Ιστορίες από την εκπαιδευτική μου ζωή

Ό,τι έκανε τη δουλειά μου ευχάριστη κι όχι κουραστική

   Αυτή τη φορά δε θα σας αφηγηθώ κάποιο πάθημά μου που μου έγινε μάθημα. Καθώς  άρχιζαν  τα μαθήματα στα σχολεία   αναλογίστηκα τους φόβους και τις αγωνίες που ένιωθα στα πρώτα χρόνια της εκπαιδευτικής μου προσπάθειας  κι έπειτα όλα εκείνα που έκανα, ώστε η δουλειά μου να μην είναι δυσάρεστη και κουραστική για μένα και  για τα παιδιά, αλλά αντίθετα εύκολη κι ευχάριστη. Ίσως οι σκέψεις μου αυτές  βοηθήσουν κάποιους νέους συναδέλφους που ψάχνονται  για κάτι διαφορετικό, γι’ αυτό και   τις εκθέτω.
   Έγραψα σε προηγούμενο σημείωμα ότι, όταν τελειώνεις τις σπουδές και πηγαίνεις στο σχολείο να προσφέρεις τις υπηρεσίες σου, έχεις την αίσθηση, τη βεβαιότητα θα έλεγα, ότι είσαι εφοδιασμένος με τα  απαραίτητα για το έργο σου και μάλιστα πολύ καλά και θέλεις να δώσεις όλη τη σοφία   που απέκτησες. Γρήγορα όμως διαπιστώνεις ότι τα εφόδιά σου δεν είναι ούτε αρκετά ούτε τα καταλληλότερα. Έπειτα συνειδητοποιείς ότι με τα τόσα αντικείμενα που έχεις να διδάξεις δεν έχεις και το χρόνο να προετοιμαστείς αρκετά για το καθημερινό σου έργο. Όλα αυτά σε στενοχωρούν σε ανησυχούν, σου προκαλούν άγχος και έχεις την εντύπωση ότι δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου. Ανησυχείς για τις πιθανές απορίες των μαθητών σου, φοβάσαι ότι δε  θα μπορέσεις να ανταποκριθείς και γι’ αυτό, ίσως χωρίς να το καταλαβαίνεις,  δε  δίνεις τη δυνατότητα να σου κάνουν ερωτήσεις.
       Και μέσα σε τέτοιες συνθήκες αναζητάς τρόπους να βοηθηθείς γενικά. Καταφεύγεις σε μελέτη συγγραμμάτων π.χ. Ψυχολογία Εφήβων, Γενική Διδακτική, Ειδική Διδακτική των επιμέρους μαθημάτων  και το πρόβλημα , αντί να λύνεται, μεγαλώνει, γιατί παραμένεις στη θεωρία, ενώ η πράξη είναι διαφορετική, πιεστική και θέλει ad hoc ( για κείνη τη στιγμή για κείνο το περιστατικό) αντιμετώπιση,   εδώ και τώρα που λέμε. Και,  επιπλέον,  αυτές οι μελέτες γίνονται κάτω από πίεση και, ενώ είναι σημαντικές, δεν μπορούν να αποδώσουν. Γι’ αυτές η καταλληλότερη ώρα   είναι το επόμενο καλοκαίρι με την άνεση που σου προσφέρει, για τον επόμενο χρόνο.

