ΤΑ ΚΟΥΔΑΡΙΤΙΚΑ  ΤΗΣ  ΣΙΑΤΙΣΤHΣ
  ΥΠΟ
ΠΑΝ. ΓΡΑΒΑ

Παρατηρήσεις για τη δημιουργία των συνθηματικών λέξεων.

 

Σήμερα η γλώσσα αυτή βρίσκεται στη Σιάτιστα στην ακμή της. Όλοι οι μαστόροι, ντουβαρτζήδες, χτίστες, σουφατζίδες και μαραγκοί, την μιλούν· το ίδιο και οι αργάτες, σκαφτιάδες, θεριστάδες, αμπελουργοί· και  μάλιστα ολόκληρες ώρες συνέχεια χωρίς να τους καταλαβαίνη ο αμύητος μπορούν και κοτσομπολεύουν, λεν «ουρσουζλούκια», μιλούν για έρωτα. Το λεξιλόγιό τους αναφέρεται στην εργασία, στο φαεί, στο χρήμα και στη γυναίκα. Είναι ριζωμένο στη ζωή κι αυτή το θρέφει, το μεγαλώνει και κάθε μέρα το ξανανιώνει, αυτή το ρυθμίζει και το οδηγάει. Η γύρο ζωή με το καθημερινό άλλαγμα που παρουσιάζει, με το καθημερινό φέρσιμο των νέων πραγμάτων τους οδηγεί, τους πιέζει  στο να εκφράσουν νέα πράγματα με νέες λέξεις, τους οδηγεί  στο να μη αφήνουν τη γλώσσα τους στάσιμη, αλλά να την πλουτίζουν ή να καινουργιώνουν και δυναμώνουν τη συνθηματικότητά της.

Στη δημιουργία αυτήν των νέων λέξεων ή στη δημιουργία αυτού του δυναμώματος, στη δημιουργία αυτού του καινουργιώματος, οι λέξεις έρχονται από τη γύρο των ζωή, περνούν από στόμα σε στόμα, ξεκαθαρίζουν. Θα γίνη κοινό χτήμα μόνο εκείνη, που θα αστράψη από δύναμη, για να βαστάη γερά κρυμμένη την έννοια, που θέλουν.

Η τέτοια δημιουργία γίνεται α) με τη μεταφορά  β) με το αυθαίρετο βάλσιμο μιας λέξης, για να εκφράση μιαν έννοιαν, που θέλουν αυτοί γ) με το δάνεισμα από άλλες συνθηματικές γλώσσες και δ) με την αντικατάσταση.

          Δημιουργία με τη μεταφορά.

Εδώ τους φτάνει μια κάποια ομοιότητα. Τ’ αντιρί τ’ Κόλτς.  Στην αγορά που πηγαίνουν στα γύφτικα βλέπουν κ’ ένα γύφτο, τον Κόλτσιο, ντυμένο με ένα αντιρί ξεσκισμένο τόσο, που κρέμονται τα παρτάλια άρραφτα. Η εικόνα τ’ αντιριού τ’ Κολτς  καρφώθηκε σ’ όλους τόσο, που την ώρα εκείνη, που είχαν την πίττα μπροστά τους και ήθελαν μια ώρα αρχύτερα να βάλουν χέρι, όταν κάποιος τους είπε συνθηματικά το «Σηκώστε τα πέτουρα της πίττας» με το «Ξέξέτι  τ’ αντιρί τ’ Κολτς», όλοι ξαφνιάστηκαν, το είδαν να στέκει πάρα πολύ δυνατό, κρατούσε πάνω του την ομοιότητα των φύλλων της πίττας και το κράτησαν στη γλώσσα τους.

Πουγγίας. Το ίδιο έγινε με τη λέξη Πουγγίας = τσουκάλι. Στην αγορά βλέπουν έναν χοντρό και παχύ μα και κοιλαρά, που λέγεται Πουγγίας. Κάποιος την ώρα που έβραζε το τσουκάλι, όταν είπε · «Κι ου Πουγγίας έχ’ αγγούσα» τους καρφώθηκε. Ο Πουγγίας μοιάζει με το τσουκάλι, το τσουκάλι με τον Πουγγία· την κράτησαν τη λέξη.

Από την τέτοια δημιουργία μπήκαν στο λεξιλόγιό τους οι περισσότερες λέξεις. Τις  σημειώνω.

Αγρόπατκου και πάτκα = Το κούτσουρο. Από τα πουλιά που λέγονται αγρόπατκα και τα οποία, όταν κάθωνται κατά γης, μοιάζουν κούτσουρο.

Γκόλιαβους = Το γλύκισμα που το λεν και σαλιάρια. Από το γυμνοσάλιαγκο, που τον λεν και γκόλιαβου.

