Κ .
Καίου· βγάζω και φέρνω. Κάηκιν
σήμιρα η αζβισταρά κ' ήφιριν όλου κλειδιά· μανιβέτι ο μπαρός φσάει
= Σήμερα
το αφεντικό έβγαλε από το καδί τυρί και μας έφερε όλο φέτα· τρώτε όσο
μπορείτε·
ο κύριος έχει να μας φέρει κι άλλο.
Καϊπιώνουμι·
(Η λέξις
τουρκικής αρχής, εκ
του καΐπ ολμάκ =
χάνομαι [Σ.τ.Δ.]) χάνομαι, κρύβομαι. Καϊπιώθνικν ου παλαέντς= Το γαϊδούρι
κρύφτηκε,
χάθηκε.
Καϊπιώνου· κρύβω.
Κάκου (η) · η θέρμη. Μι τναζ'
η κάκου = Η θέρμη με τινάζει, μου φέρνει ρίγος.
Καλόγρις (οι) οι ελιές. Μ' φταν
στου μάνημα καλόγρις κι καυτιρό= Μου είναι αρκετό
να 'χω στο τραπέζι ελιές και κρομμύδι (ή
σκόρδο).
Καλουϊρεύου· δύω. Καλουέριψιν ου
γκαλιούρς· να ν καψαλώσουμι = Ο ήλιος έδυσε· να φύγουμε.
Καπέλου · μόνον στη φράση αυτήν· Τό
'βαλα καπέλου = Τον
θύμωσα.
Κασσανdρινό
(του)· η καμπάνα. Του κασσανdρινό τ' (ν' ακούσου) = Να ακούσω την καμπάνα να
χτυπάη για την κηδεία του. Κατάρα .
Καστανόζμους (ου) · ο καφές. Ώι,
δε θα ράξ' η μουχούσα
καστανόζμουν; = ω, η κυρά μας δε θα μας φκιάση καφέν;
Καυτιρά (τα) · α) τα
κρομμύδια β) τα σκόρδα. Καυτιρά και
πάλι καυτιρά, μπιζέρσα = Κρομμύδια
(σκόρδα) και πάλι κρομμύδια, βαρέθηκα, αηδίασα.
Καψαλώνου· α) αναχωρώ, φεύγω β)
κρημνίζομαι. Ν καψάλουσιν
ου παλαέντς = Έφυγε το
γαϊδούρι. -Θα ν καψαλώσ' ου ζιούτους = θα πέση το ντουβάρι.
Κιούρου (η) · η εκκλησιά. Σ' ην
κιούρου θ' αράξουμι = Στην Εκκλησιά θα
πάμε.
Κλακ [ιδέ καπέλου
και φράγκους] μόνο στη
φράση · Το 'βαλα κλακ = Τον θύμωσα πάρα πολύ.
Κλάψας (ου) · το λάδι. Μπάρα ου
κλάψας· μανιβέτι = Στο φαεί το λάδι είναι μπάρα (δηλ. πολύ) ·
τρώγετε.
Κλώθουμι· αργοπορώ, βραδύνω
παραμένοντας κάπου. Θα κλουστώ ψίχα = θα βραδύνω ολίγο.
Κναβ (του) · το κορίτσι, η
αρραβωνιαστικιά. Υάλτσι
όρματου κναβ - Ιδέ κοπέλλα όμορφη
(ή αρραβωνιαστικιά).
Καλιάρια (τα) ·το σπίτι της
αρραβωνιαστικιάς. Απόψι θα κουνέψου στα καλιάρια = Απόψε θα
κοιμηθώ στο
σπίτι της αγάπης.
Κοάτσνα
(τα) · τα
πρόβατα. Ο κουρτς τα δικάτσιν τα κοάτσνα=
Ο λύκος έφαγεν από τα πρόβατα.
Κόφτω καρφιά· κρυώνω. Τζαντζάλ' η μαλλιότου· θα κόψου καρφιά = Η κάπα είναι πολύ λεπτή και θα κρυώσω.
Κούδα (η) · Η οικογένεια του
μάστορα. Πόσ' κούδα φσας; =Πόσα άτομα έχεις;
Κουδαρίτκα · η γλώσσα των μαστόρων.
Κούδας (ου) · ο
μάστορας. Οι κουδαραί τα τσλιζν τα κουδαρίτκα = Οι μαστόροι
μιλούν τα μαστόρικα .
Κόκκινα · τα κεραμίδια
Κουλουβό (το)· το
μεροκάματο.
Κουρδώνουμι [ιδέ βάζου] · αποθνήσκω.
Κουρδώθκιν ου μπαρός =
απέθανε ο κύριος.
Κουπιά (τα)· τα κουτάλια. Ράξι
κουπιά ιδώθι= Μοίρασε κουτάλια προς ετούτο το μέρος.
Κουρτς
(Η λέξις
τουρκική, κουρτ =
λύκος (Σ. τ. Δ.)
)
(ου) · ο λύκος.
Κουσίδια (τα) · τα σταφύλια. Του
ντρανουβίτ' τουν πάτσα κουσίδια = Τον τροβά τον γέμισα καλά
σταφύλια.
Κουφάλα (η) · η εταίρα.
Κούφιου (του) · το σπίτι. Του
μάνιψιν κι του κούφιου ου μπαρός =ο κύριος πούλησε και το σπίτι
και έφαγε
τα λεφτά.
Κούφλιαν · η κολοκύθα. Μανεύ' κούφλιαν = Τρώει κολοκύθα.
Κόφτω προικιά· α) κάμνω ζημιά β) τιμωρώ. Έκουψιν
προικιά ου άλλος ιψέ = Ο άλλος ψες απόλυσε τα πραματα (τα ζώα στο χωράφι ή
στο αμπέλι) και έκαμε ζημιά. -Τόκουψαν τα προικιά = Στο
δικαστήριο τον
τιμώρησαν με πρόστιμο χρηματικό.
Κυραμάρου (η) · η αλούπα. Τις
ξιπάτουσιν όλις τις φτιρουτές η
κυραμάρου = Όλες τις όρνιθες τις έφαγε η αλούπα.
Λ .
Λαγός (ου) α) το παιδί της
οικογένειας β) το παιδί που υπηρετεί την παρέα των μαστόρων ή εργατών. Λαγοί ή αγκίδις φσας; = Παιδιά ή
κορίτσια έχεις; Ουά! ου λαγός ν
καψάλουσιν μι τουν τισσιρουπόδαρου! = Το παιδί
έφυγε με το γαϊδούρι.
Λιούρου (η) · η ρακή. Τιάνια
ίνγκιν π' τη λιούρου = Μέθυσε από ρακή, έγινε Τιάνια, στουπί στο
μεθύσι.
Λιούτου (η) · η λάσπη. Υάλτζέ ν τ' λιούτου, πραχάλνα ν ουρματότιρ, βγάνι τις μανούρις = Πρόσεχε,
δεν έχεις
καλά φκιαγμένη τη λάσπη, δούλευέ την καλύτερα, βγάνε τις πέτρες.
Λόπτσιους
(ου) ο χαλβάς. Λόπτσιους όρματους = Χαλβάς παχύς και γλυκός.
Λόπτσις
(οι) [ιδέ και μανάβια] · τα καρφιά. Υάλτζι, φσάει τίπουτα
λόπτσις; =
Πήγαινε κοίταξε, βρίσκονται τίποτε
καρφιά;
Λόρδα
(η) η πείνα. Σ' τραβάει κάτ' λόρδις! = Βρίσκεται σε μια φτώχεια
και
πείνα!
Λουβί
(του) τα λιανώματα, τα ψιλά. Φσας λουβί; = Έχεις
λιανώματα, ψιλά (χρήματα);
Μ
.
Μαλλιότου (η) · η κάπα.
Μανάβια (τα) [ιδέ λόπτσις]·
τα καρφιά. Ράξι μανάβια = Δώσε, φέρε καρφιά.
Μανεύου · α) τρώγω β) ξοδιάζω γ)
τσαμπουνώ, φλυαρώ. Μάνιβι όσου παίρν΄ = Τρώγε όσο παίρνει η κοιλιά σου. - μάνιψιν d γκατζιόρ
= Τα ξόδιασε τα λεφτά. - Τι τ' μανεύς; = τι τσαμπνάς, τι φλυαρείς;
Μανεύουμι · πεινώ. Μανεύκα =
πείνασα.
Μάνημα (του) · το φαεί,
το τραπέζι. Πιάλα σου
μάνημα - τρέξε γρήγορα στο φαεί.
Μανόλτς (ου) · το ψωμί. Οι
μανόλτς σκούφιασιν = Το ψωμί σώθηκε.
Μανούρα (η) · η πέτρα.
Όρματις μανούρις = Καλές πέτρες.
Μάνους (ου) [ιδέ και ξέρακας]
· το ψωμί. Μπίτσιν ο μάνυς = τέλεισε
το ψωμί.
Μάσιαλα! Τις φουρείς· φράση
= Μπράβο! Είσαι γεμάτος
ψείρες.
Ματσιαγγόνα (η) [ιδέ και κουφάλα]
· η εταίρα.
Ματσεύου χέζω. Ου λαγός πάει να
ματσεψ' = το παιδί πήγε να χέση.
Ματσιαρειό (του) το αποχωρητήριο. Απόμκιν
στου ματσιαρειό = Έχει πολύ ώρα που κάθεται στο αποχωρητήριο.
Ματσκώνου παίρνω καρφιά.
Μίσιους (ου) · το φαεί,
το κρέας. Τουν έγλυψαν του μίσιου
= Ως το κόκκαλο το έφαγαν το κρέας.
Μπαγλαρώνω
Λέξις
τουρκική, μπαγλαμάκ = δένω (Σ.τ.Δ.)
· δένω
Μπαϊντόνα (η) το ξύλο, βάρεμα,
ξυλοφόρτωμα. Τουν χόριψα μια μπαϊντόνα! Ια ν ψάθα = Τον βάρεσα
τόσο
πολύ, που έπρεπε να τον σηκώσουν από καταγής στην ψάθα.
Μπαϊντός (ου) · η ώρα
που παύουν τη δουλειά. Μπαϊντός,
μπαϊντός! ' Αστι να μανέψουμι = Έπαυσε η δουλειά, ελάτε να φάμε.
Μπάλιους (ου) · ο
ήσκιος. Γάστρωσι ψίχα στου μπάλιου =
κάθησε λίγο στην ήσκιο.
Μπαλτέκου (η) · η
τσιακούρα. Τουν τσιόλτσιν μι d
μπαλτέκου - τον σκότωσε με την τσιακούρα.
Μπαρός (ου) · α) αφεντικό β)
οποιοσδήποτε άνθρωπος. Ου μπαρός σα
φιγγίτς· φκιάνι ( ή υάλτζέτι) ν πραχάλα σ' όρματ' =
Το
αφεντικό στέκει πάνω από το κεφάλι μας σα φεγγίτης· φκιάνετε τη δουλειά
όσο
μπορείτε καλή. - Του
μπαρό δεν τ' πιάσκιν η πραχάλα = Δεν του
φάνηκε η δουλειά τον κύριο άξια για το
τομάρι του.
Μουχός (υβριστικό) ·
παλιάνθρωπος.
Μπέλους (ου) · το
χιόνι. Το' στρουσιν ου μπέλους
= Το χιόνι όλα τα σκέπασε έξω.
Μπούκλις (οι)· τα βυζιά της
γυναίκας. Μπούκλις όρματις, ιά πραχάλτζμα = βυζιά αφράτα για
τρίψιμο.
Μουχούσα (η) [ιδέ και η ντούφινα]
· η κυρία του αφεντικού. Υάλτζι τ μουχούσα· όρματ!
Θέλ' πραχάλτζμα = καμάρωσε τη κυρά
μας, είναι πολύ όμορφη! Θέλει τρίψιμο.
Μούκου· σιώπα, μη λες τίποτα, μη
φανερώσης. Ζιούλα πρακατέ· μούκου = Κλέψ' τα· σιώπα, μη φανερώσης.
Ν .
Ντιάντιους (ου) · ο κώλος .
Ντάλιους (ου) [ιδέ αζβισταρά]
· το τυρί. Ντιπ τουν μάνιψιν του ντάλιου· =Πέρα και πέρα το έφαγε το
τυρί. -Υάλτζέτι, ου μπαρός τι μας κουβάλτσιν· ζιούπινα, ντάλιουν,
τσιότσιουν
=Ιδέτε τι μας έφερε το αφεντικό· πίττα, τυρί, κρασί. - Του ντάλιου
τουν έχν
φυλακή σήμιρα = Σήμερα είναι μέρα που δεν τρων τυρί.
Ντιρλίκ (του) η τροφή.
Ντιρλικώνου· τρώγω τόσο που να γίνεται
ζημιά και στον εαυτό μου και στο νοικοκύρη.
Ντουϊανίκα (η) · η φούρκα που έχουν στο
χέρι, για να μαζεύουν τα γουμάρια από πίσω. Θα σ' υρίσου καμμιά μι d
ντουϊανίκα = Θα σε βαρέσω
καμμιά με τη
φούρκα.
Ντούφινα (η) ·η φτωχειά χήρα, που
είναι ιδιοκτήτης του μέρους, στο οποίο δουλεύουν. Έρραξιν
η ντούφινα· υαλτζέ του όρματου =
Ήλθε η
κυρά· κάμνε καλή δουλειά.
Ντραγάτς (ου) · το βρακί. Υάλτζι
του ντραγάτ τς μουχούσας= Ιδέ το
βρακί της κυράς.
Ντρανουβίτς (ου) · ο τρουβάς. Του
ντρανουβίτ τουν πάτσιν αρβανίτις =Τον τρουβά τον γέμισε καλά
καρύδια.
Ντριτσάλου (η) [ιδέ γκλιάγκλια]
·η ώρα. Ώι! Τι ντριτσάλου φσάει; Μανέφακα. = Ώι! τι ώρα
είναι;
Πείνασα. Έρραξιν τη
ντριτσάλου· θα
ν΄καψαλώσουμι = Ήλθε η ώρα· θα φύγουμε.
Ξ.
Ξέρακας
(ου) · α) το ψωμί, που είναι ξερό, στεγνό β) το ψωμί, που το
τρων χωρίς να έχουν και φαεί.
Ξιφυλλνώ
= Μιλώ, παρακινώ. Ξιφύλλτζι
του μπαρό να μας φέρ' τσιότσιουν = Έλα, παρακίνα το αφεντικό,
να μας φέρει κρασί.
Ξλόδουντου
(του) · (η δικέλλα) το φκέλλι.
Ν πάνα ν πάνα του ξλούδουντου = απάνω απάνω παίρνε το
χώμα με το φκέλλι· μη σκάφτης καλά.
Ξλόχτινου
(του) · το φκέλλι. Ου ρέμπους του ζιόρδουσιν του ξλόχτινου
= ο εργάτης τσάκισε το φκέλλι.
Ξνος
(ου) · ο γύφτος μουσικός. Όρματους ξνος = Καλός τεχνίτης
γύφτος ή μουσικός.
Ξφώνου
· τρώγω πολύ, ώστε κάμνω ζημιά και στον εαυτό μου και στο
νοικοκύρη. Ξίφουσις ένα κιjαμέτ
= Έφαγες πάρα πολύ
Ο.
Ουξιότς
(ου) · το νερό. Ράξι τουν ουξιότ' =Πήγαινε, φέρε το νερό.
Όρματα
(επίρρημα) · καλά. Υάλτζι ν
πραχάλα σ' όρματα =Κάμνε τη δουλειά σου καλά. - Α! Ν' πάτουσάμι όρματα = Α!, Έφαγάμε πολύ καλά .
Όρματους, ουρματότιρους·
α) καλός β) ωραίος, όμορφος, θαυμάσιος. Η μουχούσα φσάει
όρματα στιρνάρια= η κυρά έχει ωραία στήθη.
Π.
Πάτκις
(οι) [ιδέ αγρόπατκου] · το κούτσουρο.
Τις πάτκις στ' αγκάθια (ρίχνι
τις )= Τα κούτσουρα μέσα στα αγκάθια (τίχνε τα).
Παλαέντς
(ου) [ιδέ τισσιρουπόδαρου]
·το γαϊδούρι. Ου παλαέντς πήριν ουπάν τ' =το γαϊδούρι
δυνάμωσε.
Παπούς
(ου) · εκατοστάρικο
χαρτονόμισμα. Δε υαλίζουμι παπούν στα χέρια μας =Δε
βλέπουμε εκατοστάρικο στα χέρια μας.
Πασπάλ'
·αλεύρι σ' ελάχιστη ποσότητα. Βαρό πασπάλ' δε φσω =
Αλεύρι ούτε κόκκον δεν έχω.
Πιλικούδα
(η) [ιδέ αγκίδα] το
κορίτσι. Όρματ' πιλικούδα = Όμορφο κορίτσι.
Πλαρ'
(του) ο αργάτης που παύει πρώτος τη δουλειά του και αναχωρεί
για το σπίτι του. Τσάξα πλαρ'! άϊντι να ν παραχώσουμι.
Είδα έναν που σχόλασε! Εμπρός και μεις να φύγουμε.
Πλατανόφλλα
(τα) · τα χιλιάρικα
χαρτονομίσματα.
Πλια (τα)·οι
ψείρες.
Πλιούφας
(ου) · ο τραχανάς.
Πούφου
(η) · η τσιγάρα. Ράξι μ' μια πούφου = Δος μου μι α τσιγάρα.
Πουγγίας
(ου) · το τσουκάλι που βράζει. Ου Πουγγίας έχ΄ αγγούσα
= Το τσουκάλι ακόμα χουρχουλάζει.
Πραχάλα
(η) · α) η δουλειά, β) το γούστο, η επιθυμία.
Πραχαλνώ·
α) εργάζομαι β) τελειώνω γ) κάμνω καλά ή κακά το γούστο μου.
Πραχάλτζι τ' λιούτου όρματ' κι βγάνι τις μανούρις =
Δουλεύει καλά τη λάσπη, βγάνε από μέσα τις πέτρες. -
Πραχάλντσιν η ντριτσάλου = Τελείωσεν η ώρα.
Πραχάλτζμα
(του) · α) η δουλειά β) η συνουσία . Η μουχούσα θέλ΄ πραχάλτζμα.
Πρίφτης (ου) · ο παπάς.
Προικιά (τα) · [ιδέ κόφτω
προικιά] · α) ζημία β) πρόστιμο.
Ρ.
Ράζου
· α) έρχομαι β) δίνω. Ράξι να
προφτάης μάνημα = Έλα να προφτάσης φαεί. - Έραξιν
γκατζιόρ' = Έδωσε χρήματα.
Ρέμπους
(ου) · ο λασπατζής, ο υπηρέτης.
Ρούμπα
(η) · η φορεσιά. Υάλτζι ρούμπα π' φσάει ου ρέμπους!
Πρόσεξε να ιδής τι φορεσιά που έχει ο υπηρέτης.
Σ.
Σαλαμαντούρια
(τα)· τα εργαλεία του μάστορα. Ραξ' τα σαλαμαντούρια =
Δώσε τα εργαλεία.
Σιόρους
(ου) · το κρασί. Όρματους σιόρους! Τίνιαξι = Γλυκόπιοτο
κρασί! Πιε.
Σ'κοπ
(του) · ξυλοφόρτωμα.
Σκαρνώ
· κλέβω. Σκάρνα καμπόσα μανάβια = Κλέψε μερικά καρφιά.
Σκλλί παζαριώτκου
= Αυτός που αγαπάει να υβρίζει.
Σκουφιάζου
· είμαι τελειωμένος. Σκούφιασιν τ'αμπέλ΄= Τέλειωσε το
αμπέλι. -Σκουφιαντάν καψαλντάν = Μια που τελείωσε πρέπει και να
φύγουμε.
Σπυρουτά
(τα) · τα φασόλια, το ρεβίθι, το ρύζι. Ξίφουνι σπυρουτά =
Τρώγε τα φασόλια κλπ.
Στάμους
(ου) ο τεμπέλης.
Σύκου
(του) · το αιδοίον.
Σούζουλου
(του) [ιδέ γκαλιούρς] · ο ήλιος. Πάει να κοιμθή του
σούζουλου = Έδυσεν ο ήλιος.
Στιρνάρια
(τα) · τα αυγά.
Σχουριμένα
(τα)· τα πλιθιά.
Τ.
Ταουσιάντς
(Η λέξις τουρκική [Σ.τ.Δ.]
)
(ου) · ο λαγός. Τουν άδραξα τουν
ταουσιάν' = Τον έπιασα τον λαγό.
Τιάνια (η) · ο
εντελώς μεθυσμένος. Δε μι φκιάντς Τιάνια = Δεν μπορείς να
με μεθύσης, να γίνω σαν την Τιάνια.
Τιόμπαλιας (ου)
· ο βακαλάος. Όρματους τιόμπαλιας = Παχύς και νόστιμος
βακαλάος.
Τισσιρουπόδαρος
(ου) · το γαϊδούρι.
Τούντζα (η) · ο
αμαθής.
Τράους (ου) · ο
δεσπότης.
Τριουκέρατους (ου) ·
το αυτοκίνητο. Ραζ' τριουκέρατους = Έρχεται αυτοκίνητο.
Τρύφλας (ου) · το
κλαδευτήρι.
Τσακίζου· βλέπω
πρώτος. Τσάξα πλαρ', αχ τουν Παρασκιβά = Είδα έναν
σχόλασεν, κ' μείς θα φύγουμε.
Τρώου κράνα·
θερμάινομαι, έχω θέρμη, πυρετό.
Τσέρα (τα) [ιδέ
αγουιάτις] · οι γάμπες. Φσάει όρματα = Έχει ωραίες γάμπες.
Τσέργα (η) ·η
βελέντσα.
Τσέρτζας (ου)
·ο κουρελιάρης.
Τσιουλνώ·
σκοτώνω. Τουν τσιόλτσαν = Τον σκότωσαν.
Τσιουρς
(ου) · ο κλέφτης.
Τσιουρεύου
· κλέφτω.
τσιούρλα·
μεθυσμένος.
Τσλίζου
· εννοώ, καταλαβαινω. Τα
τσλιζ' ου μπαρός = τα καταλαβαίνει ο κύριος .
Τσουξ τουν λόϊα
= Πες του βρισιές πολλές.
Τσούφα (η)
· το καπνό.
Τζιν ·
στη φράση· Τουν έφκιασα τζιν (Η
λέξις τουρκική) =Το έκαμα έξω φρενών.
Υ.
Υαλίζου·
α) βλέπω β) κάμνω. Υαλίζ' ου μπαρός = Βλέπει το αφεντικό.
-Υάλτζι ν πραχάλα σ' , ν καψάλουσιν ου μπαρός = Κάμνε τη
δουλειά σου, γιατί το αφεντικό έφυγε.
Υαλτστιρά
(τα) · α) τα μάτια β) τα παράθυρα. Υάλτσι τα μουχούσας τα
υαλτστιρά = Πρόσεξε τα μάτια της κυράς.- Του ίσιασιν ου
κούδας του υαλτστιρό= Το έσπασεν το παράθυρο ο μάστορας.
Φ.
Φαγάνις
(οι) ·οι δικηγόροι μα και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Θέλ΄να τς
ράξς τ' φαγάνα να φάη κι μιτά να σ' αθουώσ' = Πρέπει να
ξοδιάσης, να σου φάη πολλά λεφτά ο δικηγόρος.
Φαρμακώνου·
όπως ντιρλικώνου·τρώγω. Φαρμακών΄ ένα κιjαμέτ =
Τρώει πάρα πολύ.
Φόγγου
(η) · η φωτιά.
Φουραδίτκα
(τα) ·τα καυσόξυλα , μα και τα ξύλα της οικοδομής. Ια τα
φουραδίτκα τόκουψαν προικιά = Για τα ξύλα του έριξαν
πρόστιμο.
Φτιρουτή
(η)· η αρνίθα. Κουρδώθκιν η φτιρουτή = Ψόφησε η αρνίθα.
Φράγκους·
στη φράση· Τουν έφκιασαν Φράγκουν = Τον θύμωσα πολύ, πάρα
πολύ.
Φρέ'σκου
(του)· η φυλακή. Τουν έβαλαν
στο φρέσ'κου = Τον έβαλαν στη φυλακή.
Φσω·
α)έχω, β) είμαι. Φσάου γκατζιορ' = Έχω χρήματα. -Φσάει
όρματ' η μουχούσα = Είναι ωραία η κυρία.
Χ.
Χήνα
(η) [ιδέ πλατανόφλλου] το χιλιάρικο χαρτονόμισμα. Αν
μανέψς καναδυό χήνις, μλωντς = Όταν σου δώσουν μερικά
χιλιάρικα, ησυχάζεις.
Χουζούρου
(η) · η βροχή. Η χουζούρου μας έφκιασιν λούστρα = Η βροχή
μας κατάβρεξε.
Χουχούτς
(ου) · ο άμμος.
Χουρεύου
· δέρνω.
Ψ.
Ψουρουκώστινα
· α) η φτωχολογιά, η τάξη των εργατών β) η Ελλάδα. Υαλίζ' να
τσλιζ' η ψουρουκώστινα τα κουδαρίτκα = ενδιαφέρονται οι
αργάτες να ξέρουν τα κουδαρίτικά