Τσικμές 

Πτυσσόμενο  με πριονωτή με μικρά δόντια λάμα και ξύλινη λαβή κλαδευτικό εργαλείο, όμοιο κάπως με σουγιά. Με τον τσικμέ οι αμπελουργοί κόβουν κυρίως τα παρακλάδια, ενώ τα κύρια κλαδιά του κλήματος τα κόβουν με το κλαδευτήρ ( κλαδευτήρι). Επίσης με τον τσικμέ κόβουν και οι γεωργοί την καλαμκιά από τα καλαμπόκια. Καλαμκιά  λέγεται το τμήμα του καλαμποκιού ή καλαμποκιάς, του φυτού αραβόσιτου, που είναι  πάνω από τους καρπούς- ρόκες.

 

Ετυμολογία της λέξης

 

Τσικμές< τουρκικό τσεκμετζέ (çekmece :  σύρτης, συρτάρι, κασετίνα) + το τελικό "ς" της ελληνικής κατάληξης του αρσενικού γένους τσεκμετζές  >  με σύντμηση τσεκμές > με στένωση ( κώφωση ) του άτονου και γι' αυτό ανίσχυρου "ε" σε "ι" τσικμές.

Έτσι τσικμές είναι το πτυσσόμενο πριονωτό κλαδευτικό εργαλείο, που το ανοίγει κανείς σύροντας ή τραβώντας τη λάμα του  (τουρκικό ρήμα çekmek: σύρω, τραβώ).

Κουφογιάννης Ελευθέριος,
φιλόλογος