Η ΄Αννα Γκουτζιαμάνη -Στυλιανάκη γεννήθηκε στη Σιάτιστα. Αποφοίτησε από το Τραμπάντζειο Γυμνάσιο και σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Έζησε και δίδαξε τα περισσότερα χρόνια στα Δημοτικά σχολεία Σιάτιστας .Τώρα μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τη Σιάτιστα που αγαπάει.  Στη στήλη αυτή, με ιδιαίτερη ευαισθησία και γνώση,  μας ταξιδεύει στην παλιά Σιάτιστα, τη Σιάτιστα των αναμνήσεών της.

 

Τα ανέκδοτα της Λευτέρως

 

 

Το... αμάρτημα της Λευτέρως.

 

 

Σαββατόβραδο κι οι δουλειές στο σπίτι της Λευτέρως ατέλειωτες. Από το πρωί καθάρισε και μοσχοβόλησε από τη νοικοκυροσύνη της όλο το σπιτικό. Το απόγευμα ασχολήθηκε με την αυλή. Εδώ είχε βοηθούς τις δυο μεγαλύτερες κόρες της , την Αναστασία και τη Δέσπω, μαθήτριες του Δημοτικού. Σκυμμένες και σχεδόν διπλωμένες κι οι τρεις τους με μεγάλη δυσκολία σκούπισαν τις χορταριασμένες γύρω-γύρω πλάκες της αυλής. Στο τέλος βγήκαν και στο γκαλντεριμιασμένο σοκάκι. Το καθάρισαν κι αυτό  κι έλαμψε όλος ο τόπος.

  Μόλις είχαν τελειώσει κι άκουσαν την καμπάνα του εσπερινού. Ήταν η ώρα για το βραδινό φαγητό. Τα μικρότερα παιδιά άφησαν τα παιχνίδια κι έτρεξαν καταπεινασμένα. Στρογγυλοκάθισαν γύρω από το σοφρά και χορταμό δεν είχαν. Όταν απόσωσαν,  η Αναστασία  καθάρισε το τραπέζι κι η Δέσπω πήρε το τεφτέρι του βερεσέ κι έτρεξε στον μπακάλη. Έφερε ένα μικρό καλούπι πράσινο σαπούνι για το λούσιμο του Σαββατόβραδου κι ένα μεγάλο άσπρο για τη μπουγάδα της Δευτέρας.

Η Λευτέρω στο μαγειριό άναψε φωτιά στην κούχνη. Κάτω από το μπουχαρί,  πάνω  σε μεγάλη σιδερένια πυρουστιά,  ήταν γεμάτο το χαρανί με νερό Μπουρινίσιο, που κουβάλησαν το απόγευμα τα κορίτσια από τη βρύση της γειτονιάς, μπροστά από το σπίτι της Μαμούτως. Σκέπασε το χαρανί η Λευτέρω με το λιένι ανάποδα, σαν καπάκι,  κι άρχισε να καίει από κάτω λίγες-λίγες κληματόβεργες. Είχαν σωθεί τα τσάκνα κι οι κληματόβεργες, μουσκεμένες από τη βροχή,  περισσότερο κάπνιζαν  παρά άναβαν. Βούλωσε το μαγειριό από τον καπνό. Βήχας έπιασε τη Λευτέρω. Τα μάτια της κατακοκκίνισαν, δάκρυζαν και έτσουζαν. Το νερό αργούσε να ζεσταθεί και η ώρα περνούσε. Κάποτε τα κατάφερε.

Έβαλε μπροστά στην κούχνη τη μεγάλη τσίγκινη σκαφη- η μπανιέρα της εποχής εκείνης- κι ένα-ένα, αρχίζοντας από το μικρότερο, έρχονταν για το μπάνιο τους τα παιδιά.

-Θα σκάσουμι απ' τουν καπνό, διαμαρτύρονταν όλα.

- Βάλτσι τα χέρια σας στα μάτσια, ια να μη σας τσουξει του σαπούνι, απαντούσε η Λευτέρω.

