εξακολουθητικό άηχο "θ", όπως "δικός μου - θκος
μ' κ.λπ.", και για ευκολότερη προφορά, όπως
απαιτεί το φθογγικό περιβάλλον, σε εξακολουθητικό άηχο
χειλικό "φ", καθώς και με μερική αποσιώπηση του
τελικού άτονου φθόγγου "ι", που γράφεται πάνω
δεξιά, φκελλι , όπως θηκάρι>
θκαρ>φκαρ: θήκη μαχαιριού ( φκαρουμάχιρου, του : το
θηκαρομάχαιρο, το μαχαίρι με θηκάρι - θήκη). |