Για τη δημιουργία αυτού του βιβλίου, ιδιαίτερα πολύτιμες πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό, μου πρόσφερε ο θείος μου Λεωνίδας Γκουτζαμάνης, στη μνήμη του οποίου το αφιερώνω.
 Ανεξάντλητες πηγές και οι θείοι μου, Παύλος Γκουτζιαμάνης, Λεωνίδας και Αρετή Κούγια. 
 Επίσης, με βοήθησαν με ενδιαφέρουσες διηγήσεις οι συγγενείς μου Παντελής Τζώνος, Θεοδώρα Τζώνου-Κουκουλιάτα, Χριστίνα Αλεξίου, Θωμαή Αλεξίου-Αστεριάδου, Τανούλα Αλεξίου-Ντιό και οι φίλες και γειτόνισσές μου στη Σιάτιστα, αδελφές Περιστέρα, Μαρία και Βασιλική Γρίντζια, καθώς και η Ζωή Σαπνάρα.
 Τους ευχαριστώ πολύ για την προσφορά τους.
 Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, υπάρχει γλωσσάρι με σιατιστινές λέξεις, εκφράσεις, καθώς και κάποιους ιδιωματισμούς. Η απόδοσή τους έγινε σύμφωνα με το νόημα που έχουν μέσα στο κείμενο. 

Σουζάννα Παπαναούμ-Σιάπαντα

 Ο Γιάννης Σιώπης -αργότερα παπα-Σιώπης- μπήκε στο δωμάτιο κι ακούμπησε το καλάθι πάνω στο τραπέζι. Τελειώνοντας τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο, πέρασε και το πήρε από κάποιον γνωστό του που έφτασε εκείνη τη μέρα απ'την Κοζάνη.
 Κρέμασε το παλτό και το καπέλο του και φόρεσε τις παντόφλες του. Πήγε στο νιπτήρα κι έρριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Τώρα ένιωθε καλύτερα, ύστερα από μια κουραστική μέρα στη Θεολογική Σχολή. Πλησίασε στο τραπέζι κι άρχισε να ξηλώνει το ραμμένο με σακοράφα πανί που σκέπαζε την επιφάνεια του καλαθιού. Γαργαλιστικές μυρωδιές άρχισαν να φτάνουν στα ρουθούνια του.
 Σε λίγο έφτασε κι ο Λεωνίδας Παπαπαύλου, ο αδερφός της Μαριγώς. Ήταν φίλοι, συμφοιτητές και συγκάτοικοι. Μόλις ετοιμάστηκε κι αυτός, έστρωσαν το τραπέζι, σερβιρίστηκαν κι απόλαυσαν ένα θαυμάσιο γεύμα.
 Η οικογένεια του Γιάννη έμενε στην Κοζάνη. Είχε κάποια οικονομική άνεση και του έστελνε συχνά τέτοια καλάθια με τρόφιμα: κεφτέδες, κιχιά, τυρί, πίτες και διάφορα άλλα καλούδια που τα μοιράζονταν με τον φίλο του.
 Ο Λεωνίδας πάλι για να του τα ανταποδώσει, τον καλούσε όταν είχαν διακοπές στη Σιάτιστα όπου τους περιποιούνταν οι τρεις αδελφές του.
 Σ' ένα από αυτά τα ταξίδια, ο Γιάννης πρόσεξε τη μεγαλύτερη, τη Ζωίτσα που ήταν τότε δεκαέξι χρονών και την ερωτεύτηκε. Δεν είπε όμως τίποτα. Απλά την είχε  διαρκώς στο νου του κι έκανε υπομονή.
 Κάποια μέρα, κατέβηκε για δουλειές στην Αθήνα και τους επισκέφθηκε ο Πάικος, έμπορος από τη Σιάτιστα. Έφαγαν και μετά άρχισαν τη συζήτηση. Μεταξύ των άλλων:
 - Ξερ'ς Λιουνίδα, ιέχου ιένα καλό πιδί ια ν' αδιρφή σ' τ' Ζουίτσα.
 Ο Λεωνίδας χαμογέλασε, τον ευχαρίστησε θερμά για το ενδιαφέρον του και του υποσχέθηκε πως θα ενημερώσει την αδερφή του. Ο Γιάννης όμως ξαφνιάστηκε και φαρμακώθηκε. Βέβαια, εκείνη τη στιγμή δεν είπε τίποτα. Το απόγευμα έφυγε ο φίλος, και μετά βγήκαν κι αυτοί έξω, ο καθένας στη δουλειά του.
 Το βράδυ ο Λεωνίδας επέστρεψε πρώτος στο δωμάτιο. Βρήκε επάνω στο τραπέζι ένα γράμμα και για μια στιγμή τρόμαξε, γιατί φαντάστηκε πως κάτι κακό συνέβη στον φίλο του. Με μεγάλη αγωνία το άνοιξε και διαβάζοντάς το, ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του:
 «Τη Ζωίτσα θα την πάρω εγώ και όχι άλλος», έγραφε επιγραμματικά.
 Όταν αργότερα γύρισε κι ο Γιάννης, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν κι αποφάσισαν τους αρραβώνες. Βέβαια, κι η Ζωίτσα δέχτηκε μ' ευχαρίστηση γιατί ο Γιάννης Σιώπης εκτός από το ωραίο παρουσιαστικό, διέθετε μόρφωση, εξυπνάδα, καλή καρδιά κι ευχάριστο χαρακτήρα. Γρήγορα παντρεύτηκαν κι έτσι η μεγάλη αδερφή εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κοζάνη.
 Στο σπίτι έμειναν για ένα διάστημα μόνες η Μαριγώ κι η Ελένη. Με μεγάλη ευκολία και σχεδόν την ίδια εποχή αρραβωνιάστηκαν κι αυτές. Αύγουστο μήνα η Μαριγώ με τον δάσκαλο Χρήστο Γκουτζιαμάνη και του Αη-Δημήτρη η Ελένη με τον έμπορο Μάρκο Κούγια.
 Για τους αρραβώνες Μάρκου-Ελένης, ήρθε από την Κοζάνη ο παπα-Σιώπης, για να «σταθεί στο πόδι» των γονιών που δεν υπήρχαν πια. Έδωσαν μόνο λόγο, χωρίς να κάνουν επίσημα. Έτσι, δεν επισκέπτονταν τη νύφη στο σπίτι της οι συγγενείς του γαμπρού.
 Τα Χριστούγεννα όμως, την είχε πάρει κεράστρα η Λιόλινα Γκουτζιαμάνη, νύφη του Χρήστου στον αδερφό του κι εκεί πήγαιναν ένας-ένας οι συγγενείς του Μάρκου να την δουν και να την καμαρώσουν: ο παππούς ο Κούγιας, τα παιδιά και άλλοι. Για τις γιορτές των Χριστουγέννων βρίσκονταν στη Σιάτιστα κι η Ζωίτσα. Ήρθε να τιμήσει τον γαμπρό της το Χρήστο.
 Το βράδυ του Αη-Βασιλιού θεώρησε καλό ο αρραβωνιαστικός της Ελένης, ο Μάρκος, να την επισκεφθεί. Βέβαια, όπως διηγόταν αργότερα, η μητέρα του τον είχε συμβουλέψει να μη πάει. Ήξερε τις αρχές των κοριτσιών και ήταν σίγουρη πως δεν θα τον δέχονταν μια και δεν είχαν τους γονείς τους. Αυτός όμως επέμενε.
 Οι τρεις αδερφές σαν νύχτωσε, έκλεισαν την πόρτα με την αμπάρα, ένα κατάγερο δοκάρι που το έλεγαν και «διάδρομο» και καθισμένες δίπλα στο τζάκι, συζητούσαν. Ξαφνικά, «τάκ-τάκ» ακούστηκε το ρόπτρο. Η Μαριγώ πετάχτηκε:
 - Μαρ ισεις, τσκαλνούν! Θα νάνι η Όλγα η δασκάλα κι θά 'ρθιν να κάτσουμι.
 Πήρε τον ινταρέ να της φέγγει κι έτρεξε ν' ανοίξει. Ο ινταρές ήταν μια μικρή λάμπα μόνο με φυτίλι, κρεμασμένη στο εσωτερικό του τζακιού για να μην καπνίζει, αφού δεν είχε λαμπογυάλι. Την είχαν σχεδόν όλα τα σπίτια και την χρησιμοποιούσαν όταν έπρεπε να βγουν νύχτα έξω από το σπίτι, αν ήταν ανάγκη δηλαδή να παν στο μαγειριό, στο αποχωρητήριο ή στην αυλή. Σαν έφτασε στην πόρτα ρώτησε:
 - Ποιός ίνι;
 - ' Αν'ξι Ζουίτσα...και αμέσως διόρθωσε η αντρική φωνή μια και κατάλαβε ποιά μιλάει: άν'ξι Μαρ'γώ, ου Μάρκους είμι.
 Η Μαριγώ χωρίς να πει τίποτα, έκανε αμέσως μεταβολή και βρέθηκε τρέχοντας μέσα στο δωμάτιο:
 - Μαρ ισεις, είπε, ου Μάρκους ίνι μα δεν τ' άν'ξα.
 - Ουρσούσκου! ακούστηκε η φωνή της Ζωίτσας, που την μάλωσε με τον αέρα της μεγαλύτερης. Ήταν ανάγκ μα ν' απουκρ'θείς; Θάρ'σις όμους πως είνι ου Χρήστους. Μ' τώρα τσι θα φκιάσουμι; Αν ινατιαστσεί ου Μάρκους κι διαλύσ ν' αρραβώνα; Ου κακό π' μας βρήκιν!.. είπε και έσφιγγε με αγωνία τις παλάμες της.
 Τελικά δεν άνοιξαν την πόρτα. Παρ' όλες τις ανησυχίες τους, ήταν σίγουρες πως μια και δεν υπήρχαν μέσα στο σπίτι οι γονείς τους, αυτό ήταν το σωστό που έπρεπε να κάνουν. 
 Όσο για τον γαμπρό, μαρμάρωσε ο έρμος να περιμένει, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή, αποφάσισε ν' ανηφορίσει στη Χώρα, στο σπίτι του.
 Όπως διηγόταν αργότερα γελώντας, καθυστέρησε κάμποσο στον ' Αγιο Μηνά. Νόμιζε πως η αργοπορία του θα έκανε τη μητέρα του να πιστέψει ότι τον δέχτηκαν στο σπίτι της νύφης. Όμως εκείνη ήξερε πολύ καλά τι έλεγε.
 Οι τρεις αδερφές δεν ήταν γνωστές στη μικρή κοινότητα της Σιάτιστας μόνο για την ομορφιά και την καλωσύνη τους, αλλά και για το άμεμπτο ήθος τους. Δεν είχαν δώσει ποτέ το παραμικρό δικαίωμα να τις σχολιάσουν. «Είχαμι ιένα όνουμα, δεν ξιέρου πόταπου», έλεγε πολύ αργότερα με καμάρι η Μαριγώ στα εγγόνια της.
 Ο παπα-Παύλος, κατά κόσμον Παύλος Παυλίδης κι η γυναίκα του η Νυμφοδώρα, απέκτησαν πέντε παιδιά: το 1866 τον Λεωνίδα, τον Αλέξανδρο το 1870, τη Ζωίτσα το 1872, τη Μαριγώ το 1878 και την Ελένη το 1880. Στήριξαν την ανατροφή που έδωσαν στα παιδιά τους -αγόρια και κορίτσια-πάνω σε γερά θεμέλια. Οδήγησαν τα βήματά τους στο δρόμο της αρετής και τα δίδαξαν ν' αγαπούν τον Θεό και την Ελλάδα τόσο, που να 'ναι έτοιμα να θυσιάσουν και τη ζωή τους για να τα υπερασπιστούν.
 Δυστυχώς έφυγαν πολύ νωρίς από αυτόν τον κόσμο και δεν πρόλαβαν να γευτούν παρά ελάχιστα τους καρπούς των κόπων τους.
 Τα παιδιά τους όμως, με τον τρόπο που ζούσαν και συμπεριφέρονταν, έκαναν όλους να τα έχουν φωτεινό παράδειγμα και να τα καμαρώνουν.
 
Ο γάμος της Μαριγώς έγινε στις 28 Ιουλίου του 1902, σύμφωνα με τα σιατιστινά έθιμα. Συγγενείς και φίλοι παραβρέθηκαν στην τελετή και έβγαλαν και την καθιερωμένη φωτογραφία. Έτσι η Μαριγώ έγινε αρχόντισσα και κυρά στο σπιτικό της. 
  Δεν άργησε και πολύ η αναγγελία της εγκυμοσύνης της που σκόρπισε χαρά σ' όλο το συγγενολόι μα ιδιαίτερα στο νιόπαντρο ζευγάρι. Ο καιρός κύλησε γρήγορα και τώρα η Μαριγώ είναι στο μήνα της. Όπου να 'ναι θα 'ρθει στον κόσμο το πρώτο της παιδί. Ο άντρας της κι αυτή το περιμένουν ανυπόμονα.
 Τούτο το βράδυ, έπεσε στο κρεββάτι κάπως ανήσυχη. Πονούσε η μέση της και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως ήτανε από τις δουλειές που είχε κάνει όλη τη μέρα. Εν όψει του τοκετού, όλα ήθελε να τα έχει τακτοποιημένα. Δεν ήθελε ν' αφήσει καμμιά εκκρεμότητα.
 Της φαινόταν συναρπαστικό, γλυκό κι απίστευτο το οτι θα γινόταν μητέρα. Την τρόμαζε όμως η αντιμετώπιση του άγνωστου.
 Ο άντρας της δίπλα, κουρασμένος καθώς ήταν, είχε αποκοιμηθεί.
 Δεν πέρασε πολλή ώρα και εμφανίστηκαν οι πρώτοι πόνοι. ' Απλωσε το χέρι της και τον χτύπησε ελαφρά στην πλάτη για να μην τον τρομάξει.
 - Σιούκου Χρήστου, δεν μπουρώ. Έχου σφαϊό. Μ' φαίνιτσι μι τσάκουσαν τα πουνίδια ιά τ' γέννα. Σύρι πε τ' Λιέν ναρθ κι άι τράβα να φερς αγλήγουρα ν' Αγνή.
 Ο Χρήστος δεν ήθελε ν' ακούσει δεύτερη κουβέντα. Πετάχτηκε, έρριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του, ντύθηκε με γρηγοράδα κι αφού είπε στη γυναίκα του να κάνει κουράγιο, τη φίλησε και έχοντας στην καρδιά ανάκατες τη χαρά με την αγωνία έτρεξε να φέρει τη μαμμή. 
 Εκείνα τα χρόνια, όλες οι γυναίκες γεννούσαν στα σπίτια. Βοηθό στη γέννα τους είχαν τη μαμμή. Τη «μπάμπου» όπως την αποκαλούσαν. Φυσικά οι επίτοκες δεν στηρίζονταν στο πτυχίο της, γιατί τέτοιο δεν υπήρχε, αλλά στην πείρα που είχε αποκτήσει από την προκάτοχό της βοηθώντας την στους τοκετούς.
 Σπουδαίες μαμμές της εποχής εκείνης στη Χώρα ήταν η Ρήνα η Μπουλογιάννου, η Θεολογία Γρίντζια κι η Παπαναούμινα.
 Τη Γεράνεια εξυπηρετούσε κυρίως η Αγνή Γράβα. Ήταν μητέρα του διανομέα Μάρκου Γράβα και του τσαγκάρη Μιχάλη Γράβα, γνωστή ως «Αγνή τ' Τιάκα».
 Το κάλεσμα της μαμμής, όταν γινόταν μέσα στο χειμώνα, ήταν ολόκληρη επιχείρηση. Αν το σπίτι της ήταν μακριά, πήγαιναν να την πάρουν με ζώο για να μην κουραστεί και κουβαλούσαν μαζί και ένα-δυο μαγκάλια για να μη κρυώσει στο δρόμο.
 Μόλις έφτανε στο σπίτι της επιτόκου, η μπάμπω «αράντζιν» τη γυναίκα κι ευχόταν «χαϊρλίθ'κα». Μετά της έλεγε να γονατίσει κι άμα το παιδί δεν έβγαινε εύκολα, της έβαζε στο στόμα την άκρη από την «κλώσα» της, ή της έδινε λάδι να «λιγουριάσει» και να ζοριστεί, πράγμα που βοηθούσε την έξοδο του μωρού.
 Το μωρό δεν το έπλεναν, αλλά το αλάτιζε η μαμμή με μια χούφτα χοντρό αλάτι σ' όλο το σώμα και κυρίως στις μασχάλες, στον οφαλό και στα πόδια, «'ια να ψ'θει του δέρμα τ'» και να γίνει σφιχτό και γερό. Μετά το φάσκιωνε από μέσα με βαμβακερά σπάργανα κι απ' έξω με μάλλινα.
 Στη λεχώνα έδιναν κρασοπάπαρα (κρασί και ψωμί) για να δυναμώσει, καθώς και ψητά κρεμμύδια και πράσα για να... κατεβάσει γάλα -όπως πίστευαν.
 Η μαμμή επισκεπτόταν για οκτώ ή δέκα μέρες καθημερινά τη λεχώνα και το μωρό, για να παρακολουθεί την πορεία της υγείας τους.
 Το πρώτο μπάνιο του νεογέννητου γινόταν τρεις μέρες μετά τη γέννησή του. Η μπάμπου, πρώτα έπλενε τη μητέρα και μετά έβαζε το μωρό στην «κουπάνα» για να φύγει το αλάτι. Αυτά ήταν τα «κουλυμπήσια».
 Η μάνα της λεχώνας έστελνε κουλούρα -δηλ. ψωμί στολισμένο με μύγδαλα- γλυκά και ρουχαλάκια για το νεογέννητο. Όλα αυτά καλοβαλμένα σ' ένα κανέστρι. 
 Η μαμμή έβαζε όλα τα παιδιά που βρίσκονταν στο σπίτι να κάτσουν γύρω από το τραπέζι και περνούσε την κουλούρα από πάνω τους χτυπώντας την ελαφρά στα κεφαλάκια τους. Τη στιγμή που αυτή έσπαζε στη μέση, έλεγε η μαμμή ευχαριστημένη πως το νεογέννητο θα έχει γερό κεφάλι, δηλαδή θα είναι υγιές.
 Μετά, κάθονταν γύρω από το στρωμένο τραπέζι και οι σπιτικοί και όσοι από τους γείτονες ήταν καλεσμένοι και συνέτρωγαν ανταλλάσσοντας ευχές.
 Επειδή την εποχή εκείνη το νερό ήταν λιγοστό, τα σπάργανα που ήταν μόνο «βρεγμένα», δεν τα έπλεναν την πρώτη φορά. Τα στέγνωναν στο τζάκι και τα ξαναχρησιμοποιούσαν. Επόμενο ήταν να συγκαίεται το τρυφερό δέρμα του παιδιού. Για να το ανακουφίσουν, έρριχναν πάνω «σκουληκοφάγωμα», μια σκόνη από σαρακοφαγωμένο ξύλο που έπαιζε το ρόλο της σημερινής πούδρας.
 Σαράντα ολόκληρες μέρες η λεχώνα έμενε στο σπίτι. Υπήρχαν διάφορες δεισιδαιμονίες που δεν επέτρεπαν την έξοδό της νωρίτερα και έπρεπε ν' ακολουθεί μια σειρά «εντολών» για να μη κακοπάθει αυτή και το παιδί της.
 Δεν έπρεπε να «υαλτστεί», να κυττάξει δηλαδή σε καθρέφτη ή να συναντήσει άλλη λεχώνα, γιατί πίστευαν πως θα πέθαιναν τα παιδιά τους. Κι αν συναντιούνταν, έσπαζαν έναν παρά στα δύο κι έλεγαν «να ζήσ κι σένα του πιδί σ',  να ζήσ κι μένα».
 Για να μη ματιαστεί, έδενε το κεφάλι της μ' άσπρο μαντήλι και σε κάποια μύτη του μαντηλιού έδενε μια σκελίδα σκόρδο κι αλάτι. Κάτω δε από το κρεββάτι της έβαζαν μια σκούπα, «μ'τάρια» απ' τον αργαλειό και τη λουρίδα του άντρα της, για να μη «πατήσ' του ίσκιουμα ή στσοιό»  (να μη δεχτούν την επίδραση του ισκιώματος) αυτήν και το μωρό.
 Κι όταν έφτανε το βράδυ, ο άντρας της που γύριζε απ' τη δουλειά, πριν μπει στο σπίτι άφηνε στη μισιά τα παπούτσια του ή το μαντήλι του για να μην επιδράσει στη λεχώνα το ίσκιωμα και χάσει το γάλα της. Για τον ίδιο λόγο θυμιάτιζαν κάθε βράδυ τους χώρους του σπιτιού.
 Οι πόνοι της Μαριγώς στο μεταξύ πύκνωναν. Ο ιδρώτας είχε σχηματίσει κόμπους στο πρόσωπό της. Επιτέλους, ύστερα από κάμποση ώρα που της φάνηκε αιώνας, ακούστηκαν βήματα και ομιλίες στον νουβουρό.
 Ο Χρήστος έμεινε έξω από το δωμάτιο ενώ η κυρα-Αγνή με βοηθό την Ελένη, βρέθηκε γρήγορα δίπλα στην επίτοκο για τα περαιτέρω.
 Η Μαριγώ ήταν τυχερή, γιατί χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα έφερε στον κόσμο στις 27 Ιουλίου του 1903 ένα υγιέστατο κοριτσάκι, τη Μαλαματή. Σαν κουκλίτσα φάνταζε μέσα στη «σαρμάντσα», δίπλα στη μάνα της.
 Η μπάμπου χρειάστηκε να τη βοηθήσει αρκετές φορές ακόμα να «φασκιώσ». Ήταν βλέπεις καρπερή, όπως και οι αδερφές της. Σχεδόν κάθε τρία χρόνια γεννούσε κι από ένα παιδί. Έτσι στα 1906 γέννησε τον Παναγιώτη και το 1907 ακολούθησε η Νυμφοδώρα. Πέθανε όμως αμέσως, κι η Μαριγώ την επόμενη χρονιά, το 1908, γεννά πάλι κοριτσάκι που του δίνουν το ίδιο όνομα. Δυστυχώς όμως το έχασαν κι αυτό αμέσως. 
 Στα 1912 φέρνει στον κόσμο τη Ζωίτσα που ήταν η αδυναμία του πατέρα της. Στα 1915 γεννιέται ο Παύλος και στα 1918 ο Λεωνίδας που ήταν και το τελευταίο παιδί του ζευγαριού, το «σουγκάρ» όπως τον αποκαλούσαν.


 
Η βροχούλα μόλις είχε σταματήσει και ο ήλιος έρριχνε τις τελευταίες χρυσοκόκκινες ακτίνες του στα βουνά που φάνταζαν πεντακάθαρα.
 Στον ουρανό ταξίδευαν αραιά σύννεφα και στα φρεσκοπλυμένα φύλλα των δέντρων έλαμπαν κρεμασμένες οι νεροσταγόνες.
 Ο κυρ-Χρήστος κατέβαινε με γοργό βήμα το δρόμο τούτο το γλυκό φθινοπωρινό απόγευμα. Το βλέμμα του ήταν σοβαρό σε αντίθεση με άλλες φορές που ανταπέδιδε εγκάρδια το χαιρετισμό των συντοπιτών του.
 Έφτασε στο σπίτι και καθώς ήταν νωρίς δεν βρήκε κανέναν. Φόρεσε τις παντόφλες του και αμέσως ανέβηκε στο επάνω πάτωμα και κλείστηκε στο «ουντόπκου». 
 Έτσι έλεγαν το δωμάτιο αυτό, γιατί ήταν μικρό. Οι τοίχοι και  το ταβάνι ήταν βαμμένοι με γαλαζοπράσινη λαδομπογιά. Είχε δύο παράθυρα απ' όπου περνούσε άφθονο φως κι από τα οποία μπορούσε κανείς να ελέγχει άνετα το δρόμο.
 Το χειμώνα το ζέσταινε μια θερμάστρα και τα έπιπλά του ήταν ένα κρεββάτι, ένα γραφείο και δίπλα στη μεσάντρα μια βιβλιοθήκη με αξιόλογα βιβλία. Πολλά από αυτά ήταν αφημένα εκεί από τα αδέλφια της Μαριγώς, τον Λεωνίδα και τον Αλέξανδρο. Βιβλία φιλολογικά, στερεότυπα έκδοσης Λειψίας, Gοettingen, βιβλία βυζαντινής μουσικής και Νομικά παλιών εκδόσεων.
 Αριστερά από τη μεσάντρα υπήρχε χάρτης της Ελλάδας που τον είχε ζωγραφίσει σε μουσαμά με μεγάλη επιτυχία ο ίδιος ο κυρ-Χρήστος, που ήταν άριστος και στη γεωγραφία. Κάποιον τοίχο στόλιζε μια κεντημένη εφημεριδοθήκη.
 Ο δάσκαλος έγειρε την πόρτα, άνοιξε τα χαρτιά που είχε κρυμμένα στην τσέπη του σακακιού του κι άρχισε τη δουλειά.
 Είχε πολύ σοβαρή αποστολή. Του είχαν αναθέσει ν' αποκρυπτογραφήσει μηνύματα αρχηγών του Μακεδονικού Αγώνα και να γράψει μια επιστολή μ' ευαίσθητη μελάνη. Όλα αυτά έπρεπε φυσικά να γίνουν με μεγάλη προσοχή και μυστικότητα.
 Βρισκόμαστε στα 1904. Τότε ήταν που ανδρώθηκε ο αγώνας για τη λευτεριά της Μακεδονικής γης. Βέβαια η σημασία του άρχισε να φαίνεται πολύ νωρίτερα. ' Αρχισε από τότε που ο ρωσικός ιμπεριαλισμός έστρεψε τα βλέμματά του προς τη Μακεδονία για να επιτύχει έξοδο προς το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Η ρωσική  πολιτική για να έχει εξασφαλισμένα τα Στενά, επιθυμούσε μια δυνατή  Βουλγαρία και δεν λυπόταν προκειμένου να το πετύχει, ούτε κόπους ούτε χρήματα.
 Έτσι το 1870 οι Βούλγαροι, που ήταν υπόδουλοι στους Τούρκους, πέτυχαν να ιδρύσουν δική τους ανεξάρτητη εκκλησία, την Εξαρχία, που αποσχίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Ουσιαστικά, ο Μακεδονικός Αγώνας άρχισε μετά από αυτό το γεγονός.
 Οι Βούλγαροι προσπάθησαν να προσηλυτίσουν στην εκκλησία τους, ιδιαίτερα εκείνους τους χριστιανούς που κατοικούσαν στα χωριά της Μακεδονίας και μιλούσαν ένα παρεφθαρμένο γλωσσικό ιδίωμα. Στην αρχή με πειθώ. Έπειτα όμως και με άλλου είδους μέσα.
 Το 1878 σύμφωνα με την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η Βουλγαρία περιελάμβανε όλη τη σημερινή Ανατολική Μακεδονία. Ο ελληνισμός διέτρεξε τότε μεγάλο κίνδυνο αφανισμού. Ευτυχώς όμως, ύστερα από τέσσερεις μήνες, η συνθήκη του Βερολίνου περιόρισε την Βουλγαρία μέσα στα φυσικά της όρια κι απεμάκρυνε τον κίνδυνο.
 Οι Βούλγαροι όμως, υποκινούμενοι από τους Ρώσους πανσλαβιστές, άρχισαν και πάλι δράση εναντίον των Ελλήνων της Μακεδονίας, που εξακολουθούσε να είναι κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Αυτή τη φορά οργανώθηκαν καλύτερα. Το 1890 ιδρύθηκαν οι οργανώσεις των Βουλγάρων κομιτατζήδων που -στην αρχή ήπια, μα γρήγορα με τρομοκρατία- πίεζαν τους Μακεδόνες να αρνηθούν τον εθνισμό και την πίστη τους στο Πατριαρχείο και να ομολογήσουν οτι είναι Βούλγαροι.
 Επειδή συναντούσαν παντού αντίσταση, δολοφονούσαν, ακρωτηρίαζαν, ατίμαζαν και κατέστρεφαν περιουσίες. Έκαναν βιαιοπραγίες ιδιαίτερα σε ιερείς, δασκάλους και προκρίτους.
 Δυστυχώς η επίσημη Ελλάδα λίγα πράγματα έκανε τότε για τη Μακεδονία. Οι λόγοι ήταν ότι αγνοούσε τον σλαβικό κίνδυνο, ασχολούνταν με το Κρητικό ζήτημα και ήταν διπλωματικά απομονωμένη.
 Η κατάσταση στα 1900 είχε φτάσει στο απροχώρητο. Σποραδικά άρχισαν να κινούνται μερικοί ντόπιοι με δικά τους μέσα -που βέβαια ήταν πενιχρά- εναντίον της βουλγαρικής τρομοκρατίας.
 Πρώτος ο Ίων Δραγούμης, το 1903, με τη συνεργασία του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, οργάνωσε την εθνική άμυνα στην περιοχή του Μοναστηριού και της Καστοριάς. από τη χρονιά αυτή, βελτιώθηκε αισθητά η κατάσταση. Αυτό οφείλεται στο ότι η ελληνική κυβέρνηση απέκτησε σταθερότητα κι άρχισε να βλέπει ρεαλιστικά το ζήτημα. Οι ένοπλες δυνάμεις βελτιώθηκαν όπως και η οικονομική κατάσταση του κράτους.
 Την εποχή αυτή ήρθαν και τα πρώτα αξιόλογα αντάρτικα σώματα στην Μακεδονία, σταλμένα από την ελεύθερη Ελλάδα. Πρώτοι έφτασαν κρυφά στη Δυτική Μακεδονία με τη συγκατάθεση του Διαδόχου, ο Παύλος Μελάς, ο Παπούλας κι ο Κοντούλης, για να μελετήσουν την κατάσταση και να υποβάλλουν σχέδιο για δράση.
 Στη Θεσσαλονίκη, το σπίτι του Στεφάνου Δραγούμη ήταν ένα είδος μακεδονικού στρατηγείου, όπου μαζεύονταν κάθε βράδυ τα στελέχη του αγώνα.
 Οι κληρικοί της Μακεδονίας συνεργάζονταν με τους αξιωματικούς και ενίσχυαν με κηρύγματα το φρόνημα των υποδούλων Ελλήνων.
 Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1904 εμφανίστηκε ως αρχηγός ανταρτικού σώματος ο Παύλος Μελάς, με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, που το σχημάτισε με τα μικρά ονόματα του γιού και της κόρης του. Σκοπός του να ενισχύσει το εθνικό φρόνημα των κατοίκων και να οργανώσει την τοπική άμυνα στην περιοχή Καστοριάς για να κινηθεί στη συνέχεια προς το Μορίχοβο του Μοναστηριού.
 Πρωτεργάτης και πρωτομάρτυρας του Μακεδονικού Αγώνα. Όμως, προδομένος από τους βουλγάρους κομιτατζήδες, σκοτώθηκε πολεμώντας ηρωικά τους Τούρκους στις 13 Οκτωβρίου 1904, στο χωριό Στάτιστα, που σήμερα λέγεται Μελάς.
 Να πώς αποδίδει τη θλίψη του για το θάνατό του ο Κωστής Παλαμάς:
                 « Σε κλαίει λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
                   στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ώ παλικάρι.
                   Πανάλαφρος ο ύπνος σου- του Απρίλη τα πουλιά
                   σαν του σπιτιού σου να τ' ακούς λογάκια και φιλιά
                   και να σου φτάνουν του χειμώνα οι καταρράχτες
                   σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.
                   Πλατιά τ' ονείρου μας η γή κι απόμακρη.
                   Και γέρνεις εκεί και σβεις γοργά.
                   Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις και τη φέρνεις
                   σαν πιο κοντά."
 Ο θάνατός του, παρ' όλη τη λύπη που σκόρπισε, τόνωσε τον Ιερό Αγώνα. Απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας ήρθαν νέοι αγωνιστές στη Μακεδονία και πολλοί πρόσφεραν τη ζωή τους για την απελευθέρωσή της. Ο Τέλλος Αγαπηνός ή καπετάν-' Αγρας, ο καπετάν-Κώττας, ο καπετάν-Μητρούσης, ο Βαγγέλης Στρεμπενιώτης κι ο Δημήτρης Νταλίπης ήταν από τους πρώτους οπλαρχηγούς που πότισαν με το αίμα τους τα ιερά χώματα της Μακεδονίας. Τους αγωνιστές βοηθούσαν με κάθε τρόπο οι κοινότητες. Τα σχολεία, οι επιτροπές, τα μοναστήρια, ήταν οι μυστικές βάσεις των ανταρτικών σωμάτων που εκτός από τους κομιτατζήδες είχαν ν' αντιμετωπίσουν και τον τουρκικό ζυγό.
 Όπως στα άλλα μέρη, έτσι και στη Σιάτιστα είχε συσταθεί επιτροπή που πρόσφερε βοήθεια στους πολεμιστές. Μέλος της, που έδρασε ως το τέλος του Αγώνα, ήταν και ο Χρήστος Γκουτζιαμάνης. Μαζί του και πολλοί άλλοι συμπατριώτες του, λαϊκοί και κληρικοί.
 Έργο της επιτροπής ήταν η μύηση προσώπων που με τη συνεργασία τους θα διευκόλυναν τον αγώνα. Ακόμα, η οργάνωση ταχυδρομείου, η μεταφορά όπλων και πυρομαχικών, η προστασία των ανδρών των σωμάτων, ο διορισμός οδηγών, η παρακολούθηση νύχτα και μέρα της κίνησης των στρατιωτικών αποσπασμάτων και η δημιουργία κρυψώνων σε πολλά σπίτια, για να μπορούν να ξεφύγουν οι κυνηγημένοι από τον εχθρό. 
 Η αλληλογραφία μεταξύ των αρχηγών και των κέντρων γινόταν με κάθε μυστικότητα.
 Αρμοδιότητα λοιπόν του κυρ-Χρήστου ήταν η αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων και -όταν χρειαζόταν- το γράψιμο επιστολών μ' ευαίσθητη μελάνη.
 Κάποια στιγμή, απορροφημένος όπως ήταν από την εργασία του, δεν αντιλήφθηκε τη γυναίκα του που στο μεταξύ γύρισε στο σπίτι με το μικρό. Η Μαριγώ το άφησε στο δωμάτιο πάνω στην πρωτιά κι αυτή σιγά-σιγά ανέβηκε με το ανάλαφρο βήμα της να δει τι κάνει ο άντρας της. Τον έβλεπε τελευταία ν' απομονώνεται συχνά.
 Ήξερε οτι τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα για τον ελληνισμό της Μακεδονίας κι ότι ο άντρας της ήταν φλογερός πατριώτης. Περνούσαν λοιπόν από το μυαλό της κάποιες ανάλογες σκέψεις σχετικά με τις δραστηριότητές του. Ήταν σίγουρη πως δεν ήταν δυνατόν να μένει με σταυρωμένα χέρια.
 Όπως είχε εξαφθεί η περιέργειά της, μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο και βρέθηκε πάνω απ' τον ώμο του.
 - Τσι φκιάντς Χρήστου ιδώ;
 Ο άντρας της σαν αίλουρος πετάχτηκε από την καρέκλα του και την έσπρωξε μακριά απ' το γραφείο. Τα μάτια του θύμιζαν συννεφιασμένο ουρανό. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που φέρθηκε στη γυναίκα του απότομα.
 Γρήγορα ηρέμησε και την έστειλε κάτω να φροντίσει το παιδί που είχε αρχίσει να γκρινιάζει.
 Η Μαριγώ το πήρε στην αγκαλιά της, το χάιδεψε κι άρχισε να παίζει μαζί του. Πιάνοντας τα ποδαράκια του και ακουμπώντας ελαφρά εναλλάξ το ένα πάνω στο άλλο, του έλεγε το ανάλογο για την περίπτωση ποιηματάκι:
                      «Τσίκα τσίκα η μπάμπου, έγνισιν η μπάμπου
                        δυο 'δραχτάκια γνιέμα
                        τάβαλιν σ'ην πόλτσα, παν τα κατσικάκια
                        λόζιασαν του γνιέμα
                        πήριν η μπάμπου μια βιργίτσα 
                       τάκα τόνα, τάκα τ' άλλου, τάκα τόνα, τάκα τ' άλλου "
και το μικρό ξεσπούσε σε δροσερά γέλια.
 Το παιδί με τα παιχνιδάκια ησύχασε. Στη συνέχεια η Μαριγώ το έπλυνε, το τάισε και αφού το έβαλε στη σαρμάντσα άρχισε να το νανουρίζει τρυφερά:
                      «Έλα ύπνι απού τ' αμπέλια
                        πάρ τη μπιμπούλα απού τα χέρια
                        σύρτην πέρα στα μαντράκια
                        να κοιμάτι μι τ' αρνάκια
                        να κοιμάτι μι τ' αρνάκια,
                        να ξυπνάει μι τα πουλάκια "
 Σε λίγη ώρα σταμάτησε. Η μικρή είχε αποκοιμηθεί. Η ευδαιμονία ήταν αποτυπωμένη στο ρόδινο προσωπάκι της. 

 

«Ου Κακμέρ'ς» κατέβαινε συχνά στη Γεράνεια. Αγαπούσε πολύ τις ξαδέρφες του. Θυμόταν την ορφάνια που πέρασαν στα παιδικά τους χρόνια, την προστασία που τους πρόσφεραν τότε αυτός κι η γυναίκα του και τώρα χαιρόταν να τις καμαρώνει νοικοκυρές και μάνες, παντρεμένες με καλούς συντρόφους. Έτσι, πήγαινε να πιεί καφέ πότε στη Μαριγώ και πότε στην Ελένη.

            Τούτο το χειμωνιάτικο πρωινό ξεκίνησε από τη Χώρα για τη Μαριγώ. Ήταν ντυμένος χοντρά και στο κεφάλι του φορούσε ρεπούμπλικα. Είχε χρυσή καρδιά αλλά είχε μάλλον...  ασυνήθιστη φυσιογνωμία. Το τσουχτερό κρύο έκανε τα πεταχτά αυτιά του κατακόκκινα. Η μεγάλη του μύτη, παγωμένη καθώς ήταν, θύμιζε μελιτζάνα. Προχωρούσε βιαστικά και ανυπομονούσε να φτάσει στον προορισμό του. Σκεφτόταν το νόστιμο αρμοζούμι που θα έπινε στην αρχή και τον ζεστό καφέ στο κατόπι.

            - Καλ'μέρα Μαρ'γώ. Πώς είστι;

            Η Μαριγώ τον δέχτηκε με χαρά:

            - Κάλως καμς Παναϊώτ, είπε με χαμόγελο και τον οδήγησε στο ζεστό χειμωνιάτικο.

            Μετά πήρε μια ωραία κούπα που της είχε φέρει ο αδερφός της Λεωνίδας από ένα ταξίδι του στη Βιέννη. Είχε σκούρο μπλε χρώμα και ήταν στολισμένη με ανάγλυφα χρωματιστά λουλούδια.

            Κατέβηκε στο «μαγαζί» και τράβηξε ίσια στο καδί. Πρώτα ανάσυρε την αρμιά. Έβγαλε δηλαδή το κουφοτύλι και άφησε να τρέξει αρκετό αρμοζούμι σε μια κατσαρόλα. Μετά το ξανάρριξε στο καδί. Μ' αυτόν τον τρόπο ανακατεύτηκε καλά. Στη συνέχεια γέμισε την κούπα, έρριξε ελάχιστο πιπέρι και του την πρόσφερε. Ο Παναγιώτης άρχισε να ρουφά με θόρυβο το νόστιμο ζουμί και δε χρειάστηκε πολλή ώρα για να το τελειώσει.

            Η Μαριγώ ήταν απασχολημένη με κάτι στη μεσιά, όταν άκουσε το θορυβώδες ρέψιμό του: «γκρρρ..., γκρρ...!» έκανε δυο φορές, τη μια πίσω από την άλλη, και συμπλήρωσε:

            - Να ζή'εις αξαδέρφ ,  θαραπαύ'κα! Ήταν μιγαλείου, πραγματ'κό ηλιάτς ! Ξέρ'ς όμους τσι άλλου χρ'άζουμι;

            - Τσι μπρε Παναϊώτ ;

            - Ήρθα κουλουκούρ'στους, ιατσί μού 'πιν ου Χρήστους πως ίφιριν 'που του σκουλειό ιδώ στου σπίτ' σας ιά λίγου τ' μηχανή 'που του κούριμα. Πε τ' Μαλαματή σ' να μ' τα παρ' τα μαλλιά μ' ψίχα μι ν' ψιλή.

            Πριν προλάβει η Μαριγώ να πει οτιδήποτε, απάντησε ο Παναγιώτης που μόλις είχε μπει στο δωμάτιο και άκουσε τα λεγόμενά του:

            - Ιγώ θα στα πάρου θειέ! Η Μαλαματή δεν είνι ιδώ. Κάτσι σι τούν ν' καρέκλα.

            Στρώθηκε ο έρμος, έσκυψε το κεφάλι του και αφέθηκε στα χέρια του ανιψιού του. Εκείνος, οδηγούσε τη μηχανή του κουρέματος πάνω απ' το σβέρκο, πίσω και πάνω από τ' αυτιά και κρυφοχαμογελούσε.

            Η Μαριγώ στο μεταξύ πλησίασε στο ντουλάπι όπου είχε τα χρειαζούμενα για την παρασκευή του καφέ. Λογάριαζε να τον πιει παρέα με τον εξάδελφό της, μόλις θα ήταν έτοιμος.

            - ' Αιντζι θειέ, μι τις υγείις σ'! είπε ο Παναγιώτης και έκανε νόημα στη μητέρα του να ρίξει μια ματιά στο κεφάλι του κουρεμένου. Η καημένη η Μαριγώ για μια στιγμή σάστισε. Έχασε τη μιλιά της και συγχρόνως της ήρθε ένας καταρράχτης από γέλια απ' το θέαμα που αντίκρυσε:

            Το κεφάλι του ξαδέρφου της ήταν όλο ξυρισμένο γουλί και στο πάνω μέρος ο «κουρέας», που στο μεταξύ έφυγε τρέχοντας, του είχε αφήσει μια τούφα μαλλιά που τον έκαναν πολύ αστείο.

            Χώθηκε ολόκληρη μέσα στο ντουλάπι γιά λίγο, τάχα για τον καφέ, γέλασε με την ψυχή της και μόλις ξεθύμανε βγήκε και είπε:

            - Ούι μπρε Παναϊώτ ,  τσι σόφκιασιν ου ζ'κακας! Σ'άφκιν πιρτσέν! Καρτέρα,  όπ' νάνι θα 'υρίσ η Μαλαματσή που τ' Λιέν να στα διουρθώσ.

            Κι έφερε να πιουν τον καφέ που στο μεταξύ είχε ετοιμάσει, προσπαθώντας με χίλια ζόρια να κρατηθεί και να μην γελάσει.

            «Φρρ, φρρ» τον απολάμβανε ηχηρά ο ξάδερφός της και -ήρεμος άνθρωπος όπως ήταν- δεν έδινε πεντάρα τσακιστή για το τι συνέβαινε στην κορυφή του κεφαλιού του. Απλά έκανε υπομονή.

            Η Μαριγώ κουβέντιαζε μαζί του, αλλά απόφευγε να τον κοιτά και παρακαλούσε τον Θεό να στείλει το γρηγορότερο την κόρη της, να τη γλυτώσει από αυτό το... μαρτύριο.