Τέλειωνε με το κεφαλάκι τους και στο τελευταίο ξέβγαλμα έριχνε στο νερό δυο-τρεις σταγόνες ξίδι, για να γλιστρούν , να γυαλίζουν τα μαλλάκια τους, να μη κολλούν οι ψείρες, και να ξεμπλέκονται εύκολα τα μαλλιά της Αναστασίας, που ήταν πολύ- πολύ σγουρά.

 Όχι "δύο σε ένα" αλλά όλα μαζί σε ένα" θα έλεγαν οι διαφημιστές τού σήμερα.

Σφουγγαράκι για το σωματάκι τους δεν υπήρχε.

Κάτι είχε ακουστά για τα θαλασσινά  σφουγγάρια η Λευτέρω , μα δεν τα είχε δει ποτέ στη ζωή της. Φρόντιζε να έχει ένα μάλλινο κομμάτι από τριμμένο φανέλο του μπάρμπα -Χαρίση. Συνήθως χρησιμοποιούσε το μανίκι. Το περνούσε  γύρω από το χέρι της , το σαπούνιζε καλά κι είχε ένα πρώτης τάξεως σφουγγάρι.

Όταν λούστηκαν όλα τα παιδιά , τα σκέπασε στο στρώμα κοντά στο τζάκι, το ένα δίπλα στο άλλο, έκανε το σημείο του σταυρού στο μαξιλάρι τους και τ' άλλα τα ανέλαβε η Δέσπω. Ήξερε  τα καλύτερα παραμύθια απ' όλα τα τα παιδιά της γειτονιάς και τα διηγόταν σαν να ήταν ή ίδια η γιαγιά τους.

Εκείνη την ώρα επέστρεψε στο σπίτι απ' το κρεοπωλείο του κι ο μπάρμπα - Χαρίσης, μέλος του συνδέσμου των κρεοπωλών της πόλης μας πολύ συμπαθής και αξιαγάπητος από μικρούς και μεγάλους. Τον καλωσόρισε γελαστή η Λευτέρω, του έβαλε αμέσως να φάει και του 'πιασε κουβέντα.

-Πώς πόριψις σήμιρα, Χαρίση ; Ξιπούλητσις μι του καλό; Μας ίφιρις κάναν παρά ή τα 'γραψις όλα στου τσιφτσιέρ  ;

-Δυσκουλεύιτσι  ου κόσμους , Λιφτσιέρου . Οι πλιότσιροι δεν εχν απ' τουν ήλιου μοίρα. Δεν ξερς πώς να φιρθείς. Να δώεις βιρισέ κι να καρτσιράς να τα παρς στ΄αλώνια!!! Ου ένας εχει άρρουστουν, ου άλλους τραπέζι τς συμπεθεροί˙ όλοι παρακαλούν ια κατσι. Καλά π' σόστειλα του κιφαλάκι του μισημέρ  θα πάινιν κι αυτό βιρισέ κι θ' απόμνισκάμι ταχιά Κυριακή χουρίς φαΐ.

Δεν είχε και πολλή όρεξη για κουβέντα ο μπαρμπα-Χαρίσης, ξεκουράστηκε λίγο και σηκώθηκε να λουστεί κι αυτός. Τον βοήθησε όσο μπορούσε η Λευτέρω, του έκοψε τα νύχια απ' τα πόδια και τον έστειλε κι αυτόν για ύπνο. Τώρα ήταν η σειρά της . Πώς όμως να λουστεί! Τα χέρια της δεν σηκώνονταν, η μέση της πονούσε, τα πόδια λυγούσαν από την κούραση της μέρας. Προσπάθησε , αλλά δεν τα κατάφερε τόσο καλά, όσο ήθελε.

-Κουρμός, ας είνι κι κατώτσιρα. Αλλη φουρά καλύτσιρα, ψιθύρισε μονολογώντας η Λευτέρω.

 

Μα δεν τελείωσαν ακόμα οι δουλειές της. Τα σαπουνόνερα απ' τα λουσίματα των παιδιών τα κράτησε στους τενεκέδες και τα έριξε στο σοκάκι για να πλυθεί κι αυτό.

