Ιστορίες από την εκπαιδευτική μου ζωή 

   Όταν έχεις υπηρετήσει 29 χρόνια στη δημόσια Εκπαίδευση και μετά τη συνταξιοδότησή σου έχεις την ευλογία και την πολυτέλεια της ζωής και του χρόνου να αναλογίζεσαι τα περασμένα, έχεις, νομίζω, και την υποχρέωση  όσα από αυτά θεωρείς πως ήταν μαθήματα για σένα και σε βοήθησαν να τα ανακοινώσεις, με την σκέψη ότι μπορεί και κάποιος άλλος  σε κάτι να βοηθηθεί από αυτά.
Με τούτη τη σκέψη αποφάσισα να αφηγηθώ κάποια περιστατικά    από την εκπαιδευτική σταδιοδρομία μου, που ακόμα και σήμερα τα θυμάμαι σαν να έγιναν χτες.
      Διορίστηκα στη Βόνιτσα Αιτωλοακαρνανίας σχεδόν μόλις τέλειωσα τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Παρουσιάστηκα αμέσως και ανέλαβα υπηρεσία. Οι συνθήκες στην υπηρεσία δεν ήταν οι καλύτερες, Σχολικό κτίριο ενιαίο δεν υπήρχε, μας φιλοξενούσαν δυο σπίτια,  που απείχαν μεταξύ τους αρκετά. Οι αίθουσες χωρίζονταν με ξύλινα διαχωριστικά και συχνά άκουγες τι γινόταν στη διπλανή αίθουσα. Και το προσωπικό δεν ήταν αρκετό, αλλά είχε  κάτι που σπάνια το βρίσκεις, δε  νοιαζόταν πόσες ώρες θα δουλέψει, αρκεί να γίνονταν  όλα τα μαθήματα, να μη χάνουν τα παιδιά. Έτσι βρεθήκαμε να έχουμε όλοι μας - και μάλιστα  αγόγγυστα – ώρες διδασκαλίας  πολύ πέρα  από το νόμιμο.
   Με το χωρισμό του Σχολείου σε Λύκειο  και Γυμνάσιο τοποθετήθηκα στο Γυμνάσιο, κύρια για να εφαρμόσω τη μεταρρύθμιση του 1964.
   Οι μικροί μαθητές  μας νωρίς, από τις αρχές του Οκτώβρη νοιάστηκαν για την   εκδρομή  της χρονιάς εκτός πόλης και αναζήτησαν χρήματα. Πρότειναν λοιπόν να απευθυνθούμε στην αγορά,  για να  ζητήσουμε βοήθεια από εμπόρους και άλλους που μπορούσαν να βοηθήσουν, να γίνουν χορηγοί  θα  λέγαμε σήμερα. Κάτι τέτοιο δε  μας εύρισκε  σύμφωνους, δεν ήταν αξιοπρεπές και το αποκρούσαμε, προτείναμε μάλιστα τα χρήματα που χρειάζονταν να τα βγάλουμε δουλεύοντας. Ήταν μια τρελή πρόταση, που όμως βρήκε ανταπόκριση στα παιδιά κι εμείς αυτοεγκλωβιστήκαμε στην πρότασή μας.  Εκείνο που μπορούσαμε να κάνουμε εύκολα ήταν να βγούμε στο μάζεμα του βαμβακιού (φθινόπωρο του 1965). Συνεννοηθήκαμε με γονείς και κηδεμόνες, για να εγκρίνουν την πρότασή μας  και για να γίνουν εργοδότες μας,  και κάθε απόγευμα, για αρκετές μέρες μαθητές και δυο τρεις καθηγητές βγαίναμε  δυο – τρεις ώρες για τη συγκομιδή.  Με τη λήξη της εργασίας γινόταν  το ζύγισμα της συγκομιδής  και πληρώνονταν τα παιδιά. Παράλληλα ανοίχτηκε στο όνομα της Μαθητικής  Κοινότητας λογαριασμός στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Με αυτή την προσωπική προσπάθεια, αλλά και με άλλες (π.χ. κατασκευή εργόχειρων και κλήρωσή τους σε λαχειοφόρο αγορά) στο τέλος της χρονιάς το μαθητικό βιβλιάριο είχε  12.000, ποσό που ισοδυναμούσε για τότε με 5-6 μηνιαίους μισθούς πρωτοδιόριστου καθηγητή. Το τι έκαναν με αυτά τα χρήματα  θα σας το πω σε επόμενο σημείωμα. Για τώρα θα σταματήσω στο ουσιαστικό κέρδος αυτής της προσπάθειας:
   Πρώτα χαρήκαμε  οι μεγάλοι, το χάρηκαν όμως οι μικροί. Θυμάμαι    την  προθυμία με την οποία όλα τα παιδιά συμμετείχαν, χωρίς τη διάθεση να ξεφύγει κάποιος, να κρυφτεί. Ήταν πρωτόγνωρο να δουλεύουν μαζί , να συνεργάζονται, να βλέπουν τους καθηγητές  τους να  είναι κοντά τους,  όχι ως επόπτες  αλλά ως φίλοι, συνεργάτες σε κάτι που  θα τους ωφελούσε  πέρα από τα μαθήματα.
     Το σπουδαιότερο όμως ήταν η έκπληξη που ένιωσαν,  όταν είδαν το μεροκάματο. Μέτρησαν το πρώτο απόγευμα το κέρδος και το μοίρασαν και είδαν πως ο κόπος  τόσων παιδιών για δυο περίπου ώρες  δεν έδινε στο καθένα παρά λίγες δραχμές. Δεν ήταν απογοήτευση αυτό που ένιωσαν, αλλά συνειδητοποίηση …του πώς κερδίζεται το μεροκάματο.  Η  σκέψη όλων πήγε στο μεροκάματο του πατέρα. Στο πώς βγαίνει. Και νομίζω πως ήταν η πρώτη φορά που εκτίμησαν το μόχθο του, που ένιωσαν και  σχολίασαν  το  πόσο ιδρώτα θέλει . 
   Και για μένα ήταν μια πολύ καλή εμπειρία. Έμαθα μαζί τους πως η πράξη είναι καλύτερος δάσκαλος από τη θεωρία.  Όλη εκείνη τη χρονιά  πολλά απογεύματα δούλεψα μαζί με τα παιδιά,   έμαθα στα κορίτσια να κεντούν, σε όλους να  κάνουν χειροποίητα αντικείμενα, να οργανώνουν μια έκθεση …να τιμούν τη δουλειά και το χρήμα που κερδίζουν από αυτήν. Περιττό βέβαια να πω πως η σχέση  δάσκαλου και μαθητή γίνεται έτσι πιο οικεία,  πιο ζεστή.
   Ακόμη  στο ντουλάπι μου φυλάγω  μερικές  κλωστές κεντήματος ,  ενθύμιο από τα  κεντήματα  εκείνης της προσπάθειας. Κι αργότερα, σε άλλα σχολεία και με άλλες συνθήκες, το πείραμα αυτό έπαιρνε άλλη μορφή και πάντα ο βασικός στόχος ήταν ένας:  με αξιοπρέπεια και με προσπάθεια προσωπική να κερδίζουν αυτό που  αρχικά ήθελαν να το αναζητήσουν ως παροχή χωρίς κόπο.

Θεοδώρα Ζωγράφου - Βώρου