Τα Χριστούγεννα, μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης, γιορτάζονταν ιδιαίτερα στο σπιτικό της Μαριγώς,  μια και τον νοικοκύρη τον έλεγαν Χρήστο. Τις δουλειές τις άρχιζε ένα μήνα πριν, για να έχει άνεση χρόνου ώστε να γίνουν σωστά. Την τελευταία εβδομάδα έκαμνε ένα φρεσκάρισμα κι ασχολούνταν κυρίως  με την ετοιμασία των γλυκών.
            Βρισκόμαστε στις αρχές Δεκεμβρίου.
            - Μαρ'γώ! Πού καϊπιώθκις μαρ; Δεν σ' είδα καν κι καν που τσ' χαραή, ακούστηκε η φωνή της φιλενάδας και γειτόνισσάς της Βασιλικής Γούτα.
            - Κόπιασι, κόπιασι! Ιά, ιδώ στου κατώι είμι κι ανασκιρνώ. Να μι συμπαθάς απ' είμι ντιμπντίλ, αλλά ιδώ π' ρουκώθκα...
            - Τσι φκιάντς άχαρ ικεί; Σαν πουλύ τα ξιαγκιδίειζ μ' φαίνιτσι. Ιγώ ίφιρα τα γκιούμια μ' να πάρου μια στράτα νιρό που του πηγάδ'ς. Θέλου να πλύνου τα πανιά 'που ν' υπουδουχή κι μι τα πουλλά τα χουσμέτσια μ' σώθκιν του νιρό απ' είχα μαζουμένου.
            - Να παρ'ς όσου θέλτ'ς Βασιλκή. Κάτσι όμους να φκιάσου ψια καφέν, να πιούμι, να ξιαπουστάσου λίγου κι 'γω. Που τ' χαραή άρχιψα τα χουσμέτσια κι ξιπλατήσκα.
            - Μμ, γλιέπου τσις κουλούριασις κιόλαντς τσ' δλειές. Ισύ πάλι θέλτ'ς να τα μπιτίεις όλα σι μιαν ανάσα, σα να μη είνι κι ταχιά μέρα! Καλά σι λιέει ου Χρήστους σ'νάστρεγ!
            Στο μεταξύ η Μαριγώ είχε βγάλει κι είχε αφήσει σε μιαν άκρη την ποδιά της καθώς και το φακιόλι που προστάτευε τα μαλλιά της από τη σκόνη κι έρριξε λίγο νερό στο πρόσωπο και στα χέρια της.
            - Πού μουρσιώθκις άχαρ Μαρ'γώ; Γλιέπου ιένα πατλιτζιανί σμάδ ουπάν στου μέτουπου σ'.
            - Ιά, καθώς άλ'φα, έκαμα ν' ανασηκουθώ κι στούμ'σα του κιφάλι μ' στου ντιρέκ'. Να σ'πω ν' αλήθεια, ικίν τ' στσιγμή φαρμακώθ'κα 'που τουν πόνου, αλλά μι τ' δλειά τουν αστόησα.
            Η Μαριγώ ετοίμασε τον καφέ και οι δυο αγαπημένες φιλενάδες τον απολάμβαναν κοντά στη φωτιά, ενώ συνέχιζαν την κουβεντούλα τους.
            - Μ' λιές βιάζουμι να μπιτσήσου τα χουσμέτσια. Είνι να μη βιάζουμι; Δεν καρτσιρώ 'που καέναν άλλουν, είπε η Μαριγώ. Όλα 'που τα χέρια μ' πρέπ' να πιράσ'ν. Γκρέμ'σα μι του ξικουρνιαχτήρ' τσ' μπαϊαγκαίοι, άλ'ψα μι κόκκινου χώμα κι βουινιά του κατώι κι έτριψα μι στάχτ τα σ'νιά κι τσ' ταβάδις.
            Δουλειές δύσκολες και κοπιαστικές που οι σημερινές νοικοκυρές και μόνο στη σκέψη τους θα ένιωθαν κουρασμένες. Γίνονταν όμως τακτικά γιατί τα Σιατιστινά σπίτια έπρεπε ν' αστράφτουν από καθαριότητα.
            Τούτη τη μέρα η κυρα-Μαριγώ είχε αποφασίσει ν' ασχοληθεί με τα μέρη του σπιτιού που δεν ήταν εκτεθειμένα σε κοινή θέα. Αυτά ήταν το κατώι, το μαγαζί και το μπουντρούμι.
            Αυτοί οι χώροι βρίσκονταν στο ημιυπόγειο που είχε δύο επίπεδα. Στο ένα ήταν το κατώι και το μπουντρούμι και στο άλλο -δυο σκαλιά χαμηλότερα- το μαγαζί.
            Στο εσωτερικό του σπιτιού οδηγούσε μια ξύλινη πόρτα με υπέρθυρο παράθυρο. Ήταν ασφαλισμένο με σιδεριά που σχημάτιζε τετράγωνα και φώτιζε τη σάλα. Το κατώι ήταν πολύ μεγάλο και βρίσκονταν ακριβώς απέναντι από αυτήν την πόρτα.
            Αριστερά ήταν τοποθετημένα μεγάλα βαρέλια, τα βαένια. Σ' ένα από αυτά διατηρούσαν φρέσκο το ψωμί, αφού η Μαριγώ ζύμωνε μια φορά την εβδομάδα. Τ' άλλα ήταν συνήθως άδεια και χρησιμοποιούνταν περιστασιακά.
            Δίπλα στα βαένια, υπήρχε η μεγάλη βαρέλα με «τουν λάγκιρου» -ξέπλυμα κρασιού ελαφρύ- που συνήθιζε να πίνει πότε-πότε από λίγο η νοικοκυρά.
            Ακριβώς απέναντι από την πόρτα του κατωγιού ήταν το πατητήρι των σταφυλιών, το πουστάβι. Δεξιά από αυτό, ήταν το μπουντρούμι που φωτίζονταν από ένα παράθυρο που έβλεπε στο μέρος της αυλής όπου ήταν το πηγάδι. Σ' αυτό τοποθετούσαν τα μεγάλα σε μήκος ξύλα, τα σαρανταπορίσια, για το τζάκι, καθώς επίσης και τα κάρβουνα  Στον χώρο αυτό υπήρχαν και ξύλα κομμένα, που τα χρησιμοποιούσαν μόνο όταν άναβαν τη σόμπα. Αυτό γίνονταν συνήθως όταν είχαν επισκέπτες.
            Μέσα στο μπουντρούμι, λίγο πιο πέρα από τα κάρβουνα, υπήρχε ένας χώρος με χώμα αφράτο. Τον είχαν για να «φυτεύουν» τα πράσα τον χειμώνα. Μ' αυτόν τον τρόπο μπορούσαν να τα διατηρούν για αρκετό διαστημα σε καλή κατάσταση, γιατί δεν πάγωναν.
            Σ' όλο το κατώι ήταν κρεμασμένα τα σινιά -σε διάφορα μεγέθη- όπου γίνονταν οι πίτες, ταβάδες όπου έφκιαναν κυρίως τα γλυκά του κουταλιού, γκιούμια, γκιουμόπκα, χαρανιά, λιγκέρια κλπ. Επίσης υπήρχε και μια πόλτσα  όπου η Μαριγώ τοποθετούσε τις πλάκες του άσπρου και πράσινου σαπουνιού.
            Το μαγαζί βρίσκονταν ακριβώς κάτω απ' το χειμωνιάτικο. Ένα παραθυράκι με σιδεριά που βρισκόταν ακριβώς κάτω από το παράθυρο του χειμωνιάτικου, άφηνε να περνά μέσα το φως της ημέρας   Εδώ υπήρχαν του Αβραάμ και του Ισαάκ τ' αγαθά:
            Βαλμένα με τάξη τα κιούπια που περιείχαν καρύδια, αμύγδαλα, αλεύρι, καθώς και το καδί -ξύλινο βαρέλι- όπου κρατούσαν την αρμιά. Επειδή ήταν πολύ δροσερός χώρος, έπαιζε τον ρόλο ψυγείου. Έτσι, εδώ κρεμούσαν από ένα σιδερένιο τσιγκέλι το κρέας για κάποιο μικρό διάστημα, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να χαλάσει. Σε κάποια γωνιά υπήρχε κι ένα κούτσουρο χοντρό που πάνω του το κομμάτιαζαν με το μπαλτά.
            Στο φανάρι με τη σίτα, η κυρα-Μαριγώ έβαζε κατά κανόνα τα εκλεκτά γλυκά του κουταλιού που έφκιανε με τα χέρια της. Τα κλείδωνε και στη συνέχεια έκρυβε το κλειδί. Όμως για ένα διάστημα νόμιζε
            Ώσπου κάποια μέρα, όταν τον έπιασε στα πράσα ακούστηκε αγανακτισμένη η φωνή της:
            - Ουρσούσκου, μ' αντρόπιασις προυχτέ κι μι σύισις! Είπα τσις φιλ'νάδις μ' θα τσις κιράσου καϊσ κι δεν βρήκα ούδι ιένα! Κρίμα ν' τσυράννια μ' μπρε! Στσιέκα να τσακώσου του τσιουμπίδ' κι να ιδείς! Θα σ' μαυρίσου τα κουλιά!
            Ο Παύλος, ευέλικτος λόγω ηλικίας, εξαφανίστηκε γρήγορα από μπροστά της. Μα κι ο θυμός της Μαριγώς, μόλις πέρασε λίγη ώρα, εξαφανίστηκε κι αυτός.
            Επειδή πολλές φορές η εφευρετικότητα του γιού της την έφερε σε δύσκολη θέση σχετικά με τα γλυκά του κουταλιού, προσπαθούσε συχνά να προστατέψει τα εκλεκτότερα από αυτά, κρύβοντας το κλειδί στα πιο απίθανα μέρη. Όμως ο Παύλος μόλις την αντιλαμβανόταν να κατεβαίνει στο μαγαζί φώναζε: «Μητέρα!». Αυτή αφηρημένη έκαμνε το λάθος ν' απαντά κι έτσι αυτός καταλάβαινε σε ποιό σημείο περίπου θα εύρισκε τη νέα κρυψώνα του κλειδιού. Συνεταίρος του πάντα ο Λεωνίδας, απολάμβανε κι αυτός τα αγαθά των...κόπων τους.
            Στο μαγαζί μέσα από το παραθυράκι υπήρχε ένα ράφι. Πάνω του στέκονταν στη σειρά σαν στρατιωτάκια πήλινες στάμνες με διάφορα τουρσιά και άλλες με σταφυλαρμιά.
            Ένα μέρος του μαγαζιού χρησίμευε για ζυμωτήριο. Υπήρχαν σ' αυτό συγκεντρωμένα τα απαραίτητα σύνεργα: η ξύλινη κυλιντρική σκάφη, το πλαστήρι που πάνω του άνοιγαν με τον κλώστη το ζυμάρι σε φύλλα, τα γραφτήρια για τα πρόσφορα, «ου ξύστρους» που μ' αυτόν ξεκολλούσαν το ζυμάρι από τα τοιχώματα της σκάφης, και η πινακωτή.
            Αυτή ήταν κατασκευασμένη από ξύλινα ορθογώνια κομμάτια, τοποθετημένα έτσι, που σχημάτιζαν έξι ή οκτώ ίσα τετράγωνα κουτιά. Το καθένα χωρούσε ποσότητα ζυμαριού που έδινε ένα ψωμί.
            Τη σκέπαζε η Μαριγώ με το πιστιμάλι, τοποθετούσε μέσα τα φρεσκοζυμωμένα ψωμιά και στηρίζοντάς την συνήθως στον ώμο ή στο κεφάλι που το προστάτευε ο «παλουγόδους», τα πήγαινε για ψήσιμο στον «σπ'τόφουρνο» του Τσιαούση ή Χόντα στην αρχή, κι αργότερα στου Τσακνάκη. Έτοιμα πιά, τα ξανατοποθετούσε στην πινακωτή και σκεπασμένα με το τραπεζομάντηλο τα έφερνε στο σπίτι.
            Η μυρωδιά του φρεσκοψημμένου σταρένιου ψωμιού πλημμύριζε τη γειτονιά, γαργαλούσε τα ρουθούνια κι άνοιγε την όρεξη...
  Εκείνο το πρωί του Δεκέμβρη το κρύο ήταν τσουχτερό. Ο ουρανός μπορεί να ήταν καταγάλανος, πίσω όμως απ' το βουνό καλημέρισε τη Σιάτιστα ένας ήλιος με... δόντια.
            Η Μαριγώ βρισκόταν μέσα στο μαγειριό. Φορούσε το «αρνικό» της, μια μακριά ζακέτα δηλαδή, που την ονόμαζαν έτσι γιατί στα πλάγια και στην πλάτη είχε προβιά από αρνί για να κρατάει ζέστη. Τα δύο κάτω μπροστινά άκρα κούμπωναν πίσω για να μη την ενοχλούν όταν έκαμνε τις δουλειές της.
            Το τζάκι που είχε ανάψει για καλά, σκορπούσε τριγύρω αρκετή ζεστασιά. Πάνω στην πυροστιά, στηρίζονταν ένα μεγάλο χαρανί γεμάτο νερό.
            Όλα τα είχε ετοιμάσει από το περασμένο απόγευμα. Δεν ήθελε να χασομεράει. Έβγαλε νερό από το πηγάδι και με τα γκιούμια κουβάλησε δυο-τρεις στράτες ώσπου το γέμισε. Είχε τοποθετήσει από κάτω τσάκνα και ξύλα κι έτσι σήμερα δε χρειάστηκε να βάλει παρά μονάχα ένα αναμμένο κομμάτι δαδί. Η μυρωδιά της ρητίνης πλημμύρισε για λίγο το χώρο. Όσο το νερό ζεσταίνονταν, αυτή καθάριζε τα λαμπογυάλια. Ήταν μια δουλειά που καμμιά νοικοκυρά δεν μπορούσε ν' αποφύγει, αν ήθελε να υπάρχει το βράδυ στο σπίτι επαρκής φωτισμός. ' Ασε που θα την θεωρούσαν ανοικοκύρευτη αν τα έβλεπαν καπνισμένα.
            Κρατούσε στο ένα χέρι το γυαλί της λάμπας, που προηγουμένως είχε βρέξει μέσα κι έξω με νερό. Με το άλλο, έσπρωχνε στο εσωτερικό του ένα πανί που το στριφογύριζε με τη βοήθεια ενός μικρού ξύλου με μεγάλη προσοχή, έτσι ώστε να περάσει από όλα τα σημεία και να τα καθαρίσει, χωρίς όμως να το σπάσει. Πότε-πότε το πλησίαζε στο στόμα της, το χουχούλιζε και το περνούσε πάλι με το πανί. Κάθε τόσο το σήκωνε ψηλά και κύτταζε με προσοχή αν καλοκαθάρισε.
            Το μαγειριό ήταν στο βάθος της μακρόστενης αυλής, ακριβώς απέναντι από την ξύλινη αυλόπορτα που τούτη την ώρα ήταν ανοιχτή. Κάθε βράδυ την έκλειναν με τον διάδρομο που στηρίζονταν σε εσοχές των τοίχων εκατέρωθεν της πόρτας, ενώ κάθε πρωί τον έσπρωχναν προς τη μια πλευρά, ώσπου χάνονταν μέσα στο κούφωμα του τοίχου κι έτσι η είσοδος ήταν ελεύθερη.
            Το μαγειριό ήταν χωρισμένο σε δυο μέρη, που όμως συγκοινωνούσαν με πόρτα. Ο αριστερός χώρος ήταν το κυρίως μαγειριό. Σ' αυτό μαγείρευαν κυρίως το καλοκαίρι. Είχε τζάκι και στην άκρη της «σκούφιας» του, υπήρχε πόλτσα όπου έβαζαν τα κουτιά με τη ζάχαρη και τον καφέ. Στον τοίχο, πιατοθήκες  στολισμένες με κεντημένα πανιά που πάνω τους ακουμπούσαν βαλμένα το  ένα δίπλα στο άλλο τα πιάτα με τις λουλουδένιες παραστάσεις.
            Πάνω από μια χτιστή λεκάνη, κρέμονταν το «μουσλούκι», ένα τενεκεδένιο δοχείο με βρύση, που τους εξυπηρετούσε στο πλύσιμο προσώπων και χεριών. Η πετσέτα που σκουπίζονταν ήταν απλωμένη στο ξύλο μιας «καλημέρας» που απεικόνιζε δυο πολύχρωμα πουλιά.
            Κάτω από τη λεκάνη, πάντα υπήρχε ένας τενεκές όπου μάζευαν τα άχρηστα νερά που όμως γίνονταν χρήσιμα, καθώς τα χρησιμοποιούσαν για το πλύσιμο του αποχωρητηρίου. Σ' όλα τα σπίτια, η θέση του ήταν κοντά στην πόρτα της αυλής, για τον λόγο οτι υπήρχε έλλειψη νερού. Έτσι, δεν άφηναν ούτε σταγόνα να πάει χαμένη.
            Το άλλο μισό μαγειριό χρησίμευε ως αποθήκη. Σε μια γωνιά είχαν στιβαγμένα τα κλήματα που χρησιμοποιούσαν για προσανάμματα. Στον υπόλοιπο χώρο ο αδερφός της Μαριγώς, ο Αλέξανδρος, είχε κατασκευάσει παλιά ένα πρόχειρο λουτρό που το διατηρούσαν. Καθώς είχε ταξιδέψει πολύ, είχε δεί και μάθει πολλά πράγματα. Είχε γνωρίσει τον πολιτισμό και προσπάθησε να χαίρεται τα αγαθά του και στην μικρή πατρίδα του. Αγόρασε λοιπόν μεγάλη μπανιέρα και είπε πώς να του κατασκευάσουν και καταιονητήρα (ντούς).
            Αυτός βέβαια απολάμβανε το μπάνιο, όμως η Μαριγώ κάθε φορά που έβλεπε τη μπανιέρα, θυμόταν τι είχαν τραβήξει με την αδελφή της Ελένη για να μπορεί να λειτουργεί αυτό το λουτρό: αυτές έβγαζαν νερό από το πηγάδι -και χρειάζονταν πολύ για να γεμίσει η μπανιέρα- και το ζέσταιναν στο χαρανί. ' Αλλο άδειαζαν στη μπανιέρα κι άλλο στον τενεκέ που είχε προσαρμοσμένο πάνω του ένα ποτιστήρι. Καθώς ο αδερφός τους πλένονταν πολύ συχνά...δεινοπαθούσαν.
            Στην αυλόπορτα φάνηκε η σιλουέτα της Ευανθίας. Πέρασε με προσοχή το κατώφλι. Όπως ήταν ζιουπκωτή, κατευθύνθηκε στο μαγειριό με αργό βήμα, γέρνοντας μια δεξιά και μια αριστερά. Καλημέρισε τη Μαριγώ και κάθησε σε μια γωνιά περιμένοντας κάτι.
            - Καλ'μέρα Βανθία. Καρτσιέρα μια στσιγμή να σώσου κι τούτου του λαμπουυάλ κι θα σ'φκιάσου τουν καφέν.
            Σε λίγο έβαλε τα λαμπογυάλια σ' ένα πανεράκι και πατώντας προσεχτικά στις πέτρες της αυλής, τα πήγε στο χειμωνιάτικο. Τα τοποθέτησε πάνω στις λάμπες και γύρισε αμέσως στο μαγειριό.
            Η Ευανθία περίμενε υπομονετικά και με μεγάλη ευχαρίστηση πήρε τον ζεστό καφέ από τα χέρια της Μαριγώς, καθώς κι ένα κομμάτι ψωμί.
            - Βρέξι κι κανά λουρί να ψ'χουπιαστσείς, ιατσί έχουμι πουλλές δ'λειές ακόμα να κάμουμι. Τσι θαρρείς...κουλουριάσ'καν οι μέρις. Σι μια βδουμάδα έχουμι Χρ'στούιννα. Και συνέχισε:  σαν μπητίεις, πάρι τσ' γούνα κι σύρι ν'αλείψ' τα τοίχια κατ' απ' τα παραθύρια.
            Η Ευανθία διαμαρτυρήθηκε ελαφρά:
            - Μαρ, Μαρ'γώ, ιά πότσι τά 'φκιασα.
            - Τά 'φκιασις, αλλά η βρουχή πόπισιν προυχτσέ τα τρουτσκάλ'τσιν κι έφκιασιν ουπάνου τς μπασιάδια. Σό 'χω ιδώ έτοιμουν τουν τσινικέ μι τ' μπουιά.
            Πειθήνια η Ευανθία άρχισε το μπογιάτισμα των χαμηλών σημείων των εξωτερικών τοίχων του σπιτιού.
            Η Μαριγώ ασχολήθηκε με κάτι άλλο. Γονατισμένη έκαμνε στη μισιά τα «γράμματα», που τα πρώτα χρόνια από το χτίσιμο του σπιτιού ήταν στρωμένη με πλάκες, όπως κι ένας χώρος έξω από αυτήν. Τα «γράμματα» γίνονταν στα σημεία που ενώνονταν οι πλάκες.
            Η Μαριγώ είχε δίπλα της δύο κουτιά. Το ένα περιείχε μπλέ μπογιά και το άλλο ασβέστη. Με δύο λεπτές βούρτσες έκανε στα σημεία αυτά δύο γραμμές, τη μια δίπλα στην άλλη. Η μπλέ ήταν φαρδύτερη από την άσπρη. Ο σχεδιασμός των «γραμμάτων» γίνονταν σ' όλα τα σπίτια που είχαν πλάκες, και ήταν ένδειξη νοικοκυρωσύνης.
            Κάποια στιγμή, σταμάτησε να πάρει μιαν ανάσα. Βρήκε ευκαιρία η Ευανθία να σταματήσει κι αυτή, για να διηγηθεί στη Μαριγώ κάποια ιστορία -όπως συνήθιζε- έχοντας όμως το χέρι με τη γούνα μετέωρο και με τη μπογιά να στάζει. Πολύ γρήγορα όμως εκείνη την επανέφερε στην τάξη:
            - Δεν γλιέπς μαρ Βάνθου τ' γούνα απ' σιουλναρίζ; Ανάγκαζι! Μην κουτπίζισι! Πρέπ' να σώσουμι αγλήγουρα ιδώια, ιατσί στου κατόπ'  θ'ανιέβουμι ουπάν στ' σάλα κι σν' υπουδουχή. Ισύ θα σφουγγαρίεις του πάτουμα κι τ' σκάλα μι του ζμπλόφ κι γω θ' απιράσου ν' ώχρα.
            - Θά 'χου να λιέου άχαρ Μαρ'γώ ιά τα θ'κά σ' τα σανίδια. Είνι πάντα κίτσιρνα κι λάμπ'ν σαν φλουριά.
            Σε λίγη ώρα ανέβαιναν τη σκάλα που οδηγούσε στο επάνω πάτωμα. Κουβαλούσαν η κάθε μια από ένα τενεκέ ζεστό νερό και κομμάτια από τσουβάλι που έπαιζαν το ρόλο σφουγγαρόπανων.
            Πάνω από τα τελευταία σκαλοπάτια ήταν φτιαγμένο ένα ξύλινο πλάτωμα, στρωμένο συνήθως με ωραίο ασπροκέντημα. Εκεί ετοίμαζαν τους δίσκους πριν τους εμφανίσουν στους επισκέπτες. Τοποθετούσαν σ' αυτούς τα ποτήρια με το νερό, άλλα με το κρασί, τα κουταλάκια, καθώς και το σιόλ που περιείχε τα κομμάτια του γλυκού. Στη συνέχεια κερνούσαν.
            Ακριβώς πάνω απ' τουν «ουντά π' του καντήλ» ήταν ο καλός «ου ουντάς», η υποδοχή. Γωνιακό και φωτεινό, αφού είχε τέσσερα παράθυρα μπροστά που σχημάτιζαν σαχνισί  και δύο προς τη μεριά που ήταν το πηγάδι. Κατά μήκος των παραθύρων είχε μιντιρλίκια στρωμένα με ό,τι καλύτερο διέθετε η νοικοκυρά.
            Το στρογγυλό τραπέζι στη μέση του δωματίου ήταν σκεπασμένο με κεντητό τραπεζομάντηλο και στολίζονταν από μια μεγάλη γυαλιστερή οβίδα πυροβολικού. Την είχαν μετατρέψει σε ανθοδοχείο και είχε μέσα αμάραντα.
            Το ταβάνι πάλι, σωστό έργο τέχνης. Το σχήμα του έμοιαζε με ανοιχτή ομπρέλλα και είχε ζωγραφισμένες διάφορες παραστάσεις με λουλούδια.
            Αριστερά απ' την πόρτα, πάνω στον τοίχο, ήταν αναρτημένες δυο μεγάλες φωτογραφίες των αγαπημένων της αδερφών: του Λεωνίδα και του Αλέξανδρου.
            Στο υπέρθυρο πάλι, καμάρωνε στη φωτογραφία του ο Παύλος Μελάς με την τιμημένη στολή του Μακεδονομάχου και θύμιζε σε όλους, σπιτικούς και επισκέπτες, μέρες λεβεντιάς και εθνικού μεγαλείου.
            Η πόρτα -όπως και όλων των άλλων δωματίων- ως τη μέση ήταν ξύλινη. Στο επάνω μέρος είχε τζάμια για να φέρνουν στο χώρο περισσότερο φώς.
            Το πάτωμα ήταν σκεπασμένο με μουσαμά. Μάλιστα πριν τον στρώσουν, είχαν τοποθετήσει πάνω στα σανίδια παλιά τεύχη της εφημερίδας «Μακεδονικά Νέα»που διάβαζε ο κυρ-Χρήστος. Το παράπονο του μικρού Λεωνίδα -που του άρεζε πολύ το διάβασμα- ήταν οτι δεν τον άφηναν να την πιάσει στα χέρια του γιατί, μια και στη δεύτερη σελίδα αναφερόταν στον διαβόητο Γιαγκούλα, θεωρούνταν ανάγνωσμα «ακατάλληλον δι' ανηλίκους»
            Η Ευανθία, αφού τελείωσε το σχετικά εύκολο σφουγγάρισμα της υποδοχής, βγήκε στην ευρύχωρη σάλα. Η Μαριγώ, πιο ευκίνητη, κάθε τόσο άλλαζε το νερό. Έρριχνε το βρώμικο στο αποχωρητήριο κι έφερνε καθαρό. Κάποια στιγμή κατεβαίνοντας τη σκάλα, ακούστηκε να λέει:
            - Νάχ'ς του νου σ' μα' Βανθία σην πόρτα. Μη ν' αφήκς χαλαμαντάρ. Φουβούμι να μη έρθ' ουπάν καϊένα μ'κρό κι θιλήσ να βγει στου μπαλκόν. Τρεμ' η ψ'χή μ' καθώς δεν έχ ακόμα 'που τρουύρ τα παρμάκια.
            Η μπαλκονόπορτα για ένα μεγάλο διάστημα ήταν μόνιμα κλειστή για ασφάλεια. Το μπαλκόνι στο οποίο οδηγούσε ήταν, για οικονομικούς λόγους, μισοτελειωμένο. Ολοκληρώθηκε πολύ αργότερα, με τη φροντίδα της Ζωίτσας γύρω στα 1933-34, εποχή που ήταν δασκάλα και κέρδιζε χρήματα.
            Γενικά, ήταν φτιαγμένο με μεράκι. Το στόλιζαν ριχτές σιδεριές και τα καλοκαίρια συνήθιζε να κοιμάται σ'αυτό -έφηβος πια- ο Λεωνίδας.
            Η Ευανθία τελείωνε τα τελευταία σκαλοπάτια, όταν ακούστηκε η φωνή της νοικοκυράς:
            - Μαρ Βανθία, ιέλα να φάμι καμμιά δαγκουσιά ψουμί κι να ρ'φήσουμι καμόσα φασούλια! Έβγαλα κι λίγ αρμιά 'που του καδί.
            Εκείνη ανταποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμα. Σε λίγο, με μεγάλη αγαλλίαση μασούσε και κατάπινε το καλομαγειρεμένο φαγητό. Πότε-πότε ρουφούσε και λίγο κρασάκι. Κι όταν καλοχόρτασε και σηκώθηκε να φύγει, η Μαριγώ της έβαλε στα χέρια ένα δέμα.
            - Σόβαλα σ' αυτό του κακάβ ψια φαΐ. Σό 'χου κι ιένα πισνίκ. Πάρτα να πουρέψτι μι τ'ς άλλις του βράδ,  κι εννοούσε φυσικά τις αδερφές της Ευανθίας.
            Το πήρε μ' ευχαρίστηση κι έρριξε στη Μαριγώ ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης. Ενώ πήγαινε προς την εξώπορτα, ακουγόταν η φωνή της να λέει:
            - Υ'ειά στα χέρια σ' Μαρ'γώ. Ου Θός να σας έχ όλνους καλά. Κι να σας τα δίν διπλά κι τρίδιπλα.   
  Σαν άνοιξε τα μάτια της τούτο το πρωινό η Μαριγώ, είδε ότι η προηγούμενη νύχτα άφησε την πλάση σκεπασμένη μ' ένα αφράτο στρώμα χιονιού. Όπως υπολόγισε, το ύψος του θα έπρεπε να φτάνει ως το γόνατο. Σε τέτοια περίπτωση δεν μπορούσε να καταπιαστεί με τις συνηθισμένες δουλειές της ημέρας, αν δεν άνοιγε στην αυλή μονοπάτια που θα βοηθούσαν τους σπιτικούς, τους επισκέπτες και την ίδια, να προσεγγίσουν διάφορους χώρους του σπιτιού. Ήταν μια δουλειά παραπάνω στις τόσες άλλες του χειμώνα.
          Έτσι, αφού ντύθηκε καλά, πήρε το φτυάρι και άρχισε. Πετώντας το χιόνι δεξιά κι αριστερά, άνοιξε διάδρομο προς την εξώπορτα, προς το αποχωρητήριο, προς το πηγάδι και προς το μαγειριό όπου και μπήκε.
         ' Αναψε γερή φωτιά και πύρωσε τα χέρια της, φέρνοντάς τα κοντά στα κούτσουρα που τριζοβολούσαν. Από την πόλτσα που ήταν σχηματισμένη στην άκρη απ' το μπουχαρί -έτσι έλεγαν το σκούφο του τζακιού- κατέβασε ό,τι χρειάζονταν για να ετοιμάσει το καθιερωμένο ρόφημά της. Σαν τελείωσε, έβγαλε έναν στεναγμό ανακούφισης και πήρε το «ντουλάπι». Ο καφές κόντευε να τελειώσει κι έπρεπε πάλι να καβουρντίσει αρκετό, καθώς στο σπίτι της το είδος αυτό είχε μεγάλη κατανάλωση.
           Το ντουλάπι ήταν συσκευή απαραίτητη στα νοικοκυριά της εποχής εκείνης. Το μεταχειρίζονταν για να ψήνουν τους ωμούς κόκκους του καφέ, του κριθαριού, του ρεβυθιού, ώστε ν' αποκτούν νοστιμιά. Αποτελούνταν από ένα κυλινδρικό σώμα από λαμαρίνα που σε κάποιο σημείο είχε ένα πορτάκι. Από εκεί έρριχναν μέσα όση ποσότητα κόκκων ήθελαν να καβουρντίσουν. Από το ένα άκρο του κυλίνδρου, ξεκινούσε ένα σίδερο που κατέληγε σε ακίδα την οποία συνήθως στερέωναν σε κάποια πέτρα στο βάθος του τζακιού. Από την άλλη μεριά ξεκινούσε ένα μακρύτερο σίδερο που στο ελεύθερο άκρο του έσπαζε σε ορθή γωνία και σχημάτιζε το χερούλι που κρατούσε η νοικοκυρά. Ο κύλινδρος με τον καφέ βρισκόταν φυσικά πάνω από τη φωτιά και ήταν κατάμαυρος απ' έξω από τους καπνούς που έβγαζαν τα ξύλα καθώς καίγονταν.
       
Τη στιγμή που η Ευανθία δρασκελούσε το κατώφλι του μαγειριού, βρήκε την Μαριγώ όρθια μπροστά στην κούχνη να γυρίζει το ντουλάπι μερικές φορές δεξιά και άλλες τόσες αριστερά. Κάθε στροφή συνοδεύονταν κι από τον χαρακτηριστικό θόρυβο που έκαναν οι κόκκοι στο εσωτερικό του, καθώς έπεφταν ρυθμικά πάνω στη λαμαρίνα.
            - Καλ'μέρα Μαρ'γώ! Μουσκουβόλ'τσις τουν τόπου μι τουν καφέ σ'! Τσι να σ'πω άχαρ, μό'σπασις τσις μύτσις.
            - Καλ'μέρα Βανθία! Κόπιασι! Αμ δε θα σ' αφήκου ιέτσ. Ιά, θα κλώσου του ντουλάπ 'κόμα καναδυό φουρές κι θα σ' φκιάσου κι σένα ψιά καφέν να ρ'φήεις.
            - Μάαρ, που τ'νύχτα σ'κώθ'κις κι άρχιψις τσις δ'λειές; είπε με αυστηρότητα και θαυμασμό μαζί η Ευανθία.
            - Εμ, ντζε, σήμιρα θα να'χουμι τρανή πρέδα. Θα νάρθ' η Λιέν κι η Βασιλ'κή να φκιάσουμι κι τα σαλιάρια. Ιάτα τα Χρ'στούιννα, ιέφτασαν! Όξου 'που ν' πόρτα ίνι!
            Σε λίγο η Ευανθία απολάμβανε το βούτηγμα του ψωμιού στο μεγάλο φλυτζάνι. Μόλις τελείωσε, πήρε θέση δίπλα στο ντουμπέκ. Αυτό ήταν μια μεγάλη πέτρα ενσωματωμένη στο πάτωμα και είχε σχήμα κυλίνδρου κομμένου εγκάρσια. Εκεί μέσα χτυπώντας τους μ' έναν μεγάλο, βαρύ σιδερένιο στούμπο, μετέτρεπαν τους μόλις ψημμένους κόκκους σε σκόνη.

       Κάθησε σ' ένα μαξιλάρι, έχοντας το ντουμπέκι ανάμεσα στα πόδια της και -πληθωρική καθώς ήταν- κατέλαβε ένα μεγάλο μέρος του χώρου. Πήρε τον στούμπο κι άρχισε να τον χτυπάει γερά. Σε λίγο, έφτασε κι η μικρή κόρη της Μαριγώς, η Ζωίτσα.
         
Ήταν πολύ όμορφο κορίτσι. Είχε αρμονικό, λεπτό σώμα και πρόσωπο με διάφανη επιδερμίδα. Το στόλιζαν έξυπνα γαλανά μάτια, όπου καθρεφτίζονταν η απέραντη καλωσύνη της καρδιάς της. Το πλαισίωναν κυμματιστά, χρυσά σαν στάχυα μαλλιά.
          
Από τον πατέρα της είχε κληρονομήσει κι αυτή -όπως όλα τα παιδιά άλλωστε- την συνήθεια να πειράζει τους γύρω, με διάθεση πάντα να σκορπίζει το γέλιο και τη χαρά. Αφού τις καλημέρισε, άκουσε τη μάνα της να της λέει:
         
- Βόηθα κι συ μαρ Ζουίτσα να μπητίσουμι αγλήγουρα μι τουν καφέ. Ύστσιρα θελ να στουμπίσουμι κι ζάχαρ ιά τα σαλιάρια. Οπ' νάνι θα ναρθν οι άλλις ιά να τα πλάσουμι.
        
Δεν χρειάστηκε ν' ακούσει η Ζωίτσα δεύτερη κουβέντα:
        
- Έλα θειά Βανθία, δωμ' κι μένα τουν στούμπου να σι βουηθήσου.
         
Αφού την ανακούφισε αρκετά, μπήκε κι η σκανταλιά στο μυαλό της. Έτσι κάποια στιγμή της είπε:
         
- Ικατό φουρές θα χ'πας ισύ, ικατό κι γώ.
        
- Ελόγου μ' δεν ξιέρου να μιτρώ τόσα, άχαρ Ζουίτσα.
       
- Μη στινουχουριέσι. Θα μιτρώ ιγώ κι ιά τι σένα.
      
Έτσι άρχισε το χτύπημα η Ευανθία κι η Ζωίτσα μετρούσε «ένα...δύο...τρία...». Όταν έφτασε στον αριθμό εκατό, άλλαξαν. Πήρε τον στούμπο η Ζωίτσα κι άρχισε πάλι το μέτρημα «ένα...δύο... τρία...» μα απ' το εικοσιένα έφτανε αμέσως στο τριάντα, απ' το τριανταπέντε στο πενήντα και πολύ σύντομα ακούστηκε να λέει «εκατό!»  Αυτό το έκανε δυο φορές και σταμάτησε. Κάτι παραξένεψε την Ευανθία, γιατί είπε γεμάτη απορία:
      
- Μα Ζουίτσα, ισύ σάματ αγληγουρότσιρα σωντ'ς του στούμ'ζμα.
       
Η Μαριγώ που στο μεταξύ ετοίμαζε τα υλικά για τα σαλιάρια, κάποια στιγμή το πρόσεξε κι αυτή. Γύρισε, κοίταξε την κόρη της με νόημα και ψιθύρισε:
    
- Τσι να σ'πω άχαρ! Τουν πατέρα σ' τουν όμοιασις κι στου πρόσουπου κι στα χούια...
        
Η Ζωίτσα γελώντας, άρπαξε το βαρύ σίδερο κι άρχισε να χτυπάει με δύναμη τους κόκκους για πολλή ώρα, δίνοντας την ευκαιρία στην Ευανθία να ξεκουραστεί για καλά. Της έφυγε κι ένα βάρος απ'την καρδιά γιατί -όπως και να το κάνουμε- ένιωθε πως την είχε κατά κάποιον τρόπο εκμεταλλευτεί.
         
Συνέχισαν με την ετοιμασία της ζάχαρης. Η Ευανθία την στούμπιζε στο ντουμπέκι κι η Ζωίτσα στο χαβάνι. Η ποσότητα που χρειάζονταν σε γιορτές ή αρραβώνες ήταν πάντα μεγάλη.
        
Με την πολύτιμη βοήθεια της αδερφής της Ελένης και της φίλης της Βασιλικής, που έφτασαν στο μεταξύ, έπλασαν τα σαλιάρια, τα έστειλαν στο φούρνο και μετά το ψήσιμο τα ζαχάρωσαν.
        
Τώρα η Μαριγώ από κεράσματα ήταν ήσυχη. Τα είχε όλα έτοιμα. Εκείνο που της απόμενε να κάνει, ήταν, το πρωί της παραμονής της γιορτής, να στρώσει το σπίτι με τα μαρτίσια κιλίμια και τους διαδρόμους και το χειμωνιάτικο με τον σιντιαντέ που ήταν είδος μικρού ορθογώνιου χαλιού, με έντονα χρώματα. Ύστερα, να στείλει στον παπά τη λειτουργιά που είχε ζυμώσει, τυλιγμένη σε κάτασπρη υφαντή πετσέτα, μαζί με κρασί και λουλούδια.
          
Αυτή η κίνηση γινόταν σε κάθε ονομαστική γιορτή. Μ'αυτόν τον τρόπο τον καλούσε στο σπίτι να ρθει «να υψώσει». Η νοικοκυρά ζύμωνε δυο πρόσφορα. Το ένα το έστελνε στον παπά την παραμονή της γιορτής και το άλλο το τοποθετούσε σε πιάτο κάτω από το καντήλι την άλλη μέρα.
        
Τέλος, είχε ν' αποτελειώσει τα γιορτινά ρούχα των παιδιών. Τα πισμόημιρα, τις μεγάλες γιορτές δηλαδή, φρόντιζε πάντα να φοράνε τα παιδιά της καινούρια ρούχα που μόνη της τα ετοίμαζε. Ένα μήνα πριν, αγόραζε τα υφάσματα και με μεράκι και υπομονή, σαν τελείωνε όλες τις άλλες δουλειές, κάθονταν στο παράθυρο του χειμωνιάτικου και κάνοντας αρκετά νυχτέρια ασχολούνταν με τη ραπτική. Εκεί πάνω ακουμπούσε και τη ραπτομηχανή του χεριού που είχε.
       
Αν και άρχιζε τις ετοιμασίες εγκαίρως, ήταν τόσο πολλά τα πράγματα που έπρεπε να περάσουν από τα χέρια της, που συχνά αναγκάζονταν να ράβει όλη νύχτα για να προλάβει. Έτσι κι αυτή τη φορά, την ώρα που μάζευε βελόνια και κλωστές στο ειδικό κουτί, χτύπησε η πρώτη Χριστουγεννιάτικη καμπάνα. Ήταν φυσικά ακόμα νύχτα. Σε λίγο τους ξύπνησε όλους. Βοήθησε τα παιδιά να ντυθούν όπως πρέπει και μετά ετοιμάστηκε ο άντρας της κι αυτή.
       
Η Μαριγώ σήμερα είναι πολύ περιποιημένη. Δεν φαίνεται ξαγρυπνισμένη. Ίσως την κρατά η υπερένταση για τη μέρα που θ' ακολουθήσει. Όλα πρέπει να γίνουν στην εντέλεια. Είναι ντυμένη με το καλό της από στόφα φόρεμα. Το λαιμό της τυλίγει μακριά χρυσή καδένα σε τρεις σειρές. Οι δυο στολίζουν το στήθος της και η τρίτη είναι πιασμένη στο ολόχρυσο ρολογάκι που έχει στερεωμένο λίγο πιο κάτω απ' τον αριστερό της ώμο. Στ' αυτιά της λαμποκοπούν διαμαντένια σκουλαρίκια. Πάνω απ' το φόρεμα φορά το επίσημο παλτό της το «άλικο». Είναι γαρνιρισμένο με γούνα από σαμούρι. Ο άντρας της φορά κι αυτός το καλό του κοστούμι. ' Ασπρο πουκάμισο με τέλεια κολλαρισμένο γιακά και μανσέττες. Τα παιδιά γύρω τους είναι όλο καμάρι για τα καινούρια τους ρούχα κι η Μαριγώ νιώθει απόλυτα ικανοποιημένη από τη ραπτική της. «Τσήρα τα πώς καπαρντζίζν» σκέπτεται κι ένα αδιόρατο χαμόγελο ζωγραφίζεται στα χείλη της.              
Λίγο πριν ξεκινήσουν απευθύνεται στον άντρα της:
       
- Χρήστου, δωμ καναδυό λιανώματα ιά ν' ικκλησία. Τσοίμασι κι συ στου τζιόπ σ' τσι θα ρίξ' στουν δίσκου -απ' θα σ' αρανίσν ντζε!
        
Το έθιμο ήταν και είναι ακόμα, να περνούν προς το τέλος της θείας λειτουργίας δύο επίτροποι μπροστά από τα άτομα που γιορτάζουν. Ο ένας, μ' ένα ειδικό αγγείο ραντίζει τον εορτάζοντα ή την εορτάζουσα και εύχεται «χρόνια πολλά». Αυτοί με τη σειρά τους ρίχνουν χρήματα για την εκκλησία στον δίσκο που τους προτείνει ο δεύτερος επίτροπος. Βέβαια την εποχή εκείνη, αυτό ίσχυε μόνο για τους άντρες.
      
Η παρουσία της οικογένειας στην εκκλησία κάθε Κυριακή και γιορτή ήταν απαραίτητη. Παρακολούθησαν και σήμερα τη λειτουργία με κατάνυξη και γύρισαν στο σπίτι. Ευχήθηκαν, πρώτη η Μαριγώ τον άντρα της κι ύστερα τα παιδιά με τη σειρά, φιλώντας του το χέρι. Σε λίγο έφτασε κι ο παπα-Λάζος που «ύψωσε». Διάβασε δηλαδή την ευχή για την υγεία του εορτάζοντος και των μελών της οικογένειας. Τον κέρασε η Μαριγώ και μόλις έφυγε κάθησαν να προυιφτούν, να πάρουν δηλαδή το πρωινό τους που αυτή τη μέρα σ' όλα τα σπίτια αποτελούνταν από σαρμάδια, τυρί, ψωμί και λίγο κρασάκι.
          
Μόλις η οικοδέσποινα είχε σηκώσει το τραπέζι, έφτασαν και οι κεράστρες. Η θητεία τους ήταν σ'όλες τις γιορτές τρεις μέρες. Ήταν πάντα ελεύθερα κορίτσια και μόνο μ' αυτόν τον τρόπο τους δίνονταν η ευκαιρία να γνωριστούν με κάποιο νέο και να παντρευτούν. Έτσι συχνά, οι ονομαστικές γιορτές αποτελούσαν την αφετηρία κάποιου γάμου.
       
Όταν οι κεράστρες δεν ήταν συγγενικά κορίτσια, πήγαιναν να τις πάρουν από τα σπίτια τους και σαν τελείωνε η γιορτή, τις πήγαιναν πάλι πίσω «συνοδεία» άνθρωποι από το περιβάλλον του εορτάζοντος. Αυτό δήλωνε τιμή και προστασία.
        
Η Μαριγώ διάλεγε ανεψιές και από το σόι του άντρα της και από το δικό της. Συνήθως έπαιρνε τη Δέσποινα, κόρη του κουνιάδου της Γιώργου Γκουτζιαμάνη, τη Νυμφοδώρα, κόρη της αδερφής της Ελένης, τη Ρήνα τσ' Μπήτινας και τη Χρυσούλα που αργότερα παντρεύτηκε τον Σκούλιο. Έτσι όλοι ήταν ευχαριστημένοι και δεν δημιουργούνταν ποτέ παρεξηγήσεις.
            Σήμερα θα βοηθούσαν τη θεία τους η Δέσποινα Γκουτζαμάνη κι η Νυμφοδώρα Κούγια. Μάλιστα και οι δύο κοπέλλες έφεραν τα δώρα που τους είχαν δώσει οι γονείς τους για τη γιορτή του θείου τους. Από μια μπουκάλα κρασί κι από μια πιατάντζα σαλιάρια η μια και κουραμπιέδες η άλλη. Η Μαριγώ τις οδήγησε στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε σαν ορμητήριο όταν στο σπίτι είχε κάποια γιορτή. Ήθελε να τις δείξει τα κατατόπια και να τις δώσει τις ανάλογες οδηγίες.
            Αυτό το δωμάτιο βρίσκονταν στο επάνω πάτωμα και το ονόμαζαν κελάρι. Φωτίζονταν από ένα μικρό παράθυρο που έβλεπε στο στενό προς το σπίτι του Κούγια και του Γούτα. Είχε νεροχύτη και ράφια με πιάτα, πιατέλες, ποτήρια, δίσκους και άλλα αντικείμενα που χρησιμοποιούσε για το κέρασμα. Σ' ένα ντουλάπι φύλαγε τη ρακή. Αριστερά από την πόρτα υπήρχε ένα φουρτσέλι. Ήταν κασέλα στολισμένη με λεπτά σχέδια καμωμένα με φίλντισι. Στα δεξιά βρίσκονταν ένα μπαούλο. Και τα δύο αυτά κομμάτια ανήκαν κάποτε στον αδερφό της τον Αλέξανδρο. Το μπαούλο το χρησιμοποιούσε για την μεταφορά των πραγμάτων του, ενώ στο φουρτσέλι φύλαγε τη ρεντιγκότα και τα παράσημα που είχε ως πρόξενος.
            Οι επισκέψεις δεν άργησαν ν' αρχίσουν. Συγγενείς, γείτονες, συνάδελφοι του κυρ-Χρήστου έρχονται συνέχεια να δώσουν τις ευχές τους, ενώ οι κεράστρες μπαινοβγαίνουν ασταμάτητα. Προσφέρουν εξαιρετικά γλυκά του κουταλιού, ηλιαστό κρασί στις γυναίκες και απλό κρασί στους άντρες, ξηρούς καρπούς και στο τέλος φέρνουν πιατέλες με παντεσπάνι, μουστοκούλουρα και σαλιάρια. Όσοι δεν μπορούν να τα φάνε εκεί, τα παίρνουν στο σπίτι τυλιγμένα σε κομμάτι εφημερίδας. Ήταν η χαρτοπετσέτα της εποχής και τότε μόνο λίγα σπίτια τη διέθεταν.
            Πίσω απ' τις κεράστρες τρέχουν και οι δύο μικροί και κυττάζουν όλο και κάτι να βάλουν στο στόμα τους. Ο Παύλος δεν παραλείπει βέβαια να πειράζει τον Λεωνίδα, λέγοντάς του οτι είναι ο μόνος από την οικογένεια που γιορτάζει με τα «ξικουρνιαχτήρια» -καθώς η γιορτή του πέφτει πάντα μέσα στις δουλειές της Μεγάλης Εβδομάδας- και τον κάνει να γκρινιάζει και να κλαίει. Αυτό δημιουργεί ένα πρόσθετο πρόβλημα αλλά η Μαριγώ με υπομονή καταφέρνει να επαναφέρει την τάξη και την ησυχία.
            Προς το τέλος, προσφέρονται σαρμάδια, τυρί, κεφτέδες, λουκάνικα και άφθονο κρασί στους στενούς συγγενείς, τους γείτονες και τους συναδέλφους, που ενθουσιασμένοι από την περιποίηση, σιγά-σιγά αποχωρούν κεφάτοι.
         