Κάθε βράδυ, καθώς γύριζε ου Μκόλας (Νικόλας) τς Κώτσινας απ' τις δουλειές σ' αμπέλια, ο γάϊδαρός του όλο και κάτι έκανε μπροστά στην αυλόπορτα της Λευτέρως και βρωμοκοπούσε τον τόπο.  Η Λευτέρω οπλιζόταν με  υπομονή και με το δικό της χαρακτηριστικό τρόπο πάντα έβρισκε και μια δικαιολογία για τη συμπεριφορά του "ζωντανού".

Όταν έπεσε στο στρώμα για ύπνο, δεν γύρισε στο άλλο πλευρό ως το πρωί.

Πριν χτυπήσει η καμπάνα για τον Όρθρο, στο καθήκον της πάλι η Λευτέρω. Περπατώντας στις μύτες των ποδιών της, για να μη ξυπνήσει κανέναν, έφυγε από το δωμάτιο και τράβηξε για το μαγειριό. Άναψε την μπρούντζινη γκαζιέρα, που έμοιαζε με μεγάλο καμινέτο οινοπνεύματος,  κι έβαλε νερό στην κατσαρόλα να ζεσταθεί, για να κάνει μια προετοιμασία του φαγητού, πριν φύγει για την εκκλησία. Από την προηγούμενη είχε καθαρίσει καλά το κεφαλάκι από τις τρίχες, το χτύπησε πολλές φορές στα ρουθούνια πάνω στην πέτρινη κούχνη, για να το απαλλάξει   από αίματα κι άλλες ακαθαρσίες και το 'βαλε σε μια κατσαρόλα με νερό για όλη τη νύχτα. Πάλι το καθάρισε, έριξε αλάτι και μοσχοπίπερο στο ζεστό νερό και το 'βαλε να βράσει πολύ καλά.

Μετά άρμεξε την αγελάδα της Αργύραινας, σαν πιο επιδέξια που ήταν,  και την έβγαλε για βοσκή στο κοπάδι που το συνόδευε ο γελαδάρης. Πέρασε κι απ' τον Αϊ-Νικάνορα το θαυματουργό, προσευχήθηκε, όπως το συνήθιζε, και γύρισε στο σπίτι.

Ετοίμασε τα ρούχα της Κυριακής για όλους. Από το κελάρι έφερε το κουστούμι και το καθαρό πουκάμισο του μπάρμπα Χαρίση και το δικό της μαντώ. Με τη δεύτερη καμπάνα της εκκλησίας ξύπνησε τα παιδιά του σχολείου. Τα ετοίμασε και τα έστειλε στο προαύλιο της εκκλησίας. Εκεί μαζεύτηκαν κι άλλα παιδιά κι ο δάσκαλος τα οδήγησε στο ναό να λειτουργηθούν, να πάρουν και τ' αντίδωρο. Η Αναστασία έμεινε στο σπίτι να προσέχει το μικρό της αδελφάκι. Ετοιμάστηκαν και οι υπόλοιποι, πήραν κι από ένα παιδί στο χέρι και τράβηξαν  για τον Αϊ-Νικόλα. Σπάνια εκκλησιάζονταν όλοι μαζί. Σε τούτο το θρησκευτικό της καθήκον δεν ήταν και τόσο τυπική η Λευτέρω, όχι γιατί  δεν το ήθελε , αλλά όλο και κάποιες έκτακτες δουλειές έπρεπε  να κάνει και το αμελούσε. Αρκούνταν στην καθημερινή πρωινή προσευχή της, που την έκανε στον Αϊ - Νικάνορα , κι έπαιρνε δύναμη.

Μετά τη θεία λειτουργία ο μπάρμπα -Χαρίσης κάθισε στο καφενείο, για να δει και τους φίλους του, που τις καθημερινές ήταν απασχολημένοι με τις εργασίες τους στα κτήματα και δεν ανταμώνονταν στην πλατεία.

(στη διπλανή φωτογραφία ο δεύτερος από αριστερά είναι ο μπάρμπα -Χαρίσης)

Η Λευτέρω με τα παιδιά γύρισε βιαστική στο σπίτι, για ν' αποτελειώσει το μαγείρεμα. Όταν πήγε ν' ανοίξει το μαγειριό, η πόρτα δεν άνοιγε. Κάτι ήταν από μέσα κι εμπόδιζε. Έσπρωξε με περισσότερη δύναμη και πετάγεται έξω , ανάμεσα απ' τα πόδια της, αγριεμένη η παρδαλή γάτα της.

