Δημητρίου Ν.Παπαναούμ

 

«Τα γκαβά κεφαλάκια»

 

Ήταν εποχή που οι βαλαάδες, εκτουρκισθέντες Έλληνες, βρίσκονταν ακόμα σε πολλά χωριά της Δυτικής Μακεδονίας και μεγάλο ποσοστό στο χωριό Βρογκίστα (Καλονέρι), όπου οι λίγες χριστιανικές οικογένειες πνίγονταν μέσα στις πολλές τούρκικες.

Η Βρογκίστα παπά δεν είχεν. Οι ιεροτελεστίες στο χωριό γίνονταν από παπάδες των πλησιέστερων χωρίων. Έτσι, περνώντας κανένας από τη Βρογκίστα άκουε συνεχώς την με θρησκευτικό φανατισμό λαλιά του Χότζα στο τζαμί, σπανιότατα δε καμπάνα, γιατί το εξημμένο αντιχριστιανικό πνεύμα των βαλαάδων αφαιρούσε πολλές φορές τις καμπάνες για να μην ακούονται.

Στα βόρεια της Βρογκίστας, σε απόσταση είκοσι λεπτών και στους πρόποδες ενός βουνού, βρίσκεται το παρεκκλήσι της Αγίας Κυριακής, πάντα σκιασμένο από καταπράσινες αιωνόβιες βελανιδιές, που πιάνουν αρκετή έκταση και καθιστούν τον τόπο ελκυστικό για εκδρομές και γλέντια, κυρίως την ημέρα της Αγίας Κυριακής, 7 Ιουλίου. Τότε έρχονται για προσκύνημα πολλοί κάτοικοι Σιατίστης, Ερατύρας, Γαλατινής και περιχώρων.

Μια τέτοια μέρα, δυο παπάδες ξεκινούσαν, ο ένας από τη Σιάτιστα, ο Παπαναούμ κι ο άλλος από το Κοντσικό (Γαλατινή), ο Παπαγιάννης, για το παρεκκλήσι της Αγίας Κυριακής. Τον Παπαναούμ συνόδευε ο πρωτότοκος γιος του, Τάκης, τον δε Παπαγιάννη το σουγκάρι του, ο Γιώργος, παπάς τώρα κι αυτός στην Αμερική, μαθηταί τότε της Α΄ Γυμνασίου, γνωστοί και φίλοι.

Φτερά είχαν βάλει στα πόδια οι παπάδες, ποιος να πρωτοφτάσει να βάλει ευλογητό. Ο αέρας φούσκωνε τις ποδιές και τα φαρδυμάνικα των ράσων κι ο Τάκης, αν και προσβάλλονταν με πλήγματα στις μύτες από τα φαρδομάνικα στους απότομους κυματισμούς, εξακολουθούσε να είναι ουρά του παπά και δεν απομακρύνονταν, γιατί δεν ήταν εύκολο στις 3 μ. μεσονύκτιον, «νύκτα ζοφώδη τε και ασέληνον», με το ωχρό φως των ολίγων άστρων, να διακρίνει αν οι θάμνοι που πρόβαλλαν μπροστά του ήταν αγκαθιές ή λύκοι έτοιμοι να χυμήξουν και αν τα δέντρα ήταν δέντρα πραγματικά ή βρυκόλακες. Τα ίδια βέβαια συνέβαιναν και με το Γιώργο, που έρχονταν από άλλο δρόμο. Μόνον στους παπάδες ήταν αδιάφορα όλα αυτά κι ο νους τους ήταν στο ποιος θα φτάσει στο τέρμα πρώτος. Ήταν υψίστη θρησκευτική ικανοποίηση σ' εκείνον τον παπά που με τη λειτουργία θα κατέλυε την βασιλεία της βουβαμάρας, η οποία επικρατούσε εκεί έναν ολόκληρο χρόνο. Κι αυτήν την ικανοποίηση εκείνον τον χρόνο την αισθάνθηκε ο ηπίου χαρακτήρος Παπαναούμ.

Όταν έφτασε ο νευρικός Παπαγιάννης και βρήκε τον Παπαναούμ περιβεβλημένον τα ιερά άμφια, με δυσκολία έκρυψε το θυμό του, όπως έδειχνε τουλάχιστον ο τρόπος που βαστούσε και κουνούσε το θυμιατό στην περιφορά των Αγίων που ήταν υποχρεωμένος να προπορευθεί θυμιάζοντας.

Τέλειωσε η λειτουργία, τέλειωσαν και οι θυμοί του Παπαγιάννη. Βιολιά και νταούλια, τραγούδια και χαρούμενα ξεφωνητά αντηχούσαν στις λαγκαδιές και στα φαράγγια. Πρόσχαρος ο επίτροπος Κωνσταντούλης, με ένα γελαστό μεγάλο στόμα που το στεφάνωνε γιγαντιαίος γκανταΐφιος μύσταξ, προσκάλεσε τους παπάδες στη φιλιά. Η μόνη υλική αμοιβή στους παπάδες. Με τις ευχάριστες διηγήσεις του Παπαγιάννη, που ήταν και πιο γραμματισμένος, οι τρεις μεγάλοι έφτασαν στο χωριό. Οι δυο μικροί όμως, πού είναι; Αι κεφαλαί των ιερέων εστράφησαν περίφοβοι εις τα οπίσω και πριν ή φωνήση ο Παπαγιάννης «Γιώργο...», ο φακός του Παπαναούμ διέκρινε τα παπαδοπαίδια να είναι μαλλιά-κουβάρια κάτω από μια βατομουριά. Ο ένας άρπαζε τα βατόμουρα από τον άλλο και τσακώθηκαν στα γερά, μα αμέσως ξεπιάστηκαν μόλις αντελήφθησαν τον Παπαγιάννη να πλησιάζει με τη μαγκούρα του και τη γενειάδα ξεσηκωμένη από θυμό. Μουντζουρωμένοι από τα βαφερά μαυροκόκκινα βατόμουρα, σωστοί μασκαράδες, πήραν την κατεύθυνση που έδειχνε το ραβδί του Παπαγιάννη, δηλαδή κατά το χωριό.

