Σουζάννα Παπαναούμ - Σιάπαντα .

Kατάγεται από τη Σιάτιστα της Δυτ. Μακεδονίας. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου και τελείωσε την  Παιδαγωγική Ακαδημία. Εργάστηκε στα εκπαιδευτήρια "ΚΟΡΑΗΣ". Είναι παντρεμένη με το γιατρό Γιάννη Σιάπαντα, επίσης από την Σιάτιστα. "Η γιαγιά μ'  η Μαριγώ" είναι το δεύτερο βιβλίο της. Στο πρώτο, με τίτλο "Περίπολος σωτηρίας", πραγματεύεται το επίκαιρο θέμα της προστασίας του περιβάλλοντος και απευθύνεται κυρίως στα παιδιά.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο  της "Η γιαγιά μ'  η Μαριγώ".


Σουζάννα Παπαναούμ - Σιάπαντα

Ο τρύγος

Ένας χλωμός ήλιος έπαιζε κρυφτό με άσπρα συννεφάκια. Έδενε την ποδιά της, όταν...
            - Σύρι Χρήστου να τραβήειξ ν' αμπάρα. Άκσα ρόπουτουν σ'ην πόρτα. Θα νά 'ρθαν οι τρυγ'στάδις.
            Πραγματικά, ήταν αυτοί. Με το άνοιγμα της πόρτας φάνηκαν δυο αγωγιάτες με τα μουλάρια τους. Είχαν φέρει τα πρώτα φορτιά.
            Από πίσω έφτασαν και οι γυναίκες που θα πατούσαν τα σταφύλια. Η Μαριγώ τις κάλεσε στο μαγειριό να τις κεράσει καφέ και ψωμί, για να πάρουν δυνάμεις.
            - Ισείς οι άντρ' άδειασέτσι πρώτα τα κουσιώρια κι ύστσιρα έλατσι να πιείτσι τουν καφέν. Μπρε! Πρόσιχέτσι τα μπλάρια! Δέστσι του καπίστρ καλύτσιρα 'που ν'πόρτα. Να μη μ' φαν τα λούδια μ', ισείς να ξέρτσι!
            Αφού απόλαυσαν όλοι τον πρωινό καφέ, οι άντρες φόρτωσαν τα άδεια κουσιώρια, ένα από τη μια κι ένα από την άλλη πλευρά του σαμαριού, καβάλησαν κι οι ίδιοι και πήραν πάλι το δρόμο για το αμπέλι.
            Οι γυναίκες φόρεσαν στα κεφάλια τους φακιόλια και μάζεψαν τις φούστες μέσα στις ειδικές βράκες από ζμπλοφ που δεν θα βρέχονταν εύκολα από τον μούστο.
            Έβγαλαν τα παπούτσια και τις κάλτσες τους κι έπλυναν τα πόδια τους μέσα σε μπακιρένιες λεκάνες με ζεστό νερό που είχε ετοιμάσει η κυρα-Μαριγώ. Μετά, πήδηξαν στο πουστάβι. Πιάστηκαν γερά από την κουπαστή του κι άρχισαν το πάτημα των σταφυλιών, μ'ένα ρυθμικό βήμα «σημειωτόν».
            Σε λίγο άρχισε ο μούστος να τρέχει από το ειδικό άνοιγμα μέσα σ' έναν μεγάλο μπακιρένιο ταβά. Μόλις γέμιζε αρκετά, η Μαριγώ μ' ένα κανάτι, πρώτα τον περνούσε από ένα τρυπητό που κρατούσε τα κουκούτσια και τα μικρά κομμάτια από την σάρκα των σταφυλιών, κι ύστερα τον άδειαζε στις βαρέλες.
            Εκεί θα έμενε προσωρινά καμπόσες μέρες, ώσπου να ξικασταλιάσ, να γίνει δηλαδή διαυγής. Μόνο τότε τον άδειαζαν στα βαρέλια που τα γέμιζαν ως επάνω, ώστε να μην έχουν καθόλου αέρα. Αφού έρριχναν μέσα και μια ποσότητα δεμένου μούστου, τα σφράγιζαν. Εκεί, με το βρασμό, θα μετατρέπονταν σε κρασί.