Τελευταίος φεύγει ο γείτονας, ου Νάσιους τ' Τσακνάκ. Ενώ αποχαιρετά τον κυρ-Χρήστο, σκύβει στον ώμο του και του λέει:
            - ' Αιντι, κι τ' χρον μι υ'ειά! Κι πού'σι! Ν' τριτσ την μέρα λουγαριάζου να σφάξου του γουρούν μ'. Να κουπιάστσι στ' γουρνουχαρά.
            Η «γουρνουχαρά» είναι έθιμο που τηρούνταν στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας -κυρίως τα παλιά χρόνια- την περίοδο των Χριστουγέννων. Έτσι και στη Σιάτιστα, όποιος έτρεφε γουρούνια ή γουρούνι, ανακοίνωνε σε συγγενείς και φίλους την ημέρα που θα έσφαζε το ζώο και τους καλούσε στο σπίτι του. Αυτό γινόταν συνήθως την τρίτη μέρα μετά τα Χριστούγεννα, γιατί τότε οι περισσότεροι τηρούσαν τη νηστεία. Έτσι, τη συγκεκριμένη ώρα, μαζεύονταν οι καλεσμένοι και όσοι πήγαιναν νωρίς, παρακολουθούσαν το σφάξιμο του χοίρου. Μάλιστα, τη στιγμή που ο σφαγέας έσχιζε το λαιμό του γουρουνιού, μπορούσε όποιος είχε πάθηση στα χέρια του να τα βουτήξει στο ζεστό αίμα του χοίρου γιατί έτσι πίστευαν πως θα τα γιατρέψει.
            Στη συνέχεια, ο νοικοκύρης τεμάχιζε το κρέας κι έβγαζε κομμάτια για βραστό, πίττα, σουγλιμάδα, τηγανιά κλπ. Το λίπος του ζώου το έλιωναν και έκαμναν τη λίγδα που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως για πίττες. Τα κομμάτια που έμεναν, πάχη ή ψαχνά, από το λιώσιμο του λίπους ήταν οι τσιγαρίδες. Μέρος του ψαχνού το καβούρντιζαν και το μάζευαν μέσα σε δοχεία από λευκοσίδηρο, που τα σκέπαζαν αφού τα γέμιζαν με λίγδα.. Αυτό το ονόμαζαν καβουρμά.
            Παντού ήταν διάχυτη η γαργαλιστική μυρωδιά ψημμένου κρέατος. Μερικοί όμως, έσφαζαν το ζώο δυο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα και φυσικά δεν άντεχαν στον πειρασμό να δοκιμάσουν τις διάφορες νοστιμιές, παρ' όλο που ήταν νηστεία, επιβεβαιώνοντας το τετράστιχο:

                                     «...κι η γιαγιά δίχους δουντάκια  
                                        
κι ου παππούς μι δυο αμπρουστά
                                         δεν αφήνουν κουμματάκια
                                         απ'του χοίρου τα ψαχνά...»

            Όμως κι ο ίδιος ο χοίρος...λέει με καμάρι («εν τη παιδιοφράστω διηγήσει των ζώων»):

                                        «παστώνουν και φυλάσσουν με
                                         δι' όλου γαρ του χρόνου
                                         και βάζουν με εις το σταμνίν
                                         και μέσα 'ς το πιθάριν»...

            Οι γουρνουχαρές έχουν τις ρίζες τους στα βυζαντινά χοιροσφάγια. Την εποχή εκείνη πάστωναν το χοιρινό και το ονόμαζαν «παστόν κρέας» ή «κουμνιαστόν» ή «κουρουπιαστόν» ή «πασπάλην» που ήταν το πιο λεπτό αλεύρι που κολλούσε στη μυλόπετρα και με το οποίο έτρεφαν τους χοίρους. Οι βυζαντινοί μας έμαθαν τον τρόπο να κάνουμε και τα λουκάνικα, τους «αλλάντας» όπως τα ονόμαζαν τότε, και τους πουλούσαν «κατά συνδεδεμένους δακτύλους». Έτσι λέγονταν τότε οι γνωστές σε όλους μας «θ'λιές».
            Από το κρέας του χοίρου, τα εντόσθια -«εντεροκαρδιοσηκωτοφλέγμονα» τα έλεγαν οι βυζαντινοί- το λαρδί (από το λατινικό laridus=παστός) και ο αιματίας ήταν τροφή των φτωχών και των δούλων γιατί ήταν φθηνά.
            Ο αιματίας ήταν πηχτό αίμα που έκλειναν στο παχύ έντερο και αφού το έψηναν το έτρωγαν, αν και θεωρούνταν βαρύ αμάρτημα από την εκκλησία το «αιματίας εσθίειν».
            Για τους άρχοντες του Βυζαντίου, εκλεκτή τροφή ήταν το «χοιρομέριον» κι όταν τους το έστελναν σε γιορτάσιμη μέρα το θεωρούσαν πολύτιμο δώρο. Στο Βυζάντιο έχουν τις ρίζες τους επίσης και οι σαρμάδες. Τότε τους παρασκεύαζαν με το «Φρύγιον λάχανον» ή «κραμπίν» όπως ονόμαζαν την κράμβην των αρχαίων. Τύλιγαν στα φύλλα που λέγονταν και «φύλλα θρύου» (=φύλλα Φρυγίας κράμβης) κυμά ή ρύζι.
            Στη Σιάτιστα, τότε που τηρούνταν το έθιμο της γουρνουχαράς και που παιχνίδια δεν υπήρχαν, κάθε παιδί κύτταζε πώς και πώς να προμηθευτεί την ουροδόχο κύστη του χοίρου, τη φούσκα όπως την ονόμαζαν. Την έπλενε καλά κι ύστερα τη φούσκωνε και τη χρησιμοποιούσε σαν μπαλόνι. Αν κατάφερνε και να την χρωματίσει, ακόμα καλύτερα. Θεωρούνταν πολύ σπουδαίο γεγονός η απόκτησή της γιατί αν δεν κρατούσε στο χέρι του μια τέτοια την Πρωτοχρονιά ή τα Φώτα, θεωρούνταν ασήμαντο, αμελητέο μπουμπουσιάρ.
            Σαν έφυγε κι ου Νάσιους, η γιορτή έφτασε στο τέλος της. Τα μέλη της οικογένειας, συζητώντας την πρόσκληση για τη γουρνουχαρά, μαζεύτηκαν στο χειμωνιάτικο να ετοιμαστούν για ύπνο.
            Τα δυο μικρά αγόρια αρχίζουν το αγαπημένο τους παιχνίδι. Στερεώνουν τον σιντιαντέ σε τέσσερεις καρέκλες, μπαίνουν από κάτω κι έχουν την ψευδαίσθηση πως βρίσκονται μέσα σε αυτοκίνητο...Η Μαριγώ τ' αφήνει λίγο να χαρούν κι ύστερα τα στέλνει στην κόχη τους. Πέφτει κι αυτή στη δική της, δίπλα στον άντρα της, κουρασμένη αλλά και ικανοποιημένη που με τις ετοιμασίες της ευχαρίστησε όλους όπως έπρεπε.
            - ' Αιντι Χρήστου, νά'μαστσ 'ιροί να 'ιουρτάσουμι τ' όνομα σ' κι τ' χρον! λέει και σε λίγο ταξιδεύει ξένοιαστη πια στον κόσμο των ονείρων.
            Παλιά ο χειμώνας στη Σιάτιστα ήταν πάντα βαρύς. ΄Ετσι κι αυτή τη χρονιά, το χιόνι την είχε τυλίξει για καλά στον άσπρο χιτώνα του.
            Ο αέρας κατηφόριζε ορμητικός τις πλαγιές του Γρίβα και με ανατριχιαστικό σφύριγμα περιδιάβαινε τα σοκκάκια και τις αυλές της και προσπαθούσε να κουρσέψει τη θαλπωρή των σπιτιών περνώντας μέσα απ' τις χαραμάδες.
            Σε πολλά σημεία διέκοπτε την πάλλευκη σιωπή του χιονιού καθώς το σήκωνε ψηλά και στροβιλίζονταν μαζί του, σχηματίζοντας παράξενες χορευτικές φιγούρες.
            Ύστερα έφευγε ξαφνικά, εγκαταλείποντας εδώ κι εκεί χιονένιους σωρούς, που δυσκόλευαν αρκετά την κίνηση ανθρώπων και ζώων.
            Ήταν νωρίς το απόγευμα. Η Μαριγώ είχε τελειώσει τα χουσμέτια και κάθονταν δίπλα στο παράθυρο. Τα δάχτυλά της είχαν βγάλει φτερά καθώς δούλευαν τις βελόνες και το νήμα. Έπλεκε κάλτσες και βιάζονταν, γιατί έπρεπε να βγουν πολλά κομμάτια, μια και η οικογένειά της ήταν μεγάλη.
            Ο Παναγιώτης, ο γιός της, περιεργάζονταν κάποιο παιχνίδι. Τα δύο μικρότερα παιδιά της, ο Παύλος και ο Λεωνίδας, μόλις είχαν τελειώσει ένα από τα συνηθισμένα καυγαδάκια τους και ασχολούνταν το καθένα με τα δικά του.
            Στο κάτω μέρος του δωματίου είχαν τα κασελάκια τους. Εκεί φύλαγαν διάφορα ατομικά τους είδη, τα βιβλία τους και τους ξύλινους μπλε κουμπαράδες τους. Σ' αυτούς μάζευαν χρήματα με στόχο ν' αγοράζουν παπούτσια ή ό,τι άλλο χρειάζονταν σαν έρχονταν μεγάλες γιορτές, όπως το Πάσχα και τα Χριστούγεννα.
            Ο Λεωνίδας ήταν φρόνιμο και υπάκουο παιδί και τηρούσε μ' ευλάβεια τις συμβουλές των γονέων του. Ο Παύλος όμως ήταν πολύ ζωηρός, αληθινό ζιζάνιο. Δεν είχε υπομονή κι από ένα σημείο και πέρα έκανε τακτικά αφαίμαξη στον κουμπαρά του κι αγόραζε καραμέλες ή κανένα ψευτοπαιχνίδι. Συγχρόνως πείραζε και τον αδερφό του αποκαλώντας τον «τριμιντίνα», αφού -όπως του έλεγε- μάζευε τα λεφτά για να «κάμ' κούπτσιουν». Και το παράπονο του μικρού Λεωνίδα ήταν πως ο αδελφός του και απολάμβανε αυτές τις μικροχαρές και, ώσπου να 'ρθουν οι γιορτές, έπαιρνε συγχώρεση απ' τη μητέρα τους κι έτσι, παρ' όλες τις ζαβολιές του, φορούσε κι αυτός καινούρια παπούτσια ή ρούχα, διαθέτοντας μόνο ένα μικρό μέρος από τα χρήματα του κουμπαρά του.
      
Ξαφνικά φάνηκε στην αυλή μια γυναίκα, τυλιγμένη καλά μ' ένα μάλλινο σάλι. Περπατούσε με δυσκολία πάνω στο χιόνι.
            - Κόπιασι Λιέν' ! φώναξε η Μαριγώ που πετάχτηκε να υποδεχτεί την αδερφή της. Αφού χαιρετήθηκαν, την οδήγησε ίσια στο χειμωνιάτικο. Συδαύλισε αμέσως τη φωτιά που έτρεφαν στο τζάκι τα σαρανταπορίσια ξύλα, για να ζωηρέψει. Οι φλόγες που ξεπήδησαν έβαψαν με το χρώμα τους το πρόσωπό της κατακόκκινο.
            - Μμ τσι ανιμοσούργμα είνι αυτό άχαρ; Τσι ψόφους; Πάγουσαν τα φίδια στσις φουλιές τα.
            - Ιέλα, κάτσι σ'μά τ' φουτιά ν' απουλ'θεί του κουρμί σ'. Στέκα να βάλου κι ψια ζιάρ στου μαγκάν να πυρουθούμι καλύτσιρα.
            Είχε δίκιο η Μαριγώ. Χρειάζονταν και η επιστράτευση του μαγκαλιού γιατί οι χώροι ήταν μεγάλοι και ψηλοτάβανοι και το τζάκι ζέσταινε αρκετά μόνο την περιοχή που βρίσκονταν γύρω του. Όσο για τους ανθρώπους, έπρεπε να βρίσκονται πολύ κοντά σ' αυτό για να νιώθουν άνετα.
            Η Ελένη έφερε τα χέρια κοντά στο στόμα της και τα χουχούλισε. Ύστερα έτριψε με δύναμη τις παλάμες της προσπαθώντας να τις ζεστάνει.
            - Ιά, στινουχουρέθ'κα καθώς ήμαν μάναχη μ' κι είπα νάρθου να πιούμι τουν καφέ κι να πούμι κανα μασλάτ να πιράσ η ώρα.
            - Καλά έκαμις. Συλλουιούμαν κι γώ τουν καψου-Χρήστου, πώς θα κατσιέβ που τ'Χώρα μι τι τούτο του τφαν.
            Μπαίνοντας κανείς στο ισόγειο του σπιτιού, συναντούσε τη μεσιά. Στην αριστερή πλευρά και υπερυψωμένο με τρία σκαλοπάτια ήταν το χειμωνιάτικο. Ήταν το πιο λειτουργικό δωμάτιο του σπιτιού. Κρεββατοκάμαρα, μαζί και καθιστικό και γραφείο. Το στόλιζε καλοφτιαγμένο τζάκι που δεξιά κι αριστερά του είχε τις κόχες ή πρωτιές. Ήταν καμωμένες με σανίδια και τις σκέπαζαν στρώματα γεμάτα με βρίζα ή καλαμποκόφυλλα. Κάθε πρωί η Μαριγώ με ειδικές κινήσεις προσπαθούσε να τ'αφρατέψει.
            Πάνω στα στρώματα το καλοκαίρι έστρωναν υφαντές κουβέρτες ενώ το χειμώνα βελέντσες με χοντρά φλόκια.
            Στην πλευρά του τοίχου, υπήρχαν μεγάλα προσκέφαλα ντυμένα συνήθως με βυσσινί δαμάσκο. Η ράχη τους καλύπτονταν με άσπρο χασέ, που την μπροστινή πλευρά του τη στόλιζε όμορφή δαντέλλα που είχαν ετοιμάσει τα άξια χέρια της οικοδέσποινας.
            Αλλά και η επιφάνεια του τοίχου, δεξιά κι αριστερά από το τζάκι, ήταν σκεπασμένη με καμβάδες που πάνω τους είχαν κεντημένα λουλούδια.
            Το δωμάτιο φωτίζονταν από δυο διπλά παράθυρα. Από την άνοιξη κι ως το φθινόπωρο, τ'αγκάλιαζε απ'έξω με την πυκνή καταπράσινη φυλλωσιά της η πιρουγλιά που ξεκινούσε από το κέντρο της αυλής, καθώς ήταν φυτεμένη δίπλα στην καϊσιά. Από μέσα κάτασπρα κουρτινάκια με «κοφτά» περίτεχνα σχέδια και δαντέλλες, εμπόδιζαν αδιάκριτα βλέμματα να περάσουν στο εσωτερικό του δωματίου, αλλά και πρόσφεραν στους επισκέπτες ένα θαυμάσιο θέαμα.
            Καθώς οι τοίχοι του δωματίου ήταν πέτρινοι και φαρδιοί, τα παράθυρα σχημάτιζαν προς το εσωτερικό του δωματίου ένα πλάτωμα αρκετά μεγάλο. Σ' αυτό, στη μια γωνιά βρισκόταν μόνιμα η γυάλινη κανάτα με το νερό, σκεπασμένη με κεντημένο πετσετάκι. Στην άλλη, τοποθετούνταν οι λάμπες πετρελαίου κατά την διάρκεια της ημέρας. Στον υπόλοιπο χώρο, αρέσκονταν να γράφουν και να διαβάζουν τα παιδιά, καθώς εύρισκαν άφθονο φως.
            Η Μαριγώ κατευθύνθηκε στο ντουλάπι όπου φύλαγε τη ζάχαρη, τον καφέ, μα και τα σύνεργα για την παρασκευή του.
            Της άρεζε πολύ ο καφές, ιδιαίτερα όταν τον έπινε με καλή παρέα. Έτσι, αφού έβαλε στο μπρίκι τα υλικά, το τοποθέτησε πάνω στα πυρακτωμένα κάρβουνα του μαγκαλιού. Στη συνέχεια ετοίμασε δυο καναγκαιρίσια φλυτζανάκια σ' έναν ταμπλά. Παρόλο που είχε στην επιφάνειά του σκαλισμένα σχέδια, ήταν σκεπασμένος με το απαραίτητο πλεχτό πετσετάκι. Τον ακούμπησε πάνω στο μεγάλο τραπέζι. Αυτό το τραπέζι το μεταχειρίζονταν κυρίως σαν γραφείο. Όμως είχε και μια άλλη χρησιμότητα. Πάνω του τοποθετούσαν με μεγάλη ευλάβεια τη θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς από το Τσιαρούσινο (Μικρόκαστρο) -μοναστήρι λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Σιάτιστα. Κάθε οικογένεια επικαλούνταν την ευλογία και την προστασία Της και Την φιλοξενούσε μόνο για ένα βράδυ, για να έχουν την ευκαιρία να Την δεχτούν περισσότερα σπίτια.
            Αυτό το έθιμο υπάρχει ως σήμερα, αφού είναι γνωστό πως οι Σιατιστινοί έχουν πολύ αναπτυγμένο το θρησκευτικό αίσθημα. Έτσι, από την Κυριακή της Ορθοδοξίας και ως την Κυριακή των Βαϊων, η Παναγία φιλοξενείται στη Γεράνεια. Από την Κυριακή του Θωμά και ως την Κυριακή της Πεντηκοστής, στη Χώρα.
            Ο καφές στο μεταξύ μοσχομύρισε κι η Μαριγώ έτρεξε να τον προλάβει, μη τυχόν παραφουσκώσει και κοπεί το καϊμάκι του.
            Με τελετουργικές κινήσεις έπιασε «του καφίμπρικου» και άδειασε πρώτα από λίγο στα φλυτζάνια. Μετά αφού τον ξαναφούσκωσε -για να γίνει πιο εύγευστος- τα απογέμισε. Πρόσφερε το ένα στην αδερφή της, πήρε κι αυτή το άλλο και κάθησε στη θέση της. ' Αρχισαν να τον απολαμβάνουν με μικρές, κοφτές ρουφηξιές. Έξω ο αέρας εξακολουθούσε να σφυρίζει.
            - Τσήρα άχαρ Μαρ'γώ τσι καλά ησύχασαν τα μ'κρά. Μια χαρά διαβάζν τα βιβλία τα. Όπους τα γλιέπου τώρα ιά, αδουκήθκα τα θ'κα μας τα μ'κράτσκα. Ν'τσυράννια απ'τράβξάμι καθώς πέθαναν νουρίς οι γουνείδις μας κι απόμναμι μάναχα κουρίτσια.
            - Σώπα κι μούλουνι. Τσυχιρές ήμασταν απ'βρέθκιν ου αξάδιρφός μας ου Παναϊώτς κι μας πήριν κουντά τ'.
            Σωστά μίλησε η Μαριγώ. Πρώτα έχασαν τον πατέρα τους. Μόλις έμειναν μόνες μετά τον θάνατο και της μητέρας τους, τις πήραν στο σπίτι τους στη Χώρα οι συγγενείς τους Παναγιώτης Δούκας ή Δημητριάδης -ου Κακμέρ'ς όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν- και η γυναίκα του η Μπηίνα. Εκεί τις κράτησαν σε οικογενειακό περιβάλλον περίπου δυο χρόνια.
            - Κατόπ, συνέχισε η Μαριγώ αφού κατάπιε μ' ευχαρίστηση τη γουλιά του καφέ που είχε στο στόμα, είχαμι κι τα καλά μας τ'αδέρφια. Αστόησις μαρ πόσου νιάζουνταν ια τι μας κιά οι δυο;
            - Νιαί, δε λιέου, αλλά τσι τα θέλτς τσι τα 'υρέβς, άμα λείπ' η μάνα..... αποκρίθηκε μελαγχολικά η ευαίσθητη Ελένη.
            - Θμούμι τα γράμματα απ' μας έστσιλναν 'που τα Μπιτώλια, εξακολούθησε η Μαριγώ. Κι ου Λιουνίδας κι  Αλιέξαντρους μας ουρμήνιβαν να διαβάζουμι κι να μαθαίνουμι ουρθουγραφία κι καλλιγραφία. Μας έστσιλναν τιτράδια, καλαμάρια, κουντυλουφόρ κι ό,τς άλλου χράζουμάσταν.
            Έτσι ακριβώς ήταν τα πράγματα με τους δύο αδελφούς. Ο Λεωνίδας μόλις τελείωσε το δημοτικό, εξακολούθησε τις σπουδές του στο Μοναστήρι (Βιτώλια) όπου λειτουργούσε κανονικό ελληνικό γυμνάσιο.
            Τον ακολούθησε κι ο Αλέξανδρος που φοιτούσε σε μικρότερη βέβαια τάξη. Πήρε το απολυτήριό του ο Λεωνίδας, μα στο μεταξύ πέθανε ο πατέρας τους. Με την υπευθυνότητα που τον διέκρινε, αποφάσισε ότι τώρα αυτός έπρεπε να φροντίζει τη μητέρα και τ'αδέρφια του. Έτσι δεν γύρισε στη Σιάτιστα. Έμεινε στο Μοναστήρι όπου διορίστηκε δάσκαλος. Εκτός από τα μαθήματα, δίδασκε στα παιδιά τα ελληνικά ιδεώδη και τα μάθαινε τον Εθνικό μας Ύμνο. Ήξερε πόσο κινδύνευε για τις ενέργειές του αυτές, τόσο από τους Τούρκους όσο κι από τους Βούλγαρους, αλλά αδιαφορούσε.
            Επειδή δε ήταν καλλίφωνος και ήξερε από τον πατέρα του σωστά τη  Βυζαντινή μουσική, έγινε και ψάλτης. Με τα χρήματα λοιπόν που κέρδιζε, μπορούσε να συντηρεί την οικογένεια και να βοηθάει οικονομικά στις σπουδές του τον αδερφό του τον Αλέξαντρο που, σαν τελείωσε το γυμνάσιο γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
            ' Αξιζε τον κόπο, γιατί είχε μεγάλη αντίληψη και πολύ δυνατή μνήμη. Έγινε διδάκτορας της Νομικής και για ένα διάστημα δικηγόρησε στην Κοζάνη. Μιλούσε πέντε γλώσσες και ήρθε πρώτος σε διαγωνισμό για το Διπλωματικό Σώμα. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και υπηρέτησε με μεγάλη επιτυχία ως πρόξενος στη Ραιδεστό και ως γενικός πρόξενος στη Ρόδο τιμώντας την πατρίδα του.
            Κι ο Λεωνίδας όμως, καθώς είχε ανώτερη νοημοσύνη και αγαπούσε πολύ τα γράμματα, ήθελε ν'ανεβεί σε ψηλότερες βαθμίδες μόρφωσης. Κατάφερε να πάρει μια υποτροφία του κληροδοτήματος του Σιατιστέως Θεοδ. Μανούση -που ήταν καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών- και πήγε στην πρωτεύουσα να σπουδάσει Φιλολογία.
            Με τα λίγα χρήματα της υποτροφίας συντηρούνταν. Για να μπορεί όμως να βοηθά και την οικογένεια στη Σιάτιστα, πήγαινε σε σπίτια και παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα. Συγχρόνως έψαλλε στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση. Ενώ σπούδαζε όμως, πέθανε και η μητέρα του και την συντήρηση των τριών κοριτσιών, Ζωής, Μαριγώς και Ελένης, ανέλαβε ο Αλέξανδρος που στο μεταξύ με την εργασία του απέκτησε οικονομική άνεση.
            Ο Λεωνίδας αφού πήρε το πτυχίο της Φιλολογίας διορίστηκε καθηγητής πρώτα στη Λάρνακα και μετά στη Λευκωσία της Κύπρου, όπου άφησε άριστες εντυπώσεις. Από την Κύπρο πήγε στη Γερμανία, στη Λειψία, για ανώτατη μόρφωση. Σπούδασε Παιδαγωγικά. Μετά το τέλος των σπουδών του διορίστηκε γυμνασιάρχης και υπηρέτησε έξι χρόνια στην πόλη των Σερρών.
            Την εποχή εκείνη, σκοπό της ζωής του είχε κάνει την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Έτσι, ανέπτυξε μεγάλη εθνική δράση. Πολλές φορές κατέβηκε στην Αθήνα επικεφαλής αντιπροσωπείας και παρουσιάστηκε στον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο. Του εξέθεσε τους κινδύνους που διέτρεχε η Μακεδονία από τους Βουλγάρους, που ενοχλήθηκαν πολύ από αυτές του τις δραστηριότητες και του έστησαν ενέδρα. Τον κατακρεούργησαν στο Λιβούνοβο με άλλους προκρίτους το 1913. Ήταν τότε μόνο 47 ετών.
            Για να τον τιμήσουν, έδωσαν το όνομά του σε μεγάλο δρόμο των Σερρών και η προτομή του στολίζει ένα σημείο της πόλης, κοντά στο Νοσοκομείο. Στο Ηρώο πάλι της ιδιαίτερης πατρίδας του Σιάτιστας, είναι γραμμένο πρώτο το όνομά του στον κατάλογο των ενδόξων νεκρών.
            - Αδουκήθκα τώρα ιά -ακούστηκε να λέει η Μαριγώ- ένα ουραίου βιβλίου μι ροζ φύλλα απ'μούχιν στείλ Αλιέξαντρους. Του χάρ'κα τόσου πουλύ, π'μόλις του πήρα στα χέρια μ' αρχίντσα να του διαβάζου μι όρεξ τρανή. Πουλύ αγλήγουρα, έμαθα απ'όξου του πρώτου του κουμμάτ.
            Κι αμέσως άρχισε:
            «Η Τροία, το πάλαι πόλις ευδαίμων και οχυρά, έκειτο επί λοφώδους χώρας. Περιερρέετο δε υπό δύο ποταμών του Σιμόεντος και του Σκαμάνδρου».
            - Απουρώ μαρ Μαρ'γώ, μι τι σένα. Πώς μπουρείς άχαρ κι τα θμάσι τόσου καλά;
            - Μμμ, ιά κάτσι κι λουγάριασι πόσις φουρές τα διάβασα....Σάματ είχα τότσι κι άλλ' δλειά; Καθώς έκαμνιν η Ζουίτσα μας τα χουσμέτσια, ιμένα μι ξινομούσιν στου σκουλειό, ιά να μη μ'έχ χαϊμανάν, γέλασε η Μαριγώ και συνέχισε:
            - Ούι κακούτσκου, τώρα μούρθιν στου μυαλό κι του χνερ πόπαθα η κατράνου στην πρώτσ ν'ταξ μι τουν έλιγχου απ μας έδουκαν.
            - Ου καλά λιές. Τότι απ δεν σ'άρισαν πουλύ οι βαθμοί σ! Μμ, ισύ ήσαν καλή στα γράμματα. Τ' αγαπούσις. Σι θμούμι όλου κάτ να γράφς κι να διαβάειζ.
            Πολύ καλά θυμόταν η αδερφή της η Ελένη. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθαν στο σπίτι του Ιωνά του καλόγερου. Ήταν το πρώτο σχολείο που λειτούργησε στη Σιάτιστα, όπου τα παιδιά εκτός από τις γνώσεις που αποκτούσαν, έπαιζαν και έτρωγαν. Εκτός από τα βιβλία, κουβαλούσαν και το ψωμί τους.
            Κουδούνι δεν είχε για να σημαίνει την έναρξη και λήξη των μαθημάτων. Κατά το μεσημέρι, έβγαιναν μια-δυο γειτόνισσες και φώναζαν «ήρθιν η ώραα!». Έτσι καταλάβαιναν ότι έπρεπε να σχολάσουν.
             Δασκάλα της Μαριγώς, που της έδωσε τα πρώτα φώτα της μάθησης, ήταν η Ναούμινα τ' Λιούτσια (Βασιλική Νεράντζη).
            Επειδή όμως την εποχή εκείνη το σχολείο είχε μόνο τέσσερεις τάξεις, η Μαριγώ παρακολούθησε για τρία συνεχή χρόνια τα μαθήματα της τετάρτης τάξης, γιατί της άρεζε να βρίσκεται στο σχολείο. Όλο και κάτι καινούριο μάθαινε. Έτσι έγινε ξεφτέρι. Μάλιστα τη δεύτερη χρονιά την έφτασε η φίλη της Βασιλική Σαλιάγα-Γούτα που ήταν ένα χρόνο μικρότερή της και την τρίτη, έγιναν συμμαθήτριες και με την αδελφή της Ελένη, που ήταν δύο χρόνια μικρότερή της.
            Η κυρα-Μαριγώ ως τα γεράματά της προσπαθούσε να ξεδιψάσει το πνεύμα της. Τη Σύνοψη δεν την αποχωρίζονταν. Την είχε μάθει σχεδόν απ' έξω.
            Όταν οι εγγονές της άπλωναν πάνω στο τραπέζι τα τετράδια και τα βιβλία τους για να προετοιμαστούν για το σχολείο, η Μαριγώ άνοιγε με θαυμασμό τα μάτια της. Τις καλοτύχιζε που μάθαιναν τόσα πολλά και «σημαντζκά» όπως έλεγε και όλο έπαιρνε κάποιο από τα βιβλία για να μάθει έστω «ένα ότς».
            Διάβαζε ακόμα εκκλησιαστικά έντυπα, περιοδικά κι εφημερίδες. Στα τελευταία δε κυρίως χρόνια που είχαν πληθύνει σ'αυτές τα θέματα που είχαν σχέση με διάφορα εγκλήματα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, μόλις διάβαζε κάτι τέτοιο, συνήθιζε να λέει στην κόρη της βλέποντάς την πάνω απ' τα ματογυάλια της:
            - Ούι άχαρ Ζουίτσα, τσι είνι ιτούτα τα μασκαραλίκια απ' ένουντι στουν ντουνιά; Χίλ να λιέν, ήρθιν του σών μας.
            Κι η Μαριγώ, άρχισε να διηγείται «του χνερ»:
            - Τσι να σ' πω μαρ Λιέν; Δεν θμούμι τσι έγινεν τότι κι οι βαθμοί μ' δεν ήταν τόσου καλοί. Ικείνου απ' θμούμι είνι πως ήμαν ιφτά χρουνών κι άντα σκέπ'κα π' χανα ιδούν τουν έλιγχου τ' αδέρφια μας, μ' έπιασιν τέτσοια  μπουρμπουτούρα απ' τουν ξέκ'σα, τουν έφκιασα κουμματσιούλια κι τουν έρξα στου πηγάδ. Θάρσα έφυγιν ιένα τρανό βάρους από ουπάν μ'. Μμ, τόσο μόκουψιν!... Σαν είδα στου κατόπ τα κουμμάτσια να πλιέκν, θιρμοκόπκα! Πήρα τουν κουβά κι άρχιψα να τα χ'πώ ιά να πνιχτούν, αλλά αυτά ικεί! Ούτι ξιέρου πόσου νιρό έβγαλα που του πηγάδ όσου να μπητίσν. ' Ανοιξαν οι πλάτις μ. Κι δεν έφτανιν αυτό, σαν μπήκα αναψουκουκκιντζμέν στουν ουντά, μ' λιέει η Ζουίτσα:  «Πού είνι ου έλιγχους σ' μαρ Μαρ'γώ; Δεν θα μας τουν φερς να ιδούμι τσ' βαθμοί σ' ;»   Γκ-κ  μκ ιγώ...κουμπιάζου-μι...πώς να φανιρώσου τα μύθια απόκαμα! Μι ζόρσιν όμους τόσου η αδερφή μας απ', τ' είχα κι τι να κάμου, τσ' τάπα. Μι τράβξιν ιένα ξιέστρουμα κι γω δεν ξιέρου πόταπου!
            Και το τέλος της ιστορίας βρήκε τις δυο γυναίκες ξεκαρδισμένες στα γέλια.
            - Ούι κακούτσκου, μι τα μασλάτια κι τα καρκάλια πέρασιν η ώρα κι χίρσιν να μουργκίζ. ' Αιντζι να πααίνου. Θα νάρθν ου Μάρκους κι τα πιδιά κι δεν θα μι βρουν στου σπίτ. Μον' στέκα να δέσου καλά τ' μπαρμπούλα μ κι άι να κινήσου. Καλ'νύχτα αδιρφή κι καλό ξημέρουμα.
            - Καλ'νύχτα, κι ναχς του νου σ' στσις γκλύστρις να μη τσακίεις κανά πουδάρ!
            - Μαρ' όσου είνι του χιόν αφράτου δεν έχ ανάγκ. Ταχιά τουν κλιαίν! ' Αντα 'υρίσ ου κιρός κι του φκιάσ σουλότα, τότσι θα μας δυσκουλιέβ στου πιρπάτ'μα.
            Και μ' αυτά τα λόγια δρασκέλισε το κατώφλι της βαριάς αυλόπορτας και τράβηξε για το σπίτι της σφίγγοντας το σάλι γερά πάνω στο κορμί της. Εκείνη τη στιγμή, γύρισαν και οι δύο κόρες της Μαριγώς, η Ζωίτσα κι η Μαλαματή, από κάποιο συγγενικό τους σπίτι.
            Μόλις έφυγε η αδερφή της, η Μαριγώ έβαλε στο τζάκι δυο μεγάλα ξύλα και μπόλικα τσάκνα. Θα ερχόταν ο άντρας της κι ήθελε να βρεί ζεστασιά.
            Ήταν οικογενειάρχης απ' τους λίγους. Πανέξυπνος και πολυτάλαντος. Εκτός από δάσκαλος ήταν ζωγράφος και ψάλτης στις εκκλησίες του Αγ. Νικολάου και των Ταξιαρχών. Ακόμα, ετοίμαζε τα χαρτιά αυτών που ήθελαν να μεταναστεύσουν στην Αμερική κι ήταν και γραμματέας στη Μητρόπολη.
            Αν και την εποχή εκείνη οι μισθωτοί θεωρούνταν πλούσιοι, αυτός έκανε κι όλες τις άλλες δουλειές για να μπορεί να προσφέρει κάθε δυνατή άνεση στην οικογένειά του, που υπεραγαπούσε. Τα παιδιά χρειάζονταν καλή τροφή, ρούχα, παπούτσια, μόρφωση. Προσπαθούσε να μην τους λείψει τίποτα.
            Το χειμώνα καθώς διέσχιζε την ανοιχτωσιά ανάμεσα στη Φούρκα και στον ' Αγιο Μηνά, ερχόταν στο σπίτι παγωμένος και με τα πόδια συνήθως βρεγμένα από τα χιόνια και τις βροχές. Ποτέ όμως με παράπονα. Έμπαινε με γελαστά τα γαλανά του μάτια και πάντα είχε έτοιμο στα χείλη του κάποιο αστείο ή κάποιο πείραγμα.
            Αφού τακτοποίησε το τζάκι η Μαριγώ και έβαλε ξανά μπόλικα κάρβουνα στο μαγκάλι, πήγε να χωρίσει τους μικρούς που εκείνη τη στιγμή άρχισαν να μαλώνουν. Ύστερα πήρε τη λάμπα. Με το άναμμα του φυτιλιού το μεγάλο δωμάτιο γέμισε ίσκιους που διαρκώς άλλαζαν θέση. Τα παιδιά είχαν ξαπλώσει στο στρώμα και τους έκαναν χάζι.
            Μετά έβαλε το φαγητό να ζεσταθεί και τοποθέτησε ανάμεσα στις κόχες μια ξύλινη βάση. ' Ανοιξε το βοηθητικό ντουλάπι που εξυπηρετούσε δυο σκοπούς:
            Ο ένας ήταν ότι οδηγούσε στο χώρο όπου έβαζαν τα βαρέλια με το καλό κρασί. Από δώ έβγαλε το μεγάλο σινί, το τοποθέτησε ανάποδα πάνω στην ξύλινη βάση και το σκέπασε μ' ένα υφαντό τραπεζομάντηλο. Στη συνέχεια, έβγαλε από κει και το κανέστρι με το ζυμωτό ψωμί.
            Ο άλλος ήταν, ότι σε κάποια γωνιά του ακουμπούσε μερικά ξύλα για το πρωινό άναμμα του τζακιού. Σίγουρα ήταν βάρβαρο να βγαίνει πρωί πρωί από το δωμάτιο σε παγωμένους χώρους όπως ήταν το κατώι.
            Σε λίγο ακούστηκαν βήματα στον νουβουρό. Τα παιδιά ξεφώνισαν χαρούμενα. Ήταν ο πατέρας τους. Τον υποδέχτηκε στη μεσιά η Μαριγώ. Μέσα από την πόρτα υπήρχαν κρεμάστρες με βιδωτά τσιγκέλια. Τον βοήθησε να βγάλει το παλτό του και τις γαλότσες του, κι άνοιξε την πόρτα του χειμωνιάτικου.
            Τα παιδιά τον προϋπάντησαν με γέλια κι έπιασαν να του τραβήξουν το βρεγμένο πανταλόνι και να του δώσουν τις παντόφλες. Έβαλαν τα δυνατά τους να τον περιποιηθούν, γιατί μετά το φαγητό υπήρχε...έπαθλο:  από ένα λουκούμι...
            Σε λίγο κάθησαν όλοι γύρω από τον σοφρά, έκαναν τον σταυρό τους κι άρχισαν να τρώνε με μεγάλη όρεξη. Η Μαριγώ δεν είχε ησυχία. Δεν μπορούσε να τιθασέψει την ενεργητικότητά της. Κάθε τόσο σηκωνόταν να φέρει και κάτι. Πότε το νερό, πότε παραπανίσιο ψωμί, περίσσευμα φαγητού...Έτσι ήταν πάντα. Έτοιμη κάθε στιγμή να προσφέρει.
            Ο Παύλος όλο και έδινε στα κρυφά καμμιά μικρή σπρωξιά με το πόδι στο Λεωνίδα κάτω από το σινί. Φοβόταν όμως να ξανοιχτεί περισσότερο, μη του αστράψει «κάν'ας τσιάτος» απ' τον πατέρα του.
            Τούτη η ιερή ώρα του φαγητού τελείωσε με τη διήγηση όσων συνέβησαν στον καθένα στη διάρκεια της ημέρας και με συμβουλές του κυρ-Χρήστου στα μικρά αγόρια.
            Η Μαριγώ σήκωσε το τραπέζι και κατευθύνθηκε στη μεσάντρα όπου έβαζαν παπλώματα, μαξιλάρια, κουβέρτες κι ό,τι άλλο χρειάζονταν για τον ύπνο.
            Ετοίμασε πρώτα την κόχη όπου θα κοιμόταν τα παιδιά, κι αφού τα σκέπασε με στοργή, έκανε πάνω τους το σημείο του σταυρού κι ύστερα ετοίμασε και την δική τους.
            Ετοιμάστηκε και η ίδια, έκανε την προσευχή της και σε λίγο με το σβήσιμο της λάμπας, οι ίσκιοι έγιναν άφαντοι.

Στο άνοιγμα του «παράθυρου» της αυλής του σπιτιού του,  φάνηκε ο κυρ-Γιάννης ο Βανίδης. Ήταν ντυμένος με μαύρο πουκάμισο με λαιμόκοψη και μεγάλα κουμπιά και μ' ένα φαρδύ πανταλόνι, το σαλβάρ'. Στα πόδια φορούσε κοντά άρβυλα και τσιράπια που το τσιραπόσκοινο δεν κατάφερνε να κρατήσει στη θέση τους. Έτσι κρέμονταν άτσαλα γύρω από τους αστραγάλους του. Το κεφάλι του το σκέπαζε ένας μαύρος σκούφος.

            Πριν δρασκελίσει το κατώφλι, έκανε το σταυρό του. Πάντα συνήθιζε να τον κάνει πριν βγει από το σπίτι του. Ύστερα έσκυψε, πήρε το κανέστρι με την πραμάτεια και το ακούμπησε στον τοίχο. Έβαλε στο κεφάλι του τον «παλουγόδο» και με τα δυο του χέρια τοποθέτησε πάνω σ' αυτόν το κινητό μαγαζάκι του, που περιείχε περίπου δεκαπέντε είδη εμπορευμάτων και ξεκίνησε. Κρατούσε καλή ισορροπία και δεν χρειάζονταν τη βοήθεια των χεριών του παρά μόνο όταν παρουσιάζονταν καμμιά πελάτισσα.

            Διαλαλούσε το περιεχόμενο του κανεστριού του στις γειτονιές και καλούσε τις νοικοκυρές να προτιμήσουν....

                                  « Χτένια ιά τα μαλλιά
                                    φόλις ιά τα βρακιάααα...

                                    Κόκκιν' μπουιά

                                    κι παραμάνις ιά τα σκτιά.

                                    Πάρτι γκιλιαντρέοι ιά ράψιμου

                                    κι μέντις ιά χάψιμουουου...

                                    Θυμίαμα ιά τουν θυμιατό

                                    τσιουλέδια ιά τουν αργαλειόοοο...

                                    Πάρτι κουβαρίστρις ιά πλέξιμου

                                    κι μπλίκρις ιά κόψιμουουου...

                                    Έχου σκ'λήκια ιά τα στιβάλια

                                    φότζις, βιλόνια κι κουμπουβέλουνα,

                                    δαχ'λήθρις κι κλουστές ιά κέντημαααα...»

            Και αφού έκανε ένα μικρό διάλειμμα, άρχιζε πάλι από την αρχή.

                Αρκετές ήταν οι γυναίκες που τον τιμούσαν κι έτσι έβγαζε κάποια χρήματα για να ψευτοσυντηρεί την οικογένεια: τη γυναίκα του Αγνούλα, τα δυο παιδιά τους -τον Χαριλάκη και τον Μπήτια- και τις τρεις κουνιάδες του: την Ευανθία που τη φώναζαν Βάνθου, την Μελπομένη -χαϊδευτικά Αλπού- και την Αθηνά ή Νιά. Ήσυχες και καλόκαρδες οι τέσσερεις αδερφές.

            Το πατρικό τους ήταν Γκαργκατσούγια αλλά όπως σχεδόν όλοι οι Σιατιστινοί, είχαν κι αυτές το δικό τους «παρανόμ». Ήταν λοιπόν γνωστές σαν Τρούπτσινις.

            Την εποχή εκείνη στα περισσότερα σπίτια η φτώχεια και η στέρηση ήταν μεγάλη. Έτσι, αρκετές φορές, όταν γύριζε ο κυρ-Γιάννης από την βιοπάλη και άφηνε σε μια γωνιά το κανέστρι για να ξεκουραστεί, οι σπιτικοί εξαφάνιζαν τις μέντες.

            Όλα αυτά τα άτομα, έμεναν στο σπίτι του Λασπά. Η ιστορία λέει πως κάποτε ήταν το πρώτο μητροπολιτικό μέγαρο της Σιάτιστας. Το μεγάλο αυτό σπίτι το είχαν διαιρέσει στα δύο μ' ένα διαχωριστικό στη σάλα. Το μισό ανήκε στις τέσσερεις αδελφές που η κάθε μια είχε ξεχωριστό δωμάτιο, και το άλλο μισό στον Μπλιάγκο. Η σκεπή ήταν κοινή αλλά υπήρχαν δύο είσοδοι.

            Αυτές οι γυναίκες δούλευαν όταν παρουσιάζονταν καμμιά ευκαιρία. Την Ευανθία την έπαιρναν σε μερικά σπίτια για δουλειές. Επίσης, καθάριζε και εκκλησίες. Η Αθηνά φρόντιζε την καθαριότητα του σχολείου ενώ η Μελπομένη ασχολούνταν με τη ραπτική.

            Όλες ήταν ντυμένες με μαύρα φορέματα που το χαρακτηριστικό τους ήταν οι πάρα πολλές πιέτες γύρω-γύρω και φυσικά δεν τις κολάκευαν καθόλου. Παπούτσια δεν είχαν. Φορούσαν παντόφλες, μόνιμα στραβοπατημένες. Πάνω τους έπεφταν ξεχειλωμένα τα τσιράπια τους με τα τσιραπόσκοινα. ΄Οσο ήταν νέες, τα κεφάλια τους τα είχαν ακάλυπτα  Όταν όμως πέρασαν κάπως τα χρόνια, τα έδεναν με μαύρα μαντήλια.

            Κέρδιζαν πολύ λίγα χρήματα κι επειδή δε χόρταιναν ψωμί, καθημερινά βρίσκονταν στο σπίτι της Μαριγώς, όπου απολάμβαναν κάθε είδους υλικά αγαθά αλλά προπάντων την ανθρώπινη ζεστασιά. Πάντα λοιπόν εύρισκαν αφορμές να επιβάλλουν εκεί την παρουσία τους.

            - Μαρ Μαρ'γώ, είνι η Βανθία αυτού; ρωτούσε η Αλπού.
            - Κόπιασι, κόπιασι, την καλούσε η Μαριγώ. Ιδώ ίνι κι πίν' καφέν.

            - ' Αιντζι μαρ, ιέλα σπίτσ ,  την μάλωνε τάχα και αμέσως κάθονταν δίπλα της.

            Σε λίγο ακουγόταν η φωνή της Αγνούλας:

            - Που χάθκέτσι σκουρότρανις; Τσι σκουπόν έχιτσι; Αστόησέτσι πού είνι του σπίτ' σας; και τελειώνοντας τη φράση της στρώνονταν κι αυτή πάνω στην πρωτιά. Τελευταία έφτανε η Νιά:

            - Τσι φκιάντσι ιδώ μαρ ισείς; Μ' άφκέτσι μάναχ' κι σικλιτίσ'κα.

            - Κόπιασι Νιά κι συ να ρ'φήεις ζιστόν καφέν. Ιά, θα σ' κόψου κι σένα μια φιλιότα φρέσκου ψουμί κι ψια τσυρί, να μη σόρθ' άχαρα.

            Κι έτσι συμπληρώνονταν η παρέα και σειρά είχαν πια τα μασλάτια και τα ουσούλια.

            Μόλις χόρταιναν, μια-μια, άρχιζαν ν' αποχωρούν. Με λύπη βέβαια, ιδιαίτερα αν ήταν χειμώνας, γιατί στη Σιάτιστα το κρύο διαρκούσε πολύ και γιατί  δεν είχαν τα μέσα να το αντιμετωπίσουν. Ζεσταίνονταν περιστασιακά, όταν εύρισκαν ξύλα. Μα κι αυτά πολλές φορές δεν μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν με σύνεση. Έτσι, όταν κάποτε ξεράθηκε η μυγδαλιά τους, κουβεντιάζοντας έκαψαν όλα τα ξύλα της σε μια νύχτα και την άλλη μέρα τουρτούριζαν.