- Αχ,  ζημιαρόγατα, τσι  μόφκιασις !  φώναξε η Λευτέρω κι αντίκρισε στο πάτωμα το αρνίσιο το κεφαλάκι που το γεύονταν η γάτα της. Αρπάζει ένα ξύλο μα εκείνη είχε προλάβει κι ανέβηκε στην αμυγδαλιά της αυλής.

Δεν είχε  καιρό για χάσιμο η Λευτέρω. Αμέσως πήρε την απόφαση. Στο ζωμό από το βρασμένο κεφαλάκι, που ήταν απείραχτος από τη γάτα, έριξε σταρίσιο τραχανά κι έγινε νοστιμότατος. Τίποτα άλλο δεν είχε για συμπλήρωμα του φαγητού. Καλόπλυνε το κεφαλάκι,  το άνοιξε με το τσεκουράκι της κι έβγαλε προσεκτικά το μυαλό. Τον αλατοπιπέρωσε και τώρα τον φύλαξε στο "φανάρι", για περισσότερη σιγουριά. Σε λίγο φώναξε τα παιδιά για το μεσημεριανό φαγητό. Γέμισε τη μεγάλη σουπιέρα με τον τραχανά, τους έκοψε από το στρογγυλό ψωμί μια φέτα τον καθένα και όλα με ένα κουτάλι έτρωγαν με πολλή όρεξη κι η σουπιέρα άδειασε αμέσως. Ο Τασιούλης , που έφερε το κεφαλάκι το Σάββατο το μεσημέρι μετά το σχολείο στο σπίτι, δεν ήθελε να σηκωθεί από το τραπέζι. Με το δίκιο του περίμενε και κρεατάκι, που όλη τη νύχτα το έβλεπε και στο γλυκό του όνειρο.

-Ιγώ θέλου κι κρέας απ' του κιφαλάκι ,  μαμά! έλεγε και ξανάλεγε και σχεδόν έπεισε και τους υπόλοιπους να περιμένουν κι εκείνοι.

Τι να παρουσιάσει η Λευτέρω.....Καλύτερα να άνοιγε η γη και να την κατάπινε  εκείνη τη στιγμή.

-Μικρό ήταν του κιφαλάκι, Τάτσιου. Δεν είχιν μαγούλια κι η γλώσσα τ' ήταν τσιούτσιανη (μικρούλα). Θα τα δώσου του μπαμπά  σας π' όλου απουσταίνει ια τσι μας.

Με χίλια παρακάλια τα κατάφερε η Λευτέρω να σηκωθούν από το τραπέζι, για να μην έρθει ο πατέρας τους κι  ακούσει τη φασαρία.

-Μι τς μκροι καλά ξέμπλιξα, μι του Χαρίση πώς θα τα βγάλω πέρα; μουρμούρισε η Λευτέρω και πάνω στην ώρα άκουσε τον άνδρα της να έρχεται.

-Καλουσόρσις, Χαρίση! Τσι νιέα μας φέρντς απ' του παζάρ ;

-Μαύρα κι άραχνα, απάντησε εκείνος κουνώντας το κεφάλι του απελπισμένα. Δεν εχν καλή τσιμη τα κρασιά φέτους κι οι αμπιλουργοί κλιαιν 'ν τσυράννια τς. Πώς να πλησν χουρίς διάφουρουν;

-Εχει ου Θος! Ας μην απιλπίζιτσι ου κουσμάκης, κατσι θα ξημιρώσει κι ια αφνούς! είπε η Λευτέρω, μα στο μυαλό της τώρα είχε άλλο σοβαρό πρόβλημα, που τη βασάνιζε.....Τσι τρανό ψιέμα να τ' πω; Κι αν μι καταλάβ. Χάθκα. Βόηθαμι Παναΐτσα μ'! Τσι ήθιλα ιγώ να πάου σν ικλισσιά κι κουλάζουμι τώρα μι του παραπάν!