            Η Μαριγώ παράλληλα έκαμνε και μια άλλη σπουδαία δουλειά: μαγείρευε για όλους αυτούς τους ανθρώπους που έπαιρναν μέρος στο πανηγύρι του τρυγητού.
            - Δε μ' λιές κυρά, πώς πάει η δ'λειά; Πε μ' να φκιάσου κι γω τσίπουτας να σ' αλαφρώσου.
            Στη μεσιά φάνηκε η συνυφάδα της η Λιόλινα, με τα χέρια στη μέση. Αν και ήταν συνυφάδες, συνήθιζε να την αποκαλεί «κυρά», ενώ η Μαριγώ αποκαλούσε αυτήν «νύφ».
            - Δόξα Τουν, μια χαρά! Ούι άχαρ, ου Θος σ' έστσειλεν! Σύρι μα ως του μαειριό. Ουπάν σ'ην κούχν έχου του μ'κρό του χαρανί απ' βάζου του κρέας.Ανακάτουσέ του ψια. Ρίξι κι λίγου νιρό να μην ακουλλήσ. Λίγου 'κόμα θελ κι θα νά 'νι έτσοιμου. Ουδ' ικεί ιέχου σ' ιένα λιγκέρ κι τουν τραχανάν. Ρίξ 'τουν κι αυτόν να βράσ, ιά να στσείλου κι στ'ς άλλνους σιακάτ στ' αμπέλ. Του νου σ' να μη έν λάμπαβους.
            Το κρέας με τον τραχανά ήταν στα περισσότερα σπίτια το φαγητό που έτρωγαν την ημέρα του τρύγου. Άλλοι συνήθιζαν να συνοδεύουν το κρέας με πράσα ή λάχανο.
            Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν στο σοκκάκι αντήχησαν ξανά τα κυπριά των μουλαριών. Τα είχαν στη σιλταριά, στη σειρά δηλαδή, και δεμένα με το συγγέρ', που ήταν μια σιδερένια βέργα πιασμένη στο πλάι από το σαμάρι του ενός στο σαμάρι του άλλου ζώου, για να μη ξεφεύγουν δεξιά κι αριστερά.
            Τα μικρά που έπαιζαν στο δρόμο, παρακαλούσαν:
            - Ω μπάρμπα, δω μ' ιένα σταφύλ, και...το απαραίτητο πείραγμα από τους αγωγιάτες:
            - Χόριψι πρώτα τουν τραχήλ!
            Κι αυτά τα καημένα χοροπηδούσαν, μόνο και μόνο για να κερδίσουν κανένα γριντζούλ.
            Ξεφόρτωσαν και πάλι και, πριν φύγουν, η Μαριγώ τους κέρασε κρασί και πίτα. Τους έδωσε και μια ικανή ποσότητα φαγητού, καθώς και μια μπούκλα κρασί να τα πάνε στους ανθρώπους που τρυγούσαν: στους τρυγ'στάδις. Οι ίδιοι θα έτρωγαν όταν θα έφερναν το επόμενο φορτίο. Η Μαριγώ τους ξεπροβόδισε και συνέχισε το γέμισμα των βαρελιών.
            Το μεσημέρι έκαναν ένα αρκετά μεγάλο διάλειμμα. Το νόστιμο φαγητό τους ξεκούρασε και τους έδωσε δύναμη να συνεχίσουν.
            Τα στέμφυλα τα έρριξαν σ' ένα βαρέλι. Εκεί θα έμεναν ώσπου να στραγγίσουν καλά. Σ' αυτόν τον μούστο έρριχναν και λίγο νερό και γινόταν μετά το βρασμό ένα ελαφρό κρασί, «ου λάγκιρους», αδυναμία της κυρα-Μαριγώς. Πότε-πότε έβαζε λίγο μέσα σε μια πήλινη κούπα, το άφηνε για λίγο κοντά στη φωτιά και μόλις που άρχιζε να χλιαρώνει, το έπινε. Θεωρούνταν σημαντικό ιλιάτς!
