Η ΄Αννα Γκουτζιαμάνη-Στυλιανάκη γεννήθηκε στη Σιάτιστα. Αποφοίτησε από το Τραμπάντζειο Γυμνάσιο και σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Έζησε και δίδαξε τα περισσότερα χρόνια στα Δημοτικά σχολεία Σιάτιστας .Τώρα μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τη Σιάτιστα που αγαπάει.  Στη στήλη αυτή, με ιδιαίτερη ευαισθησία και γνώση,  μας ταξιδεύει στην παλιά Σιάτιστα, τη Σιάτιστα των αναμνήσεών της.

Περιπέτειες στ' αλώνια
 

 

Περιπέτεια  δεύτερη!..... πέντε χρόνια αργότερα.

 

Πάλι Αλωνάρης μήνας, πάλι στο Ταπνάθ'κο το αλώνι, παραμονή της γιορτής της Οσιομάρτυρος Παρασκευής. 

Η μάνα μου με έλουσε, με χτένισε, έδεσε στα μαλλιά μου κάτασπρη κορδέλα και με έστειλε στα ξαδερφάκια μου  να παίξω, ώσπου να 'ρθει κι εκείνη με τη μικρότερη αδερφή μου. Προσεχτικά προχωρούσα στο δρόμο. Καμάρωνα το καινούργιο μου φουστάνι. Έγχρωμη φωτογραφική ανάμνηση έχω στο μυαλό μου. Ήταν και αυτό «μεταποιημένο» από κάποιο άλλο  που μας είχαν στείλει σε δέμα από την Αμερική, αρκετά μεγαλύτερο, αφού μπόρεσε η μάνα μου κι έραψε κι ένα δεύτερο, για την αδερφή μου. Μας έντυσε σα διδυμάκια.

- «Σας έκανα πεταλούδες» έλεγε και μας καμάρωνε.

Ο  ήλιος έγερνε στη δύση και τα αλώνισμα είχε τελειώσει. Πάλι κουρασμένοι οι θείοι και οι θείες μου από τη διαδικασία του αλωνίσματος. Έμεινε να μαζέψουν το άχυρο σε δίχτυα και να το κουβαλήσουν με τα ζώα στον αχυρώνα, απαραίτητο βοηθητικό χώρο σε όλα τα αγροτικά σπίτια.  Πριν αρχίσουν τα αλώνια όλοι φρόντιζαν να βάλουν μάστορα «να ξενασύρει» (τακτοποιήσει)  τα κεραμίδια στη σκεπή της, για να μην μπαίνει νερό βροχής και χιόνια. Αλλιώς θα μούσκευε το άχυρο, «θα άναβε» (μούχλιαζε) και τα ζώα θα πεινούσαν το χειμώνα. Η μάνα μου πάλι αγόραζε πολλές πήχες χοντρό σχοινί από τα μπακάλικα, ετοίμαζε καινούργια δίχτυα και μπάλωνε τα παλιά.

Έδενε το σκοινί πολλούς κόμπους, σφίγγοντάς το πολύ-πολύ δυνατά, σχηματίζονταν πολλοί ομοιόμορφοι κανονικοί  ρόμβοι, τόσο μεγάλοι, που να μη χύνεται το άχυρο στο δρόμο. Πολύ στενοχωριόμουνα όταν έβλεπα τη μάνα μου να κάνει αυτή τη δουλεία. Τη λυπόμουνα. Βδομάδες μετά πονούσαν τα χέρια της, κοκκίνιζαν, πρήζονταν. Τα  δάχτυλά της  γέμιζαν φουσκάλες, ξεφλουδιζόταν το δέρμα της, έτσουζαν και υπέφερε αφάνταστα. Έκλαιγε πικρά. Πήγαινα κοντά της. Πονούσα κι εγώ μαζί της...

Παίζαμε «κιραμιδάκια» καμιά εικοσαριά παιδιά, τα ξαδερφάκια μου κι άλλα γειτονόπουλα, όταν μας διέκοψε ο μεγαλύτερος θείος μου, πρωτότοκος γιος του παππού μου, που είχε το γενικό πρόσταγμα στην οικογένεια (είχε πεθάνει ο παππούς)  και γι' αυτό όλοι τον φωνάζαμε «αφέντη». Μας ζήτησε να πάμε στην αχυρώνα  να πατήσουμε το άχυρο που είχε φέρει από το αλώνισμα της προηγούμενης μέρας, για να χωρέσει και αυτής. Αυτό ήταν δουλειά  των παιδιών και μόνο. Τι κρίμα!... Οι πρέσες  που μαζεύουν, συμπιέζουν και πακετάρουν  τα άχυρα βοήθησαν πολύ αργότερα  τους γεωργούς μας, όταν μπήκαν σε χρήση οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές, οι λεγόμενες "κουμπίνες".