Σε λίγο η κυρά Κωνσταντούλαινα φιλούσε τα χέρια των παπάδων και τους καλωσόριζε στο σπιτικό της. Ο κυρ-Κωνσταντούλης είχε δώσει από πριν εντολές για τις ετοιμασίες. Ο ίδιος είχε επιστατήσει στο καλό ψήσιμο του ταβά με τα κρέατα και τα δυο αρνοκέφαλα κι αφού βεβαιώθηκε για την επιτυχία του ψησίματος κι έγλειψε αντίχειρα και δείχτη της δεξιάς του, πρόσταξε να ετοιμασθεί το τραπέζι. Η σβελτάδα της κυρά Κωνσταντούλαινας και το νοικοκυριό της παρουσίασε ένα τραπέζι που τίποτα δεν έλειπε. Δώδεκα άτομα κάθησαν γύρω σταυροπόδι και δεν άργησαν οι ευχές και τα τσουγκρίσματα των ποτηριών με το ρακί.

Ο Τάκης και ο Γιώργος, χωμένοι ανάμεσα στους μεγάλους, τώρα δεν έκαμναν τίποτα παρά παρακολουθούσαν το χορό των λαρυγγοκάρυδων στο πέρασμα του ρακιού και ιδίως το παραφουσκωμένο καρύδι του κυρ-Κωνσταντούλη, που ανεβοκατέβαινε σαν τη σαΐτα στον αργαλειό. Το ρακί ενίσχυε την ομιλητικότητα του Παπαγιάννη κι όλοι κρέμονταν από το στόμα του. Η κνίσσα του ταβά με τα κεφάλια που μπήκε στη μέση του τραπεζιού, αν και χτύπησε τις μύτες των συνδαιτημόνων και τους έκαμε να ξεροκαταπιούν, στάθηκε ανίσχυρη να αποσπάσει και την προσοχή προς τον ομιλητή. Ομιλούσε ο Παπαγιάννης υβριστικότατα κατά του Οσμάν-Αγά και του Τζιαφέρη, Τούρκων της Βρογκίστας. «Ξέρετε» έλεγε «αυτά τα σκυλιά τόλμησαν να βγάλουν τις δυο καμπάνες και να τις ρίξουν στο λάκκο παραμονή Χριστουγέννων...».

Την ίδια στιγμή, δυο πηρούνια έβγαζαν δυο μάτια του πρώτου αρνοκέφαλου και έως ότου τελειώσει η ιστορία και ν' ακουστεί «άιντε αφέντη, βάλε ευλογητό», τα παπαδοπαίδια με τα πηρούνια δεν άφησαν μάτι για μάτι στα κεφάλια. Ο Παπαναούμ φαίνεται είχε ιδιαίτερη προτίμηση στα μάτια κι όταν τελείωσε το «ο Θεός ο ευλογήσας...» κατηύθυνε το πηρούνι του στα μάτια, αλλά φεύ!! «άγρα ουδαμού...». Εις την κόγχην εβασίλευε το σκότος το εξώτερον, το οποίον τώρα είχον ετοιμάσει τα παπαδοπαίδια, όχι τω διαβόλω αλλά τοις πατράσιν αυτών. Το γεγονός έκαμε κατάπληξιν εις όλους. «Μέγας ει Κύριε...», ανεφώνησεν ο Παπαναούμ. «Ω Κωνσταντούλ, γκαβά ήταν τ' αρνιά; Τι κακό είν' τούτο; Κύριε ελέησον» «Μαρ Κωνσταντούλινα, όντας πήγα στου φούρνου είχαν μάτσια τ' αρνιά;». «Πώς δεν είχαν νοικουκύρ' μ; Είχαν κι παραείχαν. Θ'μούμι όντας τα 'πλυνα».

- Ποιος διάουλους τα έβγαλιν;

- Μ' ντζε ξέρου κι γω;

Δυο σκυφτά κεφάλια κρυμμένα στις παλάμες των χεριών, που σπαρταριστά ανεβοκατέβαιναν από τα γέλια, πρόδωσαν το μυστικό. Τα χέρια που πριν είχαν ευλογήσει το τραπέζι, υψώθηκαν απειλητικά απάνω στα κεφάλια του Τάκη και του Γιώργου και θα τις έτρωγαν στα καλά μα έσωσαν την κατάσταση οι άλλοι συνδαιτημόνες που γελώντας κι αυτοί είπαν:

- Ντζε ωρέ αφέντ', πιδιά είνι...

Και συμπληρώνει ο Κωνσταντούλης, κουνώντας το κεφάλι:

- Καλά λιέει ου κόσμους. Θα του πω κι να μι συμπαθάτσι: «Παπά πιδί, διαόλ' αγγόν'»!

 

( Την ηθογραφία αυτή μας την έδωσε η  κόρη του Δ. Παπαναούμ κ. Σουζάννα Παπαναούμ _Σιάπαντα. Την ευχαριστούμε θερμά)

 

επιστροφή