Σιατιστινά τραγούδια που μας έγραφε

ο  Αντώνιος Σκούλιος.

Ο Αντώνιος Σκούλιος γεννήθηκε στη Σιάτιστα και αποφοίτησε από το Τραμπάντζειο Γυμνάσιο. Σπούδασε  Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης , από όπου και έλαβε το  πτυχίο . Έλαβε την ειδικότητα Μαιευτικής -Γυναικολογίας   στο Βερολίνο και εργάσθηκε στα Γρεβενά και στην Κοζάνη.

 

Νεραντζούλα


Νεραντζούλα  μ' φουντωμένη
πούναι τ'άνθη σου νεραντζούλα,
Πούναι τ' άνθη πούχες πρώτα
πούν' τα κάλλη σου νεραντζούλα;
Φύσηξεν βοριάς αέρας
και τα τίναξεν νεραντζούλα.
Σε παρακαλώ βοριά μου
φύσα σιγανά νεραντζούλα
Φύσα σιγανά.
Ν' αρμενίσουν τα καράβια
τα Ζαγοριανά.
Πώχουν όμορφα κορίτσια
κι όμορφα παιδιά.

Λυγαριά


Στον πράσινο τον κάμπο
κοντά στη ρεματιά
εφούντωσες και πάλι
μικρούλα λυγαριά.


Και λες αν μου μυρίσεις
διαβάτη τα κλαδιά,
ευωδιασμένα κι άϋλα
σε παίρνουν δυό φτερά,


και μιά στιγμή σε πάνε
σε μέρη μακρινά,
μακρινά,
μακρινα.


Το τραγoυδoύσαμε στο δημοτικό σχολείο.

 

Η Αναστασιά


Πέρα σ'εκείνο το βουνό
πέρα σ'εκείν'τη ράχη,
εκεί είν' ο πύργος γυάλινος
με κρουσταλιένια τζάμια,
εκεί κοιμάται μια ξανθιά
μιάς χήρας θυγατέρα
και πως να την ξυπνήσουμε
και πως να της το πούμε,
ξύπνα καϋμέν' Άναστασιά
ξύπνα και μην κοιμάσαι,
ξύπνα ν 'ανάψεις τη φωτιά
να σβήσεις το λυχνάρι.
Πως να σ'κωθώ γιαρέντη μου
από την αγκαλιιά σου,
Μπερδέφκαν τα μαλάκια μου
μαζί με τα δικά σου
να τα ξεμπλέξω δεν μπορώ.

 

Μελαχροινές


Στον άδη θα κατέβω
και στον παράδεισο
το χάρο ν' ανταμώσω
δυό λόγια να του πω


Χάρε μου χάρισε μου
σαΐτες κοφτερές
να πάω να σαϊτέψω
δυό τρείς μελαχροινές.


Πούχουν στα χείλη βάμμα
στο μέτωπο ελιά
κι ανάμεσα στα στήθια
χρυσή πορτοκαλλιά.

 

Η μαυρομάτα


Εψές στον ύπνο μου
εψές και στ' όνειρο μου
ήρθεν μιά μαυρομάτα
και με ξύπνησεν ..


Ξυπνώ και δεν τη βρίσκω
Kλαίω και λαχταρώJ
τα ρούχα μου μαζεύω
και πάω να τη βρώ.


Στο δρόμο που πηγαίνω
βρίσκω μιά μηλιά
τα μήλα φορτωμένη
κι απάνω μια ξανθιά.


Κάνω να πιάσω μήλο
πιάνω το χέρι της,
Χριστέ και Παναγά μου
να γίνω ταίρι της.


Κόρη μ' κατέβα κάτω
να τα μιλήσουμε
στο όνειρο μου σ'είδα
μαζί θα ζήσουμε.

 

Το τραγούδι της άρρωστης κόρης


Κάτω στην Aγιά Παρασκευή
κοιμάται κόρη μοναχή,
κοιμάται κι εινοριάζεται
βλέπει π'αρραβωνιάζεται.


Εψές ονειρευόμουνα
πύργον ψηλόν ανέβαινα
και δυό ποτάμια με νερό
εξήγα μανούλα μ' τ' όνειρο.


Κόρη μ'ο πύργος άντρας σου
το περιβόλι ο γάμος σου,
τα δυό ποτάμια με νερό
τα δάκρυα που θα χύσω εγώ.


Μάνα μ' κακώς το λόγιασες,
μάνα μ' κακώς το ξήγησες,
ο πύργος είναι ο χάρος μου
το περιβόλι ο τάφος μου,


τα δυό ποτάμια με νερό
τα δάκρυα που θα χύσω εγώ.


(το τραγουδούσε η μητέρα μου

και η θεία μου που φώναζα μάνα)

 

Αποκριάτικο


Πέρα στον πέρα μαχαλά
Πέρα στον πέρα μαχαλά
μαζέυονταν πολλά παιδιά
κι έπαιζαν παληκαράκια
σαν μικρά περιστεράκια.


Κόρη ψηλά αγνάντεβεν
κανένας δεν της άρεσεν
μον' κι ένας της αρέσει
που φορεί στραβά το φέσι.


Αυτός λαλεί το ιβγιλί
κι αυτή τηριέται στο γυαλί.
Σώνει κόρη μ' κι έλα τώρα
γράφτηκες σαν την ακόλα.

 

Το φεγγάρι


φεγγάρι μου ολόλαμπρο
και λαμπροφορεμένο,
εκεί ψηλά που περπατείς
και χαμηλά κοι τάζεις,
μην είδες μήνα λόγιασες
τον αγαπητικό μου
σε ποιές ταβέρνες τριγυρνά
σε ποιές ταβέρνες πίνει
τίνος χεράκια τον κερνούν
και τα δικά μου στέκουν
τίνος ματάκια τον κοιτούν
και τα δικά μου κλαίνε.
Εψές το βράδυ έπινε
σε μιά μικρή ταβέρνα,
τρείς μαυρομάτες τον κερνούν
και τρείς τον παραστέκουν,
η μιά φέρνει γλυκό κρασί
η άλλη τον κερνάει
κι η τρίτη η μικρότερη
στέκει και τον ρωτάει.

 

αρχική σελίδα