            Σαν άρχισε να σουρουπώνει, κάθε δραστηριότητα σταμάτησε. Ο κυρ-Χρήστος πλήρωσε τους ανθρώπους, που του ευχήθηκαν μέσα απ' την καρδιά τους «καλό έξουδου κι πάντα σι χαρές». Μόλις έφυγαν, το τράβηγμα του διαδρόμου εξασφάλισε και πάλι την ασφάλεια του σπιτιού.
            Όταν μαζεύτηκαν στο χειμωνιάτικο, η Μαριγώ κατάκοπη έπεσε μπρούμυτα στο στρώμα.
            - Έλατσι μπρε ιένας να μ' πατήσ' ψια τσις πλάτσις π' μι πουνούν!
            Άλλο που δεν ήθελαν τα παιδιά! Ανέβαινε στη ράχη της όποιος προλάβαινε και προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπία, αλλά δεν τα κατάφερνε. Έσπρωχνε ο ένας τον άλλον, έπεφταν, ξεφώνιζαν και γελούσαν. Μαζί τους γελούσε και φώναζε κι αυτή:
            - Μπρε, μ' τα λιάντσέτι τα πλιβρά μ'! Πουγάλια μπρε ουρσούσκα, μι βιρβέρξέτι!
            Έκανε πως τάχα τους μάλωνε, αλλά στην πραγματικότητα  και ανακουφιζόταν  και  χαιρόταν που τα έβλεπε να διασκεδάζουν.
            Μετά το βραδυνό φαγητό έπεσαν αμέσως για ύπνο. Αύριο ο τρύγος θα συνεχιζόταν...
   
            Παρόλη τη χθεσινή κούραση, δεν καλοκοιμήθηκε τη νύχτα. Είχε στο νου της τις δουλειές που την περίμεναν με τον ερχομό της καινούργιας μέρας.
            Βγήκε στην αυλή, πήρε μια βαθιά ανάσα, τράβηξε το διάδρομο από την αυλόπορτα και την άνοιξε. Έσκυψε με αγάπη στα λουλούδια της. Άλλα τα ξεβοτάνισε, άλλα τα καθάρισε από τα ξερά φυλλαράκια και μπήκε στο μαγειριό. Άναψε φωτιά στην κούχν κι άρχισε να ετοιμάζει τον καφέ, όταν έφτασε η αδερφή της η Ελένη.
            - Ε, μα Μαρ'γώ, πώς καλοξημέρουσις; τη ρώτησε.
            - Τσι να σ' πω κι τσι να σ' μολοήσου άχαρ Λιέν...Όλ' νύχτα γκλιούμαν στου στρώμα. Δεν όρ’ζα νε χέρια νε πουδάρια 'που ν' κούρασ. Καθώς είχα κι του νου μ' σ' αυτά απ' θα φκιάσουμι σήμιρα, μπουρώ να σ' πω ξημέρουσα σαν του π'λι στου ξύλου.
            - Τσι συναστριγιά μα κι αυτσή η θ'κή σ'! Ιά, μόλις τσούξουμι τουν καφέν, θ'ανασκουμπουθούμι κι χερ-χερ θα τα σώσουμι. Είπιν θα να 'ρθ κι η φιλ'νάδα μας η Βασιλ'κή να βουηθήσ. Οχ'άλλου, να πάει η ψ'χή σ' στουν τόπου τς.
            Και αλλάζοντας τόνο στη φωνή της:
            - Δε μ' λιές, έχ'ς έτσοιμουν τουν μούστου;
            - Ντζε άχαρ, ρώτ'μα χράζιτι; Ιά, ικεί στου χαρανί τουν ιέχου. Ιχτέ τόρ'ξα κουσκιντζμένου ασπρόχουμα 'που τουν Αη-Λιά κ' ιένα 'πλόχιρου στάχτ -κουσκιντζμέν κι αυτσή.
            - Μμ, ταμάμ η δ'λειά μας. Τσάκουσι να βάλουμι του χαρανί ουπάν σ'ην παρστσιά. Στέκα να σιουμπίσου μι του τσιουμπίδ ψίχα τ' φουτσιά να δυναμώσ. Όσου ν' αρχίσ να βράζ σύρι να φέρ'ς τις σταμνόπκις ιά τ' σταφυλαρμιά κι τα πιτμέζια.
