Ζυγούρης Φίλιππος του Αναστασίου    Δάσκαλος.                                     
Γεννήθηκε στη Σιάτιστα το 1865.             
Μέλος της επιτροπής του  Μακεδονικού Αγώνα.   
Έγραψε το υπό έκδοση βιβλίο  «Ιστορικά Σημειώματα περί Σιατίστης και Λαογραφικά αυτής.»   Πέθανε το 1951  .                                 
 
Τα Κάλαντα (Κόλιαντα)
     Τα Κόλιαντα διασώζουν το αρχαίο έθιμο  των ασμάτων του αγερμού και της περιφοράς της Ειρεσιώνης (1) και τραγουδούνται τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων συνήθως από ομίλους (παρέες) των παιδιών αλλά και από νέους  και από ωρίμου ακόμη ηλικίας  άνδρας.
     Από την ημέρα του Αγίου Σπυρίδωνος οι άνδρες αρχίζουν να κρούουν τις πρώτες ώρες της νύχτας τα κουδούνια, προπάντων  στις ακρινές κατοικίες της  πόλης, που κατοικούν ποιμένες και εργάτες, και ετοιμάζονται για τα Κόλιαντα και τον Άγιο Βασίλη, (τότε) που επισκέπτονται τα σπίτια και κρούουν  (τα κουδούνια) θορυβωδώς,  ενώ τα φέρουν τοποθετημένα στη ράχη τους. 
   Τα παιδιά πάλι ετοιμάζονται από την αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής, για να κάμουν το έθιμο της κλαδαριάς, που την ανάφτουν την παραμονή των Κολιάντων.  Παρέες παιδιών που ανήκουν στην ίδια γειτονιά, τις ώρες που δεν έχουν εργασίες και τις εορτές, βγαίνουν στις παρακείμενες πλαγιές των βουνών  και μαζεύουν ξηρά χόρτα και μάλιστα ένα είδος χόρτου με το οποίο κάμνουν οι γεωργοί σκούπες για τ’ αλώνια και το λένε κουκουδοφόκαλι, τα παιδιά το λένε  λόζιο. Το λόζιο, άμα τον μάσουν, τον κάμνουν δέματα (Ζαλίκια), τον μεταφέρουν στην πόλη και τον τοποθετούν σε μέρος ασφαλισμένο, για να τον χρησιμοποιήσουν για την κλαδαρά την εσπέρα της παραμονής των Καλάντων, παραμονής των Χριστουγέννων, δηλαδή την εσπέρα της  23ης Δεκεμβρίου. Το τι γίνεται αν  παρέα που μαζεύει λόζιο  συναντήσει άλλη παρέα, είναι αρκετά διασκεδαστικό. Συνάπτεται τότε αληθινή παιδική μάχη και αναπτύσσεται όλη η   δυνατή δύναμη, που ενισχύεται από το φιλότιμο και το πείσμα, που διακρίνει την παιδική ηλικία, για την επικράτηση. Άμα κατορθωθεί η επικράτηση της μιας παρέας, η νικημένη έρχεται στην πόλη καταντροπιασμένη και απευθύνει φοβέρες για εκδίκηση και ύβρεις, ενώ η νικήτρια παρέα έρχεται υπερήφανη και φέρει επιδεικτικά τη λεία της.
    