Βλάχ΄κους γκαλιούρς = Το φεγγάρι. Οι βλάχοι περπατούν μόνο τη νύχτα έχοντας οδηγόν ήλιο (γκαλιούρην) αυτό το φεγγάρι. Απ’ αυτό ξεμύτισε ο βλάχ΄κους γκαλιούρς.

Δικράνια = Τα πιρόνια. Από τα δικράνια που έχουν στο αλώνι.

Ζιαμπόχιλα = Τα πράσα. Από τα μικρά μακρυά λιμνίσια χέλια.

Ηλιάζου = Έχω. Όταν  μαζεύουν  τα σταφύλια τα γλυκά, τα απλώνουν στον ήλιο, για να σταφιδώσουν· τότε λέγουν πως τα ηλιάζουν/ από δω μετέφεραν τη λέξη που ήθελαν.

Καλόγρις = Ελιές. Από τα μαύρα που φορούν οι καλόγριες.

Καλουϊρεύ’ ου γκαλιούρς ή του σούζουλου = Δύει ο ήλιος. Τα μαύρα σύννεφα που σκεπάζουν τον ήλιο, όταν δύη βαθιά, τους έφεραν στο νου τον καλόγερο  με τα μαύρα.

Κόφτω προικιά = Ζημία, πρόστιμο. Όποιος έχει να παντρέψη το κορίτσι του πηγαίνει στο κατάστημα και κόβει ό,τι ρούχα χρειάζονται για τη νύφη. Όθεν κόφτει προικιά = μετράει χρήματα, ζημιώνει η σακκούλα του.

Ντραγάτς = Το βρακί. Από το  δραγάτη που φυλάγει τα αμπέλια.

Ξιφυλλνώ = Λέγω, παρακινώ. Από το ξεφύλλισμα που κάνει ο γραμματισμένος διαβάζοντας.

Ξλόχτινου = Το φκέλλι ( η δικέλλα). Από το ξλόχτινου, που χτυπάει την κλωστή σον αργαλειό.

Ξνος = Ο γύφτος. Από τους ίδιος γύφτους. Αυτοί αγαπούν πολύ τον πατσιά  και μάλιστα ξυνόν και τόσο ξυνόν, που, όταν δεν είναι, φωνάζουν, για να τους τον φκιάσουν «ξνον, ξνον». Το τελευταίο αυτό το άρπαξαν  και το ’βαλαν στον τόπο τους μέσα στη γλώσσα.

Παπούς = Το εκατοστάρικο χαρτονόμισμα. Από τα εκατό χρόνια του γέρου.

Πιλικούδα = Το κορίτσι, από τις πελεκούδες που πετούν πελεκώντας.

Στιρνάρια = Τα αυγά. Από το στρογγυλό, λείο, γυαλιστερό και στέριο των στιρναριών, που βρίσκονται στους λάκκους.

Τιάνια = Μεθυσμένος. Από μια Τιάνια, που γυρνούσε όλο μεθυσμένη.

Γκόγκανας = Άνιφτος, άπλυτος.  Από έναν γύφτο Γκόγκανα, που όλη την ζωή του ήταν άνιφτος και άπλυτος.

Τσέρα = Οι γάμπες. Από τα καψόξυλα που φέρνουν.

 

Αυθαίρετη δημιουργία.

Εδώ περισσότερο τους οδηγεί ο ήχος, το παράξενο της λέξης, για να την πάρουν, να  την κάνουν δική τους. Έτσι  έβγαλαν τη λέξη για την καμπάνα. Εντελώς αυθαίρετα ο αργάτης Νίκος Σφεντόνης την είπε κασσανdρινό. Αυτή χτύπησε καλά στα αφτιά τους, την έμαθαν όλοι.

Με τον ίδιο τρόπο μπήκε και η φράση «σκουφιαντάν καψαλντάν».  Έτσι του κατέβηκε κάποιον, το είπε. Ο ήχος, το παράξενο, κρύβει πιο καλύτερα το νόημα που θέλουν· το δέχτηκαν  στη γλώσσα τους.

Δάνεισμα από άλλες συνθηματικές γλώσσες

Εδώ τη βρίσκουν έτοιμη τη λέξη, κι όταν τους παρουσιάζεται ανάγκη, και προ παντός όταν τους πέφτει στο αφτί τους, την παίρνουν.

Για τα λεπτά είχαν στη γλώσσα τους τη λέξη γκατζιόρ. Με τον καιρό όμως άρχισαν να χρειάζονται δυο λέξεις, μια για τα χοντρά και μια για τα ψιλά. Κατά τύχην στο γλέντι, εκεί που οι γύφτοι τους λαλούσαν για να χορεύουν, πάει κάποιος σ’ έναν γύφτο, για να του χαλάση ένα δεκάδραχμο. Ο γύφτος του είπε: «Λουβί θελτς» αυτήν την  λέξη «λουβί» την πήραν και την έβαλαν να φανερώση σ’ αυτούς τα λιανώματα, όπως και στους γύφτους της Σιάτιστας.

