Σιατιστινά παραμύθια

Αρχίζουμε  τη δημοσίευση παραμυθιών που με μεγάλη βεβαιότητα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι τα διηγούνταν οι γιαγιάδες μας πολλά χρόνια πριν από σήμερα.

Το πρώτο της σειράς , με τίτλο Αυγερινός και Πούλια, το έλεγε   η Θοδώρα Γκουτζιαμάνη του Γεωργίου, η Λιόλινα τ΄ Γκουτζιαμάνη  , στα εγγόνια της. Η Λιόλινα ήταν γέννημα θρέμμα Σιατιστινή δεν είχε φύγει από τη Σιάτιστα ποτέ και ο γάμος της έγινε στα τέλη του 19ου αιώνα.

Το παραμύθι μας το έγραψε η εγγονή της κ. Κούλα Σκούλιου- Βαμβακά, η οποία το διηγείται τώρα στα δικά της εγγόνια. Την ευχαριστούμε θερμά για τη συμβολή της στη διάσωση της καθημερινότητας της παλιάς Σιάτιστας, της Σιάτιστας που αρνούμαστε να ξεχάσουμε.

Για την αντιγραφή

Αικατερίνη Ζωγράφου

 

 

Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη δος της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινίσει:

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια όμορφη πόλη ζούσε μια οικογένεια. Ο πατέρας, η μητέρα και ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Πούλια και ήταν πολύ όμορφο. Ο πατέρας δούλευε σκληρά, για να μη λείψει τίποτε στο σπίτι. Η μητέρα όλη μέρα φρόντιζε για το φαγητό και όλες τις άλλες δουλειές που χρειάζονταν κάθε σπίτι. Ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Ύστερα από καιρό δυστυχώς αρρώστησε η μητέρα και πέθανε. Ο πατέρας και η Πούλια την έκλαψαν πολύ. Αναγκάστηκε ο πατέρας να ξαναπαντρευτεί, γιατί δεν ήθελε ν΄ αφήνει την Πούλια μόνη της, όταν αυτός έτρεχε έξω για τη δουλειά του. Η καινούργια μητέρα γέννησε ένα αγόρι, που το ονόμασαν Αυγερινό. Η χαρά της Πούλιας ήταν πολύ μεγάλη, που είχε τώρα και ένα αδελφάκι και το αγαπούσε πάρα πολύ.  Μεγάλωσε ο Αυγερινός και αγαπούσε πολύ κι αυτός την Πούλια. Όμως η μητριά δεν αγαπούσε την Πούλια. Γκρίνιαζε τον άντρα της και έλεγε πως θα την σφάξει. Το άκουσε ο Αυγερινός και λυπήθηκε πολύ. Σκεφτόταν τι τρόπο να βρει να γλυτώσει την Πούλια. Στη γειτονιά ζούσε μια καλή μάγισσα. Πήρε την Πούλια και πήγαν στο σπίτι της. Διηγήθηκε στη μάγισσα για το σκοπό που είχε η μητέρα του και την παρακάλεσε να τους βοηθήσει.

-' Ακου, Αυγερινέ, τι θα κάνεις: Το Σάββατο που η μητέρα σου θα λούζει την Πούλια θα αρπάξεις τις κορδέλες και θα φύγεις τρέχοντας. Εσύ Πούλια, θα τρέξεις από πίσω του κλαίγοντας και θα ζητάς τις κορδέλες, κι όσο κι αν η  μητριά σου τρέχει και σου φωνάζει να γυρίσεις δεν θα το κάνεις. Εσείς θα τρέχετε κι εκείνη από πίσω. Θα σου δώσω, Αυγερινέ, μια χτένα, ένα σαπούνι και μια χουφτίτσα αλάτι.  Μόλις δεις πως η μητέρα σου σας φτάνει, να ρίξεις πίσω σου τη χτένα, μετά το σαπούνι και τέλος το αλάτι.

 

Το άλλο Σάββατο έκαμαν όπως τους είπε η καλή μάγισσα. Ο Αυγερινός άρπαξε τις κορδέλες κι άρχισε να τρέχει, πίσω του η Πούλια και πιο πίσω η μητριά να φωνάζει της Πούλιας :

-Γύρνα πίσω και θα σου αγοράσω μεταξωτές κορδέλες.

Τα παιδιά δεν την άκουγαν. Έτρεχε και κόντευε να τα φτάσει. Τότε ο Αυγερινός έριξε τη χτένα πίσω του και έγινε ένα μεγάλο δάσος με πυκνά δέντρα και αγκάθια.