            Το σπίτι της Μαριγώς ήταν το καταφύγιό τους. Η Μαριγώ τις περιέθαλπε, τις συμβούλευε αλλά και τις μάλωνε όποτε χρειαζόταν. Δεν νοιάζονταν και  τόσο πολύ για τη νοικοκυροσύνη όταν επρόκειτο για το άτομό τους.

            - Μαρ Βανθία, η ζακέτα π' σόδουκα προυχτέ, γλιέπου σ' πιάσκιν μια χαρά. Απουλήθκιν όμως μια θ'λειά στουν ώμου σ'. Να μη αστουχήεις να νη πιάεις μι του βιλόν.

            Σε λίγες μέρες η θηλειά είχε κατέβει ως τον καρπό του χεριού της και η όψη της ζακέτας χάλασε ολοκληρωτικά. Παρ' όλες τις παραινέσεις, επικράτησε η αδιαφορία της Ευανθίας. Ήξερε οτι η Μαριγώ με την καλή της την καρδιά στο τέλος θα την συγχωρούσε.

            Η Ευανθία παντρεύτηκε κάποιον Καλαμπούκα (Καϊνάρη). Ήταν όμως γνωστός με το παρατσούκλι «Γαριβαλδινός»,  κι αυτό γιατί είχε καταταγεί στο σώμα των Γαριβαλδινών. Σ' αυτό που ανήκε κι ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης και που πήρε μέρος στη μάχη του Δρίσκου κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων στα 1913. Βέβαια η Ευανθία τον φώναζε «Γαλιβαρδινό» και φούσκωνε από περηφάνεια όταν πρόφερε αυτή τη λέξη.

            Η Μελπομένη πάλι, σε μεγάλη ηλικία, αρραβωνιάστηκε τον Νικόλαο Παπαδόπουλο, πρόσφυγα από ένα χωριό έξω από τη Σιάτιστα, τα Καραγιάννια. Στην πραγματικότητα όμως την ξεγελούσε, γιατί ενώ ήταν παντρεμένος στο χωριό του, ερχόταν κατά διαστήματα στη Μελπομένη που, μη ξέροντας την αλήθεια, ένιωθε ευτυχισμένη. Πίστευε ότι, έστω και αργά, της χαμογέλασε η τύχη. Ο Νικολάκης ήταν πονηρός αλλά ασμπόρστους, που σημαίνει ακοινώνητος, κι ένα μικρό παράδειγμα που το επιβεβαιώνει είναι οτι όταν του εύχονταν στη γιορτή του «χρόνια πολλά Νικολάκη», η απάντηση που έδινε με χίλια ζόρια και με σφιγμένα χείλη  ήταν: «καλάα...» .

            Τέλος,  η Αθηνά ήταν η μόνη από τις αδερφές που έμεινε ανύπαντρη.

        Η Μαριγώ βρίσκεται στο χειμωνιάτικο. Στην πρωτιά που βρίσκεται προς το παράθυρο, κάθεται πάνω στα διπλωμένα πόδια της, ανακούρκουδα. Αυτή η στάση την ξεκουράζει.

            Δίπλα της έχει ξελυμένο έναν μπουχτσιά. Περιέχει πολύχρωμα κουρελάκια μα και γερά κομμάτια ύφασμα σε διάφορα μεγέθη και χρώματα. Η Μαριγώ τ' ανακατεύει και τα παρατηρεί προσεχτικά. Παιδεύεται να βρει κάποιο που να ταιριάζει περισσότερο με το ύφασμα του πανταλονιού που θέλει να μπαλώσει και βλέπει με απόγνωση τα δυο κενά που πρέπει να γεμίσει στην πίσω πλευρά του. Ξαφνικά, κάτι θυμήθηκε:
            - Παύλ, πού είσι μπρε;

            - Ιδώ, ψ'λα είμι. Η απάντηση ήρθε από το επάνω πάτωμα. Ήταν εκεί με τον εξάδελφό του τον Λεωνίδα της Ελένης, στον «παλιό τουν ουντά», δωμάτιο εφαπτόμενο με το κελάρι.

            Τα δύο παράθυρά του έβλεπαν στον πίσω μπαχτσέ και στο πηγάδι. Ήταν βοηθητικός χώρος με μιντερλίκια και μεσάντρα που στο πάνω μέρος της υπήρχε άνοιγμα απ'όπου ανέβαιναν στη σκεπή όταν ήθελαν να κάνουν επισκευές.

            Το ταβάνι της μεσάντρας ήταν καμωμένο από λεπτά ξύλα, τις πέλες. Πότε-πότε τα παιδιά ξεκάρφωναν από καμμιά για να κατασκευάσουν «παμπόρια».

            - Ελ' αγλήγουρα ιδώ π' σι χράζουμι! ξαναφώναξε η Μαριγώ. Ο Παύλος κατέβηκε τα σκαλιά τρέχοντας και παρουσιάστηκε μπροστά της.

            - Τσι μι θελ'ς μα μητσέρα;

            - Θέλου να πας ως τουν Μανιώτ να παρ'ς ιένα λαμπουυάλ σαν αυτό απ' τσακίσκιν ιχτσέ. Και αλλάζοντας τόνο στη φωνή της συνέχισε:  Τσι φκιάν'τι μπρε τοσ' ώρα ουπάν;

            - Ιά, μας έδουκιν η θειά η Λιέν κάτς παλιουρούτσια κι φκιάνουμι μι τουν Λιουνίδα μια σιούμκα ιά να παίξουμι.

            - Δε μ' λιές μπρε; Πώς έφκιασις τέτσοιου χάλ του πανταλόν σ'; Του ξισφάισις.

            - Ε μα, τσι φταίγου ιγώ; Κυνηγιούμασταν ουπάν στουν Αη-Χ'ρστόφουρου κι καθώς πιαλούσα, πιάσκιν 'που τις γκαγκζιές κι ξιπαρταλιάσ'κιν.

            - Τσι να σι φκιάσου μπρε; Πότσι θα βάλτς μυαλό, να σι παρ' η 'φκη να σι παρ; Ισένα δεν μπουρώ να σι κάμου ζαπ'...είπε και στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε η απόγνωση. ' Αιντζι, τράβα τώρα!

            Ο Παύλος έφυγε αμέσως για τον μπακάλη. Ήθελε να τελειώσει γρήγορα τη δουλειά της μητέρας του, για να συνεχίσει την συνεργασία με τον εξάδελφό του. Στο μεταξύ στην πόρτα του δωματίου παρουσιάστηκε η φιλενάδα της η Βασιλική.

             - Κάλως καμς Μαρ'γώ! Δεν ακούς μα απ' σι φουνάζου τοσ' ώρα;

            - Μμ, που ν' ακούσου η κατράνου; Ξιέστρουνα τουν υιό μ'. Τσήρσι ιδώ μύθια από'φκιασιν! Έδειξε το κατεστραμμένο μέρος του πανταλονιού και συνέχισε: Σαν τούειδα σ' αυτό του χαλ, ίν'κα άλλουν ξιάλλου. Ιά πότσι τ' τόραψα. ' Αχαρ Βασιλκή, μπιζέρσα να βάνου όπλατις κι να πλιέκου μι τις κλούτσις πατούνις κι λιμοί ιά ν' αυγατσίζου τσιράπια. Χώρια απ' στσιέλνου αράδα στουν Μχαλ' τ' Τιάκα παπούτσια ιά σιόλιασμα.

            Η Βασιλική χαμογέλασε με κατανόηση:

            - Ξιέρου ιγώ. Αυτά τα λιές τώρα απ' είσι συισμέν...κι καλά καμς ιατσί θα ξιρχάντς. Τσι να εν; Όλα τα πιδιά ετσ' ίνι. Σάματ κι γω τα ίδια δεν τραβω; Ιρά να 'νι μόνουν...την παρηγόρησε και συνέχισε:  Ξιέρς ιατσί σ' αράδζα; Ανταμώθ'κα στου δρόμου μι τ' Μπουντιώνινα κι μου 'πιν τ' απόιμα θα μας πιριμέν ισένα, ιμένα κι τ' Λιέν. Αυτήν τσ' είπα του χαμπέρ απιτιόρ, καθώς έρχουμαν σι σένα.

            - Μμ, τσι ώρα είπιν να πάμι;

            - Σαν χ'πύσ' πέντζι, ν' ανταμώσουμι όξου στου σουκάκ να πάμι όλις αντάμα.

            Το απόγευμα καλοντυμένες και κεφάτες ξεκίνησαν για το σπίτι της φιλενάδας τους. Σαν έφτασαν στα Μανιάθκα, αντάμωσαν την κυρα-Σανούκου. Στέκονταν με τα χέρια στη μέση και κύτταζε τον κατήφορο. Φαινόταν κάτι να περιμένει. Στάθηκαν και την χαιρέτησαν.

            - Τσι καρτσιράς μαρ Σανούκου;

            - Ιά, καρτσιρώ τσ θ'κοί μ' ναρθ'ν 'που του χουράφ. Πήγαν 'που τ' χαραή να τσιουλίσν τις μυργαλιές.

            Ήταν κι αυτή τότε μια σπουδαία εργασία. Καθώς χρειάζονταν τα μύγδαλα και τα καρύδια για την παρασκευή γλυκών, τα μάζευαν μόλις ωρίμαζαν. Χτυπούσαν τα κλαδιά των δέντρων με ένα μακρύ ξύλο, το «βεργί», έπεφταν κάτω οι πολύτιμοι καρποί και αφού τους έβαζαν σε καλάθια ή σακκούλια, τους έφερναν στα σπίτια.

            Οι νοικοκυρές καθάριζαν τα μύγδαλα ή τα καρύδια -ανάλογα με την εποχή- από το περίβλημά τους και τα άπλωναν στον αέρα να στεγνώσουν. Ύστερα τα μάζευαν σε πιθάρια και όταν ήταν ανάγκη, έπαιρναν από κει όσα χρειάζονταν, τα έσπαζαν, τα καθάριζαν και τα χρησιμοποιούσαν.

            Ενώ οι γυναίκες μιλούσαν μαζί της, ακούστηκε μια φωνή πέρα από την τοποθεσία «Μπότσκες»:

            -  Μαρ, μάνααα! Τσι φαί θα φάμι σήμιρααα;

            Στο βάθος φάνηκε ο άντρας και τα παιδιά της, που γύριζαν κατάκοποι απ' το χωράφι. Σαν άκουσε τη φωνή, σήκωσε τα χέρια της -σημάδι πως τους αναγνώρισε- και απάντησε:

            - Λάχανα μπρε, λάχανααα!

            Απογοητευμένος ο γιός της, ανταπάντησε:

            - Λάχανα κι πάλι λάχανα, πρασίντσιν η κ'λιά μας...

            Στο μεταξύ οι άνθρωποί της είχαν πλησιάσει αρκετά. Γεμάτη καμάρι εκείνη και χαμογελώντας φώναξε:

            - Ψιέμματα μπρε! Πατσιάδια!

            Τα παιδιά στο άκουσμα αυτής της λέξης άρχισαν γεμάτα χαρά να χοροπηδούν και να τραγουδούν όλα μαζί:

            - Τρα λα λα πατσιά-α-δια! Τρα λα λα πατσιά-α-δια!

            Την δύσκολη εκείνη εποχή η ύπαρξη ενός τέτοιου φαγητού σε γεωργικό σπίτι θεωρούνταν μεγάλη ευτυχία.

            Οι κυρίες κυττάχτηκαν μεταξύ τους με νόημα, αποχαιρέτησαν την Σανούκου και έφτασαν στο σπίτι της φιλενάδας τους την ώρα που είχαν προγραμματίσει. Η Μπουντιώνινα τις υποδέχτηκε με χαρά:

            - Κόπιασέτσι! Κόπιασέτσι! είπε και τις χαιρέτησε μία-μία με χειραψία, πράγμα που δήλωνε επισημότητα. Τις οδήγησε επάνω στο δωμάτιο της υποδοχής κι αφού τακτοποιήθηκαν στις θέσεις τους, αυτή στάθηκε για μια στιγμή στην πόρτα, υποκλίθηκε ελαφρά προς το μέρος τους και τις ξανακαλωσόρισε, όπως ήταν η συνήθεια. ' Αρχισαν τη συζήτηση γύρω από τα προβλήματα των παιδιών. Αταξίες, επιδόσεις στα μαθήματα, αδιαθεσίες...όλα ήρθαν στην επιφάνεια.

            Μόλις πέρασε λίγη ώρα, η οικοδέσποινα σηκώθηκε για τα κεράσματα. Τις έφερε λαχταριστό καϊσι γλυκό, παραγεμισμένο με καβουρντισμένο αμύγδαλο. ' Αρχισαν όλες να το επαινούν.

            - Υ'ά στα χέρια σ'! Τσίρσι χρώμα! Χ'ρσο σαν του φλουρί κι ιβουδιάζ , είπε η μία αφού σήκωσε το κουταλάκι με το περιεχόμενο λίγο ψηλότερα.

            - Ταμάμ κι του σιρόπ' τ! Σ'ν ώρα του τράβ'ξις 'που τ' φουτσιά, είπε η άλλη.

            - Μμμ...θαραπαύκαμι, συμπλήρωσε η τρίτη.

            Κάποτε αφού τελείωσαν τα ποικίλα κεράσματα κι εξαντλήθηκαν τα θέματα που είχαν να συζητήσουν, ευχαρίστησαν την νοικοκυρά για το ωραίο απόγευμα και σηκώθηκαν να φύγουν.

            Κατευθύνθηκαν προς τη σκάλα. Μπροστά πήγαινε η Μπουντιώνινα που ήθελε να τις οδηγήσει στην αυλή για να τις ξεπροβοδίσει. Από πίσω της οι φιλενάδες που λίγο πριν αρχίσουν να κατεβαίνουν τα σκαλιά, σταμάτησαν απότομα εξαιτίας της Μαριγώς. Γύρισε προς το μέρος τους με τα μάτια ορθάνοιχτα και με μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού της, τις έδωσε να καταλάβουν πως έπρεπε να δουν κάτι στην πόλτσα, στην αρχή της σκάλας. Έρριξαν τη ματιά τους στο σημείο που τις υπέδειξε κι απομορφώθηκαν. Κι αυτό γιατί το γλυκό από το οποίο τις κέρασε, βρίσκονταν μέσα σ' ένα εμαγιέ, λουλουδάτο...»δοχείο νυκτός»!

            Η Μπουντιώνινα το είχε δει στο μαγαζί του Κώστα τ' Γούσια απ' όπου και το αγόρασε. Της άρεσε το υλικό από το οποίο ήταν κατασκευασμένο, της άρεσε η διακόσμησή του και σκέφθηκε, καινούριο όπως ήταν, θα μπορούσε να το χρησιμοποιεί για να βάζει μέσα το γλυκό του κουταλιού.

            Οι κυρίες δεν είπαν φυσικά τίποτα. Ευχαρίστησαν και πάλι τη φίλη τους και βγήκαν στο δρόμο. Μόλις απομακρύνθηκαν, άρχισαν να μαδούν τα μάγουλά τους και να μιλούν ψιθυριστά:

            - Ούι άχαρ,  τσι τσ' ήρθιν κι έβαλιν του γλυκό στου καθήκ; είπε η Ελένη, κάνοντας έναν μορφασμό αηδίας.

            - Τσι να σας πω, σαν τούειδα κι γω, ξινουφαλίσ'κα. Ύρσιν του στουμάχ μ' ανάπουδα, απάντησε η Βασιλική.

            - Μαρ ισείς, τσι φκιάνιστσι έτσ; Δεν λιέου απ' μ' άρισιν κι μένα απούειδα του γλυκό στου καθήκ,  μα θέλου να πστσέβου πως ήταν κινούργιου κι πως δεν είχιν καν' ως τα τώρα καν καένας ν' ανάγκη τ' μέσα σ' αυτό...αστειεύτηκε η Μαριγώ και ξέσπασαν όλες σε πνιχτά γέλια.

            Με το ζεύγος Μανιώτη είχαν φιλικές σχέσεις. Ιδιαίτερα η Μαριγώ συνδεόταν πολύ με τη γυναίκα του την Αγνούλα, που ήταν αδερφή του Νικόλα Ρόσιου. Ο Μανιώτης είχε καλό μπακάλικο κι ο κυρ-Χρήστος, νοικοκύρης καλός καθώς ήταν, τον είχε ειδοποιήσει εδώ και δυο μέρες να του στείλει πενήντα οκάδες αλεύρι.

            Αποθήκευαν πάντα μια μεγάλη ποσότητα, ικανή να καλύπτει για πολύ καιρό τις ανάγκες της μεγάλης οικογένειάς τους.

            Η Μαριγώ περίμενε από νωρίς να της το φέρουν, όπως κι έγινε. Κάποια στιγμή ακούστηκε ο ξερός κρότος που έκαναν τα πέταλα του αλόγου πάνω στις πέτρες της αυλής. Το ζώο το τραβούσε από το χαλινάρι ο Οθωμανός υπηρέτης του Μανιώτη, ο Μουμίν. Ου Μιμίντ'ς, στη Σιατιστινή διάλεκτο, ήταν ήσυχος και καλός άνθρωπος. Με τη συνθήκη του 1913 απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα. Όμως, με την ανταλλαγή των πληθυσμών το Μάη του 1924, έφυγε με δάκρυα πίσω στην Τουρκία. Η υποχρεωτική αναχώρησή του, του στοίχισε πολύ γιατί είχε δεθεί με όλα τα μέλη της οικογενείας Γκουτζιαμάνη.

            Αγαπούσε ιδιαίτερα τον μικρό Λεωνίδα, ο οποίος κάθε φορά που τον έβλεπε πετούσε απ' τη χαρά του, γιατί ήξερε ότι σίγουρα θα τον ανεβάσει στη ράχη του αλόγου για ένα γύρο μέσα στην αυλή. Έτσι και σήμερα, αφού κατέβασε τα σακκιά, έβαλε τον Λεωνίδα στο σαμάρι. Μόλις τον είδε η Μαριγώ, άρχισε να φωνάζει, τσιμπώντας ελαφρά με τα δυο χέρια τα μάγουλά της:

            - Ου! ου! ου! παν πάλι τα καθαρά τα ρούχα! Ιόμ'σαν αλιεύρια! Δεν αδειάζου 'που του πλύσιμου...σάπ'σαν τα χιράκια μ' !

            Ο Μουμίν υποσχέθηκε -όπως έκανε άλλωστε κάθε φορά- πως δεν θα τον ξαναβάλει στο αλευρωμένο σαμάρι. Μόνο που ποτέ δεν μπορούσε να κρατήσει αυτή την υπόσχεση, καθώς ήξερε πόση χαρά έδινε στον μικρό του φίλο. Λυπημένος που στενοχώρησε πάλι την κυρά του σπιτιού, κατέβασε τον Λεωνίδα που τα ρούχα του είχαν γίνει άσπρα σαν του μυλωνά. Όμως αυτός δεν παραπονέθηκε γιατί στο μεταξύ πρόλαβε ν' απολαύσει έφιππος τη μικρή του βόλτα.

            Ο Μουμίν έφυγε, η Μαριγώ τακτοποίησε το αλεύρι στο κατώι κι ύστερα έρριξε μια ποσότητα στην ξύλινη σκάφη. Έπρεπε να ζυμώσει. Μόλις έδεσε μπροστά της την υφαντή ποδιά που χρησιμοποιούσε γι' αυτόν τον σκοπό, αντιλήφθηκε ότι κάποιος είχε φτάσει στην μεσιά. Σαν έτρεξε προς τα εκεί, είδε τον επιστάτη του σχολείου, τον μπαρμπα-Λιάλια. Περαστικός από την γειτονιά, θέλησε να της πει μια καλημέρα και να ξαποστάσει. Στην ουσία ήθελε να πιεί κανα-δυο ποτηράκια από την εκλεκτή ρακή της που για να φτάσει να είναι έτοιμη για κέρασμα, έπρεπε να περάσει από διάφορα στάδια, κάπως έτσι:

            Μετά το πάτημα των σταφυλιών, τα τσίπουρα τα άφηναν σε μια γωνιά στο πουστάβι και στράγγιζαν καλά. Κατόπιν τα μετέφεραν σε βαρέλι, έρριχναν μέσα και τις «λούνες» που μαζεύονταν από το κατακάθισμα του μούστου -όταν έφκιαναν το κρασί- και το σφράγιζαν ερμητικά. Ύστερα από ένα περίπου μήνα, τραβούσαν το μαύρο κρασί που γινόταν στο διάστημα αυτό με τον βρασμό. Ήταν τόσο νόστιμο που το χρησιμοποιούσαν ως επιτραπέζιο, αλλά και σαν γιατρικό. Από τα στέμφυλα που έμεναν έβγαζαν τη ρακή. Οι Χωριώτες τα πήγαιναν στον Τόζιο κι οι Γερανιώτες στον Γούσια. Αυτοί οι δύο είχαν τους ειδικούς φούρνους που χρειάζονταν γι' αυτήν την δουλειά και η διαδικασία που ακολουθούσε ήταν σωστό πανηγύρι.

            Ο φούρνος για τη ρακή ήταν ένα ειδικό μπακιρένιο καζάνι, ανοιχτό στο πάνω μέρος. Από κει έρριχναν τα στέμφυλα, το γλυκάνισο, τούφες μέντα για μυρωδιά, και το σφράγιζαν ερμητικά.

            Από κάτω έκαιγε δυνατή φωτιά. Ένας ή δύο μπακιρένιοι σωλήνες -οι γλάδες- ξεκινούσαν από κάποιο σημείο στο πάνω μέρος του καζανιού και στην πορεία τους περνούσαν μέσα από δεύτερο καζάνι, που περιείχε κρύο νερό. Το άκρο τους ήταν ελεύθερο. Έτσι οι ατμοί που δημιουργούνταν από το βράσιμο των στεμφύλων, μόλις περνούσαν από το τμήμα των σωλήνων των βυθισμένων στο κρύο νερό, μετατρέπονταν σε υγρό που έπεφτε από το ελεύθερο άκρο τους σταγόνα-σταγόνα σε κάποιο δοχείο.

            Οι ιδιοκτήτες των στεμφύλων, για να βγάλουν τη ρακή τους, έπρεπε προηγουμένως να το δηλώσουν στην εφορία. Μόλις έπαιρναν την άδεια, όλη νύχτα έμεναν στον χώρο της παρασκευής της ρακής. Συνήθως ήταν μεγάλη παρέα κι ώσπου να'ρθει η σειρά τους, για να περάσει η ώρα, έψηναν καλαμπόκια, κάστανα και τραγουδούσαν. Κατά διαστήματα για να δουν πόσο δυνατή έβγαινε η ρακή σε οινόπνευμα, έρριχναν λίγη σ' ένα ποτήρι και στη συνέχεια την πετούσαν στη φωτιά. Αν άναβε ήταν γερή, άν όχι, την ονόμαζαν «κατούρου» και την ξανάβραζαν, οπότε έβγαινε δυνατότερη και την έλεγαν «σκούμπα». Αυτή ήταν η μεταβγαλμένη και την πουλούσαν πιο ακριβά. Απ' αυτήν κρατούσαν και μια ποσότητα στο σπίτι για γιατρικό. Τη δύναμή της βέβαια την καταλάβαιναν και μ' άλλον τρόπο. Συχνά-πυκνά τη δοκίμαζαν, γι' αυτό πολλούς το τέλος αυτής της εργασίας τους εύρισκε...»εν ευθυμία».

            - Καλωσόρ'σις μπαρμπα-Λιάλια. Κόπιασι να πιείς ψια ρακή. Έλα, κάτσι ιδώ στουν χειμουνιάτσκου τουν ουντά. Ιμένα να μι συμπαθάς. Θα σ' φέρου τ' μπότσα κι πιέ μι ν' ησυχία σ'. Ιγώ θα κατσιέβου στου κατώι να ζ'μώσου ιατσί τάχου όλα έτσ'μα.
            Είπε αυτά και τρεχάτη ανέβηκε τις σκάλες. Πήγε στο κελάρι, άνοιξε το ντουλάπι και πήρε το μπουκάλι. Κάπου σε μια γωνιά είχε κι ένα δεύτερο, πιό μικρό, αλλά εκείνο το φύλαγε σαν τα μάτια της. Περιείχε ρακή στην οποία είχε ρίξει μπαχαρικά και την είχε μόνο για έκτακτες περιπτώσεις. Ήταν το ηλιάτσ.

            - Ιδώ μπαρμπα-Λιάλια, ιά η μπότσα, ιά κι του πουτήρ...Βάλι μάναχους κι πιέ.

            - Α, σ' ιφχαρ'στώ κυρα-Μαρ'γώ. Σύρι ισύ να καμς τη δ'λειά σ', να μη χασουμιράς. Ιγώ τώρα είμι μια χαρά, είπε με...κατανόηση αφού του άρεζε πολύ αυτό το ποτό.

            Η Μαριγώ κατευθύνθηκε στο χώρο της δουλειάς της λέγοντας σιγανά:

            «Μμ, σάματ κρούει η γκούσια τ...» που σήμαινε ότι κάποιος επιθυμεί πολύ να πιεί ή να φάει κάτι, κι αυτό φαινόταν από το ότι κατάπινε συχνά καθώς λειτουργούσαν έντονα οι σιελογόνοι αδένες του.

            Η Μαριγώ άρχισε το ζύμωμα και πού και πού αντήλλασσε καμμιά κουβέντα με τον επισκέπτη. Φώναζαν κι οι δύο αρκετά για ν' ακούει ο ένας τον άλλο, μια που τους χώριζε το σανιδένιο πάτωμα.

            Κάποια στιγμή, άκουσε τον κυρ-Λάζο να λέει με ύφος που φανέρωνε άνθρωπο που είχε τα κέφια του:

            - ' Αντζι, φεύγου κυρα-Μαρ'γώ. Φχαρ'στώ σ' κι πε πουλλά χιριτσίσματα στουν δάσκαλου.

            - Ώρα καλή σ' κυρ-Λιάλια. Έλα κι άλλ' καμμιά μέρα απ' θα νάνι ιδώ κι ου Χρήστους! φώναξε και μετά μουρμούρισε: Μωρέ σα να τόφκιασιν ιτούτους του κιφάλ!

            Όταν ύστερα από αρκετή ώρα τελείωσε το ζύμωμα κι ανέβηκε στο δωμάτιο, διαπίστωσε ότι οι υποψίες της ήταν αληθινές. Βρήκε τη μπουκάλα πλαγιασμένη και φυσικά...άδεια. Ο αθεόφοβος την είχε στραγγίσει.

            - Ορέεε! τουν ουρσούζ, ν' ιέτσουξιν ολ' τ' ρακή! είπε και απογοητευμένη πήρε το άδειο μπουκάλι και το άφησε σε μια γωνιά στο κατώι.

            Μετά το μεσημεριανό φαγητό και αφού τακτοποίησε τα πιάτα, άρπαξε το πλέξιμό της και πήγε στο σπίτι της αδερφής της. Η Ελένη ήταν απασχολημένη. Κάθε τόσο έρριχνε μέσα στο βαρύ μαύρο σίδερο χωνεμένα κάρβουνα, κι αφού το φυσούσε έξω στην αυλή να φεύγουν οι στάχτες, έπαιρνε από το σωρό που είχε στο πλάι της ένα-ένα τα πλυμένα ρούχα και τα σιδέρωνε. Μόλις είδε τη Μαριγώ, έκανε να σταματήσει, αλλά αυτή δεν την άφησε.

            - Κάμι ισύ τη δ'λειά σ' κι γω τη θ'κη μ'. Ιά, ίφιρα του πλιχτό μ'. Θέλου να σώσου αγλήγουρα του φανιέλου τ' Χρήστ'. Ιδώ το'χου...και το παρουσίασε ξεδιπλώνοντας την ποδιά της.

            - ' Αιντι καλά. Θα δ'λιεύουμι αντάμα κι θα τα λιέμι. Να σ' φέρου μαρ πρώτα κατσ' να σι γλυκάνου.

            - Α, μπα, μπα! Δεν θέλου τσίπουτα. Ίνι κανα δυο μέρες τώρα απ' μι τρουυρνάει πόνους σ' ένα δόντζ κι δε μ' αφην' να ησυχάσου. Ποιός ξιέρ' τσι θα μ' βγάλ. Όλου βάνου 'που ψίχα ρακή στου στόμα μ' να μ' του μουδιάζ.

            - Τσι δεν τραβάς άχαρ στου Μουλατζίκ να στου βγαλ;

            - Μαυράδα λιέεε! είπε τραγουδιστά. Μόνι απ' μ' τού'πις τσιουτσιούριασα 'που τουν φόβου μ. Όχ κι να πάου!

            Είχε όλα τα δίκια του κόσμου να μιλάει έτσι, γιατί αυτός ο κύριος ήταν τενεκετζής και πεταλωτής. Οι πολλές περιπτώσεις πονόδοντου των συμπολιτών του τον ανάγκασαν να χρισθεί και οδοντίατρος. Το βασικό εργαλείο του ήταν η τανάλια που είχε για τα καλιγοκάρφια και μ' αυτήν έπιανε και τραβούσε κακήν-κακώς τα χαλασμένα δόντια. Τι ακολουθούσε μετά από αιμορραγίες και μολύνσεις, ο Θεός κι η ψυχή των πελατών του το ήξερε.

            Συνήθως τοποθετούσε ένα ξύλο ανάμεσα στις σιαγόνες για να μη μπορεί...ο ασθενής να κλείσει το στόμα, κι έκανε τη δουλειά του ενώ φώναζε: «Βάστα ορέ! Μη τσουρήειζ! Ιάτου του παλιόδουντου!»  και το παρουσίαζε θριαμβευτικά. Όπως είναι φυσικό, οι πάσχοντες εξαντλούσαν ό,τι άλλο μέσο είχαν στη διάθεσή τους και μόνο σε έσχατη ανάγκη κατέφευγαν σ' αυτόν. Μάλιστα πολλοί έβαζαν πάνω σε χαλασμένα δόντια μια σκόνη που τα κατέτρωγε, μόνο και μόνο για να μη αναγκαστούν να τα βγάλουν.

            Έτσι η Μαριγώ ήταν κατηγορηματική. Ούτε ν' ακούσει ήθελε για επίσκεψη στον Μουλατζίκη. Μάλιστα εξ αιτίας του φοβόταν αργότερα και τους οδοντιάτρους. Όταν γέρασε, δεν θέλησε με κανένα τρόπο να κάνει μασέλες, όσο κι αν την παρακαλούσαν τα παιδιά της. Η εικόνα του Μουλατζίκη με την τανάλια ήταν διαρκώς μπροστά στα μάτια της.
            - Ντζε μαρ, άφ'κέ τα αυτά μι τα δόντζια! Ας πούμι τσίπουτα καλύτσιρο! πρότεινε η Μαριγώ και ρώτησε:

            - Δε μ' λιές; Τσι είνι αυτό απ' σιδιρώντ'ς μι τοσ' φρουντζίδα;

            - Α, είνι τ' άσπρου του πουκάμισου τ' Λιουνίδα μ'. Θα πεί ένα ποί'μα στου σκουλειό κι θέλου να κριτσάει 'που ν' κόλλα.

            - Ούι άχαρ, είπις «σκουλειό» κι να ιδείς τσι μούφιρις τώρα ιά στου μυαλό μ'! Θ'μάσι άντα ήμασταν μ'κρες κι θα νάρχουνταν στ' Σιάτστα ικείνους ου Τούρκους ου ιπίσημους 'που ν' Κόζιαν; Μου'χιν γραψ η δασκάλα μ' έναν μικρόν λόγουν να τουν μάθου απόξου κι να τ' τουν πω άντα θάφτανιν στουν Αη-Ν'κάνουρα. Μ' έντσαν μι τα ιουρτσιάτκα μ', μόδισαν στα μαλλιά -ιά να τουν τσιμήσν ντε, απ' ήταν Τούρκους- κόκκινουν φλιόγκουν δεν ξιέρου πόταπουν, κι μόδουκαν στου χερ κι μιαν ανθουδέσμ'. Ιγώ καπάρντζα μα πώς! Κι απ' λιές, όλα τα πιδιά αραδιάσ'καμι κι πιρίμινάμι. Στάθ'κάμι ικεί κι γω δεν ξιέρου πόσου -μπουρεί κι δυο ώρις. Κι γω να λιέου κι να ξαναλιέου τα λόια, ιά να μην τ' αστουχήσου, αλλά αυτός πουθινά. Ούδι φάνκιν, ούδ' ακούσκιν. Κι οχ άλλου, ίδρουσα 'που τουν ήλιου, τα ρούχα μ' κουλλαρσμένα καθώς ήταν, ίνκαν γδι. Αν πεις η ανθουδέσμ', ζαντούκιασιν ντζιπ απου ντζιπ. Όπους έμαθάμι αργότσιρα, απέρασιν ου ουρσούηζ 'που κατ' τ' Μπάρα κι τράβξιν ιά τ' Λειψίστα (Νεάπολη).

            - Ιμείς μαρ αδιρφή έχουμι πουλλές ιστουρίες ιά 'έλια, είπε η Ελένη. Τώρα αδουκήθκα τσι έπαθάμι στα μκράτσκα μας, άντα πήγαμι μια φουρά στ' αμπέλ να πάρουμι καμόσα σταφύλια να φάμι. Ήμασταν θμούμι η Βασιλ'κή, η Αγνούλα, ισύ κι γω.

            - Ιά πε'μ ιατσί τ' αστόησα, είπε η Μαριγώ γεμάτη ενδιαφέρον.

            - Ήταν τότσι απ' οι Τούρκ έβαναν φόρουν στα σταφύλια τ' κουσμάκ κι έπιρναν του «δέκατου» απ' ίλιγαν. Ιμείς νόμιζάμι ότι μον ιμείς είχαμι μυαλό. Έφαγάμι τσι έφαγάμι ικεί, κι έρ'ξάμι καμόσα 'που μέσα τς μπλούζις μας να τα πάμι στα σπίτσια μας 'που κρ'φά. Θάρσάμι δε θα μας καταλάβν. Αμ ιμείς άχαρ έμοιαζάμι μι μ'κρα κρασουβάριλα καθώς είχαμι στρουγγλιέψ 'που τα σταφύλια απ' είχαμι ουπάν μας. Σαν τσ πλησίασάμι, μας πάτ'σαν μι τα χέρια ικεί απ' φούσκουναν τα ρούχα κι μας ιόμσαν ζμιά. Ιπειδή ήμασταν μ'κρες δεν μας έβαλαν πρόστσ'μου, μον' μας τσηρούσαν κι καρκαλιούνταν καθώς έφευγάμι σαν βριγμένις γάτσις.

            Οι αδερφές ξεκαρδίστηκαν στα γέλια και για λίγη ώρα δεν αντάλλαξαν καμμιά κουβέντα κι αφοσιώθηκαν η καθεμιά στη δουλειά της. Τη σιωπή έλυσε η Μαριγώ:

            - Δε μ' λιές μαρ αδιρφή; Τσι φκιαν τα πιδιά σ'; Πααίν' καλά στου σκουλειό;

            - Ε, άλλα έτσ κι άλλα αλλιώς. 'Που τουν Λιουνίδα μ' δεν έχου παράπουνου.

            - Ούτσι κι γω 'που τουν θ'κο μ'. Φαίνιτσι τόχ τ' όνουμα. Σαν τουν μακαρίτ τουν αδιρφό μας. Κι η Ζουίτσα μ' πουλύ καλή. Ικείνους απ' μας πιδέβ είνι ου Παύλτς. Είνι έξυπνου, δεν λιέου. Τσιτραπέρατου. Μα δεν στρώνιτι να διαβάσ. Του νου τ' στου πιγνίδ τουν έχ. Προυχτσέ ου Χρήστους θύμουσιν τόσου π' τουν βρήκιν αδιάβαστουν, απ' τόρξιν όλνους τς βασιλιάδις τ' στ' ατζάκ κι τσ' έκαψιν.

              Δεν σου ΄πα κι τάλλου απ' μ' έφκιασιν. Πριν καμόσις μέρις ήρθιν σπίτ να μας ιδεί ου μπαρμπα-Ζήης. Έκατσάμι κι άρχιψιν να μας λιέει για ν' Αμιρική. Πού δούλιψιν, τσι θαυμαστά είδαν τα μάτια τ' ικεί, κι άλλα τέτσοια. Ολ' τουν άκουγάμι μι προυσουχή. Κάπουτσι κι άλλου, σαν άρχιψιν να λιέει «έκαμα τόσα χρόνια σ' Νιέα Ορκ, τόσα στου Τσκάου, τόσα ιδώ, τόσα ικεί», κι αράδιαζιν συνέχεια κινούρια κι παραλιέκατα ουνόματα 'που πουλιτείις, πιτάχνιτσι ου Παύλους, τουν διακόφτ κι τουν λιέει:  «Έτσ απ' μας τα λιές θειέ Ζησ, ισύ τώρα πρεπ ναχ'ς καμμιά ικατόν πινήντα χρόνια».  Ιμένα τσι μι θελτς...Δεν ξιέρς πόσου αντρουπιάσκα. Ιφτιχώς ου Ζήης δεν πειράχ'κιν. Μον 'έλασιν κι τούπιν:  «Ίσι διάτανους μπρε Παύλ! Ίσι διάτανους! Όκαχτους ου πατέρας σ' στα πειράγματα!»

            - Μμ, δεν ίχιν κι άδικου ου Ζήης, είπε γελώντας η Ελένη.

            Αυτή τη φορά τις διέκοψε το μεγάλο ρολόι του καμπαναριού. Νταν! νταν! νταν! ακούστηκε να χτυπάει την ώρα οκτώ φορές. Η Μαριγώ πετάχτηκε σαν ελατήριο. Μάζεψε γρήγορα-γρήγορα βελόνες και κουβάρια.

            - Ου κακούτσκου, πότι πέρασιν μαρ η ώρα; ' Αιντζι φεύγου, κι αύριου μι 'γεια. Καλό ξημέρουμα.

            Είχε σουρουπώσει για τα καλά. Ξεκίνησε αμέσως για το σπίτι της. Ενώ όμως βρισκόταν στο ύψος του σπιτιού του Μπλιάγκου και περπατούσε βυθισμένη στις σκέψεις της, άκουσε μια άγρια φωνή να της λέει: «Ντουρ μπουρντά μπρε κερατά!»  Μαρμάρωσε κι ένιωσε την καρδιά της να χτυπά τόσο δυνατά, έτοιμη να σπάσει. Μετά την πρώτη τρομάρα κατάλαβε πως ήταν η Τιάνια η Γκλέρινα. Ήταν μια γυναίκα που έμενε σ' ένα σπίτι στο τέλος του σοκκακιού. Η καημένη δεν ήταν στα καλά της. Ζούσε μόνη και περιφερόταν έχοντας τη μέση της σφιγμένη με μια φαρδιά στρατιωτική ζωστήρα. Επειδή έπινε και ήταν σχεδόν πάντα μεθυσμένη, πολλές φορές τρόμαζε τον κόσμο. Μάλιστα όταν μεθούσε κάποιος, έλεγαν «έγινε Τιάνια».

            Σχεδόν τρέχοντας μπήκε η Μαριγώ στο σπίτι και σωριάστηκε σε μια καρέκλα. Το πρόσωπό της ήταν άσπρο σαν πανί. Ο άντρας της που έτυχε να 'ναι από νωρίς εκεί, σαν την είδε έτσι ανησύχησε και τη ρώτησε τι έπαθε.

            - Μ' έσκιαξιν η Γκλιέρινα, παταγώθ'κα, είπε με φωνή αναιμική.

            Της έφερε αμέσως λίγη ζάχαρη και νερό. Σε λίγο ήταν καλύτερα και είπε υψώνοντας λίγο τον τόνο της φωνής της:

            - Μωρέε...τσι μ' έφκιασιν η αθιόφοβ! Θα νάταν, να ξιέρς, πάλ μιτζμέν. Ύρσιν η γλώσσα μ' ουπίσ' 'που τουν φόβου μ'.

            Αυτό σήμαινε πως τρόμαξε τόσο, που έχασε τη μιλιά της.

            Τώρα στη θαλπωρή του σπιτιού της και ανάμεσα στην οικογένειά της ήταν καλύτερα. Ο φόβος δεν τη δυνάστευε πιά.

   Ξημέρωσε και η Κυριακή της τρανής της αποκριάς. Αρκετές μέρες πριν, είχαν ανάψει οι ποδιές της Μαριγώς και της Ελένης, με τις διάφορες ετοιμασίες.

            Από χτες είχαν κοντά τους και την αδερφή τους Ζωίτσα, τον άντρα της και τα παιδιά τους από την Κοζάνη. Η οικογένεια Παπασιώπη έρχονταν στη Σιάτιστα κάθε καλοκαίρι -μόλις έκλειναν τα σχολεία- για τις καλοκαιρινές διακοπές. Φιλοξενούνταν και από τις δυο αδερφές, αλλά περισσότερο καιρό έμεναν στο σπίτι της Μαριγώς. Αυτή τη φορά θα περνούσαν όλοι μαζί το γιορταστικό τριήμερο. Επειδή ο καιρός ήταν ακόμα ψυχρός και δεν θερμαίνονταν όλοι οι χώροι, για τις ώρες του ύπνου, οι επισκέπτες μοιράστηκαν στα δύο σπίτια για να έχουν μεγαλύτερη εξυπηρέτηση από σκεπάσματα.

            Με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας ήταν όλοι στο πόδι. Ετοιμάστηκαν σιγά-σιγά, ανταμώθηκαν με την οικογένεια Κούγια και ξεκίνησαν για την εκκλησία.

            Μπροστά πήγαιναν τα τρία ζευγάρια κι από πίσω ακολουθούσε με πειράγματα και χαχανητά όλο το παιδομάνι που με τον αριθμό των προσώπων που το αποτελούσε, σχημάτιζε μια σημερινή τάξη σχολείου.

            Σαν έφτασαν στην είσοδο του ναού, γύρισε ο κυρ-Χρήστος το κεφάλι του και τους έρριξε μια αυστηρή γαλάζια ματιά. Πήραν αμέσως το μήνυμα και η φασαρία κόπηκε θαρρείς με το μαχαίρι.

            Μόλις τελείωσε η λειτουργία, γύρισαν στο σπίτι της Ελένης να πιούν καφέ. Στη συνέχεια θα τους είχε στη «φ'λιά». Το πανηγύρι άρχισε αμέσως μετά το φαγητό.

            Κάθε γειτονιά ήταν γεμάτη από γυναίκες και κορίτσια που χόρευαν και τραγουδούσαν αποκριάτικα τραγούδια. «Μηλίτσα πού'σαι στο γκρεμό», «Πέρα στον πέρα μαχαλά»...και άλλα.

            Τα παιδιά ενθουσιασμένα γύριζαν στα γειτονικά σοκκάκια και για λίγο έπαιρναν κι αυτά μέρος στο χορό. Αυτό κράτησε ως το σούρουπο. Πριν αποσυρθούν στα σπίτια τους, οι γείτονες συγχωρνιούνταν μεταξύ τους για ν' αντικρύσουν με καθαρή καρδιά την έναρξη της σαρακοστής.

            Το βράδυ συγκεντρώθηκαν για φαγητό όλοι στο σπίτι της Μαριγώς. Τους είχε κρέας βραστό. Από το ζωμό έβγαλε νόστιμη σούπα και το κρέας το μαγείρεψε με πατάτες που τις είχε «αλκίσ» με βούτυρο. Είχε φκιάσει και «χαρδάλ». Ήταν μια νοστιμιά που συνόδευε πάντα το βραστό της. Για την παρασκευή του χρειάζονταν σκόρδο, αλάτι, ξύδι και μαϊδανό που με την ένωσή τους στο ξύλινο γουδί, έδιναν ξεχωριστή γεύση στο κρέας.

            Αυτό το βράδυ, το χειμωνιάτικο της Μαριγώς θύμιζε μελίσσι. Βολεύτηκαν όλοι στις θέσεις τους κι άρχισαν να τρώνε. Στο τραπέζι και στο σοφρά κάθησαν τα παιδιά. Εκτός από τα δικά της, δηλαδή τη Μαλαματή, τον Παναγιώτη, τη Ζωίτσα, τον Παύλο και τον Λεωνίδα, από την οικογένεια Παπασιώπη ήταν η Νυμφοδώρα, ο Παύλος, ο Λεωνίδας, ο Αλέξανδρος κι ο Κώστας ενώ από την οικογένεια Κούγια η Νυμφοδώρα, η Ζωίτσα, ο Παύλος, η Πηνελόπη, ο Λεωνίδας, η Ναούμα κι η Μαριγούλα. Τα μεγαλύτερα σε ηλικία βοηθούσαν τα πιο μικρά. Είχαν ρουφήξει τη σούπα μέσα από τα λιγκέρια και τώρα έτρωγαν το φαγητό μιλώντας και γελώντας με διάφορα αστεία.

            Οι μεγάλοι είχαν καθήσει στις κόχες κι απολάμβαναν τις νοστιμιές ενώ παράλληλα πότε συζητούσαν και πότε, ενω ο κυρ-Χρήστος έπαιζε μαντολίνο, άρχιζαν κάποιο αποκριάτικο τραγούδι. Σ' αυτό βοηθούσε πολύ και το υπέροχο κρασί.

            Μετά το φαγητό, σειρά είχε το σαραϊλί της Μαριγώς και ο μπακλαβάς της Ελένης. Τα είχαν φκιάσει με τα χεράκια τους. Με λεπτό σπιτικό φύλλο, φρέσκο βούτυρο, μπόλικα καρύδια, κανέλλα και γαρύφαλλο. Το ένα ήταν κομμένο σε μικρά κυλινδρικά κομμάτια και το άλλο σε σχήματα μικρών ρόμβων και όλα περιχυμένα με μπόλικο σιρόπι. Ήταν τα κατ' εξοχήν γλυκά της Αποκριάς.

            Μετά το τέλος της ευωχίας, έφτασε η ώρα του χάσκα. Αυτό ήταν που περίμεναν μ' ανυπομονησία τα παιδιά. Οι γυναίκες μάζεψαν πιάτα και τραπεζομάντηλα κι έφεραν τα βρασμένα αυγά.

            Ο κυρ-Χρήστος τοποθέτησε τα παιδιά σε δυο σειρές. Έδεσε στον κλώστη ένα σπάγγο και στο ελεύθερο άκρο του ένα καθαρισμένο σφιχτό αυγό. Τα παιδιά, προσπαθούσε το καθένα να δαγκώσει το αυγό. Έμοιαζαν με τα μικρά πουλιά την ώρα που περιμένουν στη φωλιά τους γονείς τους μ'ανοιχτό το ράμφος, για ν'αδειάσουν αυτοί στο στόμα τους την τροφή που τους φέρνουν.

