|
Παπαναούμ
Δημήτριος.
Γεννήθηκε στη Σιάτιστα το 1906.
Μόλις τελείωσε το Διδασκαλείο μετεκπαιδεύτηκε για 2 χρόνια στα
Παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ' όπου αποφοίτησε με «΄Αριστα». |
Aργότερα
φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης, αλλά για σοβαρούς οικογενειακούς λόγους δεν προχώρησε στο
πτυχίο.
Λάτρευε τη Σιάτιστα, την οποία επισκεπτόταν γι' αυτόν το λόγο πολύ συχνά.
Έγραψε τα ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ , τα οποία βραβεύτηκαν από την
Ακαδημία Αθηνών.
Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Σιατιστέων
Θεσσαλονίκης και συνεισέφερε σε μεγάλο βαθμό στην έκδοση του Λευκώματος ΣΙΑΤΙΣΤΕΩΝ ΜΝΗΜΗ.
Τέλος αφιέρωσε στην ιδιαίτερη πατρίδα μας το ποίημα ΣΙΑΤΙΣΤΑ.
Την πασχαλιάτικη
ηθογραφία που ακολουθεί την αντιγράψαμε από το βραβευμένο έργο του
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ.
|
Δημητρίου
Ν.Παπαναούμ
Η Πασκαλιά της μπάμπους τ'ς Νούμπτας
-Τι βαλαντουμένη σι
γλέπου μαντρανή; Τι αναστινάεις; Τι σ'λείπ'; Όλα τάχς. Τα πιδιά' σ' απού τρουύρ, τ'αγγόνια σ'. Γλέπς δε σ'άφκαν μαναχή σ' στη Σιάτστα.
Μια χαρά είσι ιδώ στ' Σαλουνίκη.
-Δεν έχου παράπουνου, μαρ Ζουΐνα, που τα πιδιά μ'. Να ζήσν κι η Παναϊά να μη τα μαράνει. Μα όσου κι νάνι αυτές τις
μέρις ν' Πασκαλιά θυμούμι τουν τόπου μ'. Ικεί άλλου ήταν. Ιδώ
τώρα θα σηκουθούν όλοι κι θα φυγν. Θ' αφήκν του σπίτσι άδειου. Θα
παρν τ' αυτουκίνητου κι θα καψαλώσν. Θ'απουμείνου μαναχή μ' σαν τουν
κούκου. Θα πεις, σύρι κι συ. Ένας λόγους είνι να πάου. Μα μι ρουτάς, μ' αφήν' τα σφαϊά κι τα ριματικά να σπαραχτώ; Αμ' τι του θελτς, τσι του
υρεύς. Σην πατρίδα κάψου-Ζουΐνα καταλαβαίντς πισημόημιρου.
Ιδώ σην ξινητειά. Ί... λύκους γκαβός αυτές τις μέρις. Καν τσίπουτας
δεν καταλαβαίντς. Ικεί ένουνταν τσι ένουνταν. ΄Αχ η μαύρη μ' πούντα ικείνα τα
χρόνια...Τσι βίζιτις, κι τσι τζιουμπούζια κι τσι βγιλιά...΄Αντα
έρχουντζι αυτές οι μέρις, ου νους μ' όλου ικεί τρουϋρνάει. Αμ' κάτσι να
σ' πω κι τσι έχου πάθ' μια χρουνιά ν' Πασκαλιά. Θα πεις, δεν είνι ια
λέισιμου, μα κουριμός κι βαδιμός. Ισένα θα σ' τα πω.
-Καλά ξερς τη δεύτερ' την μέρα τσ' Πασκαλιάς
οι Χουριώτι κατσιβαίν' στη Γιράνεια κι κάμν βίζιτις. Ν' τρίτη την μέρα
οι Γιρανιώτι ανιβαίν' στη Χώρα κι καμν κι' αυτοί βίζιτις στ'ς θκους τς.
Έ να μη τα πουλυλουγούμι, ανηφόρσαμι κι' ημείς, πήγαμι σν ικκλισιά
τσ' Αϊτριάδας, απόλκιν η ικκλισιά, κι αρχίντσαμι τσις βίζιτις.