            Η Μαριγώ έκανε μερικά δρομολόγια ως το κατώι και σε λίγο οι πήλινες στάμνες με τον φαρδύ λαιμό ήταν παρατεταγμένες στο μαγειριό. Τελευταία έφερε μέσα σε δυο πανέρια και τα σταφύλια που προορίζονταν για την σταφυλαρμιά. Γλυκά άσπρα και κοκκινωπά -κοκκινούσκις τα ονόμαζαν- βαλμένα το ένα τσαμπί δίπλα στο άλλο και σε μερικά σημεία πρόβαλλαν ανάμεσά τους αμπελόφυλλα που έκαναν την εικόνα ομορφότερη.
            - Ου, ου! φώναξε η Μαριγώ, πότσι κιόλαντς μα άρχισιν να χουρχουλάζ; Τσάκουσι αγλήγουρα να τουν κατσιβάσουμι 'που τ' φουτσιά!
            Άφησαν το χαρανί σε μιαν άκρη, να κατακαθίσει το χώμα και η στάχτη, κι αυτές άρχισαν να γεμίζουν μια-μια τις στάμνες. Έβαζαν μια στρώση σταφύλια, μια καρόφυλλα (φύλλα καρυδιάς) για να συγκρατούν τις σειρές των σταφυλιών και συγχρόνως να τ' αρωματίζουν, και πασπάλιζαν με σινάπι. Αυτό συνεχιζόταν ώσπου να γεμίσει κάθε στάμνα. Χρησιμοποίησαν αρκετές. Είχαν τελειώσει και το σπάσιμο των καρυδιών όταν έφτασε η Βασιλική.
            - Καλώς τσην, καλώς τσην! την υποδέχτηκαν με χαρά και ανακούφιση.
            Αφού τις καλημέρισε, είπε:
            - Μι του συμπάθειου απ' άργ'σα, αλλά έπαθα χνέρ μι του φαΐ μ'. Όσο να 'έν , είπα ν' ανασκιρίσου ψια τα σκ'τιά που 'ταν ργμένα 'που καταής, κι να φουκαλίσου τουν νουντά. Μ' καθώς η κατράνου πιάσκα μι τα χουσμέτσια, ξαστουχήθκα κι αδράχκιν. Όσου να του τιριάσου, πέρασιν η ώρα. Μαρ ισείς, είπε αλλάζοντας ύφος, τρανόν αναβαλτζμόν γλιέπου έχιτι ιδώ!
            - Εμ, μια απ' θα να 'μαστσι οι τρεις μας, είπα να τα σώσουμι όλα μ' ιένα χόβ, απάντησε η Μαριγώ.
            - Πεμ'τι τσι να φκιάσου ιγώ;
            - Ιά, ακούστηκε η φωνή της Ελένης, αμπιλόνιασι μι του νήμα ιτούτου του βιλόν μι του τρανό του ματ κι ραμάτιασι τα καρύδια ιά τα ιτζούκια.
            «Θαρμ' φερν κι κανά καλό τσυχιρό στου κουρίτσ», ψιθύρισε η Μαριγώ ενώ σκέπτονταν τη Μαλαματή της.
            Κι ενώ η Βασιλική ασχολούνταν με τα καρύδια, η Μαριγώ έβαλε τον ταβά στη φωτιά. Η αδερφή της έπαιρνε μ' ένα δοχείο μούστο μέσα από το χαρανί, με μεγάλη προσοχή ώστε να μην ανακατευτεί, και μ' αυτόν τον τρόπο άδειασε τόση ποσότητα όση χρειάζονταν για να γεμίσουν τις στάμνες με τα σταφύλια.
            - Του νου σ' να μη δέσ, της θύμισε η Μαριγώ. Σαν πάρ' βράσ, κατσέβασι τουν ταβά κι άφκέτουν να κρυώσ.
            Έπρεπε να είναι κρύος όταν θα απογέμιζαν τις στάμνες. Τις άφησε για λίγο κι έτρεξε στο σπίτι. Δεν θα ησύχαζε αν δεν έφερνε κάποιο κέρασμα. Έκοψε τρία κομμάτια παντεσπάνι και γέμισε τα ποτήρια δροσερό νερό. Εμφανίστηκε στην πόρτα του μαγειριού, κρατώντας τον δίσκο και χαμογελώντας.
            - Ντζε μαρ, τσι τα θέλτς αυτά; Ξένις ήμιστσι ιμείς; είπε η Βασιλική.
            - Μμ, άκου τσην! Τόσ δ'λειά πάτισάμι κι έχουμι κι άλλ' τόσ...Ας πάρουμι ιένα χουτζιούμ κι ας γλυκάνουμι λίγου του στόμα μας! τις έπεισε κι έκαναν ένα μικρό διάλειμμα.
            - Άιντζι, σηκώθηκε πρώτη η Ελένη, φτάν' τσι χασουμέρσάμι. Βάλι τουν άλλουν τουν ταβά να τσμάσουμι τα πιτσμέζια.

            Ο μούστος τώρα έπρεπε να δέσει λίγο περισσότερο. Μ' αυτόν έβρασαν μελιτζανάκια, ξερά τζέρτζιλα και κομμάτια κολοκύθας. Τα τελευταία ήταν γεμάτα αυλακιές που τις σχημάτιζε το ειδικό μαχαίρι που μ' αυτό τα έκοβαν. Έτσι, γέμισαν και τις υπόλοιπες στάμνες. Τελευταία ήρθε η σειρά για τα σιτζούκια.
            - Τσι φκιάντς ικεί Μαρ'γώ;
            - Ιά, πέρασα 'που τ' τζαντήλα ό,τ' είχιν του χαρανί ως τουν πάτου κι τώρα ανακατώνου αλιεύρ κι μούστουν ιά να φκιάσουμι τ' μουσταλιβριά.
            - Σύρι να φερ'ς ιένα σιόλ να ιδώ αν ίνκιν ου μούστους πόχου στουν ταβά, είπε επιτακτικά η αδερφή της. Ήθελε να δοκιμάσει αν έχει την πυκνότητα που έπρεπε. Αυτό γινόταν με τη χρησιμοποίηση γυάλινου σκεύους. Έρριχναν μια μικρή ποσότητα μέσα σ'ένα πιατάκι του γλυκού και το γύριζαν δεξιά κι αριστερά. Όταν «έγλυφε» λίγο πάνω στο γυαλί και στη συνέχεια κυλούσε ελεύθερα, ήταν έτοιμος.
            - Μωρέε, ούδι παραγγιλιά να τουν είχα! είπε ικανοποιημένη η Ελένη και συνέχισε:  Ρίξι μέσα τώρα ν' κανιέλλα, του καρουφύλ κι τ' αλιεύρ.
            - Ισύ ανακάτουνι σιγά-σιγά κι έχι του νου σ' να μη γκρουνταβιάσ.
            Μοσχοβόλησε ο τόπος απ' τα μυρωδικά και σε λίγο οι τρεις γυναίκες έπαιρναν από μια «ραματιά» καρύδια και τα βουτούσαν στη μουσταλευριά. Ύστερα, για να σφίξει το μίγμα, τα κρεμούσαν από ένα κλαράκι σε σχήμα κεφαλαίου λάμδα, που το στερέωναν στο ελεύθερο άκρο της «ραματιάς». Το κλαράκι ονομαζότανε κλούτσους και πολλές φορές αυτός ήταν κι από σύρμα.
            Το βούτηγμα στη μουσταλευριά συνεχιζόταν, ώσπου κάθε «ραματιά» ν' αποκτήσει το επιθυμητό πάχος. Τότε τα σχηματισμένα σιτζούκια τα άφηναν οριστικά κρεμασμένα σ'ευάερο μέρος. Τα παιδιά επισκέπτονταν τακτικά αυτόν τον χώρο και τα κύτταζαν με μεγάλη λαχτάρα,  έπρεπε όμως να κάνουν υπομονή ως τα Χριστούγεννα. Τότε μόνο θα είχαν το ελεύθερο να τα γευτούν.