            Μόλις κάποιος αιχμαλώτιζε το αυγό με τα δόντια του, το έτρωγε και στη θέση του έδεναν άλλο. Κάθε προσπάθεια σύλληψης του αυγού, συνοδεύονταν από γέλια και χειροκροτήματα. Κι ο κυρ-Χρήστος, για να τους κάνει να διασκεδάζουν περισσότερο, το χτυπούσε πότε στο μέτωπο, πότε στη μύτη και πότε στα μάγουλά τους, ώσπου τελικά να το κατευθύνει στο ανοιχτό στόμα.

            Ο κλώστης πέρασε απ' όλους. Πρώτα από τους μικρούς και μετά από τους μεγάλους. Έτσι έγινε το έθιμο και κανείς δεν έμεινε παραπονεμένος. Στο τέλος η κλωστή έπρεπε να καεί. Κι όσο καιγόταν, μετρούσαν όλοι γρήγορα γιατί έλεγαν ότι ο αριθμός που θα προλάβαινε καθένας να προφέρει, φανέρωνε πόσα χρόνια θα ζούσε ακόμα.

            Τα παιδιά ήταν τρισευτυχισμένα μέσα σ' αυτό το περιβάλλον του κεφιού και της χαράς και κατέβασαν τα μούτρα σαν έφτασε η ώρα του ύπνου. Οι επισκέπτες πριν μοιραστούν στα σπίτια, ζήτησαν συγχώρεση ο ένας απ' τον άλλο. Μάλιστα τα παιδιά το έκαναν αυτό φιλώντας το χέρι των γονιών τους και των θείων τους.

            Τώρα έπρεπε να ξεκουραστούν γιατί την επομένη τους περίμενε περίπατος στον Αη-Γιώργη. Όλοι οι Σιατιστινοί την Καθαρή Δευτέρα συναντιούνταν στο πολύ όμορφο αυτό ξωκλήσι.

            Έτσι το άλλο πρωί η Μαριγώ σηκώθηκε απ' τα χαράματα. Έπρεπε να ετοιμάσει τα νηστήσιμα που θα έπαιρναν μαζί τους. Κατευθύνθηκε στο πίσω μέρος της αυλής. Ήθελε να βγάλει νερό από το πηγάδι και να μαζέψει κρεμμυδάκια και σκορδάκια για τις ανάγκες της ημέρας. Όμως στον μπαχτσέ με τα λαχανικά, την περίμενε δυσάρεστη έκπληξη: βρέθηκε μπροστά σε μια μικρογραφία κοιμητηρίου.

            Τα ζιζάνιά της είχαν μπήξει στο χώμα καμμιά δεκαπενταριά ξύλινους σταυρούς που είχαν ετοιμάσει χωρίς αυτή να το πάρει είδηση. Το θεώρησε κακό προμήνυμα και άρχισε να μονολογεί με δυνατή φωνή, ενώ συγχρόνως τους έβγαζε και τους ακουμπούσε σε μιαν άκρη: «Ούι, ουρσούσκα...Τσι κακό θα μ'φέρτι, τσι κακό θα μ'φέρτι! Του νου σας όλου στα ζουλούμια τουν έχιτι».

            Έτσι ξεθύμανε και με τα κρεμμύδια και τα σκόρδα στα χέρια τράβηξε στο μαγειριό. Τα καθάρισε, τα έπλυνε και τα τοποθέτησε μέσα σ' ένα καλάθι μαζί με ρεπάνια, ταραμά, ελιές και μπόλικο ψωμί. Τύλιξε και δυο κουβέρτες για νάχουν πού να καθήσουν.

            Όταν σηκώθηκαν οι άλλοι, όλα ήταν έτοιμα. Στον Αη-Γιώργη πέρασαν λίγες ευχάριστες ώρες. Είδαν και πολλές καινούριες νύφες που τις συνόδευαν οι πεθερές τους όπως απαιτούσε το έθιμο.

            Μετά το φαγητό, ξεπροβόδισαν τους Κοζανιώτες και οι δύο αδερφές καταπιάστηκαν με την καθαριότητα. Εκείνο που τις απασχόλησε ιδιαίτερα -όπως και τις άλλες Σιατιστινές νοικοκυρές- ήταν το τρίψιμο των πιάτων, των ταβάδων και γενικά όλων των μαγειρικών σκευών με σταχτόνερο. Μάλιστα πολλές γυναίκες την Καθαρή Δευτέρα, δεν έπαιρναν μέρος στη βόλτα στον Αη-Γιώργη. Έμεναν στο σπίτι μόνο και μόνο για να καθαρίσουν «τ' αγγειά». Το θεωρούσαν σπουδαία δουλειά και το έκαναν για να φύγει από αυτά κάθε ίχνος λίπους, καθώς άρχιζε η νηστεία για το Πάσχα, την οποία σχεδόν όλες οι οικογένειες τηρούσαν πολύ αυστηρά.

           Ο παπα-Λάζος κατηφόριζε με γρήγορα βήματα το δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι της Μαριγώς. Στο ένα χέρι του κρατούσε με προσοχή το διπλωμένο πετραχήλι κι ένα μικρό βιβλίο και με το άλλο προσπαθούσε να συμμαζέψει το ράσο του που το φύσημα του αέρα το έστελνε μια δεξιά και μια αριστερά.
            Σε λίγο βρισκόταν μπροστά στην βαριά πόρτα που οδηγούσε στην αυλή. Είχε επάνω της πολλά σιδερένια καρφιά με μεγάλο και πλατύ κεφάλι που σχημάτιζαν διάφορα σχέδια. Έπιασε το «τσκαλτσήρ» και το χτύπησε ρυθμικά. Η μια άκρη του ήταν στερεωμένη πάνω στην πόρτα και η άλλη ακουμπούσε  ακριβώς πάνω σ' ένα καρφί και με το χτύπημα ειδοποιούσε τη νοικοκυρά πως κάποιος τη ζητάει.

             Ακούστηκαν βιαστικά βήματα πάνω στις λείες πέτρες της αυλής. Η Μαριγώ πρόσχαρη άνοιξε.

            - Καλησπέρα κυρα-Χρήστινα.

            - Κάλως ήρθις αφέντ , είπε κι έσκυψε να φιλήσει με σεβασμό το χέρι του. Μι του συμπάθειου απ'βρήκις τ'θύρα σφαλτζμέν, μα οι μ'κροί όλου αυτά μι φκιάν καθώς παίζν.

            Κάθε Τετάρτη είχε καθιερώσει η νοικοκυρά να έρχεται ο παπάς στο σπίτι της και να διαβάζει Παράκληση στην Παναγία. Την παρακολουθούσαν τα παιδιά και όποιες απ' τις γειτόνισσες ήθελαν. 'Αλλες φορές τον καλούσε για αγιασμό ή ευχέλαιο.

            Μαζί κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό του σπιτιού και μπήκαν στον «ουντά π' του καντήλ».

            Κι αυτό το δωμάτιο ήταν μεγάλο και βρισκόταν δεξιά από τη είσοδο, στο σημείο όπου μια ξύλινη σκάλα οδηγούσε στο επάνω πάτωμα. Το ονόμαζαν έτσι γιατί εκεί βρισκόταν το εικονοστάσι. Ήταν το ασφαλές μέρος όπου η Μαριγώ έβαζε ό,τι πολύτιμο ήθελε να φυλάξει.

            Είχε μέσα αρκετές εικόνες αγίων, τα στέφανα του γάμου της, το κόκκινο αυγό που το άλλαζε κάθε Πάσχα με καινούριο. Η τζαμένια πορτούλα του ήταν σκεπασμένη με δύο χαριτωμένα κολλαριστά κουρτινάκια που του έδιναν επισημότητα και μεγαλοπρέπεια. Ήταν τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο, ώστε ενώ στο επάνω μέρος σκέπαζαν όλη την επιφάνεια του τζαμιού, στο κάτω σχημάτιζαν ισομεγέθη πιετάκια, δεμένα με άσπρη λεπτή κορδέλλα. Το ένα κουρτινάκι στερεώνονταν στη δεξιά και το άλλο στην αριστερή μεριά, αφήνοντας ανάμεσα ένα κενό, απ' όπου φαίνονταν τα εικονίσματα.

            Μπροστά από το εικονοστάσι, κρεμόταν από το ταβάνι, μ' ένα σκοινί περασμένο σε τροχαλία, το καντήλι.

            Μόλις ξυπνούσε το πρωί η Μαριγώ περιποιόταν τον εαυτό της και έδενε με τέχνη στο κεφάλι τη μαντήλα της. Μετά, πρώτη της έγνοια ήταν ν' ανάψει το καντήλι και να προσευχηθεί. Εφάρμοζε το «από Θεού άρχεσθαι». Το φυτιλάκι ρουφούσε αχόρταγα το χρυσαφένιο λάδι και έδινε ζωή στη φλόγα που τρεμόσβηνε, θαρρείς από συγκίνηση, φωτίζοντας τις αυστηρές μορφές των αγίων.

            Στη συνέχεια άρχιζε με δύναμη και κέφι τις καθημερινές δουλειές που δεν ήταν και λίγες.

            Κι αυτό το δωμάτιο είχε δυο διπλά παράθυρα με κουρτίνες φκιαγμένες από τα χέρια της. Μπαίνοντας, στα δεξιά, υπήρχε ένα ντουλάπι όπου κρατούσε μερικά πήλινα δοχεία με πετυχημένα γλυκά του κουταλιού που φυσικά έκαμνε η ίδια, και που πολλές φορές λεηλατήθηκαν κι αυτά από τα παιδιά της. Το πορτάκι του ήταν τζαμένιο. Το σκέπαζε μια λιθογραφία που παρίστανε τη μάχη της Αετορράχης στην Ήπειρο και δεν άφηνε να φαίνεται το περιεχόμενο του ντουλαπιού. Αριστερά ήταν τοποθετημένο ένα σιδερένιο κρεββάτι. Στο δωμάτιο υπήρχε τζάκι και πολλές μεσάντρες. Σε μια από αυτές είχαν αποθηκευμένα πράγματα που σπάνια χρησιμοποιούσαν.

            Ο παπα-Λάζος φόρεσε το πετραχήλι κι άρχισε να ψάλλει την παράκληση. Η Μαριγώ έρριξε μοσχοθυμίαμα στο θυμιατήρι που -καλογυαλισμένο καθώς ήταν- λαμποκοπούσε. ' Ασπρες τουλούπες καπνού ανέβηκαν προς το ταβάνι κι ευωδίασε όλο το δωμάτιο.

            Κι ενώ αυτή σιγοψιθύριζε μαζί του τα τροπάρια γεμάτη κατάνυξη, τα παιδιά γονατισμένα κάτω απ' το πετραχήλι του παπά προσπαθούσαν να πνίξουν τα γέλια τους γιατί φυσικά δεν καταλάβαιναν λέξη και γιατί σε στιγμή που δεν πρέπει να γελάσουμε, συμβαίνει το παραμικρό να μας φαίνεται πολύ αστείο.

            -  «Την πάσαν ελπίδα μου εις Σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την Σκέπην Σου», έιπε την τελευταία φράση ο παπάς και τους ευλόγησε.

             Στη συνέχεια τα παιδιά ξεχύθηκαν με γέλια στην αυλή για παιχνίδι ενώ η Μαριγώ οδήγησε τον παπα-Λάζο στο χειμωνιάτικο. Έφερε αμέσως τον δίσκο με τα κεράσματα.

            - Τι πειράζουσαν κυρα-Μαριγώ;

            Αυτήν την φράση τη συνήθιζαν άντρες και γυναίκες, και ήθελαν να πουν ευγενικά στη νοικοκυρά -παρόλο που το ήθελαν- ότι δεν ήταν ανάγκη να κάνει τον κόπο να τους κεράσει.

            - Ντζε παπά μ', μπουρώ να σ' αφήκου χουρίς τα διαταγμένα; Διάβασις τόσα γράμματα. Πάρι ιένα γλυκό κι λίγου νιρό να δρουσιστείς. Ιά, σόβαλα κι ψια κρασί που ν' καλή τσ' βαρέλα, είπε, κι έφερε το δίσκο ακόμα πιο κοντά.

            Ο παπα-Λάζος πήρε με το κουταλάκι μέσα από τον «χουκά» ένα χρυσαφένιο κομμάτι κολοκυθίσιο γλυκό περιχυμένο με διάφανο σιρόπι και αρωματισμένο με φύλλα μουσκόλδου. Το έβαλε στο στόμα του κι άρχισε να το μασάει πλαταγίζοντας μ' ευχαρίστηση τη γλώσσα του.

            - Γεια στα χέρια σου κυρα-Μαριγώ! είπε, κι αφού βούτηξε το κουταλάκι μέσα στο ποτήρι με το νερό το ήπιε όλο.
            Στη συνέχεια σήκωσε το κρασοπότηρο. Έτερψε την όρασή του με το χρώμα του περιεχομένου, το πέρασε κοντά από τη μύτη του κι απόλαυσε τη μυρωδιά του.

            - Εις υγείαν, ακούστηκε η φωνή του.

            - Κατά τουν πόθου σας, αποκρίθηκε η οικοδέσποινα ενώ αυτός άρχισε να πίνει το κρασί γουλιά-γουλιά.

            - Ιά, έχου ιδώ κι μπιμπλιά, κικιρίκια, μύργαλα κι καρύδια. Πάρι καϊένα μι του κρασί σ' του είπε και πρότεινε την πιατέλα με τους ξηρούς καρπούς.

            - Έχεις πολύ καλή οικογένεια κυρα-Μαριγώ. Ο Χρήστος κι εσύ, ανατρέφετε σωστά τα παιδιά σας και πρέπει να είστε ευχαριστημένοι γιατί -πώς να το κάνωμε- σήμερον παρεκτράπη η νεολαία.

            Η Μαριγώ χαμήλωσε το βλέμμα και ψιθύρισε ευχαριστημένη:

            - Σι 'φχαρ'στώ αφέντ.

            - Εύχομαι ο Θεός να τα φωτίζει πάντα στο καλό, συνέχισε εκείνος και σηκώθηκε. Την χαιρέτησε, βάδισε προς την εξώπορτα και αφού της ευχήθηκε «καλό ξημέρωμα», πήρε το δρόμο προς το σπίτι του.

Παραμονή Πρωτομαγιάς. Η δροσούλα είχε στολίσει τα πέταλα των λουλουδιών και όλες τις πρασινάδες με αμέτρητες νερένιες μπαλίτσες.
            Πίσω απ' το μαγειριό ήταν ένας κηπάκος, ένα μέτρο ψηλότερα από την επιφάνεια της κυρίως αυλής. Στο κέντρο του υψωνόταν μια τζερτζιλιά. Στο χώρο προς το πηγάδι, ήταν ένα άλλο δέντρο, έτσι μπολιασμένο, που το μισό έβγαζε τζέρτζιλα και το άλλο μισό δαμάσκηνα. Στον υπόλοιπο χώρο φύτευαν συνήθως κρεμμυδάκια και σκορδάκια κι ανάμεσά τους υπήρχε πολύς δυόσμος αυτοφυής.
            Τούτο το πρωί η Μαριγώ βρισκόταν εκεί. Είχε πιασμένες τις άκρες της ποδιάς της με τέτοιο τρόπο, που σχημάτιζαν μια μεγάλη τσέπη. Μέσα εκεί, είχε ρίξει καμμιά δεκαριά ρίζες φρέσκα κρεμμυδάκια και τώρα έκοβε καταπράσινα κλωναράκια από δυόσμο. Η ωραία ευωδιά που έβγαζαν τα μικρά του φύλλα καθώς αναδεύονταν, είχε πλημμυρίσει την περιοχή. Μάλιστα ένα από αυτά, το κόλλησε με δύναμη πάνω στη μύτη της και αφού πήρε μια βαθιά εισπνοή,  έβγαλε ένα μακρόσυρτο «αααα!...» που δήλωνε απόλαυση. Ύστερα, το στερέωσε μόνιμα στο ένα ρουθούνι της. Αυτό το συνήθιζε με όλα τα ευωδιαστά φυτά που είχε στον κήπο της. Πότε ήταν βασιλικός, πότε δυόσμος, αρμπαρόρριζα ή μαϊδανός.
            Από κει τράβηξε στο πηγάδι, πήρε μαζί της το γεμάτο γκιούμι που είχε έτοιμο από πριν και στη συνέχεια μπήκε στο μαγειριό. Σε λίγο, να και η Ελένη:
            - Καλ'μέρα Μαρ'γώ.
            - Καλ'μέρα Λιέν. Σούρπιτ γλιέπου, την πείραξε. Κόπιασι να σ'φκιάσου καφέν.
            - 'Φχαρ'στώ σ', δεν θέλου. Πριν απου λίγου τουν ρούφ'σάμι μι τουν Μάρκου. Πε μ' τώρα τσι θέλτς να σ'κάμου, να σώσουμι μιαν ώρα αρχήτσιρα.
            Ήθελαν να κάνουν διάφορες ετοιμασίες για την αυριανή μέρα. Οι δυο οικογένειες θα πήγαιναν -όπως όλοι οι Σιατιστινοί- να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά στον γραφικό λόφο, όπου ήταν η εκκλησία του Αγίου Χριστοφόρου.
            - Τράβα μα Λιεν στουν μπαχτσέ κι μάσι μακιδουνήσ κι καμόσα λάπατα. Ας έχουμι ταχιά κι καναδυό ιαπράκια.
            Η Ελένη πήγε να εκτελέσει την αποστολή που της ανέθεσε η αδερφή της. Στη συνέχεια η Μαριγώ έρριξε αλεύρι στο κόσκινο. Αμέσως άρχισε να το δουλεύει μ' επιδεξιότητα. Πάκα-πάκα, πάκα-πάκα, ακούγονταν ρυθμικά. Το έσπρωχνε με ταχύτητα από το ένα χέρι στο άλλο, ώσπου σχηματίστηκε ένα αφράτο βουναλάκι στο κέντρο της κατσαρόλας που βρισκόταν ακριβώς από κάτω. Ετοίμασε τη ζύμη, τη γέμιση μ' αυγά και τυρί και άρχισε να φτιάχνει τα κιχιά.
            Στο μεταξύ έφερε κι η Ελένη τα λάπατα. Μόλις δρασκέλισε το κατώφλι του μαγειριού κι αντίκρυσε την αδερφή της, άρχισε να γελάει καρκαριστά και είπε:
            - Ου να σι παρ η 'φκή! Σφούγγσι μα τ' μυτ'σ' κι του κατσιαούλ σ' πουν'ιουμάτα αλιέβρ!
            Αμέσως μετά, άρχισε δουλειά. Έπλενε τα λάπατα ένα-ένα κι έκοβε με το μαχαίρι κατά μήκος ένα κομμάτι από τα κοτσάνια τους για να τα κάνει λεπτότερα. Στο τέλος, τα ζεμάτισε ελαφρά. Ψιλόκοψε τα κρεμμυδάκια και το μαϊδανό. Τα ανακάτεψε με τον κυμά, έρριξε λίγο λάδι, ρύζι, αλάτι και πιπέρι και τα ζύμωσε. Μετά άρχισε να τυλίγει τα γιαπράκια και να τα τοποθετεί με τάξη στην κατσαρόλα.
            - Μμ, τσήρα ικεί μι τι τέχν τα φκιάντς. Σαν μι τουν χάρακα. Όχ σαν καμόσις απ' τα κουτφουλιάζ'ν, την παίνεψε η Μαριγώ που αφού τελείωσε τα κιχιά, άρχισε να ετοιμάζει ζύμη για κεφτεδάκια.
            Ο Παύλος και ο Λεωνίδας, αφού έφαγαν το καθιερωμένο πρωινό τους, βγήκαν στην αυλή να παίξουν.
            - Αμπρέ ισείς, νίφκιτι ή τ' αστόησέτι; τους ρώτησε, γιατί με τη σημερινή φούρια της δεν μπόρεσε να τους ελέγξει.
            Ικανοποιήθηκε με τη θετική απάντηση που πήρε, αλλά κάτι δεν της άρεσε με τα μαλλιά του μικρού, και φώναξε:
            - Μπρε Λιουνίδα, τσι μ' βγήκις σαν αρίτσιους; Ιέλα ιδώ σ'μα μ' να σ' φκιάσου ν' πόλκα σ' να φαντάειζ.
            Του έβρεξε λίγο τα μαλλιά που ήταν μακρύτερα από του Παύλου και του ίσιωσε τη χωρίστρα. Τώρα ήταν ελεύθεροι να απολαύσουν το παιχνίδι. Σε λίγο ο Παύλος ασχολούνταν σε μιαν άκρη με κάτι σανίδια. Έμοιαζε κάτι να καρφώνει. Ο Λεωνίδας σύναξε με τη φαντασία του τα «πρόβατά» του που βρίσκονταν στο πάνω μέρος της αυλής κι άρχισε να τα βόσκει. Στην πραγματικότητα ήταν κέρατα. Τα είχε μαζέψει από το κρεωπωλείο του Τιόμου τ' Λιούκα που βρίσκονταν απέναντι από το καμπαναριό. Την εποχή εκείνη, τα ζώα τα έσφαζαν εκεί κι έτσι ήταν εύκολο να προμηθευτεί τα κέρατα. Μ' ένα ξύλο που έπαιζε το ρόλο της γκλίτσας, τα έσπρωχνε με δύναμη πάνω στις πέτρες και μια τα κατέβαζε ως την αυλόθυρα κι ύστερα πάλι προς το πηγάδι. Καθώς όμως κατρακυλούσαν, έκαμναν θόρυβο πολύ ενοχλητικό που έφερε πονοκέφαλο στις δύο αδελφές που ήθελαν οι προσπάθειές τους να στεφθούν οπωσδήποτε από επιτυχία, μια που από τα εδέσματα που ετοίμαζαν, θα κερνούσαν και διάφορους φίλους.
            - Μαρ αδιρφή, ουρμήνιψέ του του ουρσούσκου. Πετ να σταματήσ. Έτσ' απ' γκουρδουκλιούντζι τα κέρατα 'που τα τραϊά ολ' ν' ώρα κι ρουπουτούν, μας ξικιφάλτσαν! είπε η Ελένη.
            - Καλά λιες, απάντησε η Μαριγώ κι αφού συμβούλεψε τον Λεωνίδα «Σύρι καλό μ' σιαπέρα να παίξ' μι τσίπουτας άλλου», συνέχισε: κι όχ άλλου, φουβούμι να μη λαθέψου κι φκιάσου μι του φαΐ καναν χατάν.
            Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή του Παύλου:
            - Ω Λιουνίδα! Έλα ιδώ ρε!
            Ο Λεωνίδας άφησε καταμεσής τα «πρόβατα» και τη γκλίτσα και ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα. Σε λίγο, οι δυο γυναίκες δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν.
            Ο Παύλος είχε κατασκευάσει με τα σανίδια ένα φορείο. Πάνω σ' αυτό είχαν ξαπλωμένη τη γάτα τους την Έλλη, που είχε ψοφήσει το προηγούμενο βράδυ. Το κρατούσε από μπροστά αυτός κι από πίσω ο Λεωνίδας και κατευθύνονταν μ'επίσημο βήμα προς τ'Λιάλια τ'Πάικ το χωράφι, στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα ο ' Αγιος Αντώνιος.
            «' Αμωμοι εν οδώ Αλληλούϊα». Με χαμηλές φωνές έλεγαν και ξανάλεγαν αυτό που είχαν τυπώσει από τις επικήδειες ψαλμωδίες. Εκεί την έθαψαν. Μια γειτόνισσα που τους παρακολούθησε ήταν σκασμένη στα γέλια: «Να σκάσ' η 'ης π' να σας φάει», ψιθύρισε, ενώ η Μαριγώ μαδώντας τα μάγουλά της έλεγε -αποτεινόμενη κυρίως στον Παύλο:
            - Ού, να ξιπατουθείς!...δεν αντρέπισι μπρε, ισύ ου τρανύτσιρους; Σαν ερθ' ου πατέρας θα τ' τα πω όλα! Ικείνους θα σι βάλ' σι τιρμπιέν!
            Κι ενώ τον μάλωνε, προσπαθούσε να συγκρατήσει τα γέλια της, το ίδιο κι η Ελένη. Το μεσημέρι οι αδερφές χώρισαν.
            - ' Αιντζι, πααίνω Μαρ'γώ, κι όταν μπιτίστσι του φαΐ θα σι καρτσιρώ στου σπίτς να φκιάσουμι ν' πίτα κι του ρ'ζόγαλου. Ιά, τώρα θα στείλου ιένα πιδί μ' να πει τ' Μπουντιώνινα να μ' φερ' του γάλα.
            - Κι γω θα στουμπίσου του ρυζ' στου χαβάν κι θα να 'ρθου μι ν' ώρα μ'. Θα φτασν οι θ'κές ή να φέρου κι κανα δυο πιατάντζις 'που τις θ'κές μ'; ρώτησε.
            - Μμ...φέρι κι θα ιδούμι.
            Όταν η Μαριγώ έφτασε στο σπίτι της Ελένης, αυτή τελείωνε την πίτα.
            - Υά στα χέρια σ' αδιρφή! Φουρφούρ το'φκιασις του φύλλου. Τσήρα τσι σούφρις κι τσι πιρήφανουν κόθουρουν κουλούριασις!
            Η Ελένη χαμογέλασε ευχαριστημένη από τα καλά λόγια της αδερφής της. Έστειλε την πίτα σ' έναν σπιτικό φούρνο να ψηθεί κι αφού κέρασε ένα γλυκό του κουταλιού την αδερφή της, βάλθηκαν να κάνουν το ρυζόγαλο. Ήταν απαραίτητο σ' όλα τα σπίτια την Πρωτομαγιά.
            Αφού το δοκίμασαν και το ξαναδοκίμασαν ώστε να είναι τόσο πηχτό όσο πρέπει, το άδειασαν στις λουλουδάτες πιατέλες. Ύστερα με την κανέλλα έκαναν στην επιφάνειά του διάφορα σχέδια. Γλάστρα με λουλούδι, μπουκέτα, τη φασλιά, φεστόνια κ.α. Χώρισαν ικανοποιημένες με το αποτέλεσμα κι ανυπομονούσαν κι αυτές σαν τα παιδιά τους να ξημερώσει. Η αυριανή μέρα, γεμάτη διασκέδαση και χαρά, θα τις αποζημίωνε για την κούραση που τράβηξαν σήμερα.

 

            Οι σχέσεις των τριών αδελφών Ζωίτσας, Μαριγώς και Ελένης, ήταν πάντα πολύ καλές.
            Ανάμεσα όμως στη Μαριγώ και στην Ελένη, είχε αναπτυχθεί ένα ιδιαίτερο δέσιμο. Ίσως γιατί οι χαρακτήρες τους είχαν πολλά κοινά σημεία, ίσως γιατί οι κατοικίες τους ήταν γειτονικές και δεν έχασαν ποτέ την επαφή. Η επικοινωνία ήταν διαρκής. Απλά θα λέγαμε, ήταν «ένα σπίτι».
            Η μία ήταν το δεξί χέρι της άλλης. Αλληλοβοηθούνταν στο νοικοκυριό, στη μαγειρική, στη ζαχαροπλαστική...ακόμα και στην ανατροφή των παιδιών. Όταν δινόταν η αφορμή, πάντα συμβούλευαν το σωστό στ' ανίψια τους.
            Αυτό το δέσιμο το είχαν προεκτείνει σ' όλα τα μέλη της οικογένειάς τους. Αντήλλασσαν επισκέψεις, συνέτρωγαν και η χαρά των παιδιών της Μαριγώς ήταν να βρίσκονται στο σπίτι της θείας  Ελένης και αντίστροφα.
            Ένας σπουδαίος λόγος ήταν ότι με τα παιχνίδια και τη φασαρία που έκανε όλο αυτό το παιδομάνι, οι μεγάλοι ξεχνούσαν συνήθως να τους δώσουν το τόσο ωφέλιμο για την ανάπτυξή τους ψαρόλαδο. Το απεχθάνονταν όλα τόσο πολύ! Η γεύση και η μυρωδιά του....ήταν ανυπόφορες.
            Η Μαριγώ έστρωσε το σοφρά και τοποθέτησε πάνω μια πιατέλα με στενόμακρα κομμάτια νόστιμου ζυμωτού ψωμιού. Στη φωτιά είχε το μεγάλο μπρίκι όπου ετοίμαζε τον καφέ -κριθαρένιο βέβαια- για τα παιδιά. Σε λίγο θα ξεκινούσαν για το σχολείο.
            Κάθησαν γελαστά στις θέσεις τους και περίμεναν. Η Μαριγώ σέρβιρε τον καφέ στα φλυτζάνια, τοποθέτησε το καθένα μέσα σε πιάτο και τα πρόσφερε στα παιδιά. Έπαιρναν αυτά από ένα λουρί ψωμιού και το βουτούσαν στον καφέ. Μετά το έφερναν στο στόμα τους και νοστιμεύονταν.
            Όμως όπως κάθονταν όλοι γύρω από το σινί, ο Παύλος το κούνησε με τέτοιον τρόπο, με αποτέλεσμα να χυθεί κάποια ποσότητα καφέ από τα φλυτζάνια στα πιάτα. Βρήκε λοιπόν την ευκαιρία να βουτήξει το ψωμί του στον καφέ του Λεωνίδα, που άρχισε να κλαίει. Έτσι και σήμερα η Μαριγώ αναγκάστηκε να μαλώσει τον ζωηρό γιό της Παύλο, που έβαλε σ' εφαρμογή για άλλη μια φορά τούτο το σχέδιό του που πάντα έφερνε αναστάτωση.
            Μόλις τελείωσαν το πρωινό τους, τακτοποίησε γρήγορα το δωμάτιο και έβγαλε απ' τη μεσάντρα δυο-τρία υφαντά τραπεζομάντηλα.
            Τα πράγματα στη μεσάντρα τα είχε τοποθετημένα στην εντέλεια. Απαιτούσε από όλους να είναι τόσο τακτικοί, ώστε να μπορούν να βρούν εσώρρουχα, κάλτσες ή ό,τι άλλο χρειάζονταν, «μι σφαλτζμένα τα μάτσια», όπως έλεγε.
            Σε λίγο ακούστηκαν στην αυλή οι φωνές της Ελένης και της καλής φιλενάδας τους της Βασιλικής. Ερχόταν να τη βοηθήσουν. Σήμερα θα έφτιαχναν όλες μαζί τα πέτουρα και τον τραχανά της χρονιάς. Η Ελένη κουβαλούσε μαζί  το πλαστήρι και τον κλώστη της, για να τελειώνουν γρηγορότερα.
            Έξω ήταν χαρά Θεού. Η άνοιξη επιβεβαίωνε την παρουσία της. Τα χορταράκια είχαν φυτρώσει για καλά ανάμεσα στις πέτρες της αυλής και σχημάτιζαν γύρω τους πράσινες γιρλάντες. Η αχλαδιά, η «τζερτζιλιά» κι η καϊσιά ήταν γεμάτες μπουμπούκια.
            Ένας χαμηλός τοίχος που είχε πλάτος ενάμισυ μέτρο, χώριζε την αυλή από τον λαχανόκηπο κι έφτανε ως το μαγειριό. Μέσα εκεί φύτευαν μαρούλια κι έσπερναν μαϊδανό και δυόσμο.
            Πάνω σ' αυτόν τον τοίχο ήταν παρατεταγμένοι μεγάλοι τενεκέδες βαμμένοι με μπλέ ζωηρό χρώμα. Ήταν χάρμα οφθαλμών οι φουντωμένες μπιγκόνιες κι οι ορτανσίες. Απαραίτητο και «του μουσκόλ'δου» που το χρησιμοποιούσαν όταν ήθελαν ν' αρωματίσουν τα γλυκά του κουταλιού. Αγριοτριανταφυλλιές, ντάλιες, «ταφλάνια», «σαρμαναχτσέδια», «ζουκούμια» και «καροφυλιές» συναγωνίζονταν σε ομορφιά. Σ' όλο το μήκος του τοίχου, ως το μαγειριό, φύτρωναν κρίνα, τα «ζαμπάκια». Η Μαριγώ καθάριζε τα γυαλικά με τα φύλλα τους και γίνονταν αστραφτερά. ' Ανοιξη και καλοκαίρι ο κήπος της ήταν σωστός παράδεισος.
            Η Ελένη και η Βασιλική έμειναν αρκετή ώρα να απολαμβάνουν το θέαμα. Μερικές φορές βύθισαν το πρόσωπό τους στις συστάδες των λουλουδιών και ρούφηξαν άπληστα το άρωμά τους. Ένα μακρόσυρτο «άααχ» φανέρωσε την ευχαρίστηση που ένιωσαν. Ύστερα πλησίασαν την πόρτα του σπιτιού.
            - Καλ'μέρα Μαρ'γώ. Πώς είσι;
            - Καλώς τσις, καλώς τσις, απάντησε μ' ένα πλατύ χαμόγελο γεμάτο καλωσύνη. Δόξα τουν Θο, είμι μια χαρά. Κι σας καλά σας γλιέπου. Έλατι να ρ'φήσουμι τουν καφέν κι ν' αρχινήσουμι.
            Ενώ τον έπιναν με κάποια βιασύνη, συνέχισε:
            - Τ' αλιεύρ τό 'χου ιέτσμου στου σκαφίδ. Απιτιόρ του κουσκίντσα. Όσου να βγάλ'τι ισείς τ' μάσα σν'αυλή κι να στρώστι τουν τράπιζου ουπάν, ιγώ θα τ'μάσου ιένα κ' ιένα του ζμάρ.
            Πράγματι οι δύο γυναίκες έκαναν τα προκαταρκτικά κι ύστερα την ακολούθησαν στο ζυμωτήριο.
            Μέσα στην ξύλινη σκάφη άσπριζε το αφράτο αλεύρι. Η Μαριγώ έκανε μια μεγάλη λακκούβα στο κέντρο κι άρχισαν κι οι τρεις να σπάζουν μεσα πολλά  αυγά απ' αυτά που βρίσκονταν εκεί δίπλα μέσα σ' ένα πανέρι. Σχημάτισαν έναν χρυσό ήλιο μέσα στην σκάφη.
            Η Ελένη πήρε ένα γανωμένο γκιούμι που περιείχε το γάλα κι άρχισε να το ρίχνει σιγά-σιγά, ενώ η Μαριγώ, αφού έρριξε το ανάλογο αλάτι, προχώρησε στο ανακάτεμα. Χρησιμοποιώντας τις παλάμες της σαν φτυάρια, τις έχωνε βαθιά ως τον πάτο του σκαφιδιού και ανασήκωνε με τέχνη το αλεύρι, αφήνοντάς το να περνά ανάμεσα από τα δάχτυλά της και να πέφτει σαν καταρράχτης στ' αυγά και στο γάλα, ώσπου όλα μαζί τα υλικά σχημάτισαν μια ευωδιαστή ζύμη. Την ακούμπησε σ' ένα «πιστιμάλ» και την έφερε στο κατώι. Τα πλαστήρια ήταν έτοιμα και αμέσως άρχισε η «επιχείρηση».
            Η Μαριγώ έκοβε μικρά κομμάτια ζύμης και με τα επιδέξια δάχτυλά της τα δούλευε πάνω σε λίγο αλεύρι, δίνοντάς τους σχήμα σφαιρικό. Τα έπαιρναν η Ελένη και η Βασιλική και πάνω στα πλαστήρια τα μετέτρεπαν σε «φύλλα». Τα χέρια τους δούλευαν με μεγάλη άνεση τον κλώστη. Τύλιγαν πάνω του το ζυμάρι ενώ συγχρόνως το πίεζαν με ανοιχτές παλάμες ελαφρά και το έσπρωχναν προς τα άκρα. Έπρεπε ν' αποκτήσει επιφάνεια, αλλά να μην κολλήσει. Γι'αυτό πότε-πότε το πασπάλιζαν με λίγο αλεύρι. Κατά διαστήματα, με μια απότομη κίνηση -μελετημένη όμως- γύριζαν το «φύλλο» του ζυμαριού κι έφερναν το πάνω κάτω.
            Τα πρώτα που προορίζονταν για πέτουρα ήταν λεπτότερα, ενώ τα άλλα για τον τραχανά πιο χοντρά. Μόλις το φύλλο αποκτούσε το επιθυμητό πάχος και μέγεθος, το τύλιγαν μ' ανάλαφρες  κινήσεις στον κλώστη κι η Μαριγώ το άπλωνε πάνω στα τραπεζομάντηλα. Έπρεπε να μείνει λίγη ώρα εκεί, να «τραβήξει».
            Η Μαριγώ διεκπεραίωνε το πιο εύκολο μέρος της εργασίας γιατί στο μεταξύ ετοίμαζε πίτα για να φιλέψει το μεσημέρι, μαζί με τα μέλη της οικογενείας της και τις δυο γυναίκες. Μάλιστα για να τις ξεκουράζει, έφερνε στην κατάλληλη στιγμή διάφορα κεράσματα: μελιτζανάκι γλυκό ή δαμάσκηνο, παραγεμισμένα με καβουρντισμένα αμύγδαλα, ξηρούς καρπούς, λίγο σιμιγδαλένιο χαλβά με κανέλλα. Αυτά, σε συνδυασμό με κουβεντούλα. Όλο και κάποιο πρόβλημα λύνονταν, όλο και κάτι αστείο ακούγονταν.
            Όταν τα φύλλα του ζυμαριού στέγνωσαν όσο έπρεπε, άρχισε το κόψιμό τους. Διπλωμένα πάνω στο πλαστήρι, τα έκοβαν με μαχαίρι σε στενές λωρίδες και τα ξανάπλωναν στα τραπεζομάντηλα, για να στεγνώσουν εντελώς αυτή τη φορά.
            Κι ενώ η Ελένη κι η Βασιλική έκαναν αυτή τη δουλειά, η Μαριγώ έκοβε τα φύλλα που προορίζονταν για τραχανά σε κομμάτια, κι ύστερα τα έτριβε ανάμεσα στις παλάμες της. Στη συνέχεια, τα έρριχνε στο ειδικό «παφλέινο», από τσίγκο κόσκινο, το τρυπημένο με χοντρό καρφί. Μικρά κομματάκια ζυμαριού έπεφταν σ' ένα ταψί σαν νιφάδες χιονιού. Από κει, τ' άπλωναν κι αυτά σε τραπεζομάντηλο. Μόλις στέγνωναν όλα καλά, η Μαριγώ θα τα μάζευε σε ανάλογα δοχεία για να καλοφαγωθούν τον ερχόμενο χειμώνα
            Οι ώρες με τη δουλειά και την ευχάριστη παρέα πέρασαν γρήγορα. Αργά το απόγευμα η Ελένη κι η Βασιλική σηκώθηκαν να φύγουν.
            - Αντζίου Μαρ'γώ κι καλό έξουδου.
            - 'Φχαρ'στώ σας! 'Φχαρ'στώ σας! ' Αιντζι κι ν' άλλ ν' Πέφτσ -νάμιστσι καλά- θα νάρθουμι σι σένα Λιέν κι ν' παράλλ σ' Βασιλ'κή, να φκιάσουμι όλις αντάμα κι τα θ'κά σας. Τσι τα θέλτς, τσι τα 'υρέβς...τα πουλλά τα χέρια, άχαρ, είνι ιβλουγία!
            Έτσι χωρίστηκαν.


            Το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά. Οι φιλενάδες είχαν συνεννοηθεί τούτο το απόγευμα να συγκεντρωθούν στο καμπαναριό, έξω από την Αγία Παρασκευή. Θα πήγαιναν αυτές και τα παιδιά τους να «δειλ'νίσ'ν» στον ' Αγιο Χριστόφορο. Ήταν ένα είδος ψυχαγωγίας.
            Πρώτες έφτασαν η Μαριγώ, η Ελένη κι η Βασιλική. Σε λίγο φάνηκαν η Ελένη Χουρμουζιάδου, η Μαλαματή η Ρόσιου -γυναίκα του δάσκαλου Ρόσιου- κι η Βασιλική, γυναίκα του δάσκαλου Παπαχατζή, που αμέσως πήρε το λόγο και πείραξε τις δυο αδελφές:
            - Μαρ ισείς, γλιέπου πήριτσι τρανό καλάθ. Τσι σκουπόν έχιτσι;
            - Μμ, δεν ήμασταν κι ιά μ'κρότσιρου, αποκρίθηκε η Ελένη. Ιδώ άχαρ έχουμι ένα κιαμέτ
πιδιά απου δεν εχν σταματ'μόν. Αράδα πιαλούν κι τ' ανοίγ η όρεξ. Ισύ τσι έχ'ς σι τούτουν τουν μπουχτσιάν;
            - Ιά, ιέχου τσυλιγμένου ιένα παλιό κιλιμόπκου. Θα του στρώσου καταής ιά να κάτσουμι. Αλλιώς θα μας τσιουμπούν οι μπουμπλιάτσκις, οι ζγκράμπιις κι τ' άλλα τα σούζουλα.
            Στο μεταξύ, μια από την παρέα δεν έλεγε ακόμα να φανεί και υπήρχε διάχυτη κάποια ανυπομονησία στις...συνάστρεγες της συντροφιάς.
            - Ε μα, Μαρ'γώ! Καρτσέρα λίγου 'κόμα! Στου ζυγκί σι γλιέπου. Έτοιμ' ίσι να κινήεις. Οπ νά 'νι θα φανεί. Κι αμέσως...
            - Ιάτσην, ιάτσην, δεν σου'λιγα ιγώ; είπε η Βασιλική Γούτα.
            Και πράγματι σε λίγο έφτασε βιαστική και ιδρωμένη η Σουλτάνα, η γυναίκα του δάσκαλου Αποστόλου. Χαιρέτησε κι άρχισε ν' απολογείται:
            - Να μι συμπαθάτι απ'άρ'γσα. Τα χουσμέτσια όμους δεν λιεν να μπητίσν. ' Ασι απ' μι χασουμέρ'σιν κι μια 'ιτόντσα απ' ήθιλιν ντζε κι καλά κάτ να μ' πει.
            Αμέσως η γυναικεία συντροφιά άρχισε ν' ανεβαίνει σιγά-σιγά τον ανήφορο. Θα περνούσαν να πάρουν και την αδελφή της Σουλτάνας, τη Θοδώρα, που ήταν παντρεμένη με δάσκαλο κι αυτή -με τον Δημήτριο Λιούταρη- και κάθονταν κοντά στον ' Αγιο Χριστόφορο. Πότε-πότε σταματούσαν για λίγο, για ν'ανανεώσουν τις δυνάμεις τους και να κουβεντιάσουν. Ο παιδόκοσμος -κορίτσια κι αγόρια- προπορεύονταν με χοροπηδητά, γέλια και φωνές. Η Θοδώρα τους περίμενε στην αυλόπορτά της. Μπήκε κι αυτή στην συντροφιά και συνέχισαν το περπάτημα.
            Σαν έφτασαν στον γραφικό λόφο, πήραν βαθιές ανάσες και κάποια ακούστηκε να λέει γεμάτη ευχαρίστηση: «Μμμ, τσι κρέχτους αϊέρας φ'σάει ιδώ ψ'λά!»  Οι υπόλοιπες συμφώνησαν, άφησαν τα πράγματα καταγής και μ' ευλάβεια μπήκαν στην εκκλησία. ' Αναψαν τα καντήλια και προσκύνησαν. Καθεμιά ζήτησε με θέρμη ψιθυριστά, ό,τι καλό νόμιζε για την οικογένειά της. Βγήκαν έξω ανακουφισμένες. Αμέσως έστρωσαν κάτω από τα δέντρα κιλίμια και κουβέρτες και στρώθηκαν κι αυτές.
            Η καταπράσινη γη ανάδινε ευωδιές από θυμάρι, ρίγανη κι ένα σωρό άλλα χόρτα. Τ' αγριολούλουδα κεντούσαν πάνω της σχέδια σε διάφορα χρώματα και τα χαμομήλια σχημάτιζαν πού και πού μικρά κίτρινα χαλιά. Μια συστάδα από ραγκαβανιές ήταν γεμάτη από μωβ άνθη. Επάνω τους φτερούγιζαν μερικοί «κατσουιανναίοι».
            ' Αρχισαν ν' ανοίγουν τα καλάθια.
            - Ό νοικουκυρές! Καρτσέρατι μιαν στσιγμή ν' απλώσου κι τούτουν τουν τράπιζου κι άι να βάλουμι ουπάν τα φαϊά μας, ακούστηκε η φωνή της Ρόσινας.
            - Μμ, δόξα Τουν. Τσήρατσι άχαρ! Ιδώ μαζώχ'καν λουιούν του λουιού καλούδια, είπε η Γούτου.
            Και πράγματι, επάνω στο μεγάλο τραπεζομάντηλο ήταν μαζεμένα όλα τα καλά του Θεού. Ζυμωτά ψωμιά, τυρί, κεφτεδάκια, κιχιά, πίτες, βραστά αυγά, κρεμμυδάκια κ.α.
            - Να 'μαστσι 'ιρές κι πάντα τσέτσοια να 'χουμι είπε κάποια άλλη.
            Τα παιδιά ανυπομονούσαν ν' αρχίσει η διανομή. Η Μαριγώ πήρε ένα μεγάλο «πισνίκ», έκανε με το μαχαίρι πάνω του το σημείο του σταυρού κι άρχισε να κόβει μεγάλες φέτες. Μοίρασε πρώτα στα παιδιά, ενώ οι άλλες της συντροφιάς έδιναν στο καθένα ό,τι ζητούσε. Με τα χέρια γεμάτα, απομακρύνθηκαν χαρούμενα.
            Σε λίγο άρχισαν να τρων κι οι γυναίκες και συγχρόνως άρχισε και η ανταλλαγή επαίνων. Πότε-πότε σταματούσαν το φαγητό και συζητούσαν. Θέματα υπήρχαν άφθονα. Εκείνο που ιδιαίτερα απασχολούσε μερικές ήταν η συμπεριφορά των συζύγων.
            Από την παρέα, η Ελένη Χουρμουζιάδου που καταγόταν από τη Θράκη, ήταν η μόνη που δεν μιλούσε Σιατιστινά. Ήταν ήσυχη, ευγενική και νοικοκυρεμένη γυναίκα. Βρέθηκε στη Σιάτιστα καθώς η μοναχοκόρη της Κατίνα, που ήταν δασκάλα, παντρεύτηκε τον δάσκαλο Γεώργιο Σιάπαντα κι έκαναν μεγάλη και σωστή οικογένεια. Καθώς μερικές έκαμναν περιγραφή διαφόρων περιστατικών της συζυγικής τους ζωής, είπε κι αυτή:
            - Τι να σας πω, ο δικός μου ο άντρας, ήταν πολύ λεπτός άνθρωπος, εννοώντας βέβαια λεπτός στους τρόπους.
            Πετάχτηκε αμέσως η Παπαχατζίνα και την αποστόμωσε:
            - Ου θ'κος μ' άχαρ να ιδείς! Εχ κάτσ μαγούλια...ιάα!...σαν ατσιούμστου φιγγάρ!..και έδειξε με τις παλάμες της που τις είχε δώσει το σχήμα της κούπας, τα δικά της μάγουλα. Όλες ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια κι αυτή συμπλήρωσε:
            - Μωρ πιχλιές είνι σας λιέου!
            Τα παιδιά νοστιμεύονταν, πηγαινοέρχονταν και διαρκώς ζητούσαν:
            - Μα μάνα, δω μ' κι άλλουν κιφτσέν!
            - Ιγώ θέλου κιχιά!
            - Ιμένα δω μ' 'κόμα μια φιλιώτα ψουμί κι ψιά τσυρί. Δω μ' κι ένα κρουμμδάκ μα!
            Κάποια στιγμή ακούστηκαν κραυγές από το χώρο του παιχνιδιού.
            - Μαρ ισείς, ποιός ουριάζ; Ούι άχαρ, ου θ'κος μ' ου Λιουνίδας είνι! είπε η Μαριγώ.
            Το παιδί έρχονταν κλαίγοντας γοερά και κρατούσε το ένα χέρι του με το άλλο. Η μάνα του σηκώθηκε να το συναντήσει.
            - Ιέλα έμου ιδώ. Τσι έπαθις; Σι βάρ'σιν καένας;
            - Όοοχ , ήρθε η απάντηση μέσα από αναφυλλητά,  μια μπουντζίσα τσιούμ'σιν του δάχ'λου μ' κι ίνκιν τούμκανους!
            - Μη κλιαίς καλό μ'. Ιά, θα σ' βγάλου τουν μπόντου κι θα σ' βάλου ουπάν λίηγ λάσπ. Να ιδείς, θα σ' διάβ ιένα κι ιένα.
            Ανακάτεψε αμέσως λίγο χώμα με νερό και σκέπασε το σημείο του τσιμπήματος. Ο μικρός ανακουφίστηκε, έπαψε να κλαίει και ζάρωξε για λίγο δίπλα στη μάνα του. Δεν πέρασε πολλή ώρα και έφτασε άλλος παραπονούμενος. Ήταν ο Παύλος της.
            - Ε μπρε, τσι χαλέβ'ς ισύ; Δε θα μ' αφήκιτι ήσυχ; 'Που του κουντό θα μ' έχιτι, να σας παρ η 'φκη να σας παρ!
            - Ιά μα μητσέρα...μ'άμπουξιν ου 'Ιάντς απ' πιαλούσιν, μόρ'ξιν 'που του χερ τα κιφτσέδια μ' κι ιόμ'σαν χώματα!
            - Ιέλα, πάρι άλλα κι τράβα να παίειξ.
            Έφυγε για τον τόπο του παιχνιδιού χοροπηδώντας. Ήταν πολύ ευχαριστημένος καθώς είχε και πάλι τα χέρια του γεμάτα. Στο μεταξύ, ακούστηκε η φωνή της Σουλτάνας Αποστόλου:
            - Μαρ Μαρ'γώ, όπως έγλιεπα τώρα ιά τουν 'ιό σ', όκαχτους ου Χρήστους είνι
            Η Μαριγώ έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε.
            - ' Αστσι να πάμι σιαπέρα να μάσουμι πασκαλούδα κι πλαβουβότανου, να τα στσιγνώσουμι ιά τουν χ'μώνα.
            Οι πιο πολλές συμφώνησαν και την ακολούθησαν. Ήταν μια ευκαιρία να ξεπιαστούν απ' το συνεχές κάθισμα, να χωνέψουν αλλά και να αποκτήσουν τα τόσο ωφέλιμα για τον στομαχόπονο και τα κρυολογήματα ροφήματα.
            Οι ώρες πέρασαν ευχάριστα. Οι γυναίκες είχαν προνοήσει και κράτησαν αρκετά από τα νόστιμα εδέσματα για τους άντρες τους. Γιατί ο καθαρός αέρας άνοιξε τόσο την όρεξη όλων, που δεν έμεινε ψίχουλο από αυτά που καθεμιά είχε παρουσιάσει για κατανάλωση. Κάποια στιγμή τα παιδιά, χορτάτα κι αποκαμωμένα από τα παιχνίδια, ξάπλωσαν στις κουβέρτες να ξεκουραστούν.
            Μόλις άρχισε να σουρουπώνει, οι άντρες τους, αφού τελείωσαν το τάβλι και την πρέφα στο καφενείο της πλατείας, ανέβηκαν «εν σώματι» στον όμορφο λόφο. Έτσι η συντροφιά ολοκληρώθηκε. Νοστιμεύτηκαν κι αυτοί, παίνεσαν τις συμβίες τους και τις άλλες γυναίκες για τις μαγειρικές τους ικανότητες κι άρχισαν τη συζήτηση. Σειρά τώρα είχε κυρίως η πολιτική κατάσταση.
            Όταν φάνηκαν στον ουρανό τα πρώτα αστέρια, πήραν όλοι μαζί καταευχαριστημένοι τον δρόμο της επιστροφής.