Άμα λοιπόν έρθει η ημέρα προ της παραμονής των Χριστουγέννων, από το μεσημέρι ανοίγουν μια οπή στο πλατύτερο μέρος της γειτονιάς τους, τραγουδούν ειδικά τραγούδια και κρούουν τα κουδούνια. Στην οπή στήνουν ένα ξύλο (βεργί), αφού (πρώτα) στην κορυφή του θέσουν θύσανο από εύφλεκτη ύλη. Έπειτα περιβάλλουν το ξύλο με λόζιο ή με άλλα ξηρά χόρτα και σχηματίζουν έναν κύλινδρο  από χόρτο. Αυτή είναι η κλαδαρά. Ολόγυρα από την κλαδαρά τραγουδούν και κρούουν τα κουδούνια, έως ότου να σκοτεινιάσει. Άμα σκοτεινιάσει, μαζεύονται όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της γειτονιάς, άνδρες, γυναίκες, παιδιά και κορίτσια και ανάφτουν την κλαδαρά και οι φλόγες υψώνονται σε αρκετό ύψος, χωρίς να συμβεί τι το δυσάρεστο. Οι  άνθρωποι τραγουδούν και χορεύουν  και, άμα οι φλόγες χαμηλώσουν, πηδούν (πάνω απ’) αυτές. Τα ειδικά άσματα, που στις κεντρικότερες κλαδαρές συνοδεύονται και από  μουσικά όργανα του τόπου, είναι :
«Κόλιαντα, μπαμπού μ’, κόλιαντα  κι μένα  ν’κουλιαντίνα
 κι μένα την  τρανύτερη , να ζήσεις κι του χρόνου. 
 Να ζήσεις  χρόνους εκατό κι να τους  απεράσεις,
ν’ ασπρίσεις σαν τον Έλυμπο, σαν τα’  άσπρο περιστέρι.
 Δυο   περιστέρια μάλωναν και πάλι αγαπιούνταν.
   Ύστερα  από τις κλαδαρές οι νέοι, αφού δειπνήσουν, όσοι ανήκουν στην παρέα εκείνη, μαζεύονται   σε ένα σπίτι και διασκεδάζουν με τη συνοδεία μουσικών οργάνων ή και χωρίς όργανα λίγες ώρες και κατόπιν φεύγουν  και επισκέπτονται τα σπίτια όλων εκείνων που αποτελούν την παρέα ή και συγγενικά εκείνων σπίτια. Τα  παιδιά, ύστερα από τα μεσάνυχτα, κρατούντα  στα χέρια ράβδο  που στο ένα άκρο έχει όγκο (κεφάλι)  και φέροντα σακούλια, γυρίζουν όλα  τα σπίτια κρούοντας τις εξώπορτες ρυθμικά με τις ράβδους  (τζιουμάκες) και αναγγέλλουν τη γέννηση του Χριστού και ζητούν φιλοδώρημα τραγουδώντας :
«  Κόλιαντα μπάμπου μ’ κόλιαντα κι μένα ν’κουλιαντίνα.
Κι σαν δεν έχεις κόλιαντα , δος μας ένα σιτζιούκι,
να ’ναι τρανό να ’ναι γλυκό, να’ναι ζαχαρωμένο.
Κι αν δεν έχεις κι  σιτζιούκι, δος μας ένα κορίτσι.
– Κι τι το  θέλεις, γάιδαρε, το ξένο το κορίτσι ;
 – Να το φιλώ, να το τσιμπώ, να με ζεσταίν’ το βράδυ».
     Η οικοδέσποινα, άμα ακούσει τα χτυπήματα και τα τραγούδια, βγαίνει  και προσφέρει στα παιδιά  φιλοδωρήματα, κάστανα, μύγδαλα,  καρύδια, μήλα, σαλιάρια και ειδικά ζυμαρικά με μούστο ζυμωμένα, τα μουστοκούλουρα, που έχουν διάφορα σχήματα, πουλιά, φίδια κλπ.  Αφού  τα παιδιά πάρουν  τα δώρα, πηγαίνουν σε άλλα σπίτια, για να χτυπήσουν κι εκεί την εξώπορτα  και να δεχτούν παρόμοιες περιποιήσεις. Όταν συναντούν άλλα παιδιά, προσπαθούν να τους πάρουν τα κόλιαντα άδοντας « Κόλιαντα δεν είχαμε κι κόλιαντα θα πάρομε» και, άμα  κατορθώσουν να τους τα πάρουν, τραγουδούν το «αν σι’ άρεσαν τα κόλιαντα σύρε κι τα Σούροβα». Στους μεγάλους  προσφέρονται σαλιάρια, σιτζιούκια ακέραια, αμυγδαλόσπορα καβουρντισμένα, καρύδια, φρούτα και καλό κρασί. Τα σαλιάρια και τα σιτζιούκια μαζεύονται σε ένα κανέστρι.
    Το έθιμο των κλαδαριών πολλοί το σχετίζουν με το Χριστιανισμό, ότι δηλ. φανερώνει τις φωτιές  που είχαν αναμμένες κατά η γέννηση του Χριστού οι ποιμένες «αγραυλούντες». Άλλοι φρονούν ότι έχουν την αρχή  από τις Ρωμαϊκές Καλένδες του Ιανουαρίου, οπότε οι Ρωμαίοι έδιδαν και δέχονταν  ευχές και δώρα  για το νέο έτος, και επειδή τότε συνέπιπτε να εορτάζεται  και η  επέτειος της γέννησης του Χριστού πριν δηλ. να ορισθεί η 25η Δεκεμβρίου, που έγινε τον 4ο  αιώνα , επικράτησεν αυτό το έθιμο κατά την παραμονή της 25ης του Δεκέμβρη, που ορίστηκε η γέννηση του Χριστού. Η εκδοχή αυτή μου φαίνεται η πιθανότερη, γιατί το παραπάνω έθιμο επαναλαμβάνεται και την παραμονή του νέου έτους, τα Σούρουβα, που αυτή η μέρα δεν έχει σχέση με τη γέννηση του Χριστού. Και τότε δηλ. κάμνουν κλαδαρές και τότε γίνονται παρέες και γυρίζουν στα σπίτια και τραγουδούν ειδικά άσματα και πολυχρονισμούς σαν το εξής:
«Αρχημηνιά κι αρχηχρονιά, αρχή καλός μας χρόνος,
 Εκκλησιά με τ’ άγιος θρόνος.
Αρχή κατέβ’κην ο Χριστός, ο επουράνιος θεός
τη γη για να πατήσει κι να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται κι δεν μας καταδέχεται
  από την Καισαρεία, συ ’σαι αρχόντισσα Κυρία,
βαστάει  εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,
 το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί  μιλούσε:
Κάτσι να φας, κάτσι να πιεις , κάτσι να τραγουδήσεις
 κι να μας καλουκαρδίσεις.
  -Ιμένα η  μάνα μ’ γράμματα δεν μ’ έμαθεν,

   μον’ μ’  έμαθε την Αλφαβήτα.
   Κάτσι να κόψομε την πίτα».
     Όταν αρχίζουν τα τραγούδια για  τα Κόλιαντα λένε και το τοπικό τραγούδι:
 Ήρθαν, πιδιά μ’ , τα κόλιαντα κι όλοι ετοιμαστείτε,
πάρτε κι τις τζιουμάκες σας κι στουν Αϊ-Λιά να βγείτε,
 κι απ’ τουν  Αϊ-Λιά στον Πρόδρομο, στα Τρία τα Πηγάδια.
 Εκεί θα ιένει το συναγώγι, εκεί κι το τσιουμπούσι .

(1)Αγερμός ή αγυρμός, από το  ρήμα αγείρω, σημαίνει συνάθροιση, συγκέντρωση χρημάτων  για την υπηρεσία ων θεών ή γενικά συνάθροιση, συγκέντρωση, αποθησαύριση..
Ειρεσιώνη,  (στην αρχαιότητα) ήταν κλαδί ελιάς ή δάφνης, περιτυλιγμένο με μαλλί Πάνω του κρεμούσαν  διάφορους καρπούς. Το κλαδί αυτό το περιέφεραν στην πόλη τα παιδιά  κατά τις γιορτές Πυανέψια και Θαργήλια και έψαλαν τραγούδια  με ευχές για ευτυχία και ευφορία.
Στη συνέχεια το κλαδί αυτό το κρεμούσαν  στην πόρτα του ναού ή στην εξώπορτα του σπιτιού  τους και έμενε εκεί μέχρι τον άλλο χρόνο, οπότε και το άλλαζαν με τη νέα ειρεσιώνη.
Ειρεσιώνη ονομάζονταν και το τραγούδι των παιδιών. 

(Οι πληροφορίες από το Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης Liddell-Scott. 

Περισσότερες πληροφορίες στο βιβλίο του Γ. Α. Μέγα, Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής Λατρείας).