Ήμαν ιγώ, η Τσιτσιούλα, η Τζιόντινα, η Λιάλινα, η Γκαβουλένη κι' άλλις
καμμιά δικαριά. Πάινάμι , μας κιρνούσαν του γλυκό, καφέν, κουρμπιέν,
μας έδουναν κι του κόκκινου τ' αυγό ή 'ν πιρδίκα. Ι... είπα πιρδίκα κι' αδουκήθκα
τη μάνα σ' πούμασταν συνομίλκις. Η μάνα σ' έφκιανιν κάτι
περδίκις φουβιρές. Έβαφιν τ' αυγά κι μι του κουντύλι κι του γκιζάπ,
ζουγράφζιν λουϊούν του λουϊού λούδια. Τσι φασλιά, τσι ταβάνι, τσι
πιτραχήλι κι πλια έναν σουρό. Ήταν πουλύ μερακλού η μάνα σ'. Ας είνι.
Απ' λες Ζουΐνα μ', ύρσαμι απάν' απού είκουσι σπίτσια. Θα πεις, πού
τάβανάμι τόσα αυγά κι τόσι κουρμπιέδις. Έ είχαμι τουν τσιαρέ μας κι'
ημείς. Είχαμι ραμμένουν αμπρουστά σ' φούστα έναν τρανό τζιόπ'. Έπιρνάμι τ' αυγό. Σηούκουνάμι τση στιόφα, του ρούκουνάμι
αμπρουστά. Κατέβαζάμι ν' αμπρουσνή που τσ' στιόφα κι δρόμουν. Απ'
λες Ζουΐνα είχαμι φτάσει στα Γκαράθκα. Πιτάχνιτσι η Γκαβουλένη κι λέει;
- Μαρ ισείς ξέρτσι π' αστόησαμι τουν Αναστάση τσ' Τσιάγκους.
-Ούι άχαρ Λένη -λέου ιγώ- πώς να βγάλουμι
ουπέρα τέτοιουν ανήφουρου... Τόσις σκρίκις , κι έτσι απούμιστι
φουρτουμένις;
- Μπά θα πάμι, θα πάμι, θα τσ' κακουφανεί τ' νοικουκυρά άμα δεν πάμι, απουκρένουντζι καναδυό που
'ν παρέα. Ε, κίντσάμι, πιρπάτσαμι ψίχα κι πήραμι τουν ανήφουρου.
Ικεί π' ανηφόρζα, πατώ ν' αμπρουσνή που του στιουφένιου του φουστάνι μ'
κι πέφτου ένα πέσιμου, λιανίσκα, βιρβέρξα. Πιαλάει η κάψου Λιόλινα, μι
σκώνει, μα τι του θελτς. Δεν έφτανιν του θκο μ' του λιάντζμα. Λιανίσκαν
κι τ' αυγά που του τζιόπ'. Ήταν κι κανά δυο νουρλά κι μι παίρν', Ζουΐνα
μ' , τα ζμια απού χαμπλά κι αλείφιτι που τσ' κρόκοι η φούστα μ'
κι του συντρόφ' μ' κι ένουντι όρκους. Τα γλεπ' η Γκαβουλένη, ποιος ξέρ' τσι είπιν ου διάτανους στις
άλλις κι πλακώνει τα καρκάλια. Παίρν' χαμπέρ' κι' οι άλλις κι' αρχινούν κι' αυτές να καρκαλιούντι.
-Τσι να σ' πω Ζουΐνα μ'. Ιγώ θιρμουκόπκα.
Αντρουπιάσκα. Μπουρμπουτούρα ίγκα. Μια κι δυο παίρνου τουν κατσήφουρου,
βρίσκου μια ρούγα, ρουκόνουμι μέσα, ανασηκώνου του φουστάνι μ', αδειάζου τουν τζιοπ', στραγγίζου τση φούστα κι του συντρόφ' πούχιν εν
μπλιόγκους, πιτάχνου τα λιαντζμένα τ' αυγά κι κινώ μαναχή μ' ια του
σπίτσι κι όχι που του τζιαντέ. Πήρα τα στινουσόκακα κι πιαλούσα σαν του
βουρλό του ζυγούρ'.
|