   Από το δρόμο αυτό πέρασα κι εγώ. Και ας το δούμε πιο συγκεκριμένα και πρώτα στη διδασκαλία αρχαίων κειμένων  από το πρωτότυπο.
   Ήμουν απόφοιτη του φιλολογικού τμήματος, του κλασικού  όπως το λέγαμε,  της Φιλοσοφικής Σχολής, μια φιλόλογος δηλ. με ιδιαίτερη ενασχόληση   στα αρχαία κείμενα από το πρωτότυπο, ενασχόληση που είχε τούτα τα   γνωρίσματα:
  •  Μελέτη της μορφής του κειμένου, ιδιαίτερα της γλωσσικής. Μπορούσα με άνεση  να βάζω σε απόλυτη συντακτική σειρά το κείμενο, να αναγνωρίζω τις προτάσεις, τους υποθετικούς λόγους, τις ονομαστικές απόλυτες τις γενικές  υποκειμενικές, τις αντικειμενικές , να το μεταφράζω κατά λέξη…κλπ.!....
  • Μπορούσα να απαγγέλλω σωστά με μέτρο  το ομηρικό κείμενο και  την τραγωδία!....
  • Ήξερα τους αρχικούς χρόνους των ανωμάλων ρημάτων κι έκανα στα γρήγορα κάθετη και οριζόντια αντικατάσταση στα ρήματα και τόσα άλλα!...…
   Ήξερα δηλ. ό,τι απαιτούσε το σύστημα. Αλλά νωρίς απογοητεύθηκα. Η απόδοση της προσπάθειάς μου στην τάξη δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική για μένα, αφού, αντί για τη λάμψη στα μάτια των παιδιών, αντί για το χαμόγελο και τη συμμετοχή τους,  διαπίστωνα κούραση και τάση να φύγουν αμέσως από την αίθουσα της δικής μου σοφίας, μόλις χτυπούσε το κουδούνι. Κείμενα τόσο σημαντικά, σκεφτόμουν, Θουκυδίδης, Όμηρος   κ.ά. που φώτισαν τους αιώνες, που τα θαύμαζαν οι ξένοι, δεν  άγγιζαν καθόλου το δικό μου ακροατήριο. Μόνο κάπου η διδασκαλία της Αντιγόνης κι αυτή σε κάποια μόνο  μέρη της έδειχνε να τους ενδιαφέρει και πολύ αργότερα κατάλαβα γιατί.
   Η στάση τους με έβαλε σε σκέψη, όχι απλά για την προσωπική ευθύνη σε μια τέτοια κατάσταση, αλλά για τα βαθύτερα αίτια, για το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα που καταρτίζει προγράμματα, που επιλέγει και ορίζει διδακτέα ύλη και εκδίδει βιβλία, και  για το ρόλο μου μέσα σ’ αυτό. Ήμουν   παθητικός μεταφορέας τυπικών  γνώσεων; Υπηρέτης  απλά ενός αναλυτικού  προγράμματος; Πού ήταν η δική μου ευθύνη ή η δική μου ελευθερία;
   Και  ποιος ήταν γενικότερα ο ρόλος του σχολείου; Τι πρέπει να δίνει στο νέο άνθρωπο, πώς μπορεί να κινήσει το ενδιαφέρον  τους, ώστε να μη θεωρεί ο νέος άνθρωπος χαμένο χρόνο τα σχολικά του χρόνια; Και   πόσο  χρήσιμα τους ήταν τα φιλολογικά μαθήματα που δίδασκα;
   Τέτοια ερωτηματικά ζητούσαν  απάντηση και ομολογώ ότι δεν ήξερα πού να την αναζητήσω. Στάθηκα τυχερή για πολλούς λόγους:
   Συνάντησα  στο σχολείο που υπηρετούσα τότε (και παντρεύτηκα έπειτα) ένα συνάδελφο που και τον ίδιο προβληματισμό είχε από παλιότερα και γνώσεις πολλές και, κύρια, τη διάθεση να βοηθήσει τον καθένα. Αυτός μου έδειξε να διαβάζω βιβλία φιλοσοφικού, κοινωνικού, εκπαιδευτικού  προβληματισμού. Κέρδισα όμως πιο πολλά από τα δικά του διαβάσματα, που γινόταν  για μένα ατέλειωτες ώρες συζητήσεων, ένα άλλο σχολείο,  για τα εκπαιδευτικά  θέματα. Μαζί του είδα πλευρές των θεμάτων που με απασχολούσαν ή άλλες που δεν τις είχα υποψιαστεί.

Οι πιο καλές μου μελέτες, με υπόδειξή του τότε, ήταν τα βιβλία του. Ε. Π. Παπανούτσου. Με  την Ψυχολογία και τη Λογική του  τα αντίστοιχα μαθήματα γίνονταν εύκολα. Μα  δεν μπορώ να ξεχάσω  δυο βιβλία του που και τούτη την ώρα έχουν, νομίζω,  την αξία που είχαν όταν πρωτογράφτηκαν:  Αγώνες και Αγωνία για την Παιδεία  και   Η Παιδεία , το μεγάλο μας πρόβλημα.
 Έχουν πολλές αρετές. Πρώτα είναι βιβλία που διαβάζονται εύκολα, γιατί είναι μικρά άρθρα, συγκεντρωμένα γύρω από ένα θέμα  Έχουν λόγο εύληπτο, οικείο, γλυκό, που αποπνέει αγάπη για τον άνθρωπο, ιδέες που δε  μένουν  στη σφαίρα της θεωρίας. Είναι απαύγασμα πείρας και συστηματικής  και πολύχρονης ενασχόλησης με την παιδεία και την εκπαίδευση. Είναι ενημέρωση και πρόκληση σε προβληματισμό. Ακόμη κι αν δε  συμφωνείς πλήρως με τις θέσεις του κερδίζεις αυτόν τον προβληματισμό.
   Και δεν μπορούσε να είναι αλλιώς. Ο συγγραφέας ήταν φιλόσοφος, παιδαγωγός, δάσκαλος πρώτα ο ίδιος με αγάπη για το έργο του και για   τον άνθρωπο. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω αργότερα και να νιώσω αυτή την αγάπη του για την παιδεία και τον άνθρωπο. Και δεν είναι τυχαίο που χιλιάδες εκπαιδευτικοί ορκίζονταν στο όνομά του (και πλήρωσαν αυτή την αγάπη τους  ως «παπανουτσάκια» στα δύσκολα χρόνια), κι άλλοι βέβαια τον μισούσαν θανάσιμα (όχι βέβαια γιατί  τους έκανε κακό, αλλά γιατί δυσκολεύονταν να τον ακολουθήσουν στο καλό).  
   Σε κείνα τα βιβλία είδα διατυπωμένους τους σκοπούς παιδείας και συνειδητοποίησα το ρόλο του σχολείου και του δασκάλου. Έγραφε:

«Η Εκπαίδευση με τη μορφή του σχολείου έχει τριπλό σκοπό:
    1. Να  αξιοποιήσει τα φυσικά κεφάλαια του νέου ανθρώπου, δηλαδή να αναπτύξει τις σωματικές και ψυχικές του ικανότητες (εκείνες, φυσικά, που και τον ίδιο πρόκειται να ωφελήσουν  και τους συνανθρώπους του) με τρόπο αρμονικό, και να τον βοηθήσει να εξελιχτεί σε μιαν όσο το δυνατόν πιο στέρεη , πιο συγκροτημένη προσωπικότητα.
  2. Να δώσει στο νέον άνθρωπο τα εφόδια (γνώσεις, δεξιότητες, φρόνημα) , που θα του επιτρέψουν να ζήσει μέσα στην κοινωνία σαν παραγωγικό στοιχείο και σαν έντιμος πολίτης, ηθικά αυθύπαρκτος.
      3. Να μυήσει το νέον άνθρωπο στα πνευματικά αγαθά που αποτελούν τον γενικά ανθρώπινο και τον ειδικά εθνικό του πολιτισμό, έτσι ώστε όχι μόνο να τα αγαπήσει και με αυτά να εξευγενίσει την ψυχή του, αλλά και να γίνει ικανός να τα προαγάγει στον κύκλο του και κατά τις μικρές ή μεγάλες δυνάμεις του». (Αγώνες και Αγωνία για την Παιδεία, σελ. 16).

Και δεν μπορώ να ξεχάσω την άποψή του για το επάγγελμα:
«Και η πιο δύσκολη, η πιο ανθρώπινη, η πιο ιερή πράξη ζωής είναι η επαγγελματική εργασία, η εργασία που ο καθένας τάχθηκε να εκτελεί, για να συντηρεί και να προάγει και το άτομό του και το κοινωνικό σύνολο». (Αγώνες και Αγωνία για την Παιδεία, σελ. 28).

   Το δεύτερο σημαντικό γεγονός στη ζωή μου εκείνη την ώρα ήταν η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1964. Η καθιέρωση της Δημοτικής και της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας από μετάφραση  ήταν σημαντικά  βήματα. Τότε συνειδητοποίησα γιατί οι μαθητές μου στη Ε΄ (τάξη του 6/ταξίου) Γυμνασίου δεν έδειχναν ενδιαφέρον για τα Αρχαία.  Όταν έβλεπα την προθυμία και την ευχαρίστηση των παιδιών της Α΄ τάξης Γυμνασίου την ώρα που δίδασκα Όμηρο από μετάφραση, κατάλαβα ότι το περιεχόμενο που το κατανοούσαν, γιατί το άκουγαν στη μητρική τους γλώσσα,  και που  τους άρεσε, γιατί ταίριαζε στην ηλικία και τα διαφέροντά τους,  ήταν αυτό που προκαλούσε και το ενδιαφέρον τους.  
   Η αναχώρηση των Αθηναίων για τη Σικελική Εκστρατεία, όπως την περιγράφει ο Θουκυδίδης,  δεν ήταν μια σκηνή αδιάφορη για τα παιδιά της Β΄ ή  Γ΄ τάξης του Γυμνασίου. Και προβληματισμό προκαλούσε  και ενδιαφέρον να μάθουν την τύχη της Εκστρατείας και σκέψεις για την ανθρώπινη δράση έκαναν τα παιδιά.
   Τότε κατάλαβα καλά την αδιαφορία των μαθητών της Ε΄ Τάξης. Τι νόημα να βγάλουν από μια ενότητα 12 στίχων κειμένου του Θουκυδίδη και από μια προσπάθεια που ουσιαστικά σταματούσε στη μετάφραση ή από ένα έργο,  που δεν ολοκληρώναμε  τη διδασκαλία του; Πώς να καταλάβουν το δράμα των Πλαταιέων, τη γενοκτονία τους ουσιαστικά από τους Θηβαίους, αφού τα περιεχόμενο περνούσε σε δεύτερο πλάνο, πίσω από το συντακτικό και τη γραμματική, και η όλη προσπάθειά μας  αναλίσκονταν στο  να μετρήσουμε τις πλίνθους, για να δούμε το ύψος του τείχους!…Πώς έπειτα να καταλάβουν το λόγο του Θουκυδίδη: «βίαιος διδάσκαλος πόλεμος», να προβληματιστούν πάνω σ’ αυτό και να συζητήσουν  για το σήμερα;
   Εκείνος ο Αδύνατος του Λυσία, (από το πρωτότυπο κείμενο) τι κακό πάθαινε  στα χέρια μας!... Ακόμη θυμάμαι το «επ’ αστράβης αν οχούμενος» , αλλά πολύ αργότερα  κατάλαβα τι σήμαινε, γιατί πολύ αργότερα κι εγώ κατάλαβα την κοινωνική διάσταση της υπόθεσης του Αδυνάτου, μια διάσταση που τη ζούμε  και σήμερα. Ο Αδύνατος ήταν ένας ανάπηρος που κατάφερε να πάρει «αναπηρική σύνταξη» αλλά χρησιμοποιούσε ως μεταφορικό μέσο  τα άλογα φίλων του, σαν αρτιμελής. Είχε   εισόδημα  και πολύ κακό χαρακτήρα και συμπεριφορά (κατά τον κατήγορο του). Την αναπηρία του λοιπόν αμφισβήτησε κάποιος πολίτης, (ο κατήγορος) ….. και κατήγγειλε την υπόθεση…..
Πόσο κοντά μας ήταν  ως προς το περιεχόμενο τα κείμενα και πόσο μακριά έμεναν εξαιτίας  των γραμματικών τύπων …
   Όλα αυτά με έκαναν να αλλάξω πορεία, στο βαθμό βέβαια που μπορούσα. Έπαψα να ταλανίζω τα παιδιά  με την επιμονή μου στη γλωσσική μορφή των κειμένων, στον τύπο. Έκανα στροφή προς το περιεχόμενο. Εκτός από τη γραμματική και το συντακτικό μας ενδιέφεραν και τα γεγονότα που αναφέρονταν στο κείμενα.  Τα  βλέπαμε   μέσα στο κοινωνικό και χρονικό πλαίσιο όπου δημιουργήθηκαν, την ανθρώπινη συμπεριφορά σχολιάζαμε, στην τάξη προφορικά  και με εργασίες στο σπίτι γραπτές, και αναζητούσαμε τους παράγοντες που την καθόριζαν. Έτσι το κείμενο δεν έμενε νεκρό.
Βέβαια η αλλαγή δεν έγινε ούτε άμεσα  ούτε και εύκολα, ήταν υπόθεση / αγώνας διαρκής. Πάντως στην προσπάθειά μου με βοήθησε και η μελέτη κάποιων βιβλίων γενικών για την Αρχαία Γραμματεία  π.χ  του Albin Lesky  Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής  Λογοτεχνίας   και κάποιων μονογραφιών  για αρχαίους συγγραφείς και το έργο τους  π.χ του John. Finley, Θουκυδίδης. Μου έδωσαν μια γενική εικόνα για τον κάθε συγγραφέα, το έργο του, την τεχνική του, την εποχή του, τις ιδέες και τις απόψεις του. Με τον τρόπο αυτό γνώριζα πρώτα εγώ τον άνθρωπο γενικά, π.χ. το Θουκυδίδη, και το έργο του  και κατανοούσα  καλύτερα και το τμήμα του  έργου που είχα να διδάξω, π.χ. τα Πλαταϊκά. Έβλεπα  στο κείμενο πτυχές που προηγουμένως δεν  τις υποψιαζόμουν  και τέλος αποκτούσα μια άνεση, που με έκανε να κινούμαι ελεύθερα στο κείμενο, να προκαλώ απορίες και να δέχομαι ερωτήσεις, να κουβεντιάζω με τους μαθητές μου, πράγμα που πριν το φοβόμουν.
    Και  η μελέτη μου αυτή με βοήθησε και στη διδασκαλία της μεταφρασμένης Αρχαίας Γραμματείας.
   Στο τέλος του σημειώματος αυτού  θα καταγράψω κάποια από τα βιβλία που τότε μελέτησα και με βοήθησαν στο έργο μου.
   Σημαντικός σταθμός για τη δουλειά μου ήταν η φοίτηση μου στην (τότε ετήσια) ΣΕΛΜΕ για πολλά πράγματα.
    Σήμερα θα θυμηθώ λίγα και ένα δάσκαλο. Τότε προμηθεύτηκα και διάβασα τα πιο πολλά βιβλία από αυτά που σας ανέφερα στην προηγούμενη ενότητα. Ήταν μια περίοδος που πραγματικά πλούτισα τη βιβλιοθήκη μου με βιβλία, που μας τα υποδείκνυαν οι πιο ειδικοί, που είχαν γίνει ειδικοί όχι μόνο με τίτλους, αλλά κυρίως με τη θητεία τους στην αίθουσα διδασκαλίας. Αλλά περισσότερο από όλα χάρηκα τη διδασκαλία του Βαγγέλη του Σούλη  στο Θουκυδίδη και στον Προμηθέα Δεσμώτη. Ήταν αποκάλυψη πραγματική για μένα ο Θουκυδίδης κι ας είχα τελειώσει το κλασικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Παν. Θεσ/νίκης. Ως φοιτήτρια τον είχα διαβάσει περισσότερο  από όλους τους αρχαίους συγγραφείς, αλλά ήταν σαν να μην τον είχα διαβάσει, γιατί κι εγώ τον μελέτησα ως κείμενο, σύνταξη και στίξη για εξετάσεις κι όχι ως ιστορία του ανθρώπου, ως έργο  ενός μεγάλου συγγραφέα. Θα ευγνωμονώ το δάσκαλο Σούλη για το θησαυρό που μου αποκάλυψε και στο Θουκυδίδη και στην  Τραγωδία. Ο ιστορικός, κοινωνικός, πολιτικός σχολιασμός του  στο ποιητικό έργο  μου έδειξε άλλους δρόμους μελέτης, που δικαιολογούν το ότι το θέατρο ήταν σχολείο του λαού.
   Σημαντικά τέλος με επηρέασε στη δουλειά μου η μελέτη της Κοινωνιολογίας. Το 1982-3, όταν για πρώτη φορά διδάχτηκε η Κοινωνιολογία στο Λύκειο, δέχτηκα να αναλάβω τη διδασκαλία της. Δεν έχω διαβάσει ποτέ περισσότερο, αλλά  και ποτέ δεν μετάνιωσα για την εντατική  μελέτη που έκανα τότε. Είδα όλα τα μαθήματα, Αρχαία, Λογοτεχνία, Ιστορία με άλλη, ανανεωμένη ματιά και κατανόησα καλύτερα την ανθρώπινη δράση, κατάλαβα καλύτερα πολλά από αυτά που συμβαίνουν γύρω μου. Θεωρώ πως είναι κέρδος για κάθε εκπαιδευτικό η μελέτη της Κοινωνιολογίας, πλαταίνει ο ορίζοντας για το δάσκαλο, γίνεται πιο ευχάριστη η δουλειά , πιο ενδιαφέρουσα για τους μαθητές σου.
   Κλείνοντας την αναφορά μου σε βιβλία γενικά που μου άλλαξαν τον τρόπο σκέψης και δράσης  προσθέτω εδώ και τούτα :
    David Fontana, Ψυχολογία για Εκπαιδευτικούς, (μετ. Μαρίνα Λώμη, εκδ. «Σαββάλας»)
Και  Φ. Κ. Βώρου, Φιλοσοφία της Εκπαίδευσης. (Το βιβλίο αυτό ο συγγραφέας του το χάρισε , ως συγγραφή και έκδοση, στο περιοδικό τα Εκπαιδευτικά.) Είναι αξιόλογη  εργασία, γιατί επισημαίνει και αναλύει κάποια κύρια ζητήματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας: σκοπούς παιδείας, κριτική ικανότητα, ελευθερία συνείδησης κ.ά.
    Και για διαρκή προβληματισμό γενικά στα θέματα παιδείας προτείνω να παρακολουθείτε τα άρθρα που δημοσιεύονται στο  site  του Φ. Βώρου, www.voros.gr .Έτσι κι σεις θα κερδίσετε αυτό που κι εγώ κέρδισα και κερδίζω. Τούτη την εποχή τον απασχολεί το θέμα  Ποιότητα Εκπαίδευσης και είναι θέμα βασικό για όλους μας.
 
    Μετά από αυτή τη γενική θεώρηση των προβλημάτων  στην Αρχαία κυρίως Γραμματεία,  ας έρθουμε στην καθημερινή πράξη.
   Εδώ  και σε όλα τα μαθήματα πάντα είχα την επιθυμία να είμαι έτοιμη και να ανταποκρίνομαι στις ανάγκες ή προσδοκίες  της τάξης μου. Και αναζήτησα τρόπο  ώστε η δουλειά μου να γίνεται εύκολη, αποδοτική και όχι ιδιαίτερα κουραστική.
   Εκείνο που με ανακούφιζε άμεσα    ήταν η άμεση γνωριμία μου  με το διδακτικό αντικείμενο, πρώτα μέσω του βιβλίου που είχα να διδάξω. Το βιβλίο είναι αυτό που θα δουλέψει στην τάξη, αυτό θα έχει ο μαθητής και με αυτό θα συνομιλήσει εκείνος κι ο καθηγητής. Τι πιο φυσικό να αρχίσεις από αυτό, να δεις πρώτα τα περιεχόμενά του, να το διαβάσεις στη συνέχεια σε γενικές γραμμές, να δεις τι ξέρεις και τι όχι, να σημειώσεις τις απορίες, τα πιθανά βοηθήματα, να προγραμματίσεις τις διδακτέες ενότητες. Δεν είναι τίποτε πιο κουραστικό και επικίνδυνο από το να προηγείσαι κατά μία ενότητα από τους μαθητές σου. Όταν είσαι κυρίαρχος της ύλης μπορείς να κινείσαι με άνεση και σε απορίες να απαντάς και βεβαιότητα να έχεις και ελευθερία να δίνεις στους μαθητές σου να  ερωτήσουν, να εκφραστούν.
   Μετά από αυτή την πρώτη προσπάθεια γνωριμίας με το αντικείμενο, μελετούσα με προσοχή και σε βάθος  την ενότητα / κεφάλαιο του βιβλίου    που είχα να το διδάξω σε 2 - 3 ώρες. Ξεκαθάριζα το θέμα   και τα μέρη του, τα έδινα ως σκελετό  από την αρχή στον πίνακα και επιχειρούσα την προσέγγισή του σταδιακά, με βάση ερωτήσεις που με πολλή  προσοχή προετοίμαζα στο σπίτι. Δεν  αγωνιούσα να αναζητήσω και να  δώσω υλικό  πέρα από αυτό που είχε το βιβλίο. Το ενίσχυα μόνο όποτε το θεωρούσα αναγκαίο για να βοηθήσω   στην κατανόηση, πάντα  με μέτρο και μέσα στα πλαίσια του  σχολικού διδακτικού χρόνου που είχα. Έτσι είχα ή επιδίωκα να έχω πάντα περίσσευμα χρόνου για τα παιδιά. Ο ρόλος μας στην τάξη δεν είναι να προσφέρουμε περισσή σοφία, αλλά να βοηθήσουμε  τα παιδιά να κατανοήσουν αυτό που ορίστηκε διδακτέο και να  τους μάθουμε να στοχάζονται πάνω σε αυτό, να κρίνουν, να προβληματίζονται  και να εκφράζουν τον προβληματισμό τους.
    Δε φοβήθηκα ποτέ μη θεωρηθεί έλλειψη επιστημοσύνης και κατάρτισης η χρήση και η εκτίμηση του σχολικού βιβλίου. Και συχνά είχε το βιβλίο ανοιχτό πάνω στο θρανίο του ο μαθητής και μαζί μελετούσαμε το χάρτη ή ένα παράθεμα ή μια επεξήγηση εικόνας, αφού βέβαια είχε προηγηθεί από μένα σύντομη αναφορά στο θέμα που θα μας απασχολούσε, στις πλευρές του ,τις οποίες θα  εξετάζαμε αναλυτικά  και αφού είχε αναγραφεί στον πίνακα ο σκελετός της διδασκαλίας, ώστε να είναι αναγνώσιμος σε όλη τη διάρκεια της  διδασκαλίας.    Έτσι κι ο μαθητής μάθαινε πως το βιβλίο    είναι εργαλείο  που πρέπει σωστά να το χρησιμοποιεί.
   Η εκτίμησή μου όμως για το σχολικό βιβλίο και η χρησιμοποίησή του στην τάξη δε σημαίνει ότι δεν έβλεπα τις  αδυναμίες του (τις οποίες, όσο μπορούσα, προσπαθούσα, κατά τη διδασκαλία, να τις αντιμετωπίσω μαζί με τους μαθητές μου),  ούτε ότι η δική μου μελέτη σταματούσε σε αυτό. Η μόρφωση και η επιμόρφωση αυτή είναι  υπόθεση προσωπική και διαρκής, γιατί  η άποψή μου ήταν και είναι ότι όσο πιο πολλά ξέρεις, όσο πιο πολύ κατέχεις το αντικείμενο της επιστήμης (στο σχολείο  το αντικείμενο της διδασκαλίας σου) τόσο καλύτερα κάνεις τη δουλειά σου, τόσο ευκολότερα μπορείς να ξεχωρίσεις τα λίγα και ουσιαστικά που  μπορείς  και πρέπει να πεις στα παιδιά, τόσο απομακρύνεσαι από τον φορμαλισμό. Κι ακόμα, αν χρειαστεί, μπορείς  και χωρίς προετοιμασία ειδική να μπεις σε μια τάξη και, αν είναι ανάγκη, να αντικαταστήσεις κάποιον συνάδελφο, «να καλύψεις το κενό» και να χαρείς τον αυτοσχεδιασμό στην παρουσίαση ενός θέματος- μαθήματος.
    Μπαίνω στον πειρασμό να μεταφέρω λίγες σειρές από το άρθρο του Παπανούτσου, Οργάνωση ενός μεθοδικού μαθήματος (από το βιβλίο του : Αγώνες και Αγωνία για την Παιδεία σελ.119 κ.π.).
«Δώστε μου έναν άνθρωπο που  ξέρει καλά την επιστήμη του, τη δουλειά του γενικά, και θα σας τον κάνω μέσα σε 2 ώρες τον καλύτερο διδακτικό στο μάθημα της δουλειάς του» ήταν ο λόγος ενός σοφού παιδαγωγού του μεσοπολέμου, μας λέει ο Παπανούτσος. Παρακάτω  ο  συγγραφέας κάνει λόγο για αυτοσχεδιασμό στο μάθημα, αυτοσχεδιασμό  που πολλοί  τον προτείνουν άκριτα, γιατί, λένε, δε θέλουν την ομοιομορφία ή την τυπική προετοιμασία: Λέει λοιπόν ο Παπανούτσος: «Να αυτοσχεδιάζετε το μάθημά σας, αλλά πρώτα να ξέρετε καλά το όργανο που θα παίξετε. Αν το ξέρετε καλά δε χρειάζεται καμιά ειδική προπαιδεία, αφήστε τη φαντασία σας να δημιουργήσει, αφήστε την παρατήρησή σας να δουλέψει και μείνετε ήσυχοι. Δεν θα πέσετε έξω , εάν τηρήσετε μερικές πολύ γενικές αρχές».
Και οι αρχές: «Να αυτοσχεδιάζετε , ναι, αλλά να ξέρετε τι έρχεστε να διδάξετε, αρχή πρώτη»…….
Αρχή δεύτερη: «Να κινείσαι με άνεση μέσα στο θέμα», για να ξέρεις τι θα προσφέρεις, και τι μπορεί να σου ζητήσουν οι μαθητές….
«Το τρίτο που δεν πρέπει ποτέ να χάνει από τα μάτια του ο δάσκαλος είναι το επίπεδο της τάξης του» …Και  συνεχίζει με άλλες αρχές.
Η γνώση, λοιπόν,  του αντικειμένου διδασκαλίας είναι το καλύτερο εφόδιο του δασκάλου.
   Και πρέπει, τελειώνοντας, να σημειώσω πως ποτέ δεν ταλαιπώρησα συνειδητά το μαθητή μου με πολλή εργασία, με αναζήτηση πληροφοριών σε εγκυκλοπαίδειες και άλλα. Μου ήταν υπεραρκετό να μπορεί ο μαθητής να μου φέρει γραπτά  με τον τρόπο του όσα άκουσε στην τάξη κατά την ώρα της παράδοσης, να μπορεί να αντλήσει πληροφορίες από το κείμενο  και να προχωρήσει σε σύνθεση, να μπορεί να χαρακτηρίζει πρόσωπα, να κρίνει απόψεις. Φυσικά, για να   πετύχει αυτό, άρχιζε η συστηματική άσκηση από την αρχή της χρονιάς.  Λίγη εργασία στην αρχή, αλλά έλεγχος πολλών εργασιών στην τάξη, για να επισημαίνονται οι αδυναμίες και να ασκούνται όλοι στην πληρότητα και την ορθότητα της απάντησης, στην τεχνική της σύνθεσης. Όταν  ασκηθούν αρκετά από την αρχή, υπάρχει ελπίδα οι περισσότεροι να μάθουν τον τρόπο της δουλειάς και είναι σίγουρο πως ούτε γονείς θα χρειάζεται να κουράζονται, ούτε άλλοι θα βοηθούν , αλλά και οι μαθητές θα είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν τη παράδοση, αφού ξέρουν ότι από εκεί θα είναι και οι εργασίες για το σπίτι.
   Στο σημείο αυτό έχει τη θέση του ο λόγος του Whitwhead, είναι  η καλύτερη συμβουλή που έχω διαβάσει για το  δάσκαλο.
   Δανείζομαι ένα κομμάτι από το άρθρο του Φ. Κ. Βώρου, Ποιότητα Εκπαίδευσης (2)Διατύπωση Σκοπών και Αναζήτηση Μέσων.
   « Ο A. N. Whitehead δημοσίευσε το 1932 ένα βιβλίο με τον τίτλο : The Aims of Education and Other Essays (= Οι σκοποί της παιδείας και άλλα δοκίμια). Στη δεύτερη σελίδα του κειμένου  του έγραψε:
«Διακηρύσσω ( ή αναγγέλλω) δυο οδηγίες για την Εκπαίδευση: «Μη διδάσκετε πολλά».
«Αυτά που διδάσκετε να τα διδάσκετε βαθιά».
Και στην έκτη σελίδα του προσθέτει: « Εκπαίδευση είναι η κατάκτηση μιας τέχνης για την αξιοποίηση της γνώσης».

   Αυτά έμαθα κι έτσι πορεύτηκα στη δουλειά μου και δε μετάνιωσα. Πολλές φορές κουράστηκα μα και άλλες τόσες έφυγα με ικανοποίηση  από την τάξη, ικανοποίηση που την είδα  πρώτα στα μάτια και τα πρόσωπα των παιδιών, στο λόγο τους, στην απόδοσή τους .

   Στη συνέχεια καταγράφω μερικά από τα βιβλία που ανέφερα ότι το διάβασμά τους με διευκόλυνε στο έργο μου. Είναι παλιά, αλλά δεν έχουν χάσει την αξία τους. Θα καταγράψω βιβλία γενικού ενδιαφέροντος περισσότερο. Ο καθένας πάντως μπορεί και σήμερα να αναζητήσει νέες εκδόσεις προβληματισμού εκπαιδευτικού ή ειδικές μονογραφίες,  αλλά κοντά στα βιβλία πρέπει να σημειώσω και κάτι άλλο πολύ χρήσιμο και  σημαντικό για το δάσκαλο: τη συζήτηση με συναδέλφους γύρω από τα θέματα που σχολιάσαμε σήμερα. Είναι  σίγουρο πως αυτό αφυπνίζει κάποιους, κι άλλοι προσφέρουν κάτι νέο, κι όλοι βγαίνουν ωφελημένοι.
Βιβλιογραφία :
Για την Ιστορία της Εκπαίδευσης στη χώρα μας:

Αλέξης Δημαράς, Η Μεταρρύθμιση που δεν έγινε (Τεκμήρια Ιστορίας) 1895-1967. Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη
-  Ε. Π. Παπανούτσου, Αλέξανδρος Δελμούζος: Η ζωή του, επιλογή από το έργο  του, Αθήνα 1978, εκδ. ΜΙΕΤ.
Α.  Δελμούζου, Το Κρυφό Σκολειό, Αθήνα, 1950 (Δεν ξέρω αν υπάρχει στο εμπόριο πια, αλλά αξίζει να το έχει κανείς για την ιστορία).
-    Πλάτωνα Σοφιστής, Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια Δ. Γληνού, 1971, Ευρωπαϊκή Κίνηση Ιδεών.  Ειδικά το πρώτο κεφάλαιο: Μερικοί Στοχασμοί  για τη σημερινή θέση των ανθρωπιστικών σπουδών στην Ελλάδα.
   
Για την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία  :
-    Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας  Ελληνικής Λογοτεχνίας,
     Μετ. Αγ. Τσοπανάκη, Θες/νίκη 1975.
-    Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ινστιτούτο Παγκόσμιας Λογοτεχνίας Γκόργκυ, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, Μόσχα 1955, ελλ. Εκδ. Κέδρος 1957.
-    John Finley, Θουκυδίδης, μετ. Τάσος Κουκουλιός, εκδ. «Παπαδήμας», Αθήνα 1985.
-    Jacqueline de Romilly, Ιστορία και λόγος στο Θουκυδίδη, μετ. Ελ. Κακριδή, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1988.
-    Werner Jaeger, Δημοσθένης εκδ. ΜΙΕΤ,Αθήνα 1979.
-    C. M.Bowra, Αρχαία Ελληνική Λυρική Ποίηση, Εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1980.       

Wolfgang Schadewald,  Από τον Κόσμο και το Έργο του Ομήρου ,  τόμοι 2 εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1980.
-   Αγαπητός Τσοπανάκης, Εισαγωγή στον Όμηρο, Θεσσαλονίκη 1975.
-    Δ. Ν. Μαρωνίτης, Αναζήτηση και Νόστος του Οδυσσέα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1973.
-    Αλέξης Διαμαντόπουλος, Προμηθέας Δεσμώτης και Λυόμενος, Σειρά Μελετών ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, Αθήνα, 1973.
-   Ευριπίδη,  Ιφιγένεια η εν Ταύροις,  Εισαγωγή –μετάφραση – σχόλια Γιώργου Ιωάννου, εκδ. Κέδρος, Αθήνα , 1969
-    Αλέξη Σολομού, Τι προς Διόνυσον, σημειώσεις γύρω από την Τραγωδία εκδ. Δίφορος, Αθήνα 1972.
-    Jacqueline de Romilly, Αρχαία Ελληνική Τραγωδία, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1976.
-    Jan Kott, Θεοφαγία, Δοκίμια για την Αρχαία Τραγωδία ,εκδ, Εξάντας, Αθήνα 1976.

Για τη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία σημειώνω τρία πρακτικά βοηθήματα:
  • Γιώργου Παγανού, Η Νεοελληνική Πεζογραφία,  θεωρία και πράξη, εκδ. Κώδικας,Αθήνα 1983
  • Τάκη Καρβέλη, Η νεότερη Ποίηση, θεωρία και πράξη, εκδ. Κώδικας, Αθήνα 1983
  • Κώστα Μπαλάσκας, Νεοελληνική Ποίηση, εκδ. Επικαιρότητα,  Αθήνα, 1980.

                           

                                                                                                 Θεοδώρα Ζωγράφου - Βώρου

κορυφή σελίδας