Άννας Γκουτζιαμάνη-Στυλιανάκη

Πώς περνούσαν τις παλιές τις Πασκαλιές



Το Πάσχα είναι η γιορτή  που αγγίζει βαθιά το θρησκευτικό μας συναίσθημα και προβάλλει έντονα τη διάθεση μας για τη χαρά της  γιορτής, τη χαρά της ζωής.
Η προετοιμασία    για τη γιορτή αυτή,   κυρίως τα παλιότερα χρόνια,   άρχιζε πολύ νωρίς , άρχιζε με τη Μεγάλη Σαρακοστή, και ήταν πρώτα προετοιμασία ψυχής.   Με νηστεία και  μετάνοια ετοιμαζόταν ο κόσμος να δεχτεί  την Κυριακή των Βαΐων το Νυμφίο, να ζήσει τα πάθη του τη Μεγάλη Εβδομάδα και να χαρεί την Ανάστασή του το Πάσχα. Στις εκκλησιές Μεγάλη Πέμπτη και Μεγάλο Σάββατο μικρά παιδιά αλλά και μεγάλοι  κοινωνούσαν «των Αχράντων Μυστηρίων». 
Ήταν όμως και   προετοιμασία υλικής φύσης , προετοιμασία ζωής. Καινούρια ρούχα για τα παιδιά και τις νύφες , σπίτι καθαρό και στολισμένο, πλούσια εδέσματα για τις μέρες του Πάσχα. Και όλα ήταν μια γιορτή, όλα γίνονταν με αυστηρά ορισμένο τυπικό, που θα το εξιστορήσουμε στη συνέχεια, κι όλοι είχαν κάτι ιδιαίτερο να κάνουν. Και δε διέφεραν  πολύ από όσα σήμερα εμείς κάνουμε.
Στις Εκκλησιές άσπριζαν το μελισσοκέρι για να κάνουν  τις αναστάσιμες λαμπάδες.
Στα σπίτια οι νοικοκυρές  καθάριζαν τα πάντα. Αγόραζαν  υφάσματα κι έραβαν  καινούριες ανοιξιάτικες φορεσιές.
Οι μοδίστρες  και οι ραφτάδες  δε σήκωναν κεφάλι κι  έριχναν εκατομμύρια βελονιές, γιατί δεν έπρεπε να αφήσουν κανένα «στο παράπονο» και χωρίς τα πασκαλιάτικα ρούχα του. Για τα παπούτσια κουράζονταν οι τσαγκάρηδες της  πόλης μας. Πάνω στο μικρό τραπέζι με όλα τα εργαλεία και τα υλικά της υποδηματοποιίας ετοίμαζαν και παρουσίαζαν με καλλιτεχνικό τρόπο τις παραγγελίες των πελατών τους.
Οι γυναίκες στον αργαλειό με το φως της  ανοιξιάτικης μέρας, που όλο και μεγάλωνε, ύφαιναν διάφορα βαμβακερά για τα  καινούρια εσώρουχα και τα γιορτινά πουκάμισα των δικών τους.
Τα εμπορικά και τα παντοπωλεία    προμηθεύονταν όλα τα απαραίτητα και ικανοποιούσαν όλες τις  ανάγκες των αγοραστών, που μπαινόβγαιναν αυτές τις μέρες. Όσες οικογένειες είχαν ξενιτεμένους  περίμεναν με αγωνία να ακούσουν τον ταχυδρόμο να χτυπήσει το ρόπτρο ( τσ’καλ’τστήρ) της μεγάλης ξύλινης αυλόπορτας, για να πάρουν το γράμμα με τις ευχές και το χασλίκ’ (έμβασμα χρηματικό από τις οικονομίες των μεταναστών) και να έχουν κάποια οικονομική άνεση  στα έξοδα της οικογένειας για την Πασχαλιά.
Μέσα στην ατμόσφαιρα αυτής της προετοιμασίας  και της αναμονής γρήγορα περνούσαν  οι μέρες της Μ. Σαρακοστής. Και το μήνυμα ότι ήρθε  η Μεγάλη  Εβδομάδα μας το έφερναν  νέες γυναίκες και κορίτσια από την Αιανή Κοζάνης. Τις λέγαμε «Λαζαρίνες». Έρχονταν  το Σάββατο του Λαζάρου. Φορούσαν πανέμορφες υφαντές φορεσιές με πλούσια στολίδια και κεντίδια.  Τραγουδούσαν  και χόρευαν στ’ Τζων’ τ’ αλώνια και μετά παρέες παρέες περνούσαν από όλα τα σπίτια, έλεγαν παινέματα για το νοικοκύρη, τη νοικοκυρά και τα μέλη της οικογένειας και διέδιδαν τα χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης του Λαζάρου και πως, μετά  τα Άγια και Σεπτά Πάθη του Κυρίου μας,  θα ακολουθήσει και η Ανάστασή του. Οι νοικοκυρές  κερνούσαν νηστίσιμα γλυκά, τους έδιναν αυγά  και φιλοδωρήματα. Το έθιμο αυτό ήταν μια ευχάριστη ελπιδοφόρα νότα πριν  από τη Μεγαλοβδομάδα.