Εκείνη με μεγάλη δυσκολία - αφού μάτωσε απ' τ' αγκάθια, σχίστηκαν τα ρούχα της- κόντεψε πάλι να τα φτάσει.Τώρα ο Αυγερινός έριξε πίσω του το σαπούνι και έγινε ένα μεγάλο βουνό. Η μητριά συνέχισε να τρέχει στο βουνό. Σχίστηκαν τα παπούτσια της , μάτωσαν τα πόδια της κι όμως κατάφερε πάλι να πλησιάσει τα παιδιά. Ο Αυγερινός ρίχνει πίσω του το αλάτι και σχηματίστηκε μια απέραντη θάλασσα. Τώρα πια δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να τα φτάσει. Κάθισε και άρχισε να κλαίει, γιατί είδε πως έχανε τον Αυγερινό της.

 

Από την άλλη μεριά κάθησαν τα παιδιά να ξεκουραστούν . Αφού κοιμήθηκαν και ξεκουράστηκαν, πήραν το δρόμο, ο οποίος ήταν έρημος. Είχε  μόνον πατημασιές ζώων, οι οποίες ήταν γεμάτες νερό, γιατί προηγουμένως είχε βρέξει. Πεινούσαν τα παιδιά και προπαντός διψούσαν. Ο Αυγερινός έσκυψε να πιει λίγο νερό από την πατημασιά ενός αρνιού.

-Μη, φώναξε η Πούλια, μη πίνεις, γιατί θα γίνεις αρνάκι.

Εκείνος όμως  δεν άκουσε ήπιε και αμέσως έγινε ένα ωραίο κάτασπρο αρνάκι.

-Μπεεε...μπεεε  !!

Η Πούλια έκλαψε πολύ. Συνέχισε να περπατά με το αρνάκι της.

Ύστερα από πολύ δρόμο έφτασαν σε μια πόλη και μπροστά τους ήταν ένα μεγάλο περιβόλι, γεμάτο δέντρα, φρούτα και λαχανικά. Η Πούλια έφαγε φρούτα και ο Αυγερινός χορταράκι.

Στο κέντρο του περιβολιού ήταν χτισμένο ένα παλάτι. Καθόταν ο βασιλιάς με τη βασίλισσα και τον πρίγκιπα γιο του.

Σε λίγο ακούστηκαν ποδοβολητά αλόγων. Ερχόταν ο πρίγκιπας   με τους υπηρέτες του να ποτίσουν τα άλογα στο πηγάδι που ήταν εκεί κοντά. Η Πούλια ανέβηκε σ' ένα δέντρο για να κρυφτεί. Ο πρίγκιπας όμως την είδε και της φώναξε να κατέβει. Εκείνη δεν κατέβηκε. Αυτό έγινε δυο-τρεις φορές.Ο πρίγκιπας πήγε σε μια καλή μάγισσα κι αυτός, για να βρει τρόπο να κατεβάσει  από το δέντρο την Πούλια. Η μάγισσα του είπε θα γίνει αυτό που θέλει. Του είπε:

 -Φέρε μου μια σκάφη, ένα τσουβάλι αλεύρι, ένα κόσκινο, ένα γουρουνάκι και μια βεργούλα. Η μάγισσα πήρε αυτά τα πράγματα και πήγε κάτω από το δέντρο. 'Έβαλε ανάποδα τη σκάφη, ανάποδα το κόσκινο, έριξε αλεύρι και άρχισε να κοσκινίζει. Όπως ήταν επόμενο, το αλεύρι σκορπούσε έξω. Το γουρουνάκι πήγε και έτρωγε το αλεύρι. Το είδε αυτό η Πούλια από το δέντρο και λέει στη μάγισσα:

-Αλλιώς γριά το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι και βαρ' (χτύπα) το γουρουνάκι σου , να μη σου τρώει τ΄ αλεύρι.

Η γριά έκαμε πως δεν άκουσε.

-Τι λες γιε' μ'  (παιδί μου) , που είσαι, δεν ακούω.