Υπακούσαμε στην εντολή του θείου. Πρώτος και καλύτερος έτρεξε ο Παναγιώτης, που είχε και το όνομα του παππού μου. Πιανόμασταν από τις γριντιές (χοντρά ξύλα που στήριζαν τη σκεπή στους πετρόχτιστους τοίχους) σαν σε μονόζυγο, αιωρούμασταν μετρώντας ένα, δυο, τρία, μπλουμ και πέφταμε  στο άχυρο. Αυτό γινόταν για αρκετή ώρα και ο όγκος μίκραινε.

Εγώ δεν μπήκα στη διαδικασία. Στεκόμουν όρθια στην πόρτα και τους παρακολουθούσα πώς πηδούσαν στο άχυρο με τη σειρά από τον μεγαλύτερο ως τον μικρότερο. Όταν με αντιλήφθηκε ο ξάδερφός μου  ο Αποστόλης  άρχισε να με κοροϊδεύει τραγουδώντας: «τζατζανιμένου (παραχαϊδεμένο) , μι ζάχαρι   τρανημένου» (βουτυρόπαιδο, καλοπερασάκια). Τον άκουσαν κι οι άλλοι και τον συνόδευαν κι αυτοί. Ντράπηκα και μπήκα κι εγώ στο «παιχνίδι». Δεν ξέρω πόση πίεση ασκούσε στο άχυρο το βάρος του σώματός μου. Έξι- εφτά  οκάδες όλο κι όλο. Πετσί  και κόκαλο. Το ίδιο και τα  άλλα παιδιά. Δεκαετία του ' 40. Η φρίκη του πολέμου, η κατοχή από τους κατακτητές, η ανέχεια και οι στερήσεις  πέρασαν από τη σωματική  μας διάπλαση και σημάδεψαν τον ψυχικό μας κόσμο για όλη μας τη ζωή.

Όταν κουραστήκαμε και δεν μπορούσαμε πια να πάρουμε ανάσα αρχίσαμε να αποχωρούμε ένας ένας. Καθίσαμε στην άκρη του δρόμου, ακουμπήσαμε το κορμάκι μας στο ξεροντούβαρο που ήταν δίπλα μας και ανήμποροι παρακολουθούσαμε τα μουλάρια που κουβαλούσαν το άχυρο και το ξεφόρτωναν οι θείοι μου. Το  μόνο που επιθυμούσαμε αυτή τη στιγμή  ήταν 2-3 σταγόνες νερό να βρέξουμε τα χείλη  και το στόμα μας, που ήταν κατάξερο. Οι στάμνες με το πόσιμο νερό στο κατώι είχαν αδειάσει. Μια και δεν είχαμε ούτε αυτό κοιτούσαμε ο ένας τα χάλια του άλλου και γελούσαμε. Ήμασταν αγνώριστοι. Αν ήταν Φώτα και "μπουμπουσιάρια", δε θα μας γνώριζε κανείς ... Για γέλια ήμασταν ή για κλάψιμο!...

Η χνουμι (σκόνη από το ψιλοκομμένο άχυρο) κάλυψε όλο το σώμα μας. Μαλλιά, μάτια, βλεφαρίδες, μύτη κι αυτιά έγινα ένα.  

Προσπαθούσαμε με τα λερωμένα χέρα  να καθαρίσουμε τα μάτια μας για να βλέπουμε, μα κι αυτό ήταν αδύνατο. Κοκκίνιζαν, δάκρυζαν και έτσουζαν περισσότερο.  Καθαρίζαμε τα αυτιά μας, μα βούλωναν και βούιζαν περισσότερο κι αυτά. Στο καταϊδρωμένο σώμα μας κόλλησε η σκόνη και μας έφερε φαγούρα.

Ποιος ήξερε  τότε από αλλεργίες, δύσπνοια, αιωρούμενα σωματίδια και ρύπανση του περιβάλλοντος...

Εκείνη τη στιγμή έφτασε η μάνα μου με την αδερφή μου. Πλησίαζαν και είδαν τα χάλια μας. σταματάει απότομα, φέρνει τα χέρια της στα μάγουλα και  μου λέει δυνατά:

«Τσι είνι ιτούτου του κακό π' μώκαμις, Aννα, μ';  Πως ίνγκις ετσι; Ιγώ σ΄έλουσα, σ' άλλαξα να πάμι σ'ν ικκλησιά. Δε μι λυπήθικις;  Δε λουγάριασις μι ποση τσυράννια ήφιρα του νιρό  μι τα χέρια μ' απ' τσις Τσιπουτούρις; Τώρα πώς να οικουνουμίσου άλλου να  σι ξαναπλήνου;»

Τα έχασα. Κακό ήταν που πάτησα κι εγώ το άχυρο!...

Μέχρι να το καλοσκεφτώ και να απαντήσω με άρπαξε και με τράβηξε ένα ξύλο , μα τι ξύλο!... Δικαιολογημένα ή όχι εσείς να το κρίνετε. Εγώ πάντως στον ύπνο μου το θυμάμαι ακόμα και τρομάζω. Δε θα το ξεχάσω ποτέ!

Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που με έδειρε. Παραμονή της γιορτής της Αγίας Παρασκευής.