        «' Αφκέτι μπρε τα πιγνίδια 'κόμα δεν σ'κώθκιτι 'που τουν ύπνου. Σύρτι να νιφτήτι κι άι έλατι ιδώ να βρέξτι τα λουριά 'που του ψουμί στουν κθαρέ σας», ακούστηκε μέσα από το χειμωνιάτικο η φωνή της Μαριγώς. «Είνι κι μπουρτζιαλτζμένα», συμπλήρωσε.
            Υπάκουοι οι δυο μικροί τρέχουν στο μαγειριό, στο χώρο όπου ήταν κρεμασμένο το μουσλούκι. Πρώτος αρχίζει να πλένεται ο Λεωνίδας. Χαίρεται το δροσερό νερό και ρίχνει με τις χούφτες του μπόλικο στο πρόσωπο και στον λαιμό του.
            Ο Παύλος που θέλει να τελειώνει γρήγορα αυτή η δουλειά, για να αφοσιωθεί μετά στα αγαπημένα του παιχνίδια, τον σπρώχνει συνέχεια και γκρινιάζει.
            - Τσι αμπώχντς ρε; ' Αφκέ μι να νιφτώ πώς θέλου! διαμαρτύρεται ο αδερφός του.
            - Σταμάτα ρε Κόλτσιου τώρα! Φταν τσι γκουλιαμπίσ'κις! Τούνα ίνκις. ' Αμα σι δει η μητσέρα θα σι θιοπουντίσ.
            Τι είχε και τι να κάνει ο Λεωνίδας, του αφήνει ελεύθερο το πεδίο και τρέχει προς το αποχωρητήριο. Βάζει τα δυο του δάχτυλα -δείκτη και αντίχειρα- στο στόμα και αμέσως μετά τα βγάζει. Ανάμεσά τους υπήρχε ένα δόντι του. Μέρες τώρα κουνιόταν, αλλά δεν έλεγε να πέσει. Επιτέλους, σήμερα τα κατάφερε.
            Στηρίζεται γερά στα πόδια του και το πετάει με δύναμη στα κεραμίδια του αποχωρητηρίου λέγοντας: «Να κουρούνα κόκκαλου κι δος μου σιδιρέινο!»  Αυτό το έκαναν όλα τα παιδιά που βρίσκονταν στην ηλικία που αλλάζουν τα προσωρινά δόντια με τα μόνιμα. Πίστευαν ότι μ' αυτόν τον τρόπο θ' αποκτήσουν γερά δόντια.
            Ο Παύλος πλησιάζει στο νεροχύτη κουνώντας το κεφάλι του με σημασία και συμπληρώνει:
            - Μωρ' θα μας πλιαφίσ κιά τσ' δυο απ' ιόμσαμι τουν ντουνιά μπάρις.
            Σαν τους είδε λίγο μετά η Μαριγώ βρεγμένους, φουρκίστηκε αλλά έδωσε τόπο στην οργή και το μόνο που έκανε ήταν να τους δώσει στεγνά ρούχα για να μην κρυολογήσουν και να τους βάλει να φάνε.
            Μόλις έφυγαν έξω να βρουν την παρέα τους, αυτή μπήκε στο σπίτι. Με τη βοήθεια της κόρης της της Ζωίτσας, κουβαλάει στο μαγειριό μερικά ζευγάρια παπούτσια κι αρχίζει να τα βάφει. Κρατά στο χέρι της μια βούρτσα που πρώτα την βρέχει λίγο με νερό. Ύστερα την τρίβει ελαφρά πάνω στην εξωτερική επιφάνεια του χαρανιού που είναι μαυρισμένη από την κάπνα. Έτσι μαζεύει αρκετή από αυτήν και στη συνέχεια «βάφει» τα παπούτσια. Είναι το μαύρο βερνίκι της εποχής.
            Ενώ κάνει τη δουλειά της, μονολογεί:
            «Τσήρα ιδώ χάλια...Έναν γκιρμέ τσ' τα βάφου κι όλου γδαρμένα ταχν 'που τουν πιαλτό...Ου! Ιτούτου τ' Παύλ' ξικαχτίσκιν, δεν ίνι ιά κόσμουν!»
            - Ιέλα ιδώ μαρ Ζουίτσα. Τράβα του μιαν στσιγμή στουν παπτσή να βαλ ψια τσιαρίσ να τ' ακουλλήσ. Αλλιώς τσι θα πουδέσ τ' ουρσούσκου ν' Κυριακή; Φώναξι μ' λίγου κι τουν Λιουνίδα. Θέλου να τουν στσείλου ως τ' θειά ν' Τσιάμινα. Τουν 'ύριψα τόσις φουρές αμ' αυτός μ' φαίνιτι καμώνιτσι. Δε μ' λιές; Θ'μήθ'κις να 'ιμώεις τσ' λάμπις πιτρέλιου;
            - Ου, καλά απ' μ' τούπις μα μητσέρα. Πιάσκα μ' άλλες δλειές κι τ' αστόησα ντιπ απου ντιπ.
            - Ε, κουρμός. Σαν 'υρίεις 'που τουν παπτσή, φέρι του γκαζιρό να τσ' τσοιμάσουμι αντάμα ιά του βράδ'.
            Η Ζωίτσα επιστρέφοντας απ' τον τσαγκάρη έφερε μαζί και τον μικρό αδερφό της.
            Η Μαριγώ πήγε στο κατώι κι έφερε μια μπουκάλα κρασί, ένα πιάτο γεμάτο κουραμπιέδες κι απευθύνθηκε στον Λεωνίδα:
            - Μπρε ισύ. Τσάκουσι ιτούν τ' μπουκάλα τ' γκουργκούλου κι τσ' γκουρμπέδις κι τράβα τα πισκέσ στ' νούνα. Του νου σ' να μη νι ριξ καταής κι νι τσακίεις, ισύ να ξιέρς!..
            Κι αφού τον ξεπροβόδισαν, γύρισε στην κόρη της και έιπε: «Θάρουμ τα καταφέρν».
            Νωρίς το απόγευμα, άρχισαν να φτάνουν οι γειτόνισσες. Τις είχε καλέσει η Μαριγώ να πάρουν απ' το δέντρο της καϊσια για να κάνουν άλλες γλυκό κι άλλες μαρμελάδα. Στο έμπα της αυλής τις περίμενε η καϊσιά, κατάφορτη από κιτρινόχρυσους καρπούς. Τα κλαδιά της έγερναν από το βάρος...μερικά ως το έδαφος. Η Μαριγώ τις άφησε να διαλέξουν κι αυτή μπήκε να ετοιμάσει τα κεράσματα. Μπήκε στο κατώι, μα μόλις έψαξε στις γνωστές θέσεις για το κλειδί και δεν το βρήκε, μαρμάρωσε. Απευθύνθηκε με αγωνία στην μεγάλη της κόρη:
            - Μα Μαλαματσή, είδις τσίπουτα του κλειδί 'που του φανάρ; Έφαγα τα ουρταλίκια μα δεν του βρήκα πουθινά. Ρώτ'σα τουν Παύλου μα αυτός δεν μ' ουμίλτσιν καθαρά. ' Αρατα πήρατα μόλιγιν.
            - Ε, μα μητσέρα, μην παρατουρίζισι. Στσείλτουν στ' θειά τ' Βασιλ'κή να παρ' ψια δαν'κό γλυκό κι τσ' τ' απουυρίζουμι ταχιά. Μόνι να πάει ούδι τώρα ιά να νη προυφτάσ στου σπίτ.
            - Να ζήεις, μα θυγατέρα! Καλά λιές. Να απ' σόκοψιν ισένα. Πε τουν Παύλου ναρθ' ιδώ.
            Σε λίγο ο Παύλος παρουσιάστηκε μπροστά της, αποφεύγοντας να την κυττάξει στα μάτια.
            - Μπρε ισύ, πάρι ιτούτουν του χουκά κι τράβα να παρς πέντζι-εξ κουμμάτσια δαν'κά 'που τ' θειά τ' Βασιλ'κή. Αγλήγουρα όμους. Μη εχς του νου σ' στα γκιζέρια κι τα πιγνίδια. Τράβα 'που του παραθύρ!
            Σχεδόν σ' όλες τις αυλές των σπιτιών υπήρχαν δύο πόρτες. Η μεγάλη στο μπροστινό τμήμα και η δεύτερη που ήταν και μικρότερη -το παραθύρι- έβγαζε περίπου στο αντίθετο σημείο. Το πορτάκι αυτό ήταν πολύ χρήσιμο γιατί σε δύσκολους καιρούς κάποιος κυνηγημένος μπορούσε να ξεφύγει από τους τυχόν διώκτες του.
            Επίσης πολλές φορές εξυπηρετούσε τους νοικοκυραίους γιατί από κει έμπαιναν τα ζώα που κουβαλούσαν ξύλα για τον χειμώνα, άχυρο, καλαμπόκια κλπ., κι έτσι το μεγαλύτερο μέρος της αυλής έμενε καθαρό. Ακόμη, οι σπιτικοί εξυπηρετούνταν από το «παραθύρι» γιατί, ανάλογα με τον προορισμό τους, κανόνιζαν από πού θα βγούν για να κάνουν τη διαδρομή τους συντομότερη.
            Ώσπου να επιστρέψει ο Παύλος με το γλυκό, η Μαριγώ βγήκε στην αυλή κι ανακατεύτηκε στην κουβέντα των γυναικών, προσπαθώντας να κρύψει την νευρικότητά της. Σε λίγο μπήκε και πάλι μέσα, αλλά καθώς είδε τον Παύλο σε μια γωνιά να μασουλάει το τελευταίο κομμάτι κρατώντας τον χουκά ακριβώς κάτω από το στόμα του, άρχισε να τον μαλώνει χαμηλόφωνα για να μη ντροπιαστούν:
            - Μπρε χλιάφτα μι τουν χλιάφτα σ'! Μπρε γλύψαρ! Τσι φκιάντς αυτού; Ου Θε μ', καταρρουή θα μόρθ! Ιαυτό μπρε σ' έστσειλα στη θειά; Ιά να γκλουπτίεις στα μούτσκα του γλυκό απ' σόδουκιν; Πάλι καλά απ' δεν τραφώθ'κις μι τα ζ'μιά!
            Όλα αυτά τα είπε γιατί μόλις ο Παύλος γύρισε στο σπίτι, κάθησε σε μια σκοτεινή γωνιά κι έφαγε με μεγάλη ευχαρίστηση τα κομμάτια, το ένα πίσω από το άλλο.
            Κι ενώ η μάνα του μαδούσε τα μάγουλά της από απελπισία, αυτός ατάραχος κι ενώ μάζευε με τη γλώσσα του τις τελευταίες σταγόνες σιρόπι από τα χείλη του, άρχισε να λέει:  «Ε, μα! Τσι φκιάνισι έτσ; Μι πήρις μπουσμάν! Ιάτου του κλειδί σ', του βρήκα!»  Και λέγοντας  «Πάρτου να φκιάεις τη δ'λειά σ'« της το παρέδωσε βγάζοντάς το μέσα από την τσέπη του.
            Η Μαριγώ δεν μπόρεσε αυτή τη φορά να τον δείρει, παρ' όλο που πολύ θα το ήθελε. Μόνο έτρεξε να κεράσει, να βγει ασπροπρόσωπη. Με την καλή παρέα γρήγορα ξέχασε τη στενοχώρια της κι όσο περνούσε η ώρα, τόσο λιγόστευε ο εκνευρισμός της.
            Με τον ερχομό της νύχτας, οι γειτόνισσες άρχισαν να φεύγουν ευχαριστώντας την θερμά για τα ωραία καϊσια. Η Μαριγώ τις ευχήθηκε να έχουν επιτυχία στην παρασκευή του γλυκού ή της μαρμελάδας τους και, ενώ έκλεινε την αυλόπορτα, ακούστηκε να λέει στα παιδιά της:   «Έλατι να φάτι του φαΐ σας κι άι να πάτι στου 'ιατάκ σας να κοιμθήτι. Γκάμπλιουσέτι γλιέπου.»

Ιούλιος. Η πρωινή δροσιά ήταν πολύ ευχάριστη και προσπαθούσαν όλοι να την εκμεταλλευτούν για να κάνουν με άνεση τις δουλειές τους. Τα μεσημέρια η ζέστη γινόταν έντονη κι έκανε τα τζιτζίκια να τρίβουν ασταμάτητα τα φτερά τους, κρυμμένα μέσα στις πράσινες φυλλωσιές.
            Οι γεωργοί ήταν απασχολημένοι με τ' αλώνια. Αλήθεια, πόσος κόπος χρειάζονταν τότε και πόσος ιδρώτας για να γευτούν οι ξωμάχοι της γης τους καρπούς της δουλειάς τους!

            Από τη νύχτα, όλη η οικογένεια ήταν στο πόδι. Ο τσιφτσής, ο γεωργός δηλαδή,  έπρεπε να κουβαλήσει τα δεμάτια πριν πιάσει η ζέστη και να τα στρώσει στο αλώνι. Να στερεώσει καλά στο κέντρο του αλωνιού το «στέζιρο», να ζέψει τα μουλάρια και να κάνει μαζί τους αμέτρητους κύκλους -από  και 
 
προς  το κέντρο- φωνάζοντάς τα με τα ονόματά τους και παροτρύνοντάς τα να τρέχουν, ώσπου τα δεμάτια να γίνουν άχυρα και να τιναχτεί το γέννημα από τα στάχυα.

            Πολλές φορές και τα παιδιά διασκέδαζαν ακολουθώντας τα για μερικούς γύρους και συνήθως ο παππούς της οικογένειας, στη σκέψη οτι το τρέξιμο θ' ανοίξει την όρεξή τους, φώναζε αυστηρά: «Όι, μη κλώθιτι τ' αλών! Θα π'νάστσι κι κουλάι!». Κι είχε δίκιο, γιατί την εποχή εκείνη δεν υπήρχε παραπανήσιο φαγητό.

            Το αλώνισμα ήταν δύσκολη δουλειά που γινόταν δυσκολότερη καθώς ο ήλιος έρριχνε πάνω σε ανθρώπους και ζώα της καφτερές του ακτίνες. Κάποια στιγμή σταματούσε η τρεχάλα. Οι άνθρωποι έπρεπε να φάνε και τα ζώα να ταϊστούν. Τα ζώα τα οδηγούσαν στη σκιά κάποιου δέντρου. Ο γεωργός και η οικογένειά του κάτω από μια αχυροκαλύβα έτρωγαν με όρεξη το «σκορδάρ». Το ετοίμαζε η νοικοκυρά, διαλύοντας τη «σκορδομαγιά» με νερό μέσα σε μια σουπιέρα απ' όπου έτρωγαν όλοι. Η «σκορδομαγιά» γινόταν από κοπανισμένο σκόρδο, αλάτι, ξύδι, δυόσμο, ψίχα ψωμιού και λάδι, αν βέβαια υπήρχαν χρήματα ν' αγοραστεί το τελευταίο.

            Το «σκορδάρ» θύμιζε το αρχαίο ποτό τον «κυκεώνα» που ήταν μίγμα από δυόσμο, κριθάλευρο, μέλι κ.α. και που ήπιε κάποτε -όπως μας λέει η Μυθολογία- η θεά της γεωργίας Δήμητρα, για να βρει το χαμένο της κέφι.

            Έτσι και με τους γεωργούς. Το σκορδάρι που ήταν φαγητό και αναψυκτικό μαζί, τους χόρταινε, τους ξεδιψούσε και τους ξεκούραζε. Με ανανεωμένες δυνάμεις σηκώνονταν όλοι να συνεχίσουν. Οι άντρες με το δικράνι και τη τσουγκράνα τραβούσαν το άχυρο. Η νοικοκυρά και τα παιδιά με τις φουκάλες μάζευαν το γέννημα με τη χνούμη σε σωρό. Στη συνέχεια το λίχνιζαν, με το δικράνι δηλαδή το πετούσαν ψηλά. Κι ενώ τη χνούμη την παράσερνε ο αέρας παραπέρα, ο μεστωμένος καρπός έπεφτε κάτω. Σιγά-σιγά σχηματίζονταν ένας μεγάλος σωρός από σιτάρι. Απ' το σιτάρι που θα έβγαζαν «τον άρτον τον στηρίζοντα καρδίαν ανθρώπου».

            Μετά, για να απαλλάξουν τον καρπό εντελώς από το άχυρο, τον περνούσαν από το δερμόνι. Το δερμόνι ήταν μεγάλο κόσκινο, τσίγκινο, που το στερέωναν από τη μια μεριά σ'ένα ξύλο στην άκρη από τ' αλώνι, ενώ από την άλλη μεριά το έπιαναν και το κουνούσαν ρυθμικά. Από τις τρύπες περνούσαν οι κόκκοι κι έπεφταν κάτω, ενώ τα άχυρα έμεναν στο κόσκινο και τα πετούσαν.

            Ο γεωργός γονάτιζε ικανοποιημένος, γέμιζε το πρώτο ταγάρι, σχημάτιζε με τα δάχτυλά του το σημείο του σταυρού και έρριχνε το γέννημα στο σακκί. Στη συνέχεια, μαζεύονταν όλο το γέννημα στα σακκιά και μεταφέρονταν στ' αμπάρι κι από κει σιγά-σιγά στο μύλο, όπου μεταβάλλονταν σε «Δημήτερος ακτήν»,  δηλαδή σε αλεύρι ή σιταροτραχανά. Με το δέσιμο και του τελευταίου σακκιού, ακολουθούσαν κεράσματα κι ευχές, να έχουν πάντα καλή σοδειά.

            Μόλις η μέρα με τη σκληρή δουλειά και τα διάφορα προβλήματα έφευγε και παραχωρούσε τη θέση της στη νύχτα, έρχονταν πια η ώρα της ξεκούρασης και της ψυχαγωγίας. Η ώρα του «χωρατά». Σε κάθε γειτονιά έξω από κάποιο σπίτι μαζεύονταν συνήθως γυναίκες. Όταν αυτό γίνονταν σχετικά νωρίς, άρχιζαν τη συγκέντρωση με το εργόχειρό της η καθεμιά. ' Αλλη έπλεκε, άλλη κεντούσε...

            Σαν σουρούπωνε, άφηναν στην άκρη τη δουλειά τους και έμεναν εκεί κουβεντιάζοντας ώσπου να εξαντλήσουν τα θέματα που τις απασχολούσαν. Οι κουβέντες διανθίζονταν και με πολλά αστεία. Αντηχούσε ο τόπος από τα γέλια και από τις φωνές.

            Στη γειτονιά της Μαριγώς, ο χωρατάς γίνονταν συνήθως στην αυλόπορτα του σπιτιού της αδερφής της Ελένης. Τούτο το γλυκό βραδάκι μαζεύτηκαν εκτός από την Ελένη και τη Μαριγώ, η Βασιλική Γούτα, η αδερφή της Σουλτάνα Αργυριάδη, η μπάμπου η Νίκινα και οι τρεις αδερφές Αγνούλα, Ευανθία και Μελπομένη.

            Τα ασήμια του φεγγαριού που χύνονταν στη ράχη του Γρίβα, στα σπίτια και στα δέντρα, τα έλουζαν μ' ένα διακριτικό φως κι έδιναν στη Σιάτιστα παραμυθένια όψη. Κάπου απ' το βουνό ακούγονταν ένας γλυκός σκοπός που κάποιος βοσκός έπαιζε με τη φλογέρα του, παρασυρμένος από την ομορφιά που έβλεπε γύρω του. Όσο για τα τριζόνια, είχαν αρχίσει κι αυτά το ηχηρό πανηγύρι τους.

            Η αυλόπορτα ήταν ορθάνοιχτη. Όσες χωρούσαν κάθονταν πάνω στο χοντρό ξύλο, το κατώφλι. Οι υπόλοιπες είχαν βάλει πάνω στις πέτρες ένα σανίδι και βολεύτηκαν εκεί. Το παιδομάνι συνέχιζε το κυνηγητό στα γύρω σοκκάκια και κάθε τόσο περνούσε τρέχοντας μπροστά από τη γυναικεία παρέα. Επικεφαλής ο Παύλος, φωνάζοντας «μπαμ! μπουμ!» και κραδαίνοντας το μεγάλο κλειδί της μεσιάς που το είχε για κουμπούρα.

            - Μπρε ισείς, δεν έχιτι σκουπόν να σταματσήστσι τουν πιαλτό; Θα τα ξιπαρταλιάστσι μπρε τα παπούτσια σας κι κουλάι!...φώναξε η κυρα-Αγνούλα.

            - ' Αστα μα, τώρα που'νι μ'κρα θα χαρούν...απάντησε συγκαταβατικά η μπάμπου η Νίκινα. ' Αντα τρανέψ'ν θα μπουν κι αυτά στσις φρουντζίδις, είπε βγάζοντας έναν αναστεναγμό.

            - Καλά τα λιές, άμα πού'νι παράδις ιά κινούρια; συμπλήρωσε μια άλλη.

            - Θ'μάσι άχαρ Μαρ'γώ τσι έφκιασάμι ιμείς οι δυο κι η Αγνούλα ιά να μη χαλάσουμι τα παπούτσια μας τότσι απ' ήμασταν μ'κρα κουρίτσια κι ήθιλάμι να πάμι στην Τσιπουτούρα στ' αμπέλ; είπε η Βασιλική Γούτα με μιαν ανάσα.

            - Σώπα κι μούλουνι...Δεν είνι ιά λέισιμου αλλά μια απ' τ' αρχίντσις...Ούι άχαρ, ντζιπ απου ντζιπ δεν μας έκουψιν; Ακούς ικεί, να δέσουμι στα πουδάρια μας κιραμίδις! Θάρ'σάμι πως θα πιρπατσήσουμι μι τ' αυτές μια χαρά κι θα γλυτώσουμι τα παπούτσια μας 'που τις σκρίκις...Αμ δυο βήματα έρ'ξάμι κι 'ίνκαν κουμμάτσια!

            Στο άκουσμα της ιστορίας, όλες ξέσπασαν σε γέλια.

            - Ισύ πώς πας μι τσ' μαστσιόρ' μα Βασιλ'κή; Θα σ' μπητσίσ'ν αγλήγουρα τουν αρκά;

            - Ε, σάματ θα τσ' έχου 'κόμα καμμιά βδουμάδα. Ξιπλατίσ'κα ιτούτουν τουν κιρό μα τσι να 'εν; Είνι πράγματα απ' πρεπ' να τσιριαστούν μι ν' ώρα τς. ' Αμα τα'φήκ'ς σ' αφήν. Ισύ Λιέν γλιέπου τόχ'ς μια χαρά του σπίτ' σ.

            - Ε, έφκιασα κι γω πριν απού λίγις μέρις ιένα κουμάτσ 'που του ντβαρ στουν μπαχτσέ απ' είχιν πέσ, αλλά του σπιτ, δόξα Τουν, στέκει μια χαρά. Ας αναπάβ ου Θος τσ' ψ'χες 'που τ'αδέρφια μ'. Αυτοί οι δυο μ' τό'δουσαν όταν παντρεύ'κα τουν Μάρκου. Του π'λούσιν ου Γκαμάτσ'ς απ'ήταν σ'ν Αμιρική μι τ' αδέρφια τ' κι καθώς η Μαρ'γώ είχιν παρ' του πατρικό μας, ιτούτο τ' αγόρασαν ιά τι μένα.

            Η Αγνούλα είπε ξαφνικά:

            - Ισύ κι η Μαρ'γώ καλά...Ν' αλλ' σην Κόζιαν έτσ ν'άφκαν;

            Τούτη τη φορά απάντησε η Μαριγώ:

            - Η αδιρφή μας η Ζουίτσα, έμεινεν αρκιτόν κιρό στα νοίκια. Ύστσιρα απόκτ'σιν κι αυτή ουραίου σπίτ, πάλι 'που τουν αδιρφό μας τουν Λιουνίδα. Αυτός, άντα ήταν γυμνασιάρχ'ς στσις Σέρρις, σαν είδιν ότ' τουν παρακολουθούσαν οι Βούλγαρ', ιατσί δεν τσ' άριζαν αυτά απ' μάθινιν στα πιδιά στου σκουλειό, έγραψιν σ' ιέναν φίλου τ' απού'ταν καθηγητσής κι αυτός...

            Και η Μαριγώ, άρχισε να εκφωνεί το γράμμα που το θυμόταν καλά:

            «Σου εμπιστεύομαι ένα πουγγί με οθωμανικάς λίρας. Αν οι Βούλγαροι μ'εκτελέσουν, σε παρακαλώ να τας στείλεις εις τας αδελφάς μου εις την Σιάτισταν. Επίσης έχω λαμβάνειν και μισθούς ενός έτους από το δημόσιον. Στείλε σε παρακαλώ τα  χρήματα που αντιπροσωπεύουν, επίσης εις τας αδελφάς μου»...και συνέχισε:

            - Μιτά τουν θάνατου τ' αδερφού μας, μας έστσειλεν ου άνθρουπους αυτά τα λιπτά. Η Λιέν κι γω, τα θ'κα μας τα μιράδια τά'δουκάμι μι ολ ν' ψ'χη μας σ'ν αδιρφή μας κι ετσ νι βόηθησάμι να φκιάσ κι αυτσή θ'κο τς σπιτ.

            - Θά'χου να λιέου άχαρ Μαρ'γώ τσι αγάπ κι ουμόνοια είχιτσι όλα τ' αδέρφια μιταξύ σας... νύ
χ
κι κρας ήσασταν, είπε η Σουλτάνα.

            - Μμ, έτσ μας δίδαξαν οι γουνίδις μας, ακούστηκε η Ελένη καθώς απομακρύνονταν προς το εσωτερικό του σπιτιού της.

            Έλειψε για λίγο και γύρισε με δυο λιγκέρια γεμάτα κουλουράκια. Το ένα πέρασε από όλες, που το τίμησαν με μεγάλη ευχαρίστηση. Το άλλο το άφησε σε μιαν άκρη και καθώς κάθε τόσο περνούσαν τα παιδιά, κερνιούνταν κι αυτά.

            - Σαν καλά μας ήρθιν απ' γλυκάθ'κάμι λίγου, είπε η Βανθία. Ετσ κι προυχτσέ, ου Χαριλάκ'ς ου αν'ψιός μας μας ίφιριν ψια χαλβάν γκέκικουν. Ούι άχαρ, τσι να πω κι τσι να μουλουήσου! Ήταν σκληρός σαν πέτρα κι έπαθάμι χ'νέρ δεν ξιέρου πόταπου!

            - Τσι χ'νερ μα Βανθία;...είπαν όλες με μια φωνή.

            - Ε μα, σταμάτα να νταρνταρίειζ! Του στόμα σ' μπιλμπίλ γλιέπου! διαμαρτυρήθηκε η αδερφή της η Μελπομένη, αλλά εις μάτην.

            - ' Αφκέ μι μα να ουμιλήσου! Όλις θ'κες μας είνι ιδώ! Απ' λιέτσι μας έδουκιν του πιδί απου λίγου κι τουν άλλου τουν ρούκουσιν στου ντουλάπ. Ιμείς όμους αρέσ'κάμι κι πάεινάμι 'που κρφά πότσι η μια κι πότσι η αλλ κι μι ζορ πουλύ δάγκουνάμι απου καμμιά σταξιά. Σαν πάει ου Χαριλάκ'ς του βραδ, τσι να ιδεί! Βρήκιν μον τριψούδια κι ένα τσιούτσκανου κουμμάτσ μ' ιένα δοντζ καρφουμένου ουπάν. Αρτσιώθ'κιν κι μας έβαλιν κι άνοιξάμι τα στόματά μας ιά να ιδεί ου διάτανους ποιά δάγκουσιν τσιλιφτσέα. Σώπατσι κι μούλουνιέτσι...του δοντζ απ' βρήκιν ήταν τς' Αλ'πούς!...

            Η παρέα, επειδή ήξερε τη φτώχεια τους, αυτή τη φορά γέλασε κάπως συγκρατημένα και στο φως του φεγγαριού καμμιά δεν είδε τα μάγουλα της Μελπομένης που είχαν γίνει ροδαλά. Να'ταν από θυμό που έβγαλε στη φόρα η αδερφή της αυτήν την ιστορία; Να'ταν από ντροπή; Ποιός ξέρει!...
    

 
Καρδιά του καλοκαιριού. Η μέρα ξεκίνησε απ' το πρωί ζεστή. Ο ήλιος πυρπολεί την πλάση με ακτίνες καυτές. Πού και πού στο γαλάζιο τ' ουρανού αρμενίζουν γκριζόμαυρα συννεφάκια, που ξαφνικά κατά το μεσημέρι πυκνώνουν κι αρχίζουν ν' αδειάζουν με μανία καταρράχτες νερού.
            Κυλά ορμητικά από τα κεραμίδια στα λούκια κι από κει μέσα στις στέρνες και τα πηγάδια και τ' αυγατίζει. Η βροχή για τη Σιάτιστα που υποφέρει από λειψυδρία είναι θείο δώρο και οι νοικοκυρές προσπαθούν να την εκμεταλλευτούν με τον καλύτερο τρόπο. Για να μην πηγαίνει χαμένο, τοποθετούν εκεί όπου καταλήγουν τα ουλούκια χαρανιά ή άλλα δοχεία και μαζεύουν κι από κει αρκετό.
            Η μεγάλη δυσκολία είναι με το πόσιμο. Πρέπει να το φέρνουν από μακρυνές βρύσες που καθεμιά έχει και τ'όνομά της (όπως: Χατζής, Βρέτος, Τσιπουτούρα, Περικλής, Τσιουσμέδια, Κατούρας, Παλιός), μέσα σε γκιούμια που τα κουβαλούν άλλες με τα χέρια ή -οι πιό τυχερές- με τη βοήθεια των ζώων.
            Η πολύωρη αναμονή στην ουρά, γίνεται αφορμή να τελειώνουν εργόχειρα, πραγματικά έργα τέχνης, αλλά και να δημιουργούνται πολλές φορές έντονοι καυγάδες και παρεξηγήσεις.
            Καθώς η μπόρα ξεθύμανε γρήγορα, ένα ουράνιο τόξο στεφάνωσε το βουνό, σημάδι πως ο καιρός θα γύριζε στο καλύτερο. Έτσι κι έγινε.
            Η γή ανάσανε ανακουφισμένη από τη δροσιά και τα λουλούδια σήκωσαν ζωηρά τα φρεσκολουσμένα κεφαλάκια τους.
            Το απόγευμα βγήκαν κι οι γειτόνισσες, η καθεμιά με το εργόχειρό της, στο χωρατά. Τα στόματα γρήγορα άρχισαν να συναγωνίζονται τα χέρια στη δουλειά.
            Θα είχε περάσει καμμιά ώρα, όταν...
            - Τσι σ'κώθκις άχαρ Μαρ'γώ; Ιά πότσι έκατσάμι...
            - ' Αμπά! Σήμιρα δεν μ' πιάνιτσι. Δεν είμι ιά κάτσιμου. Έχου καμόσα σκ'τιά απ' θέλου να τα βάλου να μπουχνίσ'ν. Έχου έτσοιμ κι ν' κασταλαή.
            - Σάματ τζιάμπα ν' ιτσοίμασις. Έρ'ξιν ου Θος νιρό μι του καρδάρ.
- Έτσ θαρρείς; Έμασα κι βρόχινου 'που τσ' αστρέχις, μα ταχιά έχου τρανή πλυσ κι δίχους άλλου θα μ' χρακστσεί κι η κασταλαή.
        Κάθε νοικοκυρά που προγραμμάτιζε πλύση, έπρεπε μια-δυο μέρες πριν, να ετοιμάσει την κασταλαή. Έβαζε δηλαδή στη φωτιά δυο ή τρία -ανάλογα με τις ανάγκες- χαρανιά με πηγαδίσιο νερό. Μόλις χουρχούλαζε, έρριχνε στο καθένα από ένα πιάτο φαγητού ζεστή στάχτη από ξύλα. Ύστερα τραβούσε τη φωτιά και τ' άφηνε όλη τη νύχτα να κατασταλάξει. Μ' αυτόν τον τρόπο το νερό γινόταν μαλακό και βοηθούσε πολύ στο καλό πλύσιμο των ρούχων. Αν δεν ακολουθούνταν αυτή η διαδικασία, ήταν αδύνατο να σχηματιστεί σαπουνάδα με το πηγαδίσιο νερό.

    Την άλλη μέρα, η Ευανθία αντάμωσε πρωί-πρωί την κυρα-Μαριγώ στο μαγειριό. Αφού ήπιαν τον καφέ τους, έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά. Η Μαριγώ ανέλαβε τα άσπρα κι η Ευανθία τα σκούρα. Με ανασηκωμένα τα μανίκια τους, σαπούνιζαν κι έτριβαν τα ρούχα μέσα στις σκάφες. Κάθε τόσο έστιβαν κάποιο κομμάτι και το σήκωναν ψηλά για να ελέγξουν αν καλοκαθάρισε.
            Κατά διαστήματα, πότε η μια και πότε η άλλη, σήκωναν την άκρη της ποδιάς τους και σκούπιζαν τον ιδρώτα που ανάβλυζε στα πρόσωπά τους. Λίγο πριν από το μεσημέρι, η Μαριγώ έδεσε σκοινιά στα δέντρα της αυλής και άρχισε να τα γεμίζει με τα πλυμένα ρούχα που λικνίζονταν στο ελαφρό αεράκι κι ανάδιναν ευωδιά σαπουνιού. Κάποια στιγμή απευθύνθηκε στην Ευανθία:
            - Πώς πας μαρ Βανθία; Εχ'ς πουλλά 'κόμα να διάβ'ς; ' Αμα τα σώεις, δώ μ' τα να τ' απλώσου κι αυτά.
            - Ιά, κανα δυο κουμμάτσια έχου 'κόμα, είπε σηκώνοντας το κεφάλι της. Σκούπισε τα χέρια πάνω στην ποδιά της και μετά τα στήριξε στη μέση της. Έρριξε μια ματιά στ' απλωμένα κι είπε με καμάρι:
            - Μαρ ισύ, τσήρα! Τα γαργάλτσάμι! Λάμπ'ν. Μμ, κουρ'μός η κούρασ.
            Η Μαριγώ συμφώνησε χαμογελώντας:
            - Οχ, ετσ χα να τ' αφήκουμι! ' Αιντζι, άμα σώεις, πάμι να βάλτς στου στόμα σ' καμμιά δαγκουσιά ψουμί κι κατόπ σύρι σπίτ σ' να ξιμπραχαλιάεις. Πιάσ'κιν κι μένα η μεσ κι του τρουκό μ' 'που του σκύψιμου. Θαρουμ έρχουντζι κι οι θκοί μ' μι ν' ώρα τς να τς κινώσου να φαν. Θέλου κι γω να ισιώσου ψια του κουρμί μ'. Αύριου θα νά'χου τρανή πρέδα.
            - Ιατσί μαρ Μαρ'γώ;
            - Θα να'ρθ'ν δυο αν'ψίδια μ' 'που ν' Κόζιαν κι πρεπ' να τσ'μάσου κάνα ουριξιάτκο.
            Σαν απόσωσε η Ευανθία το φαγητό της, πληρώθηκε για τον κόπο της και ξεκίνησε με βαριά βήματα για το σπίτι της, λέγοντας:
            - ' Αιντζι Μαρ'γώ, σι χιριτώ κι ταχιά καλά διξίματα

 

            Τη νύχτα η Μαριγώ δεν έκανε ήσυχο ύπνο. Από τη μια η κούραση κι από την άλλη κάποια αδιαθεσία του μικρού της Λεωνίδα, την έκαναν να στριφογυρίζει συνέχεια στο στρώμα.
            Προς τα ξημερώματα που την έκλεψε για λίγο ο ύπνος, ο πετεινός της γειτόνισσας με το λάλημά του την έκανε να πεταχτεί σαν ελατήριο απ' το κρεββάτι της. Τακτοποιήθηκε, έκανε το σταυρό της μπροστά στο εικονοστάσι κάτω από το αναμμένο καντήλι και κατευθύνθηκε στο πηγάδι.
            Τράβηξε έξω το κρεμασμένο καλάθι που αιωρούνταν στα βάθη του κι έπιασε το δέμα με τις αρνίσιες σπλήνες. Είχε παραγγείλει από χτές τέσσερεις-πέντε απ' αυτές και τις είχε κατεβάσει στο πηγάδι για να διατηρηθούν φρέσκιες. Ήθελε να φιλέψει τ' ανήψια της κάτι το εκλεκτό.
            Πήγε μέσα στο μαγειριό κι άρχισε να τις ετοιμάζει. Τις δυο τις είχε χαράξει σε κάποιο σημείο με το μαχαίρι και βουτώντας τα δάχτυλά της στο λάδι, τα έσπρωχνε σιγά στο εσωτερικό κάνοντας μικρούς κύκλους, δημιουργώντας έτσι άνοιγμα που θα δεχόταν τη γέμιση, όταν έφτασε η Ελένη.
            - Καλώς τσην! Ου Θος σ' έστσειλεν μαρ αδιρφή. Έλα, νιψ' κι πιάσι τσ' άλλις. Ιγώ θα τσ'μάσου τουν κυμά μι τα μπαμπαλούδια να τσις 'ιμώσου. Θέλου να 'εν μι ν' ώρα τς. Να προυφτάσ' ντε ν' αργάσ του φαΐ. Τότσι 'ένιτσι νουστσμώτσιρου...Οχ 'που τσ' φουτσιά κι στου στουμάχ.
            - Δεν πστσεύου να φκιάεις κι άλλου φαΐ, είπε χαμογελώντας η Ελένη, βέβαιη πως η Μαριγώ θα εκραγεί.
            - Μαυράδα, άκσέτσι τσι λιέει! είπε κι άνοιξε τα μάτια της. Μάαρ, τόσ νουματέοι πώς να χουρτάσ'ν μόνι μι τσις σπλήνις;

            Γρήγορα κατάλαβε το πείραγμα και συμπλήρωσε:
            - Είπα κι γώ! Να'σαν κι καμμιά απ' δεν ξιέρ απού τρανή φαμπλιά...
            - Τσι άλλου μαρ εχς σκουπόν να τσ μαειρέψ;
            - Ιά, θα τσηγανίσου καμόσα κιφτσέδια κι θα τσ' φκιάσου ξνο ζ'μι να βρεξ'ν. Μόνι να'χου του νου μ' να μη μ' ξιφύγ του ξύδ κι του φκιάσου τιτραπέτς όπους τσ' απιρασμένις.
            - Μμ, πώς το'παθις ισύ τσέτσοιου χ'νερ;
            - Καθώς μ' ουμιλούσιν ου Χρήστους ξιαστουχήθ'κα. Αστόησα απ' είχα ριξ ξύδ, κι έρξα κι δεύτσιρ φουρά. Σώπα κι μούλουνι...τρόμαξα να του φέρου σι λουγαριασμόν.
            - Ξιέρς τσι ήθιλα να σ' πω; Ιά γλυκό να μη έχ'ς του νου σ'. Ιχτέ τσάκ'σα είκουσ αυγά κι έφκιασα παντισπάντ. Θα σ' φέρου τ' απόιμα καμμιά δικαρά κουμμάτσια να τσ' κιράεις. Θα πουρέψν μι τι αυτό μια χαρά.
       - Να'σι καλά μαρ αδιρφή. Δεν μό'φτανιν η χτισνή η κούρασ, είχα κι τουν Λιουνίδα μ' αδιάθιτουν. Είχιν μια κουρκάλα, μα τσι; Ιδρών πουλύ αυτό του πιδί κι αράδα πλιβριτώνιτσι. Σ'κώθκα κι το 'βαλα ένα σακκούλ μι ζιστά πίτσιρα στα στήθια κι είπα θάρουμ πιρνάει μι τ' αυτό του ιλιάτσ. Ιφτυχώς ησύχασιν αγλήγουρα κι μπόρισα κι γω να ρ'φήσου ψια ύπνουν.

            Προς το μεσημέρι, όταν είχαν τακτοποιήσει τα φαγητά, μπήκε στην αυλή ασθμαίνοντας ο Παύλος.
            - Μητσέρα, πού είσι μα μητσέρα; Έφτασαν 'που ν' Κόζιαν ου Κώστας κι ου Λιουνίδας τς θειάς τς Ζουίτσας.
            «Ιάτους ου σχαρκάς» είπε γελώντας η Μαριγώ μέσα απ' το μαγειριό. «Μας τούφιριν του χαμπέρ» και τράβηξε προς την αυλόπορτα να υποδεχτεί τ' ανήψια της.
            Στη Σιάτιστα σχαρκάς ονομάζεται γενικά αυτός που πρώτος φέρνει τα νέα και ιδιαίτερα νέα για ερχομό ξενιτεμένου, τα «σχαρίκια». Αυτός πάλι που δέχεται τις ευχάριστες ειδήσεις, προσφέρει στον σχαρκά ένα προσόψι, ένα ιτζιούκι και κάποιο άλλο δώρο. Μ' αυτόν τον τρόπο του εκφράζει την ευχαρίστησή του.
            Μετά τα καλωσορίσματα, τα φιλιά και τα πρώτα κεράσματα, ο παιδόκοσμος το έρριξε στο παιχνίδι. Έκαναν μια μικρή διακοπή κι έφαγαν με μεγάλη όρεξη το νόστιμο φαγητό. Αμέσως μετά, έτρεξαν να το συνεχίσουν. Όλα πήγαιναν καλά, ώσπου έφτασε η ώρα να χρησιμοποιήσουν την κούνια που κρέμονταν από τη γκορτσιά στο κέντρο της αυλής. Φωνές δυνατές ακούστηκαν από εκείνο το σημείο κι έβγαιναν από το στόμα του μικρού γιού της Μαριγώς. Ο Παύλος ατάραχος κρατούσε γερά τα σχοινιά και μια ανέβαινε
ψηλά, μια κατέβαινε
.