Έβαλε στο τραπέζι τον τραχανά, το ψωμί, το κρασί και δίπλα σε πιατάκι μικρό , κι όχι σε μεγάλο, για να μη φαίνεται άδειο, το μυαλό. Με γλυκό-γλυκό τρόπο  προσκάλεσε το Χαρίση της να φάει.

-Πού ειν' τα πιδιά , Λιφτσιέρου; Μόναχους θα φάου σήμιρα Κυριακή;

-Πνούσαν κι έφαγαν νουρίτσιρα Χαρίση! Τώρα παιζν στου μαχαλά χουρτάτα, απάντησε αποφασισμένη πια για το μεγάλο ψέμα η Λευτέρω.

Σταυροκοπήθηκε ο μπάρμπα - Χαρίσης, κουτάλιασε το νόστιμο τραχανά, βούτηξε και μπόλικο ψωμί στη σιουπιέρα, έφαγε και το μυαλό λίγο-λίγο πίνοντας ανάμεσα και το κρασάκι του, μα δεν έβλεπε τίποτα άλλο από το κεφαλάκι. Πάνω στην ώρα η Λευτέρω άκουσε ψύχραιμη τη δύσκολη ερώτηση:

-Δε γλιέπου κανά κουμάτσι απ' τα μαγούλια, ούτσι απ'  τση γλώσσα.

Πού είνι κι τα μάτσια τ' ;

-Τα'δωκα τς μκροι , να δυναμώσν λίγου, θάρουμ κι βαν  κάνα δραμ κρέας στου κουρμί τα. Ισύ πόριψι τώρα μόνι μι του μυαλό.

Ζορίστηκε λίγο ο μπαρμπα-Χαρίσης, μα σαν καλός πατέρας, δεν έφερε αντίρρηση, ούτε έκαμε άλλες ερωτήσεις. 'Οσο για τη Λευτέρω κόμπος δέθηκε στο λαιμό της, κι ούτε νερό δεν κατέβαινε από το πάθημά της αυτό, που ποτέ δεν ξέχασε. Ευτυχώς κανένας δεν υποψιάστηκε το παραμικρό. Όμως το βάρος της πράξης της, να πει ψέματα στα παιδιά της και στον άνδρα της, δεν την άφηναν σε ησυχία. Μετά από πολλές μέρες   ομολόγησε το μεγάλο της μυστικό στη συννυφάδα της  την Αργύραινα, που δεν της έκρυβε τίποτα. Εκείνη ξαφνιασμένη από τα εξομολογούμενα είπε στη Λευτέρω:

-Πώς, μαρ' Λιφτσιέρου, του σκέφκις αυτό! Ιγώ θα φανιρώνουμαν στου λιπτό. Τσι να σ' πω! Δε σι φτανει ούτσι ου Αβραάμ Πάπας . Τα κατάφιρις μια χαρά.

Πέρασαν ίσως χρόνια, μεγάλωσαν τα παιδιά κι η Λευτέρω πολλές φορές μας διηγόταν αυτό το Κυριακάτικο μενού και το πάθημά της με εξομολογητικό τρόπο και με μια διάθεση δημόσιας συγγνώμης, αληθινής, από τα βάθη της καρδιάς της.

-Χόρτασαν κι τα πιδιά μ', κι ου Χαρισάκης μ', κι η ζημιαρόγατα. Κι αυτσή δεν έφτσιγιν. Είχιν ιννήσει 5 γατούλια κι νη βύζιναν. Πώς αλλιώς χανά κατιβάσει γάλα ; έλεγε και ξανάλεγε πάντα σκεφτική η Λευτέρω.

 

Η υπογράμμιση   λέξεων  όπως π.χ.  παιρνει δηλώνει τη μονοσυλλαβική  συμπροφορά των υπογραμμισμένων. Η μερική αποσιώπηση του τελικού άτονου φθόγγου "ι", εδώ -ει-,  δηλώνεται με το -ει-  που γράφεται πάνω δεξιά.

Κάνοντας κλικ σε κάθε φωτογραφία μπορείτε να τη δείτε σε μεγαλύτερο μέγεθος.

 

Γράφει η κ. Aννα Γκουτζιαμάνη -Στυλιανάκη

 και επιμελείται φωνολογικά  ο κ. Ελευθέριος Κουφογιάννης.