Αντικατάσταση.

Πολλές λέξεις των στη ζωή  από την πολύ χρήση τρίβονται, ξεθυμαίνουν, χάνουν τη συνθηματικότητά των, αρχίζουν να αχρηστεύωνται. Για να ξαναφυλάξουν όμως στη ζωή την έννοια που θέλουν, βάζουν στη θέση της ξεθυμασμένης νέα λέξη, καινούργια και φωτεινή σ’ αυτούς.

Ως τα πέρυσι έλεγαν τον ήλιο  γκαλιούρ’ . Όμως είδαν πως από την πολλή χρήση έπεσε στο στόμα των πολλών και άρχισε να σβύνη, να μην εκπληρώνη το σκοπό της. Ο  ήλιος όμως γι’ αυτούς είναι το χρονόμετρο· έπρεπε να μείνη στο λεξιλόγιό τους, γι’ αυτό και ζήτησαν νέα λέξη, που να έχει τη δύναμη να απλώνη γύρο  στη λέξη του ήλιου τον πέπλο και να την αφήνη σκοτεινή σ’ εκείνον που την πρωτακούει. Τέτοια τους είπε μια μέρα ο Χρίστος της  Αγνής τη λέξη σούζουλου. Αυτή τους  άρεσε  και σήμερα τη μεταχειρίζονται όλοι οι μαστόροι· με το χρόνο αρχίζει και απλώνεται η χρήση της και στους αργάτες. Η τέτοιου είδους δημιουργία τους έδωσε στο λεξιλόγιό τους διπλές και τριπλές λέξεις για την ίδια έννοια.

Αγκίδα = Το κορίτσι. Μα σήμερα αρχίζει να επικρατεί η λέξη πιλικούδα.

          Αγουϊάτις = Οι γάμπες. Σήμερα αρχίζει να επικρατή η λέξη τσέρα.

Ντάλιους = Το τυρί. Σήμερα πλιότιρο αζβισταρά.

Ντριτσάλου= Η ώρα. Σήμερα και γκλιάγκλια. Από μεταφορά μιας τεμπέλου-Γκλιάγκλιας.

Μανάβια = Τα καρφιά. Σήμερα προπάντων λόπτσις.

 

Αυτοί  οι τέσσερις τρόποι κυρίως παρατηρούνται στη δημιουργία ουσιαστικών. Επίθετο μόνο ένα έχουν, το όρματους και οχ’ όρματους. Μ’ αυτό εκφράζουν όλα τα επίθετα εκείνα, τα οποία έχουν την έννοια του καλού και μη καλού. Ρήματα πάλι λίγα έχουν κι αυτά μένουν στάσιμα σε πλήθος, πλουταίνουν όμως σε νοήματα. Ένα ρήμα το μεταχειρίζονται για να εκφράσουν πολλές έννοιες· Υάλτζι = Ιδέ, κάμνε καλά, κάμνε κακά, έρχεται , φαίνεται, μοιάζει.

Φσω = Έχω , είμαι, φαντάζω, δείχνω. Το τέτοιο μεταχείρισμά τους μπορεί να φαίνεται εντελώς αυθαίρετο, μα αυτό είναι που δίνει δυνατή συνθηματικότητα. Μπορεί κάποιος  από ένα ρήμα να ξέρη μια έννοια, μα αυτοί το μεταχειρίζονται μ’ άλλη, έτσι που το νόημα παιγνιδίζει μπροστά σου, δεν το καταλαβαίνεις.

Όμως πιο μεγάλη και δυνατή συνθηματικότητα δίνουν οι λέξεις εκείνες, που δεν ακούονται στην κοινή σιατιστινή. Χρόνια την μιλούν τώρα, μα πολύ λίγες μπόρεσαν  και μπήκαν στη σιατιστινή ομιλία π.χ. μανεύου, πραχαλνώ·μα κι αυτές πάλι μπήκαν με μια έννοια, ενώ σ’ αυτούς που τη μιλούν η λέξη κλάδωσε σε νοήματα. Το  δρόμο για να μπορέσω να μάθω γι’ αυτές μου τον έδειξαν τα λόγια εκείνα που αναφέρω στην αρχή· «Αυτή d γλώσσα νη ξέρν όλ’ οι μαστόροι σν Ιλλάδα, πρου πάντουν στ Λάρσα, σν Ήπειρου, ιδώ στ Μακιδουνία κι στην Πόλ΄». Ζήτησα συλλογές απ’ αυτά τα μέρη. .....