            - ' Αφκέ μας ρε κι μας να κ'νιστούμε λίγου! Όλου ισύ θα κάθισι σ'ην κριμασταρά; Ψώρα τ' Ντανταλέξα, ε ψώρα τ' Ντανταλέξα!
            Ο Παύλος ακούγοντας το παρατσούκλι του, θύμωσε πολύ. Κατέβηκε από την κούνια έξαλλος και χτύπησε κανα-δυο φορές τον Λεωνίδα, ενώ του έλεγε:

            - Τσι θελτς ρε Κόλτσιο; Θ' ανιέβς κι συ όταν θα να'ρθ η αράδα σ!

            Η Μαριγώ ακούγοντας τη φασαρία έτρεξε αμέσως ν' αποδώσει δικαιοσύνη.

            - Ιά μην ουρλιέστσι ξιανέντραπα! Ίν'κάμι δυο παράδις! Όλου ισείς ακούιστσι στουν μαχαλά!

            Η κόρη της η Ζωίτσα ήταν μέσα στο κατώι και καθάριζε δυο μπουκάλια, χρησιμοποιώντας νερό και τσόφλια από αυγά. Προσπάθησε κι αυτή να δώσει κάποια συμβουλή στους μικρούς, αλλά ο Παύλος της απάντησε αυθάδικα:

            - Α, μα βαπουρλιά, μη ανακατώνισι ισύ!
   Εκείνη βγήκε τρέχοντας και του'δωσε μια στα πισινά. Έτσι ο Παύλος συμμαζεύτηκε και η ομαλότητα επανήλθε στον τόπο του παιχνιδιού.

            Η μόνη που δεν την πήραν τα σκάγια του καυγά ήταν η Μαλαματή που εκείνη την ώρα απουσίαζε απ' το σπίτι. Αν όμως τολμούσε να τους συνετίσει, σίγουρα θα άκουγε να την αποκαλούν «Ρήνα τσ' Φώτινας». Την ονόμαζαν έτσι γιατί συνήθιζε να τρώει το ψωμί  ψίχουλο-ψίχουλο όπως η Ρήνα.

            Τη Ζωίτσα την αποκαλούσαν βαπουρλιά γιατί άκουσαν τη μητέρα τους να λέει κάποτε πως όταν ήταν νεογέννητη, η μύτη της στο κάτω μέρος ήταν κάπως πλατιά.
            Ο Λεωνίδας πήρε το όνομα Κόλτσιος γιατί κάποια μέρα που βγήκε στο παζάρι όπου έπαιζαν τα όργανα, πλησίασε τον γύφτο που το όνομά του ήταν Κόλτσιος και του χτύπησε μια-δυο φορές το νταούλι, χαλώντας του τον ρυθμό. Εκείνος φυσικά θύμωσε κι επειδή δεν είχε κανένα απ' τα χέρια του διαθέσιμο για να τον δείρει, τον έφτυσε ανάμεσα απ' τα δόντια του στο πρόσωπο. Από τη στιγμή εκείνη, βαφτίστηκε Κόλτσιος από τον αδερφό του Παύλο που παρακολούθησε τη σκηνή.   
  Όσο για τον Παύλο «φρόνιμος» καθώς ήταν, έπαιζε συχνά πετροπόλεμο στα υψώματα του Αγίου Χριστοφόρου. Σε μια από αυτές τις μάχες, του τρύπησαν με μια πέτρα το κεφάλι και γέμισε αίματα. Οι φίλοι του τον πήγαν αμέσως σε κάποιο σπίτι εκεί δίπλα να τον περιποιηθούν. Η νοικοκυρά στην προσπάθεια να τον βοηθήσει, χρησιμοποίησε για αιμοστατικό γαζιολοκούραδου, δηλαδή κοπριά από γαϊδούρι. Όπως ήταν φυσικό, έπαθε μόλυνση και ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα. Για πολύ καιρό το κεφάλι του ήταν γεμάτο κουκούδια σαν του Ντανταλέξα, του οποίου πηρε το όνομα. Ο μόνος που έμεινε χωρίς παρατσούκλι, κι είναι ν' απορεί κανείς γι'αυτό, ήταν ο Παναγιώτης.
   

            Ο Παναγιώτης, ο γιός της Μαριγώς,  ήταν ένα παιδί με πολλά χαρίσματα. Έξυπνος, καλός μαθητής, ζωηρός, σκόρπιζε γύρω του τη χαρά με τ' αστεία και τα πειράγματά του και χαιρόταν τη ζωή με κάθε κύτταρο του κορμιού του.
            Όμως κάποια στιγμή τον χτύπησε αρρώστεια κι έπεσε στο κρεββάτι. Πλευρίτιδα διέγνωσε ο γιατρός. Τον παίδευε υψηλός πυρετός και κατά διαστήματα παραμιλούσε. Δίπλα του μέρα-νύχτα η Μαριγώ, προσπαθούσε με τα μέσα που υπήρχαν την εποχή εκείνη να τον ανακουφίσει. Ήθελε να τον γιατρέψει όσο το δυνατόν γρηγορότερα και ακολουθούσε με θρησκευτική ευλάβεια τις οδηγίες του γιατρού.
            Για να του δίνει θάρρος, έσπρωχνε τον πόνο και την αγωνία στα βάθη της ψυχής της και φορώντας στο πρόσωπό της πάντα ένα χαμόγελο, προσπαθούσε μπροστά του να φαίνεται ευδιάθετη. Σ' αυτό βοηθούσε πολύ με το σωστό φέρσιμό του και ο άντρας της ο κυρ-Χρήστος. Φράσεις σαν τις παρακάτω έβγαιναν συχνά από τα στόματα και των δύο:
            «' Αιντζι κουράιου Παναϊώτ. Κάμι αυτά απ' μας λιέει ου 'ιατρός κι αγλήγουρα θα να'σι πιρδίκ» έλεγε με όση σιγουριά μπορούσε η Μαριγώ. «Κάμι υπουμουνή πιδί μ'. Σι λίγουν κιρό θα σ'κουθείς 'που του κριββάτ. Στου σκουλειό σι πιριμέν πώς κι πώς οι φίλοι σ'. Κάθι μέρα μι ρουτούν ιά τι σένα»  έλεγε ο πατέρας του και προσπαθούσε να του δώσει θάρρος.
            Όταν όμως το παιδί βυθιζόταν στον βαθύ ύπνο που φέρνει ο πυρετός που αγγίζει στο θερμόμετρο νούμερα σαν το 39, 40...η Μαριγώ έτρεχε στον ουντά 'π του καντήλ, γονάτιζε στα σανίδια και εκεί άφηνε τα δάκρυα να κυλήσουν καφτά στα μάγουλά της, καθώς παρακαλούσε για το σπλάχνο της.
            Το παλληκαρόπουλο πάλεψε με την αρρώστεια του κάμποσο καιρό, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσε να την νικήσει. Έτσι, κάποια μέρα ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι.
            Την ημέρα του θανάτου η Μαριγώ θύμιζε ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας. Τυλιγμένη στα μαύρα και με τα χαρακτηριστικά του προσώπου της τραβηγμένα από τον πόνο που της ξέσχιζε τα σωθικά, ωχρή, κάθονταν μπροστά στο ντιβάνι όπου τον είχαν ξαπλωμένο, ντυμένο με τα καλά του ρούχα, με λουλούδια ολόγυρά του.
            Έσκυβε κάθε τόσο πάνω του και τον κανάκευε. Πότε χάιδευε τα ξανθά του μαλλιά και πότε τα χλωμά του μάγουλα. Συχνά πλησίαζε το πρόσωπό της δίπλα στ' αυτί του. Ψιθυριστά τον παρακαλούσε να την κυττάξει, ή του 'λεγε λόγια γεμάτα τρυφεράδα. Όμως, τι κρίμα, εκείνος δεν μπορούσε ν' ακούσει... Με μεγάλο κόπο προσπαθούσε να τιθασέψει τις κραυγές του πόνου που ξεπηδούσαν μέσα από την καρδιά της και ήθελαν να ξεχυθούν στο δωμάτιο. Το κατόρθωνε όμως γιατί σκέπτονταν και τ' άλλα τα παιδιά της και ιδιαίτερα τον μικρό Λεωνίδα που ήταν μόλις τεσσάρων χρόνων και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τον πληγώσει.
            Η κηδεία του παιδιού της έγινε το επόμενο πρωί. Τα γόνατά της λύγισαν όταν το εφηβικό κορμί το σκέπασε το χώμα...
            Παρ' όλες τις προφυλάξεις, ο μικρός Λεωνίδας είδε την εκφορά του αδερφού του. Ξέφυγε από την επιτήρηση του συγγενούς που τον φύλαγε και πήγε και στάθηκε πίσω απ' το παράθυρο, την στιγμή που η κουστωδία διέσχιζε την αυλή με κατεύθυνση προς το σοκκάκι. Αυτή η συγκλονιστική σκηνή χαράχτηκε βαθιά μέσα στην παιδική ψυχή του.
            Η Μαριγώ πόνεσε αφάνταστα, γιατί ο αποχωρισμός της μητέρας από το παιδί της είναι δυσβάσταχτος και γιατί το φυσικό είναι τα παιδιά να ξεπροβοδούν τους γονείς στο μεγάλο ταξίδι και όχι το αντίθετο. Έκλαψε, χτυπήθηκε μα ο χρόνος -όπως συνήθως γίνεται σ' αυτές τις περιπτώσεις- δούλεψε ευεργετικά. Με τη συμπαράσταση του καλού συντρόφου της και έχοντας ολόγυρα τα υπόλοιπα παιδιά της, με τον καιρό κατάφερε να συνέλθει.
            ' Αλλωστε ήθελε με κάθε τρόπο να τα κάνει να ξεχάσουν και να ηρεμήσουν. Έτσι σιγά-σιγά η ζωή ξαναβρήκε το ρυθμό της.

 

Απ' το πρωί έπεφτε μια σιγανή φθινοπωρινή βροχούλα και πότιζε τη γή. Οι σταγόνες χτυπούσαν ρυθμικά πάνω στα φύλλα και τα γέμιζαν με μύρια κρυστάλλινα στολιδάκια. Η μυρωδιά που έβγαζε το βρεγμένο χώμα, ανακατεμένη με την ευωδιά του δυόσμου και της αρμπαρόρριζας, ήταν απολαυστική.
            Οκτώβρης. Ο μήνας του τρυγητού στη Σιάτιστα. Τα κλήματα στ' αμπέλια φορτωμένα γινωμένα σταφύλια, περιμένουν τους τρυγητάδες να τα ξαλαφρώσουν. Ιδιαίτερα τα σταφύλια που θα τα κρεμούσαν για να διατηρηθούν ως τον Δεκέμβρη, ήθελαν ειδική μεταχείριση κατά το μάζεμα. Φρόντιζαν κάθε κούτσουρο να έχει πάνω του δυο-τρία τσαμπιά, τις φούντες.

            Απ' αυτά έκοβαν ρόγες για να στολίσουν τις κουλιαντίνες τα Χριστούγεννα. Χαρά των παιδιών ήταν να τρων τις ρόγες και ν' αφήνουν τις κουλιαντίνες χωρίς διακόσμηση. Χαίρονταν να τις «γκαβαίνουν» όπως έλεγαν.

            Η Μαριγώ πριν από δυο μέρες που ο καιρός ήταν ξηρός, είχε φροντίσει να μαζευτούν τα σταφύλια που θα κρεμούσαν στο ταβάνι, καθώς και αυτά που προορίζονταν για το «ηλιαστό». Το ξακουστό αυτό κρασί της Σιάτιστας πήρε το όνομά του από το στέγνωμα των σταφυλιών στον ήλιο. Όμως το φθινόπωρο στα ορεινά της Δυτικής Μακεδονίας, συνήθως χαρακτηρίζεται από συννεφιά και βροχή, κι έτσι υποχρεωτικά το στέγνωμα γινόταν μέσα σε ευάερα δωμάτια των σπιτιών.

            Όταν τα τρυγούσαν δεν έπρεπε να είναι βρεγμένα, γιατί ήταν σίγουρο πως θα μουχλιάσουν. Επίσης, ο τόπος όπου άλλα θα κρεμούσαν κι άλλα θα άπλωναν, έπρεπε να είναι ευρύχωρος και ν' αερίζεται καλά.

            Έτσι σήμερα γι' αυτή τη δουλειά θα χρησιμοποιούσαν το δωμάτιο που βρισκόταν ακριβώς πάνω από το χειμωνιάτικο: τον τρανό τον ουντά.

            Είχε πολλά παράθυρα. Πέντε προς το δρόμο, στολισμένα με ριχτές σιδεριές που προεξήχαν από τον κυρίως τοίχο, σχηματίζοντας το σαχνισί. Υπήρχαν όμως κι άλλα, προς την πλευρά της αυλής.

            Μπαίνοντας σ' αυτό το δωμάτιο, στα δεξιά, υπήρχε καναπές που μπορούσε να μετακινηθεί, ενώ κατα μήκος των παραθύρων υπήρχαν μιντερλίκια. Έναν τοίχο του, στόλιζε μεγάλος καθρέφτης.

            Στο ταβάνι του, τα σημεία όπου ενώνονταν μεταξύ τους τα σανίδια που το αποτελούσαν, ήταν σκεπασμένα με στενότερα σανίδια -τις πέλες- για λόγους αισθητικής. Στα σημεία επαφής αυτών των σανιδιών με το ταβάνι, υπήρχαν κατά διαστήματα καρφιά έτοιμα να υποδεχτούν τις φούντες των σταφυλιών. Επίσης, καρφιά υπήρχαν και στις τέσσερεις πλευρές του δωματίου, στα σημεία όπου ενώνονταν ο τοίχος με το ταβάνι.

            Ο κυρ-Χρήστος ξαπλωμένος στο χειμωνιάτικο, διάβαζε την εφημερίδα του όταν ξαφνικά ακούστηκε η φωνή της γυναίκας του:

            - ' Αστσι, σιούκτσι να πάμι ψ'λά να τσιριάσουμι τα σταφύλια.

            Στο κάλεσμά της ανταποκρίθηκαν αμέσως, τόσο ο άντρας της όσο και τα παιδιά τους, ο Παύλος κι η Ζωίτσα που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν δίπλα στον πατέρα τους. Πήραν όλοι από ένα καλάθι κι άρχισαν ν' ανεβαίνουν την ξύλινη σκάλα. Τα παιδιά αγκομαχούσαν λιγάκι, αλλά τελικά τα κατάφεραν.

            Μπήκαν «εν πομπή» στον τρανό τον ουντά.

            - Τσάκουσι Μαρ'γώ του τρανό του τραπέζ να του φέρουμι στουν ουντά, ακούστηκε η φωνή του κυρ-Χρήστου.

            Αφού το κουβάλησαν στο δωμάτιο, τοποθέτησαν επάνω του και μια καρέκλα γιατί το σπίτι ήταν ψηλοτάβανο. Τα παιδιά άρχισαν να διαπληκτίζονται για το ποιό θ' άρχιζε το κρέμασμα. Μα σαν ο πατέρας τους τα φοβέρισε πως θα τα βγάλει αμέσως έξω από το δωμάτιο, ησύχασαν. Λαχταρούσαν τόσο να πάρουν μέρος σ' αυτήν την δουλειά! Την εύρισκαν πολύ διασκεδαστική. Έτσι, άρχισε η Ζωίτσα που άλλωστε ήταν και μεγαλύτερη.

            Η Μαριγώ φρόντιζε σε κάθε άκρη του κλήματος να υπάρχει μπηγμένη κι από μια ρόγα σταφυλιού, γιατί μ' αυτόν τον τρόπο τα τσαμπιά θα διατηρούνταν περισσότερο χρόνο.

            Τα παιδιά έκαναν πολύ καλή δουλειά. Πότε-πότε τσιμπούσαν κρυφά απ' τους γονείς τους από κανένα σπυρί, για να γλυκαθούν.

            Το ταβάνι δεν άργησε και πολύ να στολιστεί. Τα κρεμασμένα τσαμπιά παρουσίαζαν ένα θαυμάσιο θέαμα. Στη συνέχεια, η Μαριγώ έφερε εφημερίδες και καθαρά πανιά. Αφού έστειλαν τα παιδιά κάτω με τα άδεια καλάθια, έστρωσαν τις εφημερίδες και τα πανιά με τάξη στην άπλα του δωματίου για ν' απορροφούν τα υγρά και τοποθέτησαν επάνω τους τα μοσχοστάφυλα. Εδώ θα έμεναν περίπου σαράντα μέρες. Τόσος χρόνος χρειαζόταν για να στεγνώσουν. Μετά θ' ακολουθούσε το πάτημα. Ήταν δύσκολη υπόθεση, καθώς δεν είχαν μπόλικο χυμό. Γινόταν με τα χέρια και τον μούστο τον περνούσαν από πολύ πυκνό πανί. Το καταστάλαγμα που στο κοινό κρασί γίνονταν στα βαρέλια, στην περίπτωση αυτή γίνονταν με τη βοήθεια αυτού του πανιού. Μέσα από την ύφανσή του έβγαινε ο μούστος σταγόνα-σταγόνα. Με το πέρασμα του χρόνου θα ευχαριστούσε αμέτρητους ανθρώπους, καθώς θα το γεύονταν κυρίως σε γιορτές και αρραβώνες.

            Αφού λοιπόν τελείωσε κι αυτή η τόσο σπουδαία δουλειά, η Μαριγώ κατέβηκε στο κατώι. Τις βαρέλες, τις φτσέλες και το πουστάβι τα είχε έτοιμα από μέρες για τον τρύγο. Πριν χρησιμοποιηθούν, έπρεπε να μουσκέψουν με νερό και να καθαριστούν.

            Όλα αυτά τα ξύλινα σκεύη, όσο ήταν άδεια, στέγνωναν και καθώς συστέλλονταν, οι δόγες σχημάτιζαν μικρά κενά. Με το νερό όμως φούσκωναν, διαστέλλονταν, με αποτέλεσμα την εξαφάνιση αυτών των κενών. Έτσι, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν χωρίς κανένα πρόβλημα.

            Με ευκολία η Μαριγώ πήδηξε στο πουστάβι. Ήθελε να το φρεσκάρει. Η Μαλαματή, η μεγάλη της κόρη -κοπέλλα πια- ήταν σ' όλα το δεξί της χέρι. Είχε κληρονομήσει απ' τον πατέρα της και το χάρισμα να ζωγραφίζει υπέροχα. Τούτη την ώρα έβγαζε νερό από το πηγάδι. Είχε τοποθετημένα μεγάλα και μικρά γκιούμια στη σειρά και τα γέμιζε. Ο αδερφός της, ο Παύλος, τη βοηθούσε στη μεταφορά ως το κατώι.

            Κάποια στιγμή πλησίασε το πουστάβι και χωρίς να ειδοποιήσει τη μητέρα του, άδειασε μονομιάς μέσα το γκιούμι.

            - Ουου...ουρσούσκου...να ξιπατουθείς!  Μ' έφκιασις μπλιόγκουν! Πουγάλια μπρε, δε σού'πα μι στάφνουν να ρίχν'τς του νιρό; ακούστηκε να φωνάζει η μητέρα του από το βάθος του πατητηριού.

            Ο Παύλος ξεκαρδισμένος στα γέλια, τράβηξε τρέχοντας προς το πηγάδι κουνώντας πέρα-δώθε το άδειο γκιούμι. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να τον ρωτήσει η αδερφή του  «τσι σι γιλιέτσι μπρε παρλακουμένου;» όταν έφτασε στ' αυτιά της η φωνή της μητέρας της:

            - Πιάλα μα Μαλαματσή! Βόηθα μι να βγω 'που τι δω. Καλά κι μπήτ'σα τη δ'λειά μ'. Ιδέ τσι μ' έφκιασιν ου διάτανους! Ούι άχαρ! Κ'νούσα κι δεν ξισκέπαζα! Τώρα πρέπ' ν' αλλάξου τα τσιράπια κι του συντρόφ' μ', αλλιώς θα πλιβριτουθώ. Αύριου έχουμι τουν τρύγουν κι κουλάι.

            Εκείνο το βράδυ, έπεσαν λίγο νωρίτερα στο κρεββάτι, για νά 'ναι την επομένη ξεκούραστοι. Η Μαριγώ παρ' όλο που είχε ρυθμίσει όλες τις λεπτομέρειες, δεν μπορούσε να χαλαρώσει. Κάθε τόσο μετρούσε τις ώρες που χτυπούσε το μεγάλο ρολόι του καμπαναριού. Τρεις, πέντε, έξι...Με το ξημέρωμα φάνηκε πως η μέρα θα ήταν καλύτερη από χτες.

 

            Ένας χλωμός ήλιος έπαιζε κρυφτό με άσπρα συννεφάκια. Έδενε την ποδιά της, όταν...
            - Σύρι Χρήστου να τραβήειξ ν' αμπάρα. ' Ακσα ρόπουτουν σ'ην πόρτα. Θα νά 'ρθαν οι τρυγ'στάδις.

            Πραγματικά, ήταν αυτοί. Με το άνοιγμα της πόρτας φάνηκαν δυο αγωγιάτες με τα μουλάρια τους. Είχαν φέρει τα πρώτα φορτιά.

            Από πίσω έφτασαν και οι γυναίκες που θα πατούσαν τα σταφύλια. Η Μαριγώ τις κάλεσε στο μαγειριό να τις κεράσει καφέ και ψωμί, για να πάρουν δυνάμεις.

            - Ισείς οι άντρ' άδειασέτσι πρώτα τα κουσιώρια κι ύστσιρα έλατσι να πιείτσι τουν καφέν. Μπρε! Πρόσιχέτσι τα μπλάρια! Δέστσι του καπίστρ καλύτσιρα 'που ν'πόρτα. Να μη μ' φαν τα λούδια μ', ισείς να ξέρτσι!

            Αφού απόλαυσαν όλοι τον πρωινό καφέ, οι άντρες φόρτωσαν τα άδεια κουσιώρια, ένα από τη μια κι ένα από την άλλη πλευρά του σαμαριού, καβάλησαν κι οι ίδιοι και πήραν πάλι το δρόμο για το αμπέλι.

            Οι γυναίκες φόρεσαν στα κεφάλια τους φακιόλια και μάζεψαν τις φούστες μέσα στις ειδικές βράκες από ζμπλοφ που δεν θα βρέχονταν εύκολα από τον μούστο.

            Έβγαλαν τα παπούτσια και τις κάλτσες τους κι έπλυναν τα πόδια τους μέσα σε μπακιρένιες λεκάνες με ζεστό νερό που είχε ετοιμάσει η κυρα-Μαριγώ. Μετά, πήδηξαν στο πουστάβι. Πιάστηκαν γερά από την κουπαστή του κι άρχισαν το πάτημα των σταφυλιών, μ'ένα ρυθμικό βήμα «σημειωτόν».

            Σε λίγο άρχισε ο μούστος να τρέχει από το ειδικό άνοιγμα μέσα σ' έναν μεγάλο μπακιρένιο ταβά. Μόλις γέμιζε αρκετά, η Μαριγώ μ' ένα κανάτι, πρώτα τον περνούσε από ένα τρυπητό που κρατούσε τα κουκούτσια και τα μικρά κομμάτια από την σάρκα των σταφυλιών, κι ύστερα τον άδειαζε στις βαρέλες.

            Εκεί θα έμενε προσωρινά καμπόσες μέρες, ώσπου να ξικασταλιάσ, να γίνει δηλαδή διαυγής. Μόνο τότε τον άδειαζαν στα βαρέλια που τα γέμιζαν ως επάνω, ώστε να μην έχουν καθόλου αέρα. Αφού έρριχναν μέσα και μια ποσότητα δεμένου μούστου, τα σφράγιζαν. Εκεί, με το βρασμό, θα μετατρέπονταν σε κρασί.

            Η Μαριγώ παράλληλα έκαμνε και μια άλλη σπουδαία δουλειά: μαγείρευε για όλους αυτούς τους ανθρώπους που έπαιρναν μέρος στο πανηγύρι του τρυγητού.

            - Δε μ' λιές κυρά, πώς πάει η δ'λειά; Πε μ' να φκιάσου κι γω τσίπουτας να σ' αλαφρώσου.

            Στη μεσιά φάνηκε η συνυφάδα της η Λιόλινα, με τα χέρια στη μέση. Αν και ήταν συνυφάδες, συνήθιζε να την αποκαλεί «κυρά», ενώ η Μαριγώ αποκαλούσε αυτήν «νύφ».

            - Δόξα Τουν, μια χαρά! Ούι άχαρ, ου Θος σ' έστσειλεν! Σύρι μα ως του μαειριό. Ουπάν σ'ην κούχν έχου του μ'κρό του χαρανί απ' βράζου του κρέας. Ανακάτουσέ του ψια. Ρίξι κι λίγου νιρό να μην ακουλλήσ. Λίγου 'κόμα θελ κι θα νά 'νι έτσοιμου. Ουδ' ικεί ιέχου σ' ιένα λιγκέρ κι τουν τραχανάν. Ρίξ 'τουν κι αυτόν να βράσ, ιά να στσείλου κι στ'ς άλλνους σιακάτ στ' αμπέλ. Του νου σ' να μη έν λάμπαβους.

            Το κρέας με τον τραχανά ήταν στα περισσότερα σπίτια το φαγητό που έτρωγαν την ημέρα του τρύγου. ' Αλλοι συνήθιζαν να συνοδεύουν το κρέας με πράσα ή λάχανο.

            Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν στο σοκκάκι αντήχησαν ξανά τα κυπριά των μουλαριών. Τα είχαν στη σιλταριά, στη σειρά δηλαδή, και δεμένα με το συγγέρ', που ήταν μια σιδερένια βέργα πιασμένη στο πλάι από το σαμάρι του ενός στο σαμάρι του άλλου ζώου, για να μη ξεφεύγουν δεξιά κι αριστερά.

            Τα μικρά που έπαιζαν στο δρόμο, παρακαλούσαν:

            - Ω μπάρμπα, δω μ' ιένα σταφύλ, και...το απαραίτητο πείραγμα από τους αγωγιάτες:

            - Χόριψι πρώτα τουν τραχήλ!

            Κι αυτά τα καημένα χοροπηδούσαν, μόνο και μόνο για να κερδίσουν κανένα γριντζούλ.

            Ξεφόρτωσαν και πάλι και, πριν φύγουν, η Μαριγώ τους κέρασε κρασί και πίτα. Τους έδωσε και μια ικανή ποσότητα φαγητού, καθώς και μια μπούκλα κρασί να τα πάνε στους ανθρώπους που τρυγούσαν: στους τρυγ'στάδις. Οι ίδιοι θα έτρωγαν όταν θα έφερναν το επόμενο φορτίο. Η Μαριγώ τους ξεπροβόδισε και συνέχισε το γέμισμα των βαρελιών.

            Το μεσημέρι έκαναν ένα αρκετά μεγάλο διάλειμμα. Το νόστιμο φαγητό τους ξεκούρασε και τους έδωσε δύναμη να συνεχίσουν.

            Τα στέμφυλα τα έρριξαν σ' ένα βαρέλι. Εκεί θα έμεναν ώσπου να στραγγίσουν καλά. Σ' αυτόν τον μούστο έρριχναν και λίγο νερό και γινόταν μετά το βρασμό ένα ελαφρό κρασί, «ου λάγκιρους», αδυναμία της κυρα-Μαριγώς. Πότε-πότε έβαζε λίγο μέσα σε μια πήλινη κούπα, το άφηνε για λίγο κοντά στη φωτιά και μόλις που άρχιζε να χλιαρώνει, το έπινε. Θεωρούνταν σημαντικό ιλιάτς!

            Σαν άρχισε να σουρουπώνει, κάθε δραστηριότητα σταμάτησε. Ο κυρ-Χρήστος πλήρωσε τους ανθρώπους, που του ευχήθηκαν μέσα απ' την καρδιά τους «καλό έξουδου κι πάντα σι χαρές». Μόλις έφυγαν, το τράβηγμα του διαδρόμου εξασφάλισε και πάλι την ασφάλεια του σπιτιού.

            Όταν μαζεύτηκαν στο χειμωνιάτικο, η Μαριγώ κατάκοπη έπεσε μπρούμυτα στο στρώμα.

            - Έλατσι μπρε ιένας να μ' πατήσ' ψια τσις πλάτσις π' μι πουνούν!

            ' Αλλο που δεν ήθελαν τα παιδιά! Ανέβαινε στη ράχη της όποιος προλάβαινε και προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπία, αλλά δεν τα κατάφερνε. Έσπρωχνε ο ένας τον άλλον, έπεφταν, ξεφώνιζαν και γελούσαν. Μαζί τους γελούσε και φώναζε κι αυτή:

            - Μπρε, μ' τα λιάντσέτι τα πλιβρά μ'! Πουγάλια μπρε ουρσούσκα, μι βιρβέρξέτι!

            Έκανε πως τάχα τους μάλωνε, αλλά στην πραγματικότητα  κ α ι  ανακουφιζόταν  κ α ι   χαιρόταν που τα έβλεπε να διασκεδάζουν.

            Μετά το βραδυνό φαγητό έπεσαν αμέσως για ύπνο. Αύριο ο τρύγος θα συνεχιζόταν...


            Παρόλη τη χθεσινή κούραση, δεν καλοκοιμήθηκε τη νύχτα. Είχε στο νου της τις δουλειές που την περίμεναν με τον ερχομό της καινούργιας μέρας.
            Βγήκε στην αυλή, πήρε μια βαθιά ανάσα, τράβηξε το διάδρομο από την αυλόπορτα και την άνοιξε. Έσκυψε με αγάπη στα λουλούδια της. ' Αλλα τα ξεβοτάνισε, άλλα τα καθάρισε από τα ξερά φυλλαράκια και μπήκε στο μαγειριό. ' Αναψε φωτιά στην κούχν κι άρχισε να ετοιμάζει τον καφέ, όταν έφτασε η αδερφή της η Ελένη.

            - Ε, μα Μαρ'γώ, πώς καλοξημέρουσις; τη ρώτησε.

            - Τσι να σ' πω κι τσι να σ' μολοήσου άχαρ Λιέν...Όλ' νύχτα γκλιούμαν στου στρώμα. Δεν όρ'ζα νε χέρια νε πουδάρια 'που ν' κούρασ. Καθώς είχα κι του νου μ' σ' αυτά απ' θα φκιάσουμι σήμιρα, μπουρώ να σ' πω ξημέρουσα σαν του π'λι στου ξύλου.

            - Τσι συναστριγιά μα κι αυτσή η θ'κή σ'! Ιά, μόλις τσούξουμι τουν καφέν, θ'ανασκουμπουθούμι κι χερ-χερ θα τα σώσουμι. Είπιν θα να 'ρθ κι η φιλ'νάδα μας η Βασιλ'κή να βουηθήσ. Οχ'άλλου, να πάει η ψ'χή σ' στουν τόπου τς.

            Και αλλάζοντας τόνο στη φωνή της:

            - Δε μ' λιές, έχ'ς έτσοιμουν τουν μούστου;

            - Ντζε άχαρ, ρώτ'μα χράζιτι; Ιά, ικεί στου χαρανί τουν ιέχου. Ιχτέ τόρ'ξα κουσκιντζμένου ασπρόχουμα 'που τουν Αη-Λιά κ' ιένα 'πλόχιρου στάχτ -κουσκιντζμέν κι αυτσή.

            - Μμ, ταμάμ η δ'λειά μας. Τσάκουσι να βάλουμι του χαρανί ουπάν σ'ην παρστσιά. Στέκα να σιουμπίσου μι του τσιουμπίδ ψίχα τ' φουτσιά να δυναμώσ. Όσου ν' αρχίσ να βράζ σύρι να φέρ'ς τις σταμνόπκις ιά τ' σταφυλαρμιά κι τα πιτμέζια.

            Η Μαριγώ έκανε μερικά δρομολόγια ως το κατώι και σε λίγο οι πήλινες στάμνες με τον φαρδύ λαιμό ήταν παρατεταγμένες στο μαγειριό. Τελευταία έφερε μέσα σε δυο πανέρια και τα σταφύλια που προορίζονταν για την σταφυλαρμιά. Γλυκά άσπρα και κοκκινωπά -κοκκινούσκις τα ονόμαζαν- βαλμένα το ένα τσαμπί δίπλα στο άλλο και σε μερικά σημεία πρόβαλλαν ανάμεσά τους αμπελόφυλλα που έκαναν την εικόνα ομορφότερη.

            - Ου, ου! φώναξε η Μαριγώ, πότσι κιόλαντς μα άρχισιν να χουρχουλάζ; Τσάκουσι αγλήγουρα να τουν κατσιβάσουμι 'που τ' φουτσιά!

            ' Αφησαν το χαρανί σε μιαν άκρη, να κατακαθίσει το χώμα και η στάχτη, κι αυτές άρχισαν να γεμίζουν μια-μια τις στάμνες. Έβαζαν μια στρώση σταφύλια, μια καρόφυλλα (φύλλα καρυδιάς) για να συγκρατούν τις σειρές των σταφυλιών και συγχρόνως να τ' αρωματίζουν, και πασπάλιζαν με σινάπι. Αυτό συνεχιζόταν ώσπου να γεμίσει κάθε στάμνα. Χρησιμοποίησαν αρκετές. Είχαν τελειώσει και το σπάσιμο των καρυδιών όταν έφτασε η Βασιλική.

            - Καλώς τσην, καλώς τσην! την υποδέχτηκαν με χαρά και ανακούφιση.

            Αφού τις καλημέρισε, είπε:

            - Μι του συμπάθειου απ' άργ'σα, αλλά έπαθα χνέρ μι του φαΐ μ'. Όσο να 'έν , είπα ν' ανασκιρίσου ψια τα σκ'τιά που 'ταν ργμένα 'που καταής, κι να φουκαλίσου τουν νουντά. Μ' καθώς η κατράνου πιάσκα μι τα χουσμέτσια, ξαστουχήθκα κι αδράχκιν. Όσου να του τιριάσου, πέρασιν η ώρα. Μαρ ισείς, είπε αλλάζοντας ύφος, τρανόν αναβαλτζμόν γλιέπου έχιτι ιδώ!

            - Εμ, μια απ' θα να 'μαστσι οι τρεις μας, είπα να τα σώσουμι όλα μ' ιένα χόβ, απάντησε η Μαριγώ.

            - Πεμ'τι τσι να φκιάσου ιγώ;

            - Ιά, ακούστηκε η φωνή της Ελένης, αμπιλόνιασι μι του νήμα ιτούτου του βιλόν μι του τρανό του ματ κι ραμάτιασι τα καρύδια ιά τα ιτζούκια.

            «Θαρμ' φερν κι κανά καλό τσυχιρό στου κουρίτσ», ψιθύρισε η Μαριγώ ενώ σκέπτονταν τη Μαλαματή της.

            Κι ενώ η Βασιλική ασχολούνταν με τα καρύδια, η Μαριγώ έβαλε τον ταβά στη φωτιά. Η αδερφή της έπαιρνε μ' ένα δοχείο μούστο μέσα από το χαρανί, με μεγάλη προσοχή ώστε να μην ανακατευτεί, και μ' αυτόν τον τρόπο άδειασε τόση ποσότητα όση χρειάζονταν για να γεμίσουν τις στάμνες με τα σταφύλια.

            - Του νου σ' να μη δέσ, της θύμισε η Μαριγώ. Σαν πάρ' βράσ, κατσέβασι τουν ταβά κι άφκέτουν να κρυώσ.

            Έπρεπε να είναι κρύος όταν θα απογέμιζαν τις στάμνες. Τις άφησε για λίγο κι έτρεξε στο σπίτι. Δεν θα ησύχαζε αν δεν έφερνε κάποιο κέρασμα. Έκοψε τρία κομμάτια παντεσπάνι και γέμισε τα ποτήρια δροσερό νερό. Εμφανίστηκε στην πόρτα του μαγειριού, κρατώντας τον δίσκο και χαμογελώντας.

            - Ντζε μαρ, τσι τα θέλτς αυτά; Ξένις ήμιστσι ιμείς; είπε η Βασιλική.

            - Μμ, άκου τσην! Τόσ δ'λειά πάτισάμι κι έχουμι κι άλλ' τόσ...Ας πάρουμι ιένα χουτζιούμ κι ας γλυκάνουμι λίγου του στόμα μας! τις έπεισε κι έκαναν ένα μικρό διάλειμμα.

            - ' Αιντζι, σηκώθηκε πρώτη η Ελένη, φτάν' τσι χασουμέρσάμι. Βάλι τουν άλλουν τουν ταβά να τσμάσουμι τα πιτσμέζια.

            Ο μούστος τώρα έπρεπε να δέσει λίγο περισσότερο. Μ' αυτόν έβρασαν μελιτζανάκια, ξερά τζέρτζιλα και κομμάτια κολοκύθας. Τα τελευταία ήταν γεμάτα αυλακιές που τις σχημάτιζε το ειδικό μαχαίρι που μ' αυτό τα έκοβαν. Έτσι, γέμισαν και τις υπόλοιπες στάμνες. Τελευταία ήρθε η σειρά για τα σιτζούκια.

            - Τσι φκιάντς ικεί Μαρ'γώ;

            - Ιά, πέρασα 'που τ' τζαντήλα ό,τ' είχιν του χαρανί ως τουν πάτου κι τώρα ανακατώνου αλιεύρ κι μούστουν ιά να φκιάσουμι τ' μουσταλιβριά.

            - Σύρι να φερ'ς ιένα σιόλ να ιδώ αν ίνκιν ου μούστους πόχου στουν ταβά, είπε επιτακτικά η αδερφή της. Ήθελε να δοκιμάσει αν έχει την πυκνότητα που έπρεπε. Αυτό γινόταν με τη χρησιμοποίηση γυάλινου σκεύους. Έρριχναν μια μικρή ποσότητα μέσα σ'ένα πιατάκι του γλυκού και το γύριζαν δεξιά κι αριστερά. Όταν «έγλυφε» λίγο πάνω στο γυαλί και στη συνέχεια κυλούσε ελεύθερα, ήταν έτοιμος.

            - Μωρέε, ούδι παραγγιλιά να τουν είχα! είπε ικανοποιημένη η Ελένη και συνέχισε:  Ρίξι μέσα τώρα ν' κανιέλλα, του καρουφύλ κι τ' αλιεύρ.

            - Ισύ ανακάτουνι σιγά-σιγά κι έχι του νου σ' να μη γκρουνταβιάσ.

            Μοσχοβόλησε ο τόπος απ' τα μυρωδικά και σε λίγο οι τρεις γυναίκες έπαιρναν από μια «ραματιά» καρύδια και τα βουτούσαν στη μουσταλευριά. Ύστερα, για να σφίξει το μίγμα, τα κρεμούσαν από ένα κλαράκι σε σχήμα κεφαλαίου λάμδα, που το στερέωναν στο ελεύθερο άκρο της «ραματιάς». Το κλαράκι ονομαζότανε κλούτσους και πολλές φορές αυτός ήταν κι από σύρμα.

            Το βούτηγμα στη μουσταλευριά συνεχιζόταν, ώσπου κάθε «ραματιά» ν' αποκτήσει το επιθυμητό πάχος. Τότε τα σχηματισμένα σιτζούκια τα άφηναν οριστικά κρεμασμένα σ'ευάερο μέρος. Τα παιδιά επισκέπτονταν τακτικά αυτόν τον χώρο και τα κύτταζαν με μεγάλη λαχτάρα,  έπρεπε όμως να κάνουν υπομονή ως τα Χριστούγεννα. Τότε μόνο θα είχαν το ελεύθερο να τα γευτούν.


            Ήταν η ώρα που θα περνούσε ο ταχυδρόμος. Όλες οι γειτόνισσες στέκονταν μπροστά στις αυλόπορτες και τον περίμεναν κουβεντιάζοντας.
            Εκείνα τα χρόνια της φτώχειας και της ανέχειας σχεδόν κάθε σπίτι είχε κάποιον ξενιτεμένο. Πολλοί έκαναν την καρδιά τους πέτρα κι άφηναν πίσω τον τόπο τους και τ'αγαπημένα τους πρόσωπα. Ταξίδευαν σε μέρη μακρινά και αφιλόξενα με σκοπό ν' αποκτήσουν χρήματα και ν' ανακουφίσουν τις οικογένειές τους. Το ψωμί στα ξένα έβγαινε με σκληρή εργασία και πολλές στερήσεις. Ήταν ζυμωμένο με άφθονο ιδρώτα και με τα δάκρυα της νοσταλγίας. Η λαχτάρα της επιστροφής ήταν πάντα μεγάλη, όμως έκαμναν υπομονή γιατί προείχε το καλό του σπιτικού και της γλυκειάς πατρίδας. Πολυάριθμα τα ονόματα στον κατάλογο των Σιατιστινών ευεργετών.

            Μόλις ο ταχυδρόμος έστριψε τη γωνία, οι ερωτήσεις άρχισαν να πέφτουν βροχή:

            - Μπρε, ιέχου κάνα γράμμα 'που τουν άντρα μ' ;

            - Ιμένα μ' αδουκήθ'κιν ου υιός μ' ;

            Όταν ταχυδρόμος ήταν ο Πάικος και η απάντηση που έπρεπε να δώσει ήταν αρνητική, απαντούσε κατηγορηματικά με συμπλεκτικούς συνδέσμους: «ούτε, μήτε - ουδέ, μηδέ», ενώ ο άλλος ταχυδρόμος, ο Γιώργος Μπόραβος, χρησιμοποιούσε ηπιώτερο τρόπο και άφηνε να καίει η σπίθα της ελπίδας στην καρδιά αυτού που περίμενε το γράμμα. Η απάντησή του ήταν: «Μη χουλουσκάντ'ς καν κι καν. Του θ'κο σ' στου δρόμου ίν'του».

            Έτσι κάθε φορά το πέρασμα του ταχυδρόμου από τη γειτονιά -όπως είναι φυσικό- σ' άλλα σπίτια έφερνε χαρά και σ' άλλα απογοήτευση.

            Οι χαρούμενες, κρατώντας τα γράμματα σφιχτά στον κόρφο τους, έτρεχαν στο σπίτι της Μαριγώς. Καθώς είχε έφεση στα γράμματα και παρακολούθησε περισσότερο απ' το κανονικό μαθήματα στο σχολείο, ήταν για τις υπόλοιπες η «γραμματζμέν». Το να μαθαίνει γράμματα μια γυναίκα στην εποχή εκείνη, ήταν από τις σπάνιες περιπτώσεις και θεωρούνταν γεγονός. Έτσι, οι γειτόνισσές της κυρίως, θεωρούσαν τον εαυτό τους τυχερό που είχαν τόσο κοντά έναν άνθρωπο που θα τις βοηθούσε στην αλληλογραφία. Η λύση στο πρόβλημα «επιστολή», είτε αυτή έπρεπε να διαβαστεί, είτε να γραφεί, ήταν η Μαριγώ.

            Σήμερα πρώτη έφτασε η Αρίδαινα. Έπιασε το μακρύ σίδερο που κρέμονταν πιασμένο από μια αλυσίδα, και μ' αυτό έσπρωξε το μάνταλο στο πάνω μέρος της ξύλινης πόρτας και την άνοιξε. Βρήκε τη Μαριγώ καθισμένη στη μεσιά, περιτριγυρισμένη από βαμβάκια.

            - Καλμέρα Μαρ'γώ. Τσι φκιάντς;

            - Καλμέρα. Δόξα Τουν, μια χαρά. Τ' λόγου σ' πώς είσι; Σάματ' ιλούν τα μάτια σ' σήμιρα. Ετσ καταλαβαίνου. Ή μ' φαίνιτι;

            Η γυναίκα στάθηκε μια στιγμή και είπε μ' ευχαρίστηση:

            - Ε μα, είχα γράμμα 'που τουν υιό μ', τουν Νκόλα κι τού'φιρα να μ' του διαβάεις.

            Ύστερα προχώρησε με κάποιο δισταγμό και συνέχισε:

            - Θα σι χασουμερίσου 'που τη δ'λειά σ', κι κουλάι.

            - Τσι είνι αυτά απ' λιές; της έδωσε θάρρος η Μαριγώ. Σέβα μέσα! Μη αντιριέσι. Κατ ξιέρου κι γω 'που τ'λαχτάρα τσ' μάνας...Μον' καρτσέρα μιαν στσιγμή να ξιδιαλιχτώ 'που του βαμπάκ. Είχα δυο προυσκέφαλα απ' ιόμισαν γκρούντις κι είπα να τα ντζαντζαρίσου. Θα σ' διαβάσου του γράμμα κι άει θα μπιτίσου τη δ'λειά μ'. Δεν μας κυνηγάει καϊένας.

            - Ου άχαρ Μαρ'γώ, είπε ανακουφισμένη η Αρίδαινα, χίλια καλά να σ' δώς ου Θος.

            Αφού έβγαλε τη γεμάτη βαμβάκια ποδιά της και την άφησε με προσοχή σε μιαν άκρη, πήγε τρεχάτη να ετοιμάσει γλυκό και καφέ. Οδήγησε την γειτόνισσα στο χειμωνιάτικο. Εκείνη τη στιγμή, έφτασε και ο Παύλος μ' ένα γράμμα στα χέρια. Περνούσε από τον δρόμο και του το έδωσε ο ταχυδρόμος να το πάει στη μάνα του, πράγμα που και έκανε.

            - Μα μητσέρα, ιέχουμι κι μεις γράμμα 'που τ' θεία τ' Ζουίτσα 'που ν' Κόζιαν. Μ' είδιν όμους η θειά η Αγνούλα κι όταν μι ρώτσιν «'που πού μπρε έινι του γράμμα;» τσ' είπα «'που τουν Βινιζέλου» κι πειράχ'κιν.