Το ξαναείπε η Πούλια, η γριά πάλι τα ίδια κι έτσι η Πούλια αναγκάστηκε να κατεβεί. Ο πρίγκιπας που ήταν κάπου κρυμμένος, όπως είχε συμφωνήσει με τη γριά, πήγε και την έπιασε. Εκείνη άρχισε να κλαίει. Της είπε πως την αγαπά και θα την κάνει γυναίκα του. Συμφώνησε, του ζήτησε όμως να πάρει και τον Αυγερινό , το αρνάκι, μαζί της. Έτσι και έγινε. Σε λίγες μέρες έγινε ο γάμος. Η Πούλια έγινε πανέμορφη νύφη. Η πεθερά της τη ζήλεψε. Ζήτησε κι όλας να σφάξουν το αρνάκι. Επέμεινε πολύ και στο τέλος το σφάξανε, το ψήσανε και το βάλανε στο τραπέζι. Η Πούλια όπως ήταν φυσικό δεν έφαγε. Ζήτησε μόνο τα κοκαλάκια. Τα πήρε και τα έθαψε σε μια γωνιά του περιβολιού. Εκεί φύτρωσε μια πορτοκαλιά με ένα χρυσό πορτοκάλι στην κορυφή. Τώρα η πεθερά ζήτησε να της κόψουν το πορτοκάλι. Δεν μπόρεσε κανείς να το κόψει, γιατί τα κλωνάρια της πορτοκαλιάς τούς χτυπούσαν δυνατά και δεν μπορούσαν να το κόψουν. Δοκίμασε και η Πούλια. Τότε η κορυφή της πορτοκαλιάς με το χρυσό πορτοκάλι έγειρε και πήγε στα απλωμένα χέρια της Πούλιας. Μόλις το έπιασε η Πούλια ακούστηκε μια φωνή:

φίξου καλά, Πούλια μου, θα σε πάρω να φύγουμε απ' αυτόν τον κακό κόσμο.

Η κορυφή άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω και το δέντρο ψήλωνε-ψήλωνε συνέχεια. Η Πούλια φώναξε:

-Έχε γεια , καλό μου βασιλόπουλο, έχε γεια, καλέ μου πεθερέ, σ' αυτόν τον κόσμο ησυχία δεν βρήκα, από τα χέρια της κακής μητριάς έπεσα στα χέρια της κακής πεθεράς.  Έχε γεια , καλό μου βασιλόπουλο, έχε γεια , καλέ μου πεθερέ.

Το δέντρο ψήλωσε, ακούμπησε τον ουρανό και τα δυο αδελφάκια έγιναν αστέρια:

Ο Αυγερινός και η Πούλια.

 

Η ζωγραφιά που συνοδεύει από σήμερα, 26-11-2006, το παραμύθι μας είναι της Βασιλικής Ταφαρλή, μαθήτριας της Ε΄τάξης   Δημοτικού    . Αν κάνετε κλικ πάνω στη φωτογραφία μπορείτε να τη δείτε σε μεγαλύτερο μέγεθος.
Το siatistanews.gr  την ευχαριστεί θερμά την  για τη συνεργασία της.

Οι φωτογραφίες των συνεργατών μας Νίκου και Αναστάση-Κων/νου Φωτάκη έχουν αποθηκευτεί και μπορείτε να τις δείτε αν κάνετε κλικ εδώ.

Οι φωτογραφίες των συνεργατών μας Αγγελικής και Μιχάλη Χατζηζήση  έχουν αποθηκευτεί και μπορείτε να τις δείτε αν κάνετε κλικ εδώ.  

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

 

 Ζωγραφίστε κι εσείς ένα σχετικό θέμα με το παραμύθι που διαβάσατε και ταχυδρομήστε τη ζωγραφιά σας γράφοντας: το όνομα, το επώνυμο , την πόλη όπου ζείτε , το σχολείο που πάτε, αν είστε μαθητές στη διεύθυνση:

 

Ζωγράφου Αικατερίνη

Σιάτιστα 50300

 

Στο φάκελο να γράψετε τα στοιχεία σας: όνομα. επώνυμο, διεύθυνση- οι ανώνυμες επιστολές δεν θα  ανοιχτούν , θα καταστραφούν αμέσως.

Θα διαλέξουμε όποια ζωγραφιά νομίζουμε ότι ταιριάζει περισσότερο  με το παραμύθι, θα τη μετατρέψουμε σε ψηφιακή μορφή και θα τη δημοσιεύσουμε στο διαδίκτυο ως συμπλήρωμα του παραμυθιού,  αναφέροντας το όνομα του δημιουργού.

Περιμένουμε !!!!!

 

 

                          αρχική σελίδα