ΤΑ ΚΟΥΔΑΡΙΤΙΚΑ  ΤΗΣ  ΣΙΑΤΙΣΤHΣ
  ΥΠΟ
ΠΑΝ. ΓΡΑΒΑ

 
                Πρώτος που είδε πώς μιλιούνται τα κουδαρίτικα  και στη Σιάτιστα ήταν ο Δ. Σάρρος   . Αυτός το 1912 στην Κωνσταντινούπολη  από τον Θ. Νάτσινα μάζεψε περίπου 50 λέξεις, τις οποίες το 1923 δημοσίεψε στον Ζ΄ τόμο της Λαογραφίας (σ. 521-542) στην πολύτιμη εκείνη συλλογή «Περί των εν Ηπείρω, Μακεδονία και Θράκη συνθηματικών γλωσσών». Μα είδα πως το λεξιλόγιο εκείνο μόνο κατά το ¼ αντιπροσωπεύει τη γλώσσα αυτήν· γι' αυτό και νόμισα πως είναι καλό να την ξαναπροσέξω κ' εγώ, όπως ζη σήμερα μέσα στην πατρίδα μου τη Σιάτιστα. Αφορμή δε μου δόθηκε από το εξής.
          Ο  καθηγητής μου κ. Μ. Τριανταφυλλίδης μου είχε δώσει μια φροντιστηριακή εργασία «Συλλογή των τεχνικών  επαγγελματικών όρων της πατρίδας μου Σιάτιστας». Σηκώθηκα τότε από τη Θεσσαλονίκη και πήγα στον τόπο μου. ' Αρχισα να μαζεύω το υλικό. Πρώτα άρχισα το σύναγμα των επαγγελματικών τεχνικών όρων του αμπελουργού από τον αδελφό μου το Θανάση Γράβα. Όταν ήμασταν στην ονοματολογία των εργαλείων του αμπελουργού, άκουσα δυο τρεις λέξεις, που μου γέννησαν το ενδιαφέρον. «Του φκέλ', μου είπε, του λέμι κι ξλόχτενου. Του κλαδιτήρ' του λέμι κι τρύφλαν». Σε ερώτηση πώς γίνεται  αυτό μου είπε·
 Πρέπ' να ξέρς, πως ημείς οι αργάτις μέσα στ' Σιάτιστα έχουμι κι τ' θκή μας d γλώσσα, τα κουδαρίτκα.» Έμασα από τον αδελφό μου όσες μπόρεσε να μου πη λέξεις. Όταν φτάσαμε στη λέξη πέτρες μου είπε · «Τις λεν μανούρις κι πρου πάντουν οι μαστιόρ' ,ποχν κι αυτοί τ' θκη μας d γλώσσα.»  Ο ίδιος ο αδελφός μου κατά το βράδυ ήρθε στο σπίτι μας με δυο τρεις απ' την παρέα του· «Αυτοί, μου λέει, τα ξέρν καλά τα κουδαρίτκα». Ήταν ο Λάζαρος του Σκορδάρη, ο Νίκος του Κεραμάρη και ο Σπύρος του Γκαντάϊα. Όλοι τους παραδέχτηκαν εκείνες τις λέξεις, που μου είχε πει ο αδελφός μου, και με προθυμία δέχτηκαν να μου απαντούν σ' ό,τι  τους ρωτώ.
          Είχαν τελειώσει οι ερωτήσεις μου και ο Σπύρος του Γκαντάϊα μου είπε· «Ρώτα  μι, ρώτα μι, να σ' λέου. Του βιράνκου του κεφάλ' αυτήν ν ώρα σταμάτσιν, δε δλεύ · πού να 'σι που καμμιά μιρά! Μπουρούμι να μιλούμι ώρις ουλόκληρις χουρίς να μας καταλάβς καθόλου. Ρώτσι κι του μάστιουρα του Χρίστου  τσ' Αγνής. Ξέρ' καλύτιρα να σ' τα πη τα κουδαρίτκα» Πήγα και σ' εκεινού το σπίτι. Όσες λέξεις και φράσεις μου είπαν οι παραπάνω τις δέχτηκε, ότι τις έχουν και οι μαστόροι, και κοντά σ' εκείνες πρόσθεσε κι άλλες. Στις ερωτήσεις μού είπε· «Η γλώσσα αυτή είνι καθιαυτού  μαστιόρκ΄ · τα λέμι κουδαρίτκα. Νη μιλούμι ια να μη μας καταλαβαίν' ου άλλους στη δλεια μας. Ξέρς, έχουμι  τώρα χρόνια κι χρόνια π' νη μιλούμι κι κάμνουμι τη δλεια μας όπους θέλουμι. Ιδώ μόνι στ' Σιάτστα ν έμαθαν οι αργάτις. Πρέπ' να  ξερς πως αυτήν  d γλώσσα νη ξερν κι όλ' οι μαστόρ' σν Ιλλάδα· πρου πάντουν στ' Λάρσα, σν Ήπειρου, ιδώ στ' Μακιδουνία, κι στην Πολ΄». Όταν  τελείωσαν όλες οι ερωτήσεις και δεν είχε να μου απαντήσει μου είπεν · «Αυτά τα έρμα δεν κατιβαίν τν ώρα π' τα θέλτς. Ικεί στη δλειά αουπάν να 'σι να ιδής πού είνι του κακό!». Ύστερα από αυτόν ρώτησα άλλον μάστορα , το Γιώργο Ζιώγου. Παραδέχτηκε όσα είχα γραμμένα, πρόσθεσε ολίγα και μου είπεν · «Δεν είνι άλλα, ισύ τά 'μασις όλα».
          Μ' αυτόν τον τρόπο τα σύναξα. Έχω τη γνώμη πως θα έμειναν ασύνακτες κι άλλες  ολίγες λέξεις. Όσες μάζεψα τις κατέταξα αλφαβητικώς, προσθέτοντας και σχετικές φράσεις.

Α.

Αγγειά (τα) ·  α) τα εργαλεία της δουλειάς  και τα σκεύη μεταφοράς τροφής   β) τα αιδοία.
 ' Αστι να ν παραχώσουμι·· τ' αγγειά (βάλτι)  ( Όσες λέξεις έχω σε παρένθεση δε λέγονται, υπονοούνται.)   ζ d γουμάρα = Πάμε να φύγουμε · φορτώστε τα πράγματα.
Που  'γάλια (πιρπάτα) να μη τσακίης τ' αγγειά σ' =Βάδιζε ήσυχα, μη τύχη και τσακίσης τα αιδοία σου.
Αγκίδα (η) [ιδέ και πιλικούδα] · το κορίτσι. Πόσις αγκίδις πατάς; = πόσα κορίτσια έχεις;
Αγρόπατκου (του) [ιδέ  και πάτκα] · το κούτσουρο το  αμπελήσιο.
Ζιόρδουσι καμπόσα αγρόπατκα ια τ' φόγγου= Τσάκισε μερικά κούτσουρα για τη φωτιά.
Αγουϊάτις (οι) [ιδέ και τσέρα] · οι γάμπες των κοριτσιών.
Σ' πατάει κατ' αγουϊάτις όρματ', π' (άντα d ζ γλεψ' ) σκώνουντι τα τούϊα σ' =Σου έχει κάτι γάμπες (που στο αντίκρυσμά των) τα μυαλά σου παίρνουν αέρα, σε πιάνει ερωτικός πόθος (Η λέξη τούϊ τουρκική, θρίξ ή πτίλον (Σ.τ.Δ.) ).
Αζβισταρά (η) [ιδέ  ντάλιους] · το τυρί
Σήμιρα δεν κάηκιν η αζβισταρά = Σήμερα το αφεντικό δεν μας έφερε τυρί (να φάμε).
Αμπάλουμα (του) ·το πάρσιμο των ημερομισθίων.
Αμπαλώνουμι · παίρνω τα ημερομίσθια, παίρνω χρήματα στο χέρι μου . αμπαλώθηκα = πήρα τα ημερομίσθιά μου.
Αντιρί τ' Κόλτς')·τα πέτουρα της πίττας.
Ξέξέτι  τ' αντιρί τ' Κόλτς ·τσούξτι κι τσιότσιουν= Ξεσηκώσετε τα πέτουρα της πίτας (και τρώτε) · πιέτε και κρασί.
Αρβανίτς (ου) · το καρύδι. Ιψέ ττ τσιούριψαν  τς αρβανίτις= Ψες του έκλεψαν τα καρύδια.
Αρχόντσα (η) · η αχυρώνα. Ζάπιψα σν αρχόντσα = Κοιμήθηκα στην αχυρώνα.
 

Β.
Βάζου · πεθάινω. Έβαξιν  ου κούδας= Πέθανε ο μάστορας.
Βαρό (του) · το αλεύρι. Δε φσάει βαρό και  τραβάει κατ΄λόρδις! = Δεν έχει αλεύρι και σου έχει κάτι πείνες!
Βλάχ΄κους γκαλιούρς (Στην ομιλία μπορεί να παραλειφθεί  το γκαλιούρς)· (ου) το φεγγάρι. Ν' παράχουσιν ου βλάχ΄κους = Έδυσε το φεγγάρι.
Γ.
Γάστρα (η) · α) το καθησιό  β) η ανεργία. Τό  'χουμι γάστρα ταχιά = Αύριο θα καθήσουμε, γιατί είναι γιορτή · μα και , αύριο θα είμαστε χωρίς δουλειά.
Γαστρώνου· α) κάθομαι β) είμαι άνεργος. Όλ' οι κουδάροι d γαστρών = Όλοι οι μαστόροι κάθονται ή είναι άνεργοι.
Γκατζώνου = μετρώ λεπτά.
Γκάτζουμα  (του) · [ιδέ το αμπάλουμα] το πάρσιμο χρημάτων.
          (ιδέ αμπαλώνουμι] = Παίρνω στα χέρια μου λεφτά.
Γκαλιούρς (ου) [ιδέ και σούζουλο]· ο ήλιος. Καλουέριψιν ου γκαλιούρς, άστι να ν παραχώσουμι = Ο ήλιος έδυσε (ας παρατήσουμε τη δουλειά) και πάμε για το σπίτι.  -Ώι! Ζύϊασιν ου γκαλιούρς κι  γω μανέφκα. ' Αϊντι να μανέψουμι = Ω! Ο ήλιος δείχνει μεσημέρι κ' εγώ  πείνασα. Πάμε να φάμε.
Γκατζιόρ (η) [ιδέ και λουβί]· τα χρήματα τα πάνω από μια δραχμή, τα αντίθετα από τα λιανώματα. Τώρα π' πατάου γκατζιόρ, σ' αλλάζου τουν αδόξαστου = Τώρα, που έχω χρήματα, σου αλλάζω την πίστη.
Γκόγκανας (ου) · ο  άνυφτος και άπλυτος.
Γκόλιαβους (ου) γλυκίσματα που τα λέμε και σαλιάρια. Τα φκιάνουν με λάδι, αλεύρι και καρύδια και τα δίνουν το σχήμα των σαλιάγκων. Πόσ' γκόλιαβ' έστειλιν (η νύφ'); = πόσα σαλιάρια έστειλεν η νύφη (στο γαμβρό);
Γκουτζβιρό (του)· το αμπέλι. Ου αντίχστους τό 'ραξιν  ένα γκουτζβιρό όρματου , b δεν έχ΄ου ντουνιάς - Ο αθεόφοβος του έδωσε (για προίκα) ένα αμπέλι, που δεν έχει όμοιο όλος ο κόσμος.
Γκλιάγκλια (η) [ιδέ και ντριτσάλου]· η ώρα. Ω! έραξιν η γκλιάγκλια, άϊντι να πατώσουμι =Ω! ήλθεν η ώρα, πάμε να φάμε.
 
Δ.
Δικράνια (τα)·  οι φουκλίτσες, τα πιρούνια. Ράξι ιδώθι τα δικράνια = Μοίρασε προς ετούτο το μέρος πιρούνια.
Δισάκκια (τα) ·  τα αιδοία.  Υάλτζι  κριμασμένα δισάκκια! = Ιδέ κρεμασμένους όρχεις!
 
Ζ.
Ζάκα τα μούκα τα (φράση) [ιδέ το μούκου] ·  κλέψ' τα, κρύψ' τα.
Ζαβόρτσα (η) · η θύρα. Μ' πήριν τ' αφτιά η ζαβόρτσα = με ξεκούφανε η θύρα.  - Όρματ΄ ζαβόρτσα! - Καλή θύρα! 
Ζαπεύου· κοιμώμαι.  Ζαπεύ' σαν του βόϊδ' = κοιμάται σαν το βόδι.
Ζάπους (ου) · ο ύπνος. Π' του ζάπου πιάσκις = Από τον ύπνο τα μέλη του σώματός σου πιάστηκαν.
Ζιαμπόχιλα (τα)· τα πράσα. Υαλίζου τα ζιαμπόχιλα δε σ' κατιβαίν = βλέπω τα πράσα δε σου φέρνουν όρεξη.
Ζιούπινα (η) · η πίττα. Ια κ' η μουχούσα μι d ζιούπινα. ' Αστι να ν πατώσουμι = Να και η κυρά του αφεντικού με την πίττα. Πάμε να γεμώσουμε καλά την κοιλιά μας.

Ζιούτους (ου) · ντουβάρι. Υάλτζέ του ουρματότιρου· θα ν καψαλώσ' ου ζιούτους = Φκιάνε το καλύτερα το ντουβάρι, (γιατί όπως το φκιάνεις) θα πέση.

Ζιούλα πρακατέ (φράση) · κλέφτω. Τό  'καμιν ζιούλα πρακατέ = το έκλεψεν.
         
Η .
Ηλιάζου·  έχω. Πού τα ήλιαζιν τα  έρμα; (τα πλατανόφλλα); = Σε ποιο μέρος τα έχουν (και δίνουν δωρεάν) τα εκατοστάρικα;
 
Ι.
Ιουμπρίκ    (η λέξη ιμπρίκ τουρκική, το μπρίκι· είδος αγγείου πήλινου μετά σωληνοειδούς προχοής [Σ.τ.Δ])  (του)·το πέος. Του ιουμπρικ σ' τριπύθκιν = Δε βαστάει πια το πέος σου το κατούρημα.
 

Κ .
Καίου· βγάζω και φέρνω. Κάηκιν σήμιρα η αζβισταρά κ' ήφιριν όλου κλειδιά· μανιβέτι ο μπαρός φσάει = Σήμερα το αφεντικό έβγαλε από το καδί τυρί και μας έφερε όλο φέτα· τρώτε όσο μπορείτε· ο κύριος έχει να μας φέρει κι άλλο.
Καϊπιώνουμι·  (Η λέξις τουρκικής αρχής, εκ του καΐπ ολμάκ = χάνομαι [Σ.τ.Δ.])  χάνομαι, κρύβομαι. Καϊπιώθνικν ου παλαέντς= Το γαϊδούρι κρύφτηκε, χάθηκε.
Καϊπιώνου· κρύβω.
Κάκου (η) · η θέρμη. Μι τναζ' η κάκου = Η θέρμη με τινάζει, μου φέρνει ρίγος.
Καλόγρις (οι) οι ελιές. Μ' φταν στου μάνημα καλόγρις κι καυτιρό= Μου είναι αρκετό  να 'χω στο τραπέζι ελιές και κρομμύδι (ή σκόρδο).
Καλουϊρεύου· δύω. Καλουέριψιν ου γκαλιούρς· να ν καψαλώσουμι = Ο ήλιος έδυσε· να φύγουμε.
Καπέλου · μόνον στη φράση αυτήν· Τό  'βαλα  καπέλου  = Τον θύμωσα.
Κασσανdρινό (του)· η καμπάνα. Του  κασσανdρινό τ' (ν' ακούσου) = Να ακούσω την καμπάνα να χτυπάη για την κηδεία του. Κατάρα .
Καστανόζμους (ου) ·  ο καφές. Ώι, δε θα ράξ' η μουχούσα καστανόζμουν; = ω, η κυρά μας δε θα μας φκιάση καφέν;
Καυτιρά (τα) ·  α) τα κρομμύδια β) τα σκόρδα. Καυτιρά και πάλι καυτιρά, μπιζέρσα =  Κρομμύδια (σκόρδα) και πάλι κρομμύδια, βαρέθηκα, αηδίασα.
Καψαλώνου· α) αναχωρώ, φεύγω β) κρημνίζομαι.  Ν  καψάλουσιν ου παλαέντς = Έφυγε το γαϊδούρι. -Θα ν καψαλώσ' ου ζιούτους = θα πέση το ντουβάρι.
Κιούρου (η) · η εκκλησιά. Σ' ην κιούρου θ' αράξουμι = Στην Εκκλησιά  θα πάμε.
Κλακ [ιδέ  καπέλου και φράγκους] μόνο στη φράση · Το 'βαλα κλακ = Τον θύμωσα πάρα πολύ.
Κλάψας (ου) · το λάδι. Μπάρα ου κλάψας· μανιβέτι = Στο φαεί το λάδι είναι μπάρα (δηλ. πολύ) · τρώγετε.
Κλώθουμι· αργοπορώ, βραδύνω παραμένοντας κάπου. Θα κλουστώ ψίχα = θα βραδύνω ολίγο.
Κναβ (του) · το κορίτσι, η αρραβωνιαστικιά.  Υάλτσι  όρματου κναβ - Ιδέ κοπέλλα όμορφη  (ή αρραβωνιαστικιά).
Καλιάρια (τα) ·το σπίτι της αρραβωνιαστικιάς. Απόψι θα κουνέψου στα καλιάρια = Απόψε θα κοιμηθώ στο σπίτι της αγάπης.
Κοάτσνα  (τα) · τα πρόβατα. Ο κουρτς τα δικάτσιν τα κοάτσνα= Ο λύκος έφαγεν από τα  πρόβατα.
Κόφτω καρφιά· κρυώνω. Τζαντζάλ' η μαλλιότου· θα κόψου καρφιά = Η κάπα είναι πολύ λεπτή και θα κρυώσω.
Κούδα (η) · Η οικογένεια του μάστορα. Πόσ' κούδα φσας; =Πόσα άτομα έχεις;
Κουδαρίτκα · η γλώσσα των μαστόρων.
Κούδας (ου) ·  ο μάστορας. Οι κουδαραί τα τσλιζν τα κουδαρίτκα = Οι μαστόροι μιλούν τα μαστόρικα .
Κόκκινα · τα κεραμίδια
Κουλουβό  (το)· το μεροκάματο.
Κουρδώνουμι [ιδέ βάζου] ·  αποθνήσκω. Κουρδώθκιν ου μπαρός = απέθανε ο κύριος.
Κουπιά (τα)· τα κουτάλια. Ράξι κουπιά ιδώθι= Μοίρασε κουτάλια προς ετούτο το μέρος.
Κουρτς  (Η λέξις τουρκική, κουρτ = λύκος (Σ. τ. Δ.) )   (ου) · ο λύκος.
Κουσίδια (τα) · τα σταφύλια. Του ντρανουβίτ' τουν πάτσα κουσίδια = Τον τροβά τον γέμισα καλά σταφύλια.
Κουφάλα (η) · η εταίρα.
Κούφιου (του) · το σπίτι. Του μάνιψιν κι του κούφιου ου μπαρός =ο κύριος πούλησε και το σπίτι και έφαγε τα λεφτά.
Κούφλιαν · η κολοκύθα. Μανεύ' κούφλιαν =  Τρώει κολοκύθα.
Κόφτω προικιά· α) κάμνω ζημιά β) τιμωρώ. Έκουψιν προικιά ου άλλος ιψέ = Ο άλλος ψες απόλυσε τα πραματα (τα ζώα στο χωράφι ή στο αμπέλι) και έκαμε ζημιά. -Τόκουψαν τα προικιά = Στο δικαστήριο τον τιμώρησαν με πρόστιμο χρηματικό.
Κυραμάρου (η) · η αλούπα. Τις ξιπάτουσιν  όλις τις φτιρουτές η κυραμάρου = Όλες τις όρνιθες τις έφαγε η αλούπα.
      
Λ .
Λαγός (ου) α) το παιδί της οικογένειας β) το παιδί που υπηρετεί την παρέα των μαστόρων ή εργατών.  Λαγοί ή αγκίδις φσας; = Παιδιά ή κορίτσια έχεις; Ουά! ου λαγός ν  καψάλουσιν μι τουν τισσιρουπόδαρου! = Το παιδί έφυγε με το γαϊδούρι.
Λιούρου (η) · η ρακή. Τιάνια ίνγκιν π' τη λιούρου = Μέθυσε από ρακή, έγινε Τιάνια, στουπί στο μεθύσι.
Λιούτου (η) · η λάσπη. Υάλτζέ ν τ' λιούτου, πραχάλνα ν ουρματότιρ, βγάνι τις μανούρις = Πρόσεχε, δεν έχεις καλά φκιαγμένη τη λάσπη, δούλευέ την καλύτερα, βγάνε τις πέτρες.
Λόπτσιους (ου) ο χαλβάς. Λόπτσιους όρματους = Χαλβάς παχύς και γλυκός.
Λόπτσις (οι) [ιδέ και μανάβια] · τα καρφιά. Υάλτζι, φσάει τίπουτα λόπτσις; = Πήγαινε  κοίταξε, βρίσκονται τίποτε καρφιά;
Λόρδα (η) η πείνα. Σ' τραβάει κάτ' λόρδις! = Βρίσκεται σε μια φτώχεια και πείνα!
Λουβί (του) τα λιανώματα, τα ψιλά. Φσας λουβί; = Έχεις  λιανώματα, ψιλά (χρήματα);
 
 Μ .


Μαλλιότου (η) ·  η κάπα.
Μανάβια (τα) [ιδέ λόπτσις]· τα καρφιά. Ράξι μανάβια = Δώσε, φέρε καρφιά.
Μανεύου · α) τρώγω β) ξοδιάζω γ) τσαμπουνώ, φλυαρώ. Μάνιβι όσου παίρν΄ = Τρώγε όσο παίρνει η κοιλιά σου. - μάνιψιν d  γκατζιόρ = Τα ξόδιασε τα λεφτά. - Τι τ' μανεύς; = τι τσαμπνάς, τι φλυαρείς;
Μανεύουμι · πεινώ. Μανεύκα = πείνασα.
Μάνημα  (του) · το φαεί, το τραπέζι. Πιάλα σου μάνημα - τρέξε γρήγορα στο φαεί.
Μανόλτς (ου) · το ψωμί. Οι μανόλτς σκούφιασιν = Το ψωμί σώθηκε.
Μανούρα (η) · η πέτρα. Όρματις  μανούρις = Καλές πέτρες.
Μάνους (ου) [ιδέ και ξέρακας] · το ψωμί.  Μπίτσιν ο μάνυς = τέλεισε το ψωμί.
Μάσιαλα! Τις φουρείς·  φράση  = Μπράβο! Είσαι  γεμάτος ψείρες.
Ματσιαγγόνα (η) [ιδέ και κουφάλα] · η εταίρα.
Ματσεύου χέζω. Ου λαγός πάει να ματσεψ' = το παιδί πήγε να χέση.
Ματσιαρειό (του) το αποχωρητήριο. Απόμκιν στου ματσιαρειό = Έχει πολύ ώρα που κάθεται στο αποχωρητήριο.
Ματσκώνου  παίρνω καρφιά.
Μίσιους (ου) ·  το φαεί, το κρέας. Τουν έγλυψαν του μίσιου = Ως το κόκκαλο  το έφαγαν το κρέας.
Μπαγλαρώνω Λέξις  τουρκική, μπαγλαμάκ = δένω (Σ.τ.Δ.) · δένω
Μπαϊντόνα (η) το ξύλο, βάρεμα, ξυλοφόρτωμα. Τουν χόριψα μια μπαϊντόνα! Ια ν ψάθα = Τον βάρεσα τόσο πολύ, που έπρεπε να τον σηκώσουν από καταγής στην ψάθα.
Μπαϊντός (ου) ·  η ώρα που παύουν τη δουλειά. Μπαϊντός, μπαϊντός! ' Αστι να μανέψουμι = Έπαυσε η δουλειά, ελάτε να φάμε.
Μπάλιους (ου) ·  ο ήσκιος. Γάστρωσι ψίχα στου μπάλιου = κάθησε λίγο στην ήσκιο.
Μπαλτέκου (η) ·   η τσιακούρα. Τουν τσιόλτσιν μι d μπαλτέκου - τον σκότωσε με την τσιακούρα.
Μπαρός (ου) · α) αφεντικό β) οποιοσδήποτε άνθρωπος. Ου μπαρός  σα φιγγίτς· φκιάνι ( ή υάλτζέτι) ν πραχάλα σ' όρματ' = Το αφεντικό στέκει πάνω από το κεφάλι μας σα φεγγίτης· φκιάνετε τη δουλειά όσο μπορείτε καλή.  - Του  μπαρό δεν τ' πιάσκιν η πραχάλα = Δεν του φάνηκε η δουλειά τον κύριο άξια  για το τομάρι του.
Μουχός  (υβριστικό) · παλιάνθρωπος.
Μπέλους  (ου) · το χιόνι. Το' στρουσιν ου μπέλους = Το χιόνι όλα τα σκέπασε έξω.
Μπούκλις (οι)· τα βυζιά της γυναίκας. Μπούκλις όρματις, ιά πραχάλτζμα = βυζιά αφράτα για τρίψιμο.
Μουχούσα (η) [ιδέ  και η ντούφινα] ·   η κυρία του αφεντικού. Υάλτζι τ  μουχούσα·  όρματ! Θέλ' πραχάλτζμα = καμάρωσε τη κυρά μας, είναι πολύ όμορφη! Θέλει τρίψιμο.
Μούκου· σιώπα, μη λες τίποτα, μη φανερώσης. Ζιούλα πρακατέ· μούκου = Κλέψ' τα· σιώπα, μη φανερώσης.


Ν .
Ντιάντιους  (ου) · ο κώλος .
Ντάλιους (ου) [ιδέ αζβισταρά] · το τυρί. Ντιπ τουν μάνιψιν του ντάλιου· =Πέρα και πέρα το έφαγε το τυρί. -Υάλτζέτι, ου μπαρός τι μας κουβάλτσιν· ζιούπινα, ντάλιουν, τσιότσιουν =Ιδέτε τι μας έφερε το αφεντικό· πίττα, τυρί, κρασί. - Του ντάλιου τουν έχν φυλακή σήμιρα = Σήμερα είναι μέρα που δεν τρων τυρί.
Ντιρλίκ (του) η τροφή.
Ντιρλικώνου· τρώγω τόσο που να γίνεται ζημιά και στον εαυτό μου και στο νοικοκύρη.
Ντουϊανίκα (η) · η φούρκα που έχουν στο χέρι, για να μαζεύουν τα γουμάρια από πίσω. Θα σ' υρίσου καμμιά  μι d ντουϊανίκα = Θα σε βαρέσω καμμιά με τη φούρκα.
Ντούφινα (η) ·η φτωχειά χήρα, που είναι ιδιοκτήτης του μέρους, στο οποίο δουλεύουν. Έρραξιν η ντούφινα· υαλτζέ του όρματου = Ήλθε η κυρά· κάμνε καλή δουλειά.
Ντραγάτς (ου) · το βρακί. Υάλτζι του ντραγάτ τς   μουχούσας= Ιδέ το βρακί της κυράς.
Ντρανουβίτς (ου) · ο τρουβάς. Του ντρανουβίτ τουν πάτσιν αρβανίτις =Τον τρουβά τον γέμισε καλά καρύδια.
Ντριτσάλου (η) [ιδέ γκλιάγκλια] ·η ώρα. Ώι! Τι ντριτσάλου φσάει; Μανέφακα. = Ώι! τι ώρα είναι; Πείνασα. Έρραξιν τη ντριτσάλου· θα ν΄καψαλώσουμι = Ήλθε η ώρα· θα φύγουμε.
 

Ξ.

Ξέρακας (ου) · α) το ψωμί, που είναι ξερό, στεγνό β) το ψωμί, που το τρων χωρίς να έχουν και φαεί.

Ξιφυλλνώ = Μιλώ, παρακινώ. Ξιφύλλτζι του μπαρό να μας φέρ' τσιότσιουν = Έλα, παρακίνα το αφεντικό, να μας φέρει κρασί.

Ξλόδουντου (του) · (η δικέλλα) το φκέλλι. Ν πάνα ν πάνα του  ξλούδουντου = απάνω απάνω παίρνε το χώμα με το φκέλλι· μη σκάφτης καλά.

Ξλόχτινου (του) · το φκέλλι. Ου  ρέμπους του  ζιόρδουσιν του ξλόχτινου = ο εργάτης τσάκισε το φκέλλι.

Ξνος (ου) · ο γύφτος μουσικός. Όρματους ξνος = Καλός τεχνίτης γύφτος ή μουσικός.

Ξφώνου ·  τρώγω πολύ, ώστε κάμνω ζημιά και στον εαυτό μου  και στο νοικοκύρη. Ξίφουσις ένα κιjαμέτ = Έφαγες πάρα πολύ

 

Ο.

Ουξιότς  (ου) · το νερό. Ράξι τουν ουξιότ' =Πήγαινε, φέρε το νερό.

Όρματα (επίρρημα) ·  καλά. Υάλτζι  ν πραχάλα σ' όρματα =Κάμνε τη δουλειά σου καλά. - Α! Ν' πάτουσάμι όρματα =  Α!, Έφαγάμε πολύ καλά .

Όρματους, ουρματότιρους· α) καλός β) ωραίος, όμορφος, θαυμάσιος. Η μουχούσα φσάει όρματα στιρνάρια= η κυρά έχει ωραία στήθη.

 

Π.

Πάτκις (οι) [ιδέ αγρόπατκου] · το κούτσουρο. Τις πάτκις στ' αγκάθια (ρίχνι τις )= Τα κούτσουρα μέσα στα αγκάθια (τίχνε τα).

Παλαέντς (ου) [ιδέ τισσιρουπόδαρου] ·το γαϊδούρι. Ου παλαέντς πήριν ουπάν τ' =το γαϊδούρι δυνάμωσε.

Παπούς (ου) · εκατοστάρικο χαρτονόμισμα. Δε υαλίζουμι παπούν στα χέρια μας =Δε βλέπουμε εκατοστάρικο στα χέρια μας.

Πασπάλ' ·αλεύρι σ' ελάχιστη ποσότητα. Βαρό πασπάλ' δε φσω = Αλεύρι ούτε κόκκον δεν έχω.

Πιλικούδα (η) [ιδέ αγκίδα] το κορίτσι. Όρματ' πιλικούδα = Όμορφο κορίτσι.

Πλαρ' (του)  ο αργάτης που παύει πρώτος τη δουλειά του  και αναχωρεί για το σπίτι του. Τσάξα πλαρ'!  άϊντι να ν παραχώσουμι. Είδα έναν που σχόλασε! Εμπρός και μεις να φύγουμε.

Πλατανόφλλα (τα) · τα  χιλιάρικα χαρτονομίσματα.

Πλια (τα)·οι ψείρες.

Πλιούφας (ου) · ο τραχανάς.

Πούφου (η) · η τσιγάρα. Ράξι μ' μια πούφου = Δος μου μι α τσιγάρα.

Πουγγίας (ου) · το τσουκάλι που βράζει.  Ου Πουγγίας  έχ΄ αγγούσα = Το τσουκάλι ακόμα χουρχουλάζει.

Πραχάλα (η) · α) η δουλειά, β) το γούστο, η επιθυμία.

Πραχαλνώ·  α) εργάζομαι β) τελειώνω γ) κάμνω καλά ή κακά το γούστο μου. Πραχάλτζι τ'  λιούτου όρματ' κι βγάνι τις μανούρις = Δουλεύει καλά τη λάσπη, βγάνε από μέσα τις πέτρες. - Πραχάλντσιν η ντριτσάλου = Τελείωσεν η ώρα.

Πραχάλτζμα (του) · α) η δουλειά β) η συνουσία . Η μουχούσα θέλ΄ πραχάλτζμα.

Πρίφτης (ου) · ο παπάς.

Προικιά (τα) · [ιδέ κόφτω προικιά] · α) ζημία β) πρόστιμο.

 

Ρ.

Ράζου · α) έρχομαι β) δίνω. Ράξι να προφτάης μάνημα = Έλα να προφτάσης φαεί.  - Έραξιν γκατζιόρ' = Έδωσε χρήματα.

Ρέμπους (ου) · ο λασπατζής, ο υπηρέτης.

Ρούμπα (η) · η φορεσιά. Υάλτζι ρούμπα π' φσάει ου ρέμπους! Πρόσεξε να ιδής τι φορεσιά που έχει ο υπηρέτης.

 

Σ.

Σαλαμαντούρια (τα)· τα εργαλεία του μάστορα. Ραξ' τα σαλαμαντούρια = Δώσε τα εργαλεία.

Σιόρους (ου) · το κρασί. Όρματους σιόρους! Τίνιαξι = Γλυκόπιοτο κρασί! Πιε.

Σ'κοπ (του) · ξυλοφόρτωμα.

Σκαρνώ · κλέβω. Σκάρνα καμπόσα μανάβια = Κλέψε μερικά καρφιά.

Σκλλί παζαριώτκου = Αυτός που αγαπάει να υβρίζει.

Σκουφιάζου · είμαι τελειωμένος. Σκούφιασιν τ'αμπέλ΄= Τέλειωσε το αμπέλι. -Σκουφιαντάν καψαλντάν = Μια που τελείωσε πρέπει και να φύγουμε.

Σπυρουτά (τα) · τα φασόλια, το ρεβίθι, το ρύζι. Ξίφουνι σπυρουτά = Τρώγε τα φασόλια κλπ.

Στάμους (ου) ο τεμπέλης.

Σύκου (του) · το αιδοίον.

Σούζουλου (του) [ιδέ γκαλιούρς] · ο ήλιος. Πάει να κοιμθή του σούζουλου = Έδυσεν ο ήλιος.

Στιρνάρια (τα) · τα αυγά.

Σχουριμένα (τα)· τα πλιθιά.

 

 

Τ.         

Ταουσιάντς  (Η λέξις  τουρκική [Σ.τ.Δ.] )  (ου) · ο λαγός. Τουν άδραξα τουν ταουσιάν' = Τον έπιασα τον λαγό.

Τιάνια  (η) · ο εντελώς μεθυσμένος. Δε μι φκιάντς Τιάνια = Δεν μπορείς να με μεθύσης, να γίνω σαν την Τιάνια.

Τιόμπαλιας (ου) · ο βακαλάος. Όρματους τιόμπαλιας = Παχύς και νόστιμος βακαλάος.

Τισσιρουπόδαρος (ου) · το γαϊδούρι.

Τούντζα (η) · ο αμαθής.

Τράους (ου) · ο δεσπότης.

Τριουκέρατους (ου) · το αυτοκίνητο. Ραζ'  τριουκέρατους =  Έρχεται αυτοκίνητο.

Τρύφλας (ου) · το κλαδευτήρι.

Τσακίζου· βλέπω πρώτος. Τσάξα πλαρ',  αχ τουν Παρασκιβά = Είδα έναν σχόλασεν, κ' μείς θα φύγουμε.

Τρώου κράνα· θερμάινομαι, έχω θέρμη, πυρετό.

Τσέρα (τα) [ιδέ αγουιάτις] · οι γάμπες. Φσάει όρματα = Έχει ωραίες γάμπες.

Τσέργα (η) ·η βελέντσα.

Τσέρτζας (ου) ·ο κουρελιάρης.

Τσιουλνώ· σκοτώνω. Τουν τσιόλτσαν = Τον σκότωσαν.

Τσιουρς (ου) · ο κλέφτης.

Τσιουρεύου · κλέφτω.

τσιούρλα· μεθυσμένος.

Τσλίζου · εννοώ, καταλαβαινω. Τα τσλιζ' ου μπαρός = τα καταλαβαίνει ο κύριος .

Τσουξ τουν λόϊα = Πες του βρισιές πολλές.

Τσούφα (η) · το καπνό.

Τζιν · στη φράση· Τουν έφκιασα τζιν    (Η λέξις τουρκική)  =Το έκαμα έξω φρενών.

 

Υ.

Υαλίζου· α) βλέπω β) κάμνω. Υαλίζ' ου μπαρός = Βλέπει το αφεντικό. -Υάλτζι ν πραχάλα σ' , ν καψάλουσιν ου μπαρός = Κάμνε τη δουλειά σου, γιατί το αφεντικό έφυγε.

Υαλτστιρά  (τα) · α) τα μάτια β) τα παράθυρα. Υάλτσι τα μουχούσας τα υαλτστιρά = Πρόσεξε τα μάτια της κυράς.- Του ίσιασιν ου κούδας του υαλτστιρό= Το έσπασεν το παράθυρο ο μάστορας.

 

Φ.

Φαγάνις (οι) ·οι δικηγόροι μα και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Θέλ΄να τς ράξς τ' φαγάνα να φάη κι μιτά να σ' αθουώσ' = Πρέπει να ξοδιάσης, να σου φάη πολλά  λεφτά ο δικηγόρος.

Φαρμακώνου· όπως ντιρλικώνου·τρώγω. Φαρμακών΄ ένα κιjαμέτ = Τρώει πάρα πολύ.

Φόγγου  (η) · η φωτιά.

Φουραδίτκα (τα) ·τα καυσόξυλα , μα και τα ξύλα της οικοδομής. Ια  τα φουραδίτκα τόκουψαν προικιά = Για τα ξύλα του έριξαν πρόστιμο.

Φτιρουτή (η)· η αρνίθα. Κουρδώθκιν η φτιρουτή = Ψόφησε η αρνίθα.

Φράγκους· στη φράση· Τουν έφκιασαν Φράγκουν = Τον θύμωσα πολύ, πάρα πολύ.

Φρέ'σκου  (του)· η φυλακή. Τουν έβαλαν στο φρέσ'κου = Τον έβαλαν στη φυλακή.

Φσω· α)έχω, β) είμαι. Φσάου γκατζιορ'  = Έχω χρήματα. -Φσάει όρματ' η μουχούσα = Είναι ωραία η κυρία.

 

Χ.

Χήνα (η) [ιδέ πλατανόφλλου] το χιλιάρικο χαρτονόμισμα. Αν μανέψς καναδυό χήνις, μλωντς = Όταν σου δώσουν μερικά χιλιάρικα, ησυχάζεις.

Χουζούρου (η) · η βροχή. Η χουζούρου μας έφκιασιν λούστρα = Η βροχή μας κατάβρεξε.

Χουχούτς (ου) · ο άμμος.

Χουρεύου · δέρνω.

 

Ψ.

Ψουρουκώστινα · α) η φτωχολογιά, η τάξη των εργατών  β) η Ελλάδα. Υαλίζ' να τσλιζ' η ψουρουκώστινα τα κουδαρίτκα = ενδιαφέρονται οι αργάτες να ξέρουν τα κουδαρίτικά

 

(Η παρούσα εργασία εγένετο εν  έτει 1933 εν τω Λαογραφικώ φροντιστηριω του  Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης [Σ.τ.Δ.].)