            - Δεν αντρέπισι μπρε; Ας τσ' έλιγις ν' αλήθεια! τον μάλωσε.

            - Καλά ν' έκαμα! Να μαθ' να μη ρουτάει αράδα! Μώωρε, όλα θελ' να τα μαθαίν!

            Είναι αλήθεια πως η Αγνούλα ήθελε να είναι καλά ενημερωμένη για όσα συνέβαιναν στη γειτονιά, κι αυτό έκανε τον Παύλο -γιατί σ' αυτόν συνήθως απευθυνόταν- να της δίνει απίθανες απαντήσεις, νομίζοντας έτσι οτι θα την κανει να πάψει να ρωτά. Έτσι και λίγες μέρες πριν, που τον είχε δει να κουβαλάει ένα γεμάτο τσουβάλι στην πλάτη του και ενδιαφέρθηκε για το περιεχόμενό του, ο Παύλος, αν και κουβαλούσε κομμάτια ασβέστη που χρειάζονταν για το διόρθωμα κάποιου τοίχου, για να την αποστομώσει, της είπε πως κουβαλάει...μαυροπίπερο. Αυτή όμως δεν πτοήθηκε και συνέχιζε την τακτική της.

            Η Μαριγώ έφερε τα κεράσματα και κάθησε με την Αρίδαινα στο τραπέζι. ' Ανοιξε με προσοχή το γράμμα κι άρχισε αργά και καθαρά να της το διαβάζει. Πότε-πότε σταματούσε για να ρουφήξει λίγον καφέ.

            Συχνά-πυκνά ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο ζωγραφιζόταν στα χείλη της. Αιτία ήταν η επανάληψη κάθε τόσο εκ μέρους του γράφοντος της φράσης «μάνα, βάλι 'φτι ν' ακούεις». Ως ένα σημείο βέβαια είχε δίκιο να την χρησιμοποιεί, μια και ήξερε πως η μάνα του, αγράμματη καθώς ήταν, μόνο ν' ακούσει μπορούσε αυτά που της έγραφε.

            Κάποτε κι άλλο, τελείωσε η ανάγνωση. Στο μεταξύ είχε τελειώσει κι ο καφές. Η Μαριγώ δίπλωσε το γράμμα και της το παρέδωσε. Η Αρίδαινα ευχαριστημένη σηκώθηκε, τακτοποίησε τη φούστα της κι αφού την ευχαρίστησε θερμά ξεκίνησε να φύγει.

            Την ώρα που την ξεπροβοδούσε η Μαριγώ, έφτασε με γράμμα στα χέρια κι η Νίκινα Γκαργκατσούγια. Μπορεί να ήταν αγράμματη, ήταν όμως τετραπέρατη γυναίκα. Ήθελε να μάθει νέα από την εγγονή της Κατερίνα Μπλιάγκου, που ξενιτεύτηκε στο Σινσινάτι της Αμερικής.

            - Καλωσδέχ'κις του γράμμα 'που ν' ιγγονή σ' θειά Νίκινα.

            - Ιφχαρ'στώ, ιφχαρ'στώ σ'. Πριν μ' του διαβάεις, τσήρα τσις προυκουπές 'που τουν ιγγονό μ' τουν 'Ιάν, είπε και δείχνοντάς της ένα τετράδιο, συνέχισε κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι της:

            - Του 'χιν απιταγμένου όξου 'που τ' χαρτουθήκα τ'. Σαν του πήρα στα χέρια  μ'κατασυύσ'κα! ' Αφκι απ' πιάν του μουλύβ μι του ζιρβί κι φκιάν γραμπάτσια άντα γράφ, ιμείς τουν στέλνουμι στουν δάσκαλου να μαθ' γράμματα κι αυτός, τσήρα ντζε,. τόχ' ιουμάτου μι αλούπις, σκ'λιά κι γάτσις. Μο 'ρχιτσι να σκάσου 'που του κακό μ' μ' ιτούτα τα μπασιάδια απ' γλιέπου ιδώ!

            Η Μαριγώ της εξήγησε υπομονετικά αυτό που δεν μπορούσε να συλλάβει το μυαλό της, ότι δηλαδή υπάρχει και μάθημα όχι με γράμματα, αλλά με σχέδια: το μάθημα της Ιχνογραφίας. Την κέρασε ένα γλυκό και πήρε τον φάκελλο που της πρότεινε η φιλενάδα. Μαζί με το γράμμα, έβγαλε κι ένα μπαλόνι. Μεταξύ των άλλων, η εγγονή της της έγραφε πως αυτό προορίζονταν για το μικρό Λεωνίδα που σαν το είδε, άνοιξε τα μάτια του με θαυμασμό. Το πήρε γεμάτος χαρά, το φούσκωσε και βγήκε έξω να παίξει και να το δείξει στα παιδιά.

            Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και τη στιγμή που η Μαριγώ ξεπροβοδούσε την κάκου-Νίκινα, άκουσε το παραπονεμένο κλάμμα του γυιού της, που εμφανίστηκε μπροστά της με κουρελιασμένο το πολύτιμο γι' αυτόν μπαλόνι.

            - Ου να κουρέβισι! Ποιός μπρε στου ξιπαρτάλιασιν, 'κόμα δεν του τσάκουσις στα χέρια σ' ;

            Μέσα από τα αναφυλλητά του, ο Λεωνίδας διηγήθηκε: «Του τσάκουσιν μι δύναμ' η θειά η Μπουντιώνινα ιά να του ιδεί κι μ' τόοοσκασιν!..»

            Πραγματικά αυτή το κατέστρεψε, άθελά της όμως. Έφταιγε η επιδερμίδα των χεριών της που από τις δουλειές κάθε άλλο παρά λεία ήταν.

            Αφού η Μαριγώ παρηγόρησε τον μικρό της γυιό για την...συμφορά που τον βρήκε, γύρισε στη μεσιά να συνεχίσει τη δουλειά που είχε αφήσει στη μέση.

       
     Όταν κανείς είναι νέος δεν λογαριάζει την κούραση. Νομίζει πως μπορεί να σηκώσει στα χέρια του τον κόσμο ολόκληρο και πως τίποτα δεν μπορεί να τον καταβάλλει.

            Έτσι κι ο κυρ-Χρήστος δούλευε ασταμάτητα. Όλα ήθελε να τα προλάβει:  να διδάξει στο σχολείο τα παιδιά, να ψάλλει στην εκκλησία, να είναι γραμματέας στη Μητρόπολη και στην Επιθεώρηση, να ζωγραφίζει...

            Καθώς όμως περνούν τα χρόνια κι αρχίζουν να δίνουν το «παρών» τους τα γηρατειά, ο άνθρωπος αρχίζει να βαραίνει, να κυρτώνει και να γίνεται ευάλωτος σε διάφορες αρρώστειες.

            Κι αυτός που για χρόνια περπάτησε ατέλειωτα χιλιόμετρα μέσα σε κρύα και βροχές, που αλώνισε τα χιόνια του Αη-Μηνά που σκέπαζαν τη στράτα του όσο να φτάσει στη δουλειά του, κάποια μέρα έπεσε χτυπημένος από πνευμονία.

            Η Μαριγώ φαρμακώθηκε, μα γεμάτη αυταπάρνηση αφοσιώθηκε στην φροντίδα του άντρα της.

            Κάθε πρωί του φέρνει την βιεννέζικη μπλε κούπα γεμάτη ζεστό γάλα. Τοποθετεί στην πλάτη του δεύτερο μαξιλάρι για να μπορεί να μένει όρθιο το κορμί του το ταλαιπωρημένο από τον πυρετό και με κινήσεις τελετουργικές του βάζει στο στήθος μια κάτασπρη πετσέτα, μη τυχόν και στάξει τις πυτζάμες του. Κάθεται δίπλα του και τον βοηθά να το πιεί. Του ετοιμάζει κρέμες, ρυζόγαλο και σούπες με ζωμό από κότα ή κρέας, για να τον δυναμώσει. Κι όσο βλέπει μέρα τη μέρα να του κόβεται η όρεξη και να αρνιέται να τα γευτεί, ματώνει η καρδιά της. Αν αυτό συνεχιστεί, ξέρει τι θα επακολουθήσει. Κι όσο κι αν προσπαθεί να το διώξει από τη σκέψη της, φτάνει μια μέρα που οι φόβοι της επαληθεύονται.

            31 Μαρτίου του 1929. Της έκανε νόημα να πλησιάσει πιό κοντά και της είπε σιγά:

            «Ως ιδώ ήταν...Του νου σ' στα πιδιά...»

            Το γαλανό του βλέμμα αγκάλιασε με θέρμη το βλέμμα της γυναίκας του. Τα χείλη του ψέλλισαν τ' όνομά της καθώς κούνησε ελαφρά το χέρι του στο ύστατο αντίο και η ψυχή του φτερούγισε στους ουρανούς.

            Η Μαριγώ κεραυνοβολήθηκε. Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. Με μια τρυφερή κίνηση του σφάλισε τα μάτια που είχαν μείνει να κυττάζουν κάπου στο άπειρο κι έγειρε με λυγμούς στο άψυχο κορμί του.

            Όση ώρα ήταν πεσμένη πάνω του του είπε πολλά. Τον ρωτούσε με παράπονο γιατί την άφησε μονάχη τώρα που τα αγόρια τους ήταν ακόμα τόσο μικρά και είχαν ανάγκη την παρουσία του.

            Ήθελε να της πει πώς θα συνέχιζε τη ζωή της χωρίς να τον έχει στο πλευρό της. Πώς θα μπορούσε να κάνει χωρίς το γελαστό του πρόσωπο, χωρίς τη δύναμή του, δίχως τη ζεστασιά του και την αγάπη του.

            Τον μάλωνε τρυφερά που βιάστηκε να φύγει χωρίς να δει το εγγονάκι που του ετοίμαζε η κόρη τους η Μαλαματή.

            Όταν οι συγγενείς, που στο μεταξύ είχαν καταφθάσει, την απομάκρυναν από κοντά του, ένιωθε μέσα της ένα μεγάλο κενό. Σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, σαράντα μέρες δεν βγήκε από το σπίτι. Όλο αυτό το διάστημα υπήρχε άσβεστο καντήλι δίπλα στη φωτογραφία του άντρα της. Ακόμα, ένα πιατάκι μ' ένα μικρό κομμάτι ψωμί και δύο ποτήρια, που το ένα περιείχε κρασί και το άλλο νερό. Όλα αυτά για να'ρχεται η ψυχή να τρώει και να πίνει όπως έλεγαν.

            Κάθε μέρα είχε στο σπίτι κόσμο που έρχονταν να την παρηγορήσει. Η Μαριγώ έκανε στον άντρα της όλες τις σειρές. Στο μνημόσυνο για τις «σαράντα», ετοίμασε και μια απλάδα ειδικά για τους άντρες που κάθονταν στο παζάρι. Έτσι ήταν η συνήθεια. Την έστειλε εκεί και μαζί κι ένα ειδικό για την περίσταση παγουράκι από καλάι, γεμάτο ρακή. Το ονόμαζαν τσίτσα. Έπρεπε όλοι να φαν, να πιούν και να σ'χωρέσ'ν. Έπιναν ο ένας μετά τον άλλο κατευθείαν από το παγούρι που το ονόμαζαν και «φιρφιρί» γιατί καθώς ρουφούσαν τη ρακή από το στόμιό του ακούγονταν σε κάθε γουλιά ο ήχος «φιρ, φιρ, φιρ...». Αν κάποιος ξεχνιόταν και δεν έλεγε να το δώσει στον επόμενο, άκουγε τη φράση:  «Ε, ρε, έχε του νου σ'! Εχ'ν κι αλλ αράδα να σ'χωρέσ'ν!»

            Σύμφωνα πάλι με τα αυστηρά έθιμα της Σιάτιστας, η Μαριγώ για ένα χρόνο δεν έπρεπε να κάνει στο σπίτι γλυκό ή γλύκισμα. Τα μικρά παιδιά όμως την πίεζαν να κάνει κάτι.

            Μια μέρα η κόρη της η Ζωίτσα τα λυπήθηκε και την έπεισε να κάνει κάτι πρόχειρο: σιμιγδαλένιο χαλβά. Τον ετοίμασε με χίλιες προφυλάξεις και οι μικροί περίμεναν ανυπόμονα να κρυώσει λίγο και να τους τον σερβίρει.

            Όμως η μυρωδιά είχε απλωθεί στην περιοχή πολύ γρήγορα και τράβηξε σαν μαγνήτης τις Τρούπτσινες στο σπίτι της Μαριγώς που, αλλόφρων, έχωσε την κατσαρόλα στη μεσάντρα. Αυτές γύριζαν τα μάτια δεξιά κι αριστερά γεμάτες περιέργεια και άνοιγαν πότε-πότε τα ρουθούνια τους προς κάθε κατεύθυνση.

            Τα παιδιά γεμάτα εκνευρισμό περίμεναν την αναχώρησή τους. Μάλιστα ο Παύλος κάθε τόσο τραβούσε τη φούστα της μητέρας του και της ψιθύριζε: «άντζι μα, ξινόμ'σέ τσις» κι η Μαριγώ με αυστηρό βλέμμα προσπαθούσε να τον επαναφέρει στην τάξη.

            Κάποτε κι άλλο, αφού είδαν κι απόειδαν, έφυγαν...ενώ οι μικροί έπεσαν με τα μούτρα στο γλυκό.

            Την ίδια μέρα έφτασε από τα Γρεβενά όπου ήταν παντρεμένη η παλιά γειτόνισσά της η Σάνα, η αδερφή της Τούμπους τ'ς Χατζήνας. Μόλις έμαθε το θάνατο του κυρ-Χρήστου, ήρθε πεζή από τα Γρεβενά για να εκφράσει τη συμπάθειά της στη φιλενάδα της και να της συμπαρασταθεί. Η Μαριγώ τη φιλοξένησε μια εβδομάδα και της παραχώρησε τον καλό τον ουντά για ύπνο.

            Όλες αυτές τις μέρες δέχονταν μαζί της τις γυναίκες που έρχονταν καθημερινά να της κάνουν παρέα. Το άσχημο όμως σ' αυτές τις περιπτώσεις -ακόμα και σήμερα- είναι ότι οι επισκέπτριες με τις γεμάτες συγκίνηση κουβέντες τους, αντί ν' ανακουφίζουν τη χήρα, πετυχαίνουν το αντίθετο. Ξύνουν, χωρίς βέβαια να το επιδιώκουν, την πληγή της κι αντί να την βοηθήσουν να ξεχαστεί, την κάνουν να υποφέρει.

            Η Σάνα σε κάποια από αυτές τις συγκεντρώσεις, στην προσπάθειά της να παρηγορήσει την φίλη της, την έφερε σε δύσκολη θέση, αφού η Μαριγώ την άκουσε να λέει δείχνοντας το ζωγραφισμένο ταβάνι του δωματίου:

            «Τσι τουν κλιαίς άχαρ; Τσήρα ιδώ ζκουραφίδια απ' σ' άφ'κιν. Αυτά άμα γλιέπς, θ' ανοίγ η καρδιά σ'!»

            Πολύ σοβαρό επιχείρημα στ' αλήθεια...

            Την εποχή που πέθανε ο άντρας της σε ηλικία πενηντατεσσάρων ετών, η Μαλαματή της -παντρεμένη με τον τυπογράφο Παντελή Τζώνο- ήταν έγκυος στο πρώτο της παιδί. Η Ζωίτσα τελείωνε το Διδασκαλείο, ο Παύλος ήταν πρώτη Γυμνασίου και ο Λεωνίδας πέμπτη Δημοτικού. Η ίδια ήταν πενήντα ετών.

            Τα προβλήματα που ορθώθηκαν μπροστά της ήταν πολλά και η λύση τους δύσκολη. Τους πρώτους μήνες δεν υπήρχε οικονομική ευχέρεια. Αυτή άρχισε μόνο το καλοκαίρι, όταν η Ζωίτσα πήρε το πτυχίο της και διορίστηκε δασκάλα. Ήταν τότε μόνο δεκαεπτά ετών. Δέχτηκε να τοποθετηθεί στο Παρόχθιο μόνο και μόνο γιατί αυτή η κίνηση θα την βοηθούσε να γυρίσει το γρηγορότερο στη Σιάτιστα. Ενώ όμως ο Επιθεωρητής την είχε διαβεβαιώσει πως θα έμενε εκεί μερικούς μήνες, έβγαλε τελικά όλη την σχολική χρονιά.

            Οι συνθήκες διαβίωσης στο χωριό ήταν άθλιες. Αναγκαστικά έμενε στο σπίτι του Προέδρου και κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο με την οικογένειά του. Είχε σε μια γωνιά το δικό της ντιβάνι και καμμιά απολύτως ευκολία. Το ξύλινο πάτωμα τους χώριζε από το στάβλο όπου ο νοικοκύρης φύλαγε τα ζώα του.

            Για ψυχαγωγία ούτε λόγος. Το περιβάλλον λοιπόν, κάθε άλλο παρά ευχάριστο ήταν για μια τόσο νέα κοπέλλα. Ατελείωτη μοναξιά αφού δεν ήταν δυνατό να έχει επικοινωνία με τους κατοίκους που ήταν πρόσφυγες και μιλούσαν μόνο τη διάλεκτό τους. Αναγκαστικά, είχε μάθει ορισμένες λέξεις ίσα-ίσα για να μπορεί να συνεννοείται για τ' απαραίτητα.

            Φαγητό της έστελνε η Μαριγώ δυο φορές την εβδομάδα με τους παζαριώτες που πήγαιναν στο Τσοτύλι. Πολλές φορές όμως, αυτή το μοίραζε στα παιδιά που τα έδερνε μαύρη φτώχεια κι έμενε η ίδια σχεδόν νηστική.

            Με τη δύση του ήλιου κλείνονταν όλοι μέσα. Και λίγο αργότερα, μόλις έπεφτε η νύχτα, τα σπίτια φάνταζαν κατάμαυρες φιγούρες καθώς έσβηναν νωρίς τις λάμπες, για οικονομία. Τότε άρχιζαν τα σκυλιά ν' αλυχτούν και οι ώρες ως το ξημέρωμα ήταν ατέλειωτες.

            Όλα αυτά τα υπέμενε στωικά γιατί αυτή ήταν τώρα στη θέση του πατέρα της. Έσβησε η εικόνα του ντροπαλού, του συνεσταλμένου κοριτσιού και παρουσιάστηκε ένας νέος άνθρωπος. Οι δυσκολίες την ωρίμασαν και την όπλισαν μ' ατσαλένια θέληση. Ήταν αποφασισμένη να παλέψει και να νικήσει. Από μέσα της ξεπήδησε δύναμη πρωτόγνωρη, τόση, που δεν μπορούσε να πιστέψει οτι είναι δική της. Όλα τα σκέπτονταν, και με την τάξη και τη μεθοδικότητα που την διέκρινε, όλα τα πρόφταινε. Έστελνε το μισθό της στη μητέρα της, που απ' αυτόν έπρεπε να ξεπληρώνει το χρέος που είχε αφήσει ο μακαρίτης ο άντρας της από το γάμο της κόρης τους Μαλαματής, να καλύπτει τις ανάγκες του σπιτιού και των παιδιών και να κρατά και κάτι στην άκρη για τη Ζωίτσα. Έπρεπε κι αυτή να ετοιμάσει σιγά-σιγά τα προικιά της γιατί ήταν πιά σε ηλικία γάμου.

            Τα γράμματα που έστελνε στη μητέρα της, κάθε φορά που οι παζαριώτες έρχονταν στη Σιάτιστα, ήταν σωστό περιβόλι. Πάντα περιείχαν εύθυμες ιστορίες από την διαμονή της στο Παρόχθιο, που έκαναν τη Μαριγώ να γελά, να ξεχνάει για λίγο το βάσανό της και να της δίνει χίλιες ευχές.

            Πέρα όμως από αυτά, μάνα και κόρη περίμεναν πώς και πώς τις διακοπές των μαθημάτων για ν' ανταμώσουν.

            Όταν έρχονταν η Ζωίτσα στη Σιάτιστα, η Μαριγώ ένιωθε πως έχει πλάι της ένα σπουδαίο στήριγμα. Τη βοηθούσε στις δουλειές μα και στην αγωγή των παιδιών. Τα έντυνε με τα καλύτερα ρούχα, τα συμβούλευε να διαβάζουν και να έχουν καλή συμπεριφορά. Ήθελε να τα δώσει κατάλληλα εφόδια για να μπορέσουν μεγαλώνοντας ν' αντιμετωπίσουν τη ζωή.

            Από την άλλη μεριά, με τον ερχομό της Ζωίτσας -όταν πέρασαν οι πρώτοι δύσκολοι μήνες- «άνοιγε» το σπίτι. Γέμιζε κόσμο καθώς μάζευε φίλες και συναδέλφους και αντηχούσε από κουβέντες και γέλια. Έτσι, το βαρύ πένθος της Μαριγώς ήταν λιγότερο οδυνηρό, με την πολύτιμη βοήθεια της κόρης της.


            - Δεν ξιέρς άχαρ Ζουίτσα πόσου χαρούμιν είμι μι του τσυχιρό απ' σ' βγήκιν. Ια, όλ ν' ώρα, θέλτς του πστσιέβς, θέλτς όχ, μόρχιτι να τραγδώ. Η Παναϊά σόστσειλιν γαμπρόν κατα ν' ψχη σ'.

            - Δεν εχς κι άδικου μητέρα. Ου Τάκης είνι πουλύ καλό πιδί.

            - Μμ, τσι να πω κι ιά ν' οικουγένεια τ'! Τα πιθιρκά κι τα κουνιάδια σ', όλ ιένας κι ιένας. Ου Παπαναούμς, άγιους άνθρουπους. Η παπαδιά αρχόντ'σα υναίκα μι καρδιά μπαχτσέν. Μα κι τ' άλλα τα πιδιά τς πάλι, η Κατίνα, ου Τραντάφλους κι ου Θουμάς, όλα προυκουμένα κι καλά.

            Η Ζωίτσα συμφώνησε με μια κίνηση του κεφαλιού της κι η Μαριγώ συνέχισε:

            - Θιός σχωρέσ ν' ψχη τ' πατέρα σ', απ' σ' έστσειλιν στου Διδασκαλείου. Μι του χρ'σό του μπιλιντζίκ απόχς στου χερ, τσοίμασάμι τα προικιά σ' όπους πρέπ. Εχ κι ου Τάκης ν' καλή τ' δλειά τ' κι θα ζήστσι μια χαρά. Ιροί κι φουτζμέν νάστσι! Κιά οι δυο κατά ηλιού θα κύτταζέτι άντα ιννιούσασταν, είπε χαμογελώντας.

            Ο διάλογος γίνεται μέσα στο χειμωνιάτικο. Είναι Μάρτης και το κρύο τσουχτερό. Όμως οι φλοκάτες, τα κιλίμια και η φωτιά που καίει, το γεμίζουν ζεστασιά. Οι φλόγες σκαρφαλώνουν στα ξύλα και σκορπούν θαλπωρή. Η Ζωίτσα μόλις γύρισε από τ' απογευματινά μαθήματα, κρέμασε το παλτό της, έβγαλε τα παπούτσια της και μπήκε στο δωμάτιο. Πλησίασε στην κόχη και κάθησε, αφήνοντας έναν στεναγμό ανακούφισης. Έφτασε η στιγμή της ξεκούρασης.

            Δούλευε όλες τις μέρες της εβδομάδας -έτσι ήταν τότε- και μάλιστα πρωί κι απόγευμα, εκτός από αυτό της Τετάρτης. Όμως δεν βαρυγκομούσε. Η καθημερινή επαφή με τους μαθητές και τις μαθήτριες ήταν η ζωή της. Πρωί-πρωί, αυτή με τον συνάδελφό της τον Παναγιώτη Μάνιο, ήταν οι πρώτοι που άνοιγαν δρόμο στα χιόνια τ' Αη-Μηνά, καθώς ανέβαιναν από τη Γεράνεια στη Χώρα για το σχολειό τους.

            Εργάστηκε όμως και στο Δημοτικό Σχολείο της Γεράνειας και το ίδιο διάστημα και στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα όπου Πρόεδρος ήταν η Ελένη Βαρβέρη και μέλη -εκτός από τη Ζωίτσα- η Χριστίνα Αλεξίου, η Δέσποινα Γκουτζιαμάνη, η Αναστασία Λιούκα, η Βασιλική Σιάσιου, η Ευφημία Δάνα, η Βασιλική Παπανικολάου κ.ά. Όλες αυτές οι κυρίες ανέπτυξαν μεγάλη δράση, φροντίζοντας τα άπορα παιδιά του σχολείου, στο υπόγειο του οποίου υπήρχε τραπεζαρία και λειτουργούσε συσσίτιο καθημερινά πρωί και μεσημέρι.
            Κι όταν κάθε δραστηριότητα τελείωνε και γύριζε κουρασμένη στο σπίτι, της άρεζε να κάθεται με τα πόδια απλωμένα πάνω στην κόχη, κοντά στο τζάκι. Πολλές φορές ρόδιζαν απ' τη ζέστη.

            Η μάνα της την περίμενε με λαχτάρα. Της έφερνε τα νέα της πόλης και συζητούσαν όλα τα προβλήματα που απασχολούσαν την οικογένεια, προσπαθώντας να βρουν τη σωστή λύση. Η Μαριγώ έκανε πάντα ό,τι μπορούσε για να την περιποιηθεί και να την ξεκουράσει.

            Σήμερα της πρόσφερε ζεστό καφέ μ' ένα νηστήσιμο βούτηγμα και το θέμα που συζητούσαν -η επίσημη αναγγελία των αρραβώνων- ξεχείλιζε τις καρδιές τους από χαρά και αγαλλίαση.

            - Ξιέρς, συννουήθκα μι τ' θειά νι Φτερπ -ν' ξαδέρφ τ' πατέρα σ' ντζε- κι τ' θειά τ'Λιόλινα. Θα ναρθν ταχιά -Πεφτ- να φκιάσουμι τα σαλιάρια. Θα ναρθ κι η Βανθία να στουμπίσ τ' ζάχαρ. Έχουμι να πλάσουμι πουλλά.

            - Πόσα λουγαριάειζ να φκιάσουμι; ρώτησε η Ζωίτσα.

            - Εμ, καμμιά πιντακουσιαρά σίγουρα θα χρακστούν. Θελ να στσείλουμι τς συμπιθιροί κι να κιράσουμι κι ένα κιαμέτ κόσμουν απ' θα ναρθν να μας συγχαρούν. Ιά, σαν σώσουμι τουν καφέ, θα φέρου να τσμάσου τα καρύδια.

            - Μη στινουχουριέσι κι μη παρατουρήζισι μητέρα. Όλα θα γιν κατά πώς πρέπ. Φέρτα ιδώ να τα τοιμάσουμι αντάμα. Τώρα απόχω κιρόν θα σι βουηθήσου κι γω.

            Η Μαριγώ σηκώθηκε, πήρε τα άδεια φυλτζάνια να τα πάει για πλύσιμο και σε λίγο γύρισε μ' έναν ταβά καρύδια και με το χαβάνι. Έστρωσε ένα παλιό κιλίμι στο πάτωμα και κάθησε. Γύρισε ανάποδα το χαβάνι και ακουμπώντας επάνω ένα-ένα τα καρύδια, τα χτυπούσε μια-δυο φορές με τον στούμπο. Στην Ζωίτσα έδωσε ένα άδειο ταψί. «Ιγώ θα τα τσακίζου κι συ απ' γλιέπς καλύτσιρα θα τα καθαρνάς. Ιγώ δεν ζαρίζου τόσου καλά», είπε. Σπασμένα, τα έρριχνε σ' ένα βαθύ δοχείο απ' όπου τα έπαιρνε η κόρη της και χώριζε την ψίχα από τα τσόφλια. Αυτά τα μάζευε σ' ένα σακκούλι για προσανάμματα.

            Την άλλη μέρα το πρωί, το μαγειριό γέμισε γυναικείο πληθυσμό. Όπως πάντα, άρχισαν με τον καφέ. Πάνω στη φωτιά ήταν μια μεγάλη κατσαρόλα.

            - Μα Μαρ'γώ, ρίξι μια ματσιά στου λαδ. Η κόρα 'που του ψουμί απ' πλιέκ γλιέπου πήριν χρώμα χρ'σό, είπε η αδερφή της η Ελένη.

            - Αμ, ίνκιν, αποφάνθηκε η νοικοκυρά, με σιγουριά σηκώνοντας τα φρύδια της. Τράβα του 'που τ' φουτσιά. Ιγώ θα ρίχνου λίγου-λίγου τ' αλιεύρ κι θα τ' ανακατώνου κι συ ν' κασταλαή κι ψια ζάχαρ.

            Σε λίγη ώρα η ζύμη ήταν έτοιμη. Ανασκουμπώθηκαν όλες κι άρχισαν το πλάσιμο. Στο πρώτο κομμάτι που πήραν στα χέρια τους ευχήθηκαν «χαϊρλίθκα».

            Έβαζαν στη χούφτα τους μια μικρή ποσότητα ζύμης και της έδιναν σχήμα στρογγυλό. Μετά την πατούσαν με τον αντίχειρα και σχημάτιζαν ένα βαθούλωμα. Στη συνέχεια το γέμιζαν με καρύδια κοπανισμένα, ανακατεμένα με κανελλογαρύφαλλο. Έκλειναν το άνοιγμα, πιέζοντας με τα δάχτυλά τους τα χείλη του και με τέχνη έδιναν στη ζύμη το σχήμα του σαλιαριού (γυμνοσάλιαγκα) και το τοποθετούσαν στα ταψιά.

            Μόλις ήρθαν καλοψημμένα από το φούρνο, άρχισαν οι ετοιμασίες για το ζαχάρωμα  Η Μαριγώ πρώτα έφερε το γκιούλσουι, το ροδόνερο δηλαδή. Το είχε φυλαγμένο σε μπουκάλια για τέτοιες περιπτώσεις. Το ετοίμαζε την άνοιξη, την εποχή που άνθιζαν οι τριανταφυλλιές και η παρασκευή του ήταν μικρογραφία αυτής της ρακής.

            Σ' ένα μεγάλο γκιούμι έβαζε πέταλα από πολλά τριαντάφυλλα κι έρριχνε και νερό. Το γκιούμι το σκέπαζε με ένα ειδικό αγγείο, «τουν λαμπίκου» και τα σημεία επαφής τους τα σφράγιζε με ζυμάρι.

            Στη συνέχεια, το έβαζε πάνω σε καρβουνιά. Έπρεπε να βράζει σε σιγανή φωτιά, όχι σε φλόγες. Από τον λαμπίκο ξεκινούσε σωλήνας που περνούσε μέσα από δοχείο που περιείχε κρύο νερό. Έτσι, ο ατμός που έβγαινε από τον βρασμό των ροδοπέταλων μόλις ψύχονταν έπεφτε σταγόνα-σταγόνα στα μπουκάλια που ήταν έτοιμα στην άκρη αυτού του σωλήνα.

            Αυτά ύστερα τα κρεμούσε στον ήλιο για ένα διάστημα περίπου σαράντα ημερών. Μετά μπορούσε να χρησιμοποιήσει το περιεχόμενο. Μάλιστα επειδή την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν κολώνιες, μερικές νοικοκυρές έστελναν την Μεγάλη Παρασκευή ένα μπουκάλι ροδόνερο στην εκκλησία και μ' αυτό έρραιναν τον Επιτάφιο.

            Η Ευανθία κοπάνιζε άκομα ζάχαρη στο ντουμπέκι γιατί χρειαζόταν μπόλικη απ'αυτήν. Ενώ χτυπούσε το στούμπο, τα μάγουλα και το πηγούνι της ανεβοκατέβαιναν και φούσκωναν και ξεφούσκωναν με γρηγοράδα. Η νοικοκυρά την πείραξε:

            - Μαρ ισύ, σι γλιέπου τόσ ώρα, αράδα ματσκαλνιέσι.

            - Τσι να σ' πω άχαρ Μαρ'γώ, προσπάθησε να δικαιολογηθεί, σπλιανίσκα απιτιόρ τα καθαρ'σμένα τα καρύδια κι έρξα ένα στου στόμα μ' ιά ουσία. ' Αμα τσι να πω κι τσι να ρμάξου! Μον του κλουθουυρνώ. Σάματ μ' απόμκαν δόντζια να του φάου; Όλα στουν ουρσούηζ τουν Μουλατζίκ τ' άφκα η κατράνου, είπε με παράπονο και συνέχισε:

            - Έλατσι τώρα! Τσάκουσέ μ' τι να σκουθώ. Έχου καναδυό μέρις απ'κουτσαρ δώθκα 'που τ' μεσ μ' κι δυσκουλιεύουμι μάναχη μ'. Να ξιέρς θα δραγκώθκιν κάνα νιεύρου. ' Αρχ'σαν τα χρόνια να παίρν' τουν κατσήφουρου κι τσιουρούκιψα, είπε κουνώντας το κεφάλι της με σημασία.

            Όση ώρα οι γυναίκες ζαχάρωναν τα σαλιάρια, η Μαριγώ ετοίμασε μια στεγνόπιτα καθώς ήταν Σαρακοστή. Σαν τελείωσαν, τις μάζεψε όλες στο χειμωνιάτικο να τις φιλέψει. Ενώ έτρωγαν η καθεμιά το κομμάτι της κι έπιναν το ωραίο κρασί της Μαριγώς, οι ευχές έπεφταν βροχή.

            - Στέκατι μα να σας βάλου 'που κόμα ένα φ'λί.

            - Ε μα, δεν χράζιτι άλλου. Ξιταφίσκάμι, είπε η Λιόλινα.

            - Ιγώ να σ' πω ν' αλήθεια, θέλου να μ' βαλτς 'κόμα λίγου κρασί. Οχ πουλύ, ιά, έναν κόμπουν, είπε η Ευανθία προτείνοντας το ποτήρι της.

            Την άλλη μέρα -Παρασκευή- έστειλε τα σαλιάρια στο σπίτι του γαμπρού. Τα είχε τοποθετημένα σ' έναν δίσκο έτσι που σχημάτιζαν ένα μεγάλο λουλούδι και σκεπασμένα μ' ένα κάτασπρο υφαντό μικρό τραπεζομάντηλο, στολισμένο γύρω-γύρω με λεπτή πλεχτή δαντέλλα.. Μαζί έστειλε κι εκλεκτό κρασί μέσα στην καναβέτα, μια ξύλινη θήκη δηλαδή ζωγραφισμένη με ωραίες παραστάσεις. Είχε δύο θέσεις. Σε καθεμιά από αυτές έβαλε από ένα μπουκάλι που αντί για πώμα, είχε στο στόμιό του ένα άνθος.

            Τα επίσημα έγιναν τον μήνα Μάρτιο και το Σεπτέμβριο η Ζωίτσα τοποθετήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί άλλωστε υπηρετούσε κι ο μνηστήρας της από την εποχή που τελείωσε στην Αθήνα τη μετεκπαίδευσή του.

            Έτσι, με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, ο Τάκης, η Ζωίτσα και ο αδελφός της ο Λεωνίδας που σπούδαζε Νομικά, βρέθηκαν να μένουν μαζί σ' ένα σπίτι στην περιοχή του σχολείου.

            Τον Ιούλιο του 1938 έγινε ο γάμος της -απλός κι απέριττος- στη Σιάτιστα, κι αμέσως μετά ήρθαν και πάλι στη Θεσσαλονίκη. Αυτή τη φορά νοίκιασαν μεγαλύτερο σπίτι, πολύ πιό κοντά στο σχολείο όπου υπηρετούσαν και τον Σεπτέμβριο τους ακολούθησε και η Μαριγώ. Έμεινε μαζί τους σχεδόν ένα χρόνο. Βοηθούσε την κόρη της στις δουλειές, ετοίμαζε φαγητό και χαιρόταν να βλέπει τα παιδιά της να ζουν γεμάτα κατανόηση κι αγάπη.

            Τον Ιούλιο του 1939, το ζευγάρι συμπληρώνει την ευτυχία του με την απόκτηση του πρώτου τους παιδιού. Αυτές τις στιγμές, κοντά τους βρίσκεται η κυρα-παπαδιά, η μητέρα του Τάκη, και προσφέρει πολύτιμη βοήθεια στη νύφη της. Κι αυτό γιατί η Μαριγώ το ίδιο διάστημα έπρεπε να βρίσκεται στο πλευρό της μεγάλης της κόρης Μαλαματής που περίμενε το τρίτο παιδί της.

            Με τα γεγονότα στην Αλβανία, στις 25 Αυγούστου γίνεται η πρώτη τοπική επιστράτευση κι ο Τάκης φεύγει για τη Φλώρινα, όπου έμεινε για δύο περίπου μήνες, ενώ η Μαριγώ έρχεται αμέσως στη Θεσσαλονίκη. Ως τις αρχές Αυγούστου του '40, υπήρχε στην Ελλάδα σχετική ησυχία. Το Δεκαπενταύγουστο τορπιλλίζεται η «ΕΛΛΗ». Αρχές Οκτωβρίου γίνεται δεύτερη επιστράτευση, μόνο στη Δυτική Μακεδονία. Ο Τάκης φεύγει και πάλι να υπηρετήσει, σε λίγο καιρό όμως του δίνουν απολυτήριο. Ο λόγος ήταν ότι συγχρόνως υπηρετούσαν και οι δύο αδελφοί του, ο Τριαντάφυλλος κι ο Θωμάς. Έτσι βρίσκεται πάλι κοντά στην οικογένειά του.

            Η χαρά τους όμως δεν κράτησε πολύ. Στις 28 Οκτωβρίου με την έναρξη του πολέμου, κηρύχθηκε γενική επιστράτευση. Το απολυτήριο δεν έχει πιά ισχύ και ο Τάκης ανταποκρίνεται και πάλι στο κάλεσμα της Πατρίδας. Αυτή τη φορά έμεινε στρατευμένος όλο το χειμώνα και γύρισε στο σπίτι του γύρω στο Πάσχα.

             Στη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής, έμειναν όλοι στη Θεσσαλονίκη. Τις δύσκολες μέρες τις πέρασαν σχετικά εύκολα. Δεν τους έλειψε η τροφή. Είχαν φέρει όσπρια από την Σιάτιστα και μπορούσαν να τα βολεύουν αρκετά καλά

            Εκείνο όμως που τους βοηθούσε να ξεπεράσουν τις αντιξοότητες, ήταν η ευχάριστη ατμόσφαιρα που βασίλευε στο σπίτι. Τα αστεία και τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν. Δεν έλειπαν βέβαια και οι επισκέψεις. Τα ξαδέρφια τους και κυρίως τα ανίψια της Μαριγώς, οι Παπασιωπαίοι, έρχονταν πολύ συχνά «να δουν τ' θειά» όπως έλεγαν, κι αυτή όλο και κάτι ετοίμαζε με το τίποτα και χαρά της ήταν να τους το προσφέρει.

            Τη Μαριγώ, στην αρχή της εγκατάστασής της στη Θεσσαλονίκη, την έπιανε συχνά νοσταλγία για το σπιτικό της και τη Σιάτιστα. Την ξεπερνούσε όμως γρήγορα με το να βρίσκεται δίπλα στα παιδιά και το εγγόνι της. Περίμενε όμως πάντα με λαχτάρα το καλοκαίρι με τις χορταστικές διακοπές των δασκάλων, οπότε επισκέπτονταν όλοι μαζί την αγαπημένη πατρίδα, όπου με τον καθαρό και δροσερό αέρα οι ζεστές μέρες περνούσαν ευκολότερα.

            Στο μεταξύ τα χρόνια περνούσαν. Την εγγονή της την είχε «μη βρέξει και μη στάξει». Όμως κι εκείνη την αγαπούσε σα δεύτερη μάνα. Περνούσαν μαζί πολλές ώρες και χαρά της μικρής ήταν ν' ακούει τα παραμύθια που της έλεγε η γιαγιά. Η Μαριγώ ησύχαζε τους φόβους και τις ανησυχίες της κι όταν η μικρή δεν είχε ύπνο, τις διηγόταν ευχάριστες ιστορίες από τη ζωή της στη Σιάτιστα. Όταν πάλι αρρώσταινε, την παρηγορούσε και ήξερε ένα σωρό τρόπους να τη βοηθήσει να γίνει γρήγορα καλά. Κι όταν η μικρή μεγάλωσε περισσότερο και άρχισε να πηγαίνει στο σχολείο, πόσο καμάρωνε η γιαγιά με τις επιδόσεις της στα μαθήματα! Μα κι η εγγονή, κρατούσε στην καρδιά της σα θησαυρό τις πολύτιμες παραινέσεις και συμβουλές της γιαγιάς της. «Τσι να σ' πω άχαρ Ζουίτσα», έλεγε συχνά στην κόρη της, «αυτό του κουρίτσ δεν χράσκιν να του βαρέσου κανγκαμιά φουρά. Ούδι μια μπαμπανούρα.»

            Στα 1945 έγιναν οι γάμοι του γιού της Παύλου. Πήρε μια εξαιρετική κοπέλλα με χρυσή καρδιά, τη Σουλτάνα Μπότσκαρη.

            Το 1947 η κόρη της Ζωίτσα αποκτά και δεύτερη κόρη, τη Μαίρη. Κι αυτή μεγάλωσε με τις φροντίδες και την αγάπη της γιαγιάς-Μαριγώς, πολλές φορές όμως με τις σκανταλιές της, ανάγκαζε τη γιαγιά να την αποκαλεί «τσιουρμανάκουν».

            Ένα από αυτά τα καλοκαίρια που περνούσε στη Σιάτιστα, κι ήταν αυτό του 1954, φιλοξενούνταν από την οικογένεια του γιού της, Παύλου.

            Μια Κυριακή, βγαίνοντας μετά τη λειτουργία από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, έπεσε στο προτελευταίο σκαλοπάτι και το πόδι της έπαθε σοβαρή ζημιά. Ίσως γιατί ποτέ στη ζωή της δεν χρειάστηκε ιατρική βοήθεια, τώρα στα γεράματα της φαινόταν αδιανόητο να επισκεφθεί γιατρό, παρ' όλες τις πιέσεις των παιδιών της.

            Έτσι για κάμποσα χρόνια η τόσο δραστήρια αυτή γυναίκα, κλείστηκε στο σπίτι. Περνούσε την ώρα της κυρίως με το διάβασμα και θεωρούσε τον εαυτό της τυχερό που είχε μάθει γράμματα. Τώρα που τα χέρια της δεν την βοηθούσαν πιά να ασχολείται με πλέξιμο ή ράψιμο και από τα πόδια ήταν ανήμπορη για δουλειές, ήταν σίγουρη πως θα την έπιανε μελαγχολία αν δεν μπορούσε να διαβάζει.

            Περπατούσε με την βοήθεια δύο μπαστουνιών κι όταν χρειαζόταν να πάει σε κάποιο από τα παιδιά της, αυτό γινόταν πάντα με ταξί. Εκείνο που συγκίνησε ιδιαίτερα όλους, είναι οτι μερικά χρόνια αργότερα, η κυρα-Μαριγώ, παρ' όλα τα προβλήματά της, ζήτησε επίμονα να παρευρεθεί στο γάμο της εγγονής της Σουζάννας με το Γιάννη Σιάπαντα. Η επιθυμία της έγινε σεβαστή και για να μπει στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στη Σιάτιστα, την έβαλαν να καθήσει σε μια καρέκλα και την έφεραν «σηκωτή». Αν και την στενοχωρούσε να την βλέπει ο κόσμος έτσι, εκείνη τη μέρα παραμέρισε κάθε ενδοιασμό και έλαμπε ολόκληρη από χαρά.

            Το 1956 νυμφεύθηκε και ο μικρός της γιός ο Λεωνίδας, την φιλόλογο και σπουδαία νοικοκυρά Ελένη-Ναούμα Κουλάνδρου.

            Η Μαριγώ έζησε πολλά χρόνια. Όλα τα παιδιά της την αγαπούσαν πολύ και αναγνώριζαν τη μεγάλη προσφορά της. Κι αυτή ανταποκρίνονταν με χαρά στις προσκλήσεις τους και τους επισκέπτονταν όλους. Όμως περισσότερο καιρό έμενε με την Ζωίτσα της.

            Απέκτησε πολλά εγγόνια. Από τη Μαλαματή τέσσερα, τους: Λάζαρο, Χρήστο, Θεοδώρα και Θωμά. Από τη Ζωίτσα δύο, τη Σουζάννα και τη Μαίρη. Από τον Παύλο τρία, τους: Χρήστο, Μαίρη και Θωμά. Κι από τον Λεωνίδα, τον Χρήστο και την Ευφροσύνη. Ευτύχησε όμως να δει και δισέγγονα. Από τον εγγονό της Λάζαρο, τη Μαλαματή και την Αντιγόνη. Από την εγγονή της Σουζάννα, τη Ζωή και την Κατερίνα κι από την εγγονή της Θεοδώρα πρόλαβε να δει μόνο την νεογέννητη Αλεξάνδρα.

            Η Μαριγώ τα περισσότερα χρόνια της ζωής της ήταν μαυροφορεμένη, αφού σύμφωνα με τα αυστηρά έθιμα της Σιάτιστας, για κάθε θάνατο έπρεπε να φοράει τα μαύρα τουλάχιστον για τρία χρόνια. Επειδή λοιπόν το συγγενολόι ήταν μεγάλο, ώσπου να'ρθει ο καιρός να τα βγάλει, στο μεταξύ όλο και κάποιος συγχωρνιούνταν. Έτσι με μια ζωή διανθισμένη με δυνατές χαρές μα και με πολλά βάσανα, έφτασε σε βαθιά γεράματα.

            Τις δύσκολες καταστάσεις τις αντιμετώπισε με υπομονή και νηφαλιότητα. Σ'αυτό τη βοήθησε η βαθιά πίστη που είχε στον Θεό.

            Η γιαγιά μου η Μαριγώ! Σαν τώρα τη βλέπω, με τη λευκή μεταξένια επιδερμίδα της και τα τριανταφυλλένια μάγουλά της, να κάθεται με το εργόχειρό της ανακούρκουδα στο ντιβάνι, δίπλα στο παράθυρο. Με τα γυαλιά στηριγμένα στην άκρη της μύτης της να πλέκει τις πατούνες και βγάζοντας έναν αναστεναγμό, να λέει:

            «Τσι ριχν άχαρ ου Θός απού ψ'λά κι δεν του δέχιτσι η 'ης».


τέλος


ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ                                                                                                      